Κεφάλαιο 35
Κεφάλαιο 35
«Ώστε επέστρεψες σε μένα... αγάπη μου. Το ήξερα πως δεν θα μπορούσες να αντισταθείς», αντήχησε η παραπλανητικά απαλή φωνή του Ξωτικοβασιλιά μέσα στην αίθουσα. Η Νεράιδα προχώρησε αργά και περήφανα προς το μέρος του, αναδυόμενη σιγά-σιγά από τις σκιές στο τελευταίο φως της ημέρας που χάριζε ο ήλιος μέσα απ' τα μεγάλα παράθυρα. Ακόμα και σε αυτόν τον ξένο και άγριο χώρο, ο Όμπερον είχε καταφέρει να δημιουργήσει μια αίσθηση γαλήνης, όπως έκανε πάντοτε· οι βαριές κουρτίνες είχαν τραβηχτεί και δεθεί στην άκρη, επιτρέποντας στις ηλιαχτίδες, ή ό,τι μπορούσε να φανεί από αυτές, να παίζουν ανενόχλητες στο δωμάτιο, το μακρύ πέτρινο τραπέζι ήταν ήδη στρωμένο και φορτωμένο, σαν να ανέμενε την άφιξή της και κάποιο είδος μελωδίας ερχόταν από κάπου στο βάθος. Ένα ευχαριστημένο χαμόγελο έπαιξε στα χείλη της, αναγνωρίζοντας στον χώρο τις τόσο γνώριμες, τόσο αγαπημένες πινελιές του άντρα της.
«Ήρθα για το καλό του λαού μου. Το Νοβέλιαν καίγεται, Όμπερον», είπε η Τιτάνια ήρεμα μόλις έφτασε μπροστά του και τράβηξε τον σκουρόχρωμο μανδύα της, απελευθερώνοντας τις μακριές γαλάζιες μπούκλες της. Ώστε να μαγευτούν ξανά χρειάζονται τα ονείρατα της Βασίλισσας... η επιρροή μου έχει αδυνατίσει, σκέφτηκε εκείνος σφίγγοντας τα δόντια, μην αφήνοντας την ξαφνική ταραχή του να φανεί· αντιθέτως έντυσε το πρόσωπό του με ένα ευγενικό μειδίαμα.
«Οι φλόγες δεν θα βασίλευαν στη θέση σου τώρα, Τιτάνια, αν με είχες ακούσει. Μα σε βλέπω να έρχεσαι εδώ και να ζητάς βοήθεια. Ίσως υπάρχει ελπίδα τελικά», έκανε σιγανά, παρατηρώντας τις αντιδράσεις της Νεράιδας με μισόκλειστα, σκοτεινά μάτια. «Γι' αυτό δεν ήρθες εδώ, ω Θεά μου;» Η Τιτάνια είχε ανοίξει το στόμα της να απαντήσει, μα σταμάτησε απότομα ακούγοντας τον τρυφερό χαρακτηρισμό. Ξυπνούσε μέσα της παλιές αναμνήσεις οι οποίες δεν θα έπρεπε να επανέρχονται στο νου της, ιδιαίτερα καθώς δεν αισθανόταν και πολύ πνευματικά σταθερή τον τελευταίο καιρό. Προσπάθησε να κρατήσει τη φωνή της σταθερή.
«Ακούγεσαι σαν να μην νοιάζεσαι καθόλου για τα αδέρφια σου... αυτοεξόριστε. Το ίδιο αίμα κυλάει στις φλέβες τις δικές σας, όπως στις δικές μας. Δεν θα έπρεπε καν να χρειαστεί να ζητήσω βοήθεια», είπε αγέρωχα, τινάζοντας τα μακριά φτερά της εκνευρισμένα. Κάτι μέσα της τής έλεγε πως όλα αυτά ήταν ένα μεγάλο λάθος, πως κάπου, κάτι είχε υπολογίσει στραβά και δεν έβγαζαν όλα νόημα όπως θα έπρεπε· τόσες φαρμακερές γλώσσες γύρω μου, όπως η Ραβάννα, έχουν επηρεάσει την κρίση μου... δεν θα τις ακούσω όμως. Μια βασίλισσα σηκώνεται, εάν πέσει. Το βλέμμα της άστραψε ξάφνου ένα επικίνδυνο μπλαβί και ξεστόμισε μια βρισιά μέσα απ' τα δόντια της. «Ο κόσμος μας πεθαίνει, Όμπερον! Δεν έχεις να πεις τίποτα γι' αυτό;»
Ο Νεράιδος έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια και σκέφτηκε με ευχαρίστηση πως μέσα σε ελάχιστη ώρα, όλη η μαχητικότητα της βασίλισσας θα είχε στραγγιστεί από μέσα της, κάνοντάς την υπάκουη σαν κούκλα. Την φαντάστηκε έτσι στο κρεβάτι του κι ένα ρίγος ενθουσιασμού τον διαπέρασε· ίσως η νέα τάξη των πραγμάτων να διόρθωνε και τα λάθη του παρελθόντος, συμπεριλαμβανομένου και του μικρού Ανολοκλήρωτου. Ω, μα έχω πολλά, πάρα πολλά πράγματα να πω, καλή μου... Ποιος έχει το πάνω χέρι τώρα, άραγε; Με μια απότομη κίνηση, σηκώθηκε από την καρέκλα του και έκανε ένα βήμα προς το μέρος της, προκαλώντας, σαν σε κάποιο αλλόκοτο χορό, το δικό της βήμα προς τα πίσω. «Όπως συναντήθηκες με έναν παλιό σύζυγο... θα ήταν κρίμα να μη συναντηθείς και με έναν παλιό γνωστό», της ψιθύρισε και δυο μικρές μπλε φλογίτσες ξετινάχτηκαν για μια στιγμή από τις άκρες των δαχτύλων του. Η Τιτάνια γύρισε έντρομη προς την πόρτα, από όπου ξεπρόβαλε η μεγαλόσωμη μορφή ενός φανερά ενοχλημένου Τζέργκα.
«Καταραμένα νεραϊδοκαλέσματα», μούγκρισε. «Τι θέλεις, Όμπερον; Μου-». Η κουβέντα του κόπηκε στη μέση όταν το βλέμμα του έπεσε στην Τιτάνια.
«Σάιτρους», έκανε αυτή, εισπνέοντας απότομα. Εκείνος άπλωσε στα χείλη του ένα σαρδόνιο χαμόγελο και προχώρησε με βαριά βήματα προς το μέρος τους.
«Τιτάνια», ανταπέδωσε την αναγνώριση με ειρωνικό τόνο χαιρετισμού, «Έχω να σε δω από την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης. Έχεις ομορφύνει πολύ». Η Νεράιδα δεν μίλησε κι ο Σάιτρους στράφηκε στον Όμπερον: «Γιατί την έφερες εδώ; Δεν είπες πως την είχες κανονισμένη; Εκτός κι αν την προορίζεις για άλλες χρήσεις...», είπε, καρφώνοντας την Τιτάνια με ένα σκοτεινό βλέμμα που την έστειλε ένα ακόμα βήμα πίσω.
«Δεν την έφερα εγώ», αποκρίθηκε ο Νεράιδος. «Μόνη της τ' αποφάσισε να έρθει στη Χώρα των Δράκων. Να αψηφήσει τόσους κινδύνους, τόσους εχθρούς μόνο και μόνο για να 'ρθει να με βρει. Ω. μα δεν είναι πολύ ρομαντικό;», συμπλήρωσε με περιπαικτικά ονειροπόλο ύφος, το οποίο ο σύμμαχός του είτε δεν έπιασε, είτε βρήκε άλλη μία αφορμή να τον βγάλει από την 'πλάνη του'.
«Τι έγινε, Ξωτικοβασιλιά; Έπεσες στα ίδια σου τα μάγια; Ξύπνα! Δεν θα μπορούσε να κάνει αλλιώς, τώρα που έκανες όλες τις Νεράιδες να τη μισήσουν».
«Εσύ μας το έκανες αυτό; Εσύ έστρεψες τους υπηκόους μου εναντίον μου;» φώναξε η Νεράιδα, η ξαφνική ζάλη στο κεφάλι της και ο φόβος της να διαγράφουν κάθε διπλωματική σκέψη από το μυαλό της.
«Αυτό το έκανε η δική σου ανικανότητα να κυβερνήσεις, καλή μου», είπε γλυκά ο Όμπερον και ο Σάιτρους έσκασε σε ένα βροντερό γέλιο.
«Καλύτερα να κάνεις τα κολπάκια σου και να τη στείλεις πίσω. Δεν θέλουμε τις Νεράιδες να αλληλοσκοτώνονται», είπε ο Φύλαρχος με ευθυμία. «Εκπαίδευσε το σκυλάκι σου να παίζει πιο αποτελεσματικά τη βασίλισσα, όμως».
Η Τιτάνια είχε παγώσει στη θέση της, μην μπορώντας να αντιληφθεί πλήρως το τι γινόταν. Η προδοσία από τον Όμπερον, τόσα χρόνια πριν, ήταν πλέον δεδομένη, μα ποτέ δεν φανταζόταν πως θα τον διέφθειρε τόσο ο Σάιτρους, ο θανάσιμος εχθρός τους· και τι εννοούσε αυτό το κτήνος με τα «κολπάκια» του Όμπερον και την... «εκπαίδευση»...; Γιατί ένιωθε ξαφνικά τα πόδια της βαριά και το κεφάλι της να γυρίζει; Γιατί αλήθεια πήρε την απόφαση να ταξιδέψει στη Χώρα των Δράκων; Τι συνέβαινε, επιτέλους;
Οι ερωτήσεις της δεν απαντήθηκαν ποτέ, καθώς άκουσε τη φωνή του Όμπερον να έρχεται από κάπου δίπλα της, προσκαλώντας την σε όνειρα, και σε βαθύ, βαθύ ύπνο.
---
Η κοπέλα ένιωσε ένα κύμα αναζωογόνησης να σκάει μέσα της, καθώς ήπιε το νερό. Αφού κατάφερε να κατευνάσει λίγο τη δίψα της, έχυσε τις τελευταίες σταγόνες του παγουριού στις χούφτες της, αφήνοντάς τες να δροσίσουν το πρόσωπό της. Ένα αχνό χαμόγελο ευτυχίας τη φώτισε, καθώς σκεφτόταν ότι δεν θα μπορούσε να ζητήσει τίποτα παραπάνω και πως μερικές στάλες νερού στην ερημιά είναι υπέρ-αρκετές για να νιώσει κανείς ευτυχισμένος. Ο Έντελ την κοιτούσε ήρεμα και γλυκά, ευγνώμων που την είχε κοντά του σώα κι αβλαβή. Προτού προλάβει να του το ζητήσει, πήρε το παγούρι και της το ξαναπροσέφερε γεμάτο. «Νιώθεις καλύτερα, κοριτσάκι μου;», τόλμησε να ρωτήσει μετά από λίγη ώρα.
«Πολύ καλύτερα τώρα...», αποκρίθηκε η Λόλι ξέπνοα, αλλά με ένα βλέμμα γεμάτο αγάπη. Μετά από το σύντομο, μα συνταρακτικό ταξίδι στον κόσμο της φαντασίας της, δυσκολευόταν να σκεφτεί καθαρά, μα η παρουσία του παππού της ήταν η μόνη που θα μπορούσε να τη βοηθήσει να ξεθολώσει. «Θυμάσαι...;», ξεκίνησε τραβώντας του την προσοχή. «Θυμάσαι εκείνο το κολιέ με τις χάντρες που είχα όταν ήμουν 10;»
Ο Έντελ δεν κατάλαβε πού το πήγαινε, όμως της απάντησε: «Πώς δεν το θυμάμαι. Ήθελες να διαλέξεις εσύ όλες τις χάντρες και μάλιστα να τις περάσεις στο σκοινάκι μόνη σου. Με το ζόρι δέχτηκες να σου δέσω εγώ τον κόμπο». Η Λόλι γέλασε ελαφρά. Ποτέ δεν τα πήγαινε καλά με κόμπους και φιόγκους, γι' αυτό κι απέφευγε πάσης φύσεως παπούτσια με κορδόνια. «Θυμάμαι επίσης ότι το φορούσες συνέχεια. Δεν το έβγαζες ούτε όταν έκανες μπάνιο!», συνέχισε ο Έντελ, γελώντας κι αυτός.
«Ξέρεις γιατί;» Η ερώτησή της τον έκανε να κουνήσει αρνητικά το κεφάλι του. «Το 'χα για μαγικό», του εξήγησε κι έδειχνε να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να συνδέσει τις λέξεις μεταξύ τους, ώστε να βγάζουν νόημα. «Τρέχαμε με τον Έντι, ή και τα άλλα τα παιδιά στο δάσος και παίζαμε ολόκληρες περιπέτειες. Τρελαινόμουν να διαλέγω πρώτη ρόλο και να παίζουμε τις ιστορίες που εγώ σκεφτόμουν. Κι είχα το κολιέ μου να μου δίνει δύναμη. Με αυτό νικούσα τους κακούς κι έσωζα τους συντρόφους μου...» Ο Έντελ άκουγε με κάτι σαν σφίξιμο στην καρδιά του, χωρίς να ξέρει για ποιο λόγο. «Αλλά δεν ήταν απαραίτητη η παρέα. Τις πιο πολλές φορές προτιμούσα να είμαι μόνη μου. Να παίζω εγώ όλους τους χαρακτήρες. Γινόμουν Νεράιδα, Γοργόνα, πριγκίπισσα και είχα τον πλήρη έλεγχο στον κόσμο που ταξίδευα». Ένας απρόσμενος κλαυσίγελος μπέρδεψε τα επόμενα λόγια της, καθώς κούρνιασε στην αγκαλιά του. «Αν το καλοσκεφτείς, κάτι τέτοιο έγινε και σήμερα. Πραγματοποιήθηκε η ευχή που έκανα πάντα: να φτιάξω έναν τέλειο κόσμο και να μείνω όσο θέλω σ' αυτόν».
«Λόλι μου-»
«Και ξέρεις κάτι; Τελικά δεν ήταν τόσο τέλειος. Μάλλον αποπνικτικός». Έκανε μια παύση, ίσα για να γυρίσει να τον κοιτάξει. «Χαίρομαι που βγήκα από 'κει μέσα. Καλά που βρέθηκες εδώ!», συμπέρανε και τότε το μυαλό της μπήκε σιγά-σιγά σε λειτουργία διαπίστωσης και θυμήθηκε ότι δεν τα λέγανε όλα αυτά στο σαλόνι του σπιτιού τους, αλλά στη Χώρα των Δράκων. «Πώς βρέθηκες εδώ;», ρώτησε πολύ πιο συγκεντρωμένη από πριν.
Ο Έντελ πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ήρθαμε με τον Σάντριγκορ να βγάλουμε τη Ραβάννα από τη φυλακή, για να μας βοηθήσει να σε βρούμε».
Η Λόλι έμεινε για λίγο απορημένη. Τα ονόματα του Καλικάντζαρου που τη βοήθησε να φτάσει στη Μαγκιλάι και της Νεράιδας που την είχε υπό την προστασία της στο Νοβέλιαν, δεν άργησαν να συνδεθούν με πρόσωπα και καταστάσεις. Ναι, τους θυμόταν καθαρά, αλλά πώς βρεθήκανε όλοι μαζί στο συγκεκριμένο Τόπο και κυρίως... «Πού είναι;»
«Τους έχουνε πιάσει...», ψιθύρισε ο Έντελ ντροπιασμένος που, έστω άθελά του, τους είχε εγκαταλείψει. «Μια στρατιά Τζέργκα μας έστησε καρτέρι όταν μπήκαμε στην πόλη», συμπλήρωσε με την σκέψη των Δράκων να κουβαλάνε τους παγιδευμένους συντρόφους του, ενώ αυτός παρακολουθούσε από μακριά, κρυμμένος μέσα στα ερείπια. «Δεν ξέρω πού τους πήγαν. Δεν ξέρω καν αν είναι ζωντανοί, αλλά η σύλληψή τους ήταν σίγουρα διαταγή του-»
«...Σάιτρους». Η ατάραχη αναφορά αυτού του μισητού, αν όχι απαγορευμένου ονόματος από το στόμα της εγγονής του, έκανε τον Άνθρωπο να τιναχτεί απότομα. Ούτε μία φορά δεν της είχε μιλήσει για αυτό το απαίσιο πλάσμα. Πού τον ήξερε; Έπρεπε να του δώσει εξηγήσεις! «Είδα τη γιαγιά...», άρχισε να λέει η φουξομάλλα. «Εκείνη μου τα είπε όλα γι' αυτόν...» Ο Έντελ θυμόταν τη Σενίτ να του λέει πως είδε σαν σε όραμα την προηγούμενη Κρυστέλ, τη Ρασίνα, όταν ελευθέρωσε και τον τρίτο της κρύσταλλο. Τώρα έβλεπε ότι αυτή η μεταθανάτια εμπειρία δεν ήταν τυχαία, όπως υπέθετε τόσα χρόνια. Αποτελούσε απαραίτητο στοιχείο της διαδικασίας, αν έκρινε από τις δικές του παραλήψεις, στις οποίες η Λόλι δεν άργησε να φτάσει. «Και για τους κρυστάλλους μου είπε...», έκανε η κοπέλα. «...ότι θα πάρουν την φαντασία μου όταν τους ενώσω... κι ότι... αν σπάσουν, θα πεθάνω». Ξάφνου συνειδητοποίησε ότι δεν της έμενε πολύς χρόνος, ούτε πολλά περιθώρια για να κάνει την επιλογή της. «Υποθέτω πως είναι μικρό τίμημα... οι φίλοι μας κινδυνεύουν κι έχω τον τρόπο να τους βοηθήσω. Δεν θα κάτσω με σταυρωμένα χέρια».
Ακούγοντας τα λόγια της κι έχοντας μόλις βιώσει την μεγαλύτερη αγωνία για την ασφάλεια της αγαπημένης του εγγονής, ο Έντελ ταράχτηκε. «Λόλι μου, σε παρακαλώ. Πρέπει να υπάρχει κι άλλη λύση».
Η Λόλι τον κοίταξε θλιμμένα. «Ξέρεις ότι δεν υπάρχει, παππού», είπε κι άφησε για λίγο τον εαυτό της ελεύθερο να κλάψει. Ο Έντελ την πήρε στην αγκαλιά του, θέλοντας να της προσφέρει έστω μια ελάχιστη παρηγοριά.
Τέτοια ζεστασιά είχε καιρό να νιώσει. Είχε τυλίξει τα μπράτσα της γύρω από το λαιμό του παππού της, ενώ δάκρυα απελπισίας και ανακούφισης μαζί μουσκεύαν τα γένια και τη μπλούζα του. Εκείνος την κρατούσε κοντά του, λικνίζοντάς την μπροστά και πίσω ελαφρά, όπως έκανε πάντα. «Είναι δύσκολη η απόφαση, γλυκιά μου. Μακάρι να μπορούσα εγώ να πάρω το βάρος αντί για εσένα. Μα είμαι πολύ ευτυχισμένος που είσαι γερή. Δεν το πιστεύω πως σε βρήκα...», μονολόγησε, ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρά του, βαριά με τα δικά του άχυτα δάκρυα, κάμποσες φορές. Στον νου του έφτασε, απρόσκλητη η ανάμνηση του ίδιου και της Φλώρας να ψάχνουν μάταια τη μικρή Λόλι μέσα στο δάσος όπου είχε εξαφανιστεί, μέχρι που, αρκετές ώρες αργότερα, αποφάσισε να τους φανερωθεί φωνάζοντας από τα κλαδιά μιας ψηλής βελανιδιάς: 'Μαμά! Παππού! Δεν πήρατε χαμπάρι τίποτα!' Τότε, όπως και τώρα, ο Έντελ ένιωθε το βάρος της υπευθυνότητας να του τσακίζει την καρδιά, αφού εκείνος είχε τραβήξει την εγγονή του βαθιά στο δάσος για να μαζέψουν μανιτάρια και βότανα· τι ειρωνεία η μεγαλύτερη ικανότητα του Φύλακα της Κρυστέλ να είναι να την βάζει συνεχώς σε μπελάδες.
«Πάντοτε σε κάνω να με ψάχνεις, έτσι παππού;» τον ρώτησε η Λόλι σαν να είχε ξαφνικά ξεχάσει για πιο λόγο έκλαιγε, ξεμπλέκοντας τα χέρια της από γύρω του. Δεν είχε ιδέα πως ο παππούς της, ή οποιοσδήποτε άλλος θα ερχόταν από πίσω της τη μέρα που αποφάσισε, μετά από εκείνον τον τρομερό καβγά με τη μητέρα της, να αναζητήσει τη Μάγκιλαϊ και να αρχινήσει την περιπέτειά της. «Νιώθω... πλήρης», συνέχισε απρόσμενα, μην περιμένοντας την απάντηση του Έντελ, ο οποίος είχε πάρει και τα δυο της χέρια στο ένα δικό του σαν να μην είχε την πρόθεση να την αφήσει να φύγει, τώρα που την είχε βρει. Τα καστανά της μάτια πέσαν στα μελιά δικά του, παντοτινή αντίθεση, και απαλά τράβηξε τα χέρια της μακριά. «Γιατί βλέπεις... τελικά δεν χάνομαι ποτέ», είπε έχοντας συνειδητοποιήσει κι αποδεχτεί την κατάσταση.
Εκείνος την κοίταξε ξαφνιασμένος, μα γρήγορα αντιλήφθηκε το νόημα των λεγόμενων της εγγονής του και την βοήθησε να σηκωθεί από το σκληρό έδαφος όπου ήταν και οι δυο τους καθισμένοι. «Αυτό είναι αλήθεια, καλή μου. Είσαι δυνατή, ποτέ δεν αμφέβαλα για αυτό», ψιθύρισε, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της απαλά. Έτσι δακρυσμένη, μα με ένα σταθερό, αποφασιστικό ύφος στο πρόσωπό της, έμοιαζε τόσο πολύ στη μητέρα της.
Η Λόλι έκλεισε τα μάτια της στο γλυκό άγγιγμα και για μια στιγμή φάνηκε σαν να ξεφουσκώνει. Όταν ξανακοίταξε τον παππού της, το βλέμμα της ήταν γερό σαν ακατέργαστο ατσάλι. «Ό,τι και να γίνει, ξέρω πως μπορώ να το αντιμετωπίσω. Και θα βρω τρόπο να είμαι καλά, με ή χωρίς φαντασία. Σημασία έχει ότι θα είμαι εγώ, η Λόλι. Είναι στο χέρι μου να βρω το καλό σε αυτή την κατάσταση, έτσι;» Ο Έντελ έγνεψε. «Θα το κάνω, εδώ και τώρα. Δεν φοβάμαι πια» είπε κι ο Έντελ δεν χρειαζόταν περισσότερες εξηγήσεις· κάτι παρόμοιο είχε ανακοινώσει και η γιαγιά της, τόσα χρόνια πριν, προτού αφιερώσει τη ζωή της στην υπηρεσία των Κρυστάλλων. Ο άντρας ανατρίχιασε, διώχνοντας τις αναμνήσεις από το νου του και λέγοντας διστακτικά:
«Βλέπω είσαι σίγουρη... και έτοιμη. Μα έχω χάσει ήδη μια Κρυστέλ...». Αυτή τη φορά, δεν κατάφερε να συγκρατήσει το δάκρυ που κύλησε προς τα λευκά του γένια κι έσκυψε το κεφάλι του προς τα κάτω ντροπιασμένα.
«Ω παππού...», έκανε η Λόλι με έναν αναστεναγμό και μάζεψε τον Έντελ στην αγκαλιά της. «Δεν θα γίνει το ίδιο. Ακόμα και τώρα που τους βρήκα, οι Κρύσταλλοι... με δοκίμασαν. Και βγήκα νικήτρια. Με τη βοήθειά σου», είπε και του χαμογέλασε, κρατώντας τον από τους ώμους. «Κάνουμε φοβερό δίδυμο εμείς οι δύο, ξέρεις. Σαν την κέτσαπ με τη μουστάρδα». Το γέλιο του παππού της της έδωσε ελπίδα και εκείνος φάνηκε να ξαναβρίσκει το θάρρος του.
«Ε ας το κάνουμε το παλιο-χοτ-ντογκ τότε!» της είπε και έκανε ένα βήμα πίσω, σαν να γνώριζε τι επρόκειτο να ακολουθήσει.
Η Λόλι γέλασε με τη σειρά της και σκέφτηκε πως ναι, μόνο με γέλιο, μόνο με αγάπη θα μπορούσε να φέρει εις πέρας τούτη τη δοκιμασία· έτσι το ένιωθε... σωστό. Με μια κίνηση, έβγαλε τους τρεις Μαγικούς Κρυστάλλους της από την αριστερή της τσέπη με το ένα χέρι και το περιδέραιό της από την δεξιά της τσέπη με το άλλο χέρι. Μια σπίθα πέρασε φευγαλέα από τα μάτια του Έντελ σαν αντίκρυσε ξανά το περιδέραιο που είχε γίνει ένα με το λαιμό της γυναίκας του για χρόνια κι ο φόβος του για την εγγονή του επανήλθε δαγκώνοντάς του τα σωθικά. Δεν είπε τίποτα όμως. Όλα θα γίνουν όπως πρέπει να γίνουν. Με το χέρι της να τρέμει, η Λόλι φόρεσε το περιδέραιο και πήγε κοντά του, για να της δέσει τον κόμπο.
«Ώρα να αποκτήσω ένα καινούριο και πιο μαγικό κολλιέ», του είπε χαμογελαστά, σαν να ήθελε να τον καθησυχάσει. Έπειτα, απομακρύνθηκε και πάλι κι άρχισε να τοποθετεί τους Κρυστάλλους στις εσοχές του μενταγιόν, νιώθοντας βαθιά μέσα της πως δεν θα υπήρχε επιστροφή· μα για κάποιο λόγο, αυτό δεν την πείραζε, δεν της προκαλούσε ούτε χαρά, ούτε λύπη: ήταν απλά ένα βήμα στο μονοπάτι της αλλαγής και της εξέλιξής της, όπως όταν πήρε για πρώτη φορά μόνη της το αστικό ή όταν κλείδωσε τα χείλη της για πρώτη φορά με αγόρι. Μονάχα όταν ήρθε η σειρά του γαλάζιου κρυστάλλου, τον οποίο άφησε επίτηδες τελευταίο, ένα περίεργο συναίσθημα την κυρίευσε. Χωρίς να δώσει σημασία, τον έβαλε κι αυτόν στο περιδέραιο και την ίδια στιγμή οι τρεις κρύσταλλοι άρχισαν να λάμπουν περισσότερο.
«Καλώ τη Δύναμη των Κρυστάλλων να έρθει σ' εμένα!», φώναξε, προτού καταλάβει πώς προέκυψαν αυτά τα λόγια. «Επιλέγω με τη θέλησή μου το δρόμο που χάραξε η Κρυστέλ Λουμιόσα!», συνέχισε κι ήταν σχεδόν λες και μια φωνή μέσα της τής υπαγόρευε τι να πει. Μα και πάλι, ήταν κουβέντες που εννοούσε με όλη της την καρδιά και κατά κάποιον τρόπο γίνονταν δικές της όσο συνέχιζε να τις λέει. Ο Έντελ απέναντί της βρισκόταν σε κατάσταση σοκ, καθώς τα ίδια ακριβώς είχε πει και η Σενίτ. Μπορούσε κυριολεκτικά να τη δει μπροστά του, νέα, δυνατή κι αποφασισμένη να κάνει το καλό για όλο τον κόσμο. Τα δικά της λόγια δεν σκορπίζονταν από το φύσημα του ανέμου. Αντηχούσαν στους υγρούς τοίχους της Μαγκιλάι, μα ήταν τα ίδια. «Επιλέγω με τη θέλησή μου το δρόμο που υπέδειξε σ' εμένα η Κρυστέλ Σενίτ...» Η Λόλι υψώθηκε στον αέρα, καθώς τα έντονα φωτεινά χρώματα των κρυστάλλων δυνάμωσαν ακόμα περισσότερο σε ακτινοβολία κι αναμείχθηκαν σε ένα εκτυφλωτικό βιολετί φως.
«...και θυσιάζω την αγάπη μου...», είπε τότε η Σενίτ.
«...και θυσιάζω τη φαντασία μου...», είπε τώρα η Λόλι.
«...για χάρη του κοινού καλού!», έμοιαζαν να ολοκληρώνουν ταυτόχρονα οι δυο γυναίκες, η καθεμιά στην δική της εποχή με τη δική της φωνή και τότε το βιολετί φως έλουσε τα πάντα γύρω τους.
---
Όχι, όχι, όχι...
Φύγε, τρέξε, Λόλι, μακριά, φωτιές από τους ουρανούς, πουθενά να κρυφτείς, τρέξε Λόλι...!
...
Ένα γιγάντιο πλάσμα με χαίτη και ουρά λιονταριού, μα με μάτια σκούρα βιολετιά και άγρια σαν τα αγκάθια ενός
λουλουδιού
καβάλα σε πορφυρά φτερά, δέρμα σκληρό φολιδωτό
καψαλισμένο
Δράκου
Λόλι τρέξε, ρίχνει φωτιές, μας καταστρέφει, μην κοιτάς πίσω
τα μάτια του
τόσο μωβ
τόσο άγρια
τόσο
όμορφα
σαν τα δικά σου
---
Σαν ξύπνησε ο Έντι, πεσμένος στο πάτωμα του δωματίου του και λουσμένος στον κρύο ιδρώτα, πίεσε με τα δυο του χέρια το στήθος του στο σημείο της καρδιάς και άφησε ένα μακρόσυρτο, πονεμένο σκούξιμο. Δάκρυα έρρεαν στο πρόσωπό του και το όνομα της αδερφής του σχηματιζόταν ξανά και ξανά στα χείλη του σαν προσευχή, χωρίς να βγάζει κανέναν ήχο.
---
Σε κάποιο άλλο δωμάτιο, ένας Νεράιδος χαμογελούσε ευχαριστημένος, καθώς όλα τα κομμάτια του παζλ σιγά-σιγά, κάτω από τη δική του εποπτεία, ενώνονταν.
---
Οι Κρύσταλλοι και η Ιερή Φλόγα είναι αδέρφια, Ραβάννα. Από το ίδιο αίμα. Το νιώθω στο δικό μου αίμα. Η Ένωση αυτών, δίνει δύναμη πρωτόγνωρη και σε εκείνη. Πώς γίνεται ακόμα να αμφιβάλλεις;
Δύναμη μοχθηρή και απατηλή, Εθίρ! Άκουσέ με, φίλε μου... οι Κρύσταλλοι θα χρησιμοποιηθούν για κακό. Η Θεά με έχει προειδοποιήσει πολλές φορές, ακόμη προτού ο Όμπερον αποσχιστεί από το Νοβέλιαν. Δύναμη ανίερη κρατούν μέσα στα βάθη τους, που στα λάθος χέρια μπορεί να φέρει την καταστροφή και το θάνατο...
Βάζεις το Φεγγάρι πάνω από τον Ήλιο, Νεράιδα! Προσβάλλεις την Ιερή Φλόγα, τον πυρήνα του πολιτισμού μας! Κοίτα καλά μέσα σου... βάλε στην άκρη τους φόβους σου... δεν είναι ώρα αυτή να φοβάσαι, όταν ο κόσμος ταλαντεύεται στην άκρη του γκρεμού.
Ναι, Δράκε, φοβάμαι. Ο φόβος είναι φρόνιμος σύμμαχος, όταν μας επισκέπτεται την κατάλληλη στιγμή. Μα θα σε βοηθήσω, γιατί δεν είμαι κάποια που απατάει το λόγο της, ποτέ δεν ήμουν. Μπορεί να μην μπορώ να το δω, αλλά κάτι ανώτερο κρύβεται πίσω από όλα αυτά, κάτι που μονάχα το μέλλον θα δείξει· λουσμένο στο φεγγαρόφωτο, στο φως το λαμπρό του πρωινού, ή βουτηγμένο στο αίμα, το μέλλον μόνο θα δείξει.
Κράτα γερά, Ραβάννα. Η Κρυστέλ σε χρειάζεται. Η Φλόγα σε χρειάζεται.
Θα βάλω τα δυνατά μου, φίλε μου. Κουράγιο.
---
«Παππού!»
«Παππού, ξύπνα!»
Η φωνή της Λόλι ερχόταν από πολύ, πολύ μακριά κι ο Έντελ πιάστηκε απ' αυτήν σαν άγκυρα, καθώς αμφιταλαντευόταν μεταξύ του συνειδητού και του ασυνειδήτου. Παράξενη τούτη η αίσθηση, μα γλυκιά και γνώριμη. Διαφορετική όμως από την προηγούμενη φορά. Τώρα, η βιολετιά δύναμη των ενωμένων Μαγικών Κρυστάλλων επηρέαζε περισσότερο το μυαλό του, επιτρέποντάς του να σκεφτεί πράγματα που προηγουμένως του φαίνονταν ακατόρθωτα, να περιπλανηθεί σε τόπους και χρόνους που ποτέ δεν είχε χωρέσει ο λογισμός του· χρώματα και ήχοι πρωτόγνωροι ξετυλίγονταν μπροστά στα μάτια του, μα η φωνή από μακριά δεν έλεγε να σταματήσει να τον καλεί. Ας είναι.
Το χαμόγελο που τον καλωσόρισε στον κόσμο της ημέρας ήταν εκτυφλωτικό όπως ο ήλιος. Φαίνεται πως η Λόλι δεν είχε επηρεαστεί καθόλου από την Ένωση, αν εξαιρέσει κανένας τα ανακατεμένα της μαλλιά που λογικά ευθύνονταν στο ξαφνικό φως που ξεπήδησε από το μενταγιόν και την σήκωσε ψηλά.
«Είσαι-»
«Καλά; Ω ναι. Είμαι παραπάνω από καλά», τον έκοψε η φουξομάλλα με μια παράξενη ευθυμία την οποία ο Έντελ ευχήθηκε να έβλεπε πιο συχνά. «Λογικά η Κρυστέλ δεν χαμπαριάζει τόσο την διαδικασία όσο ο Φύλακας. Εσύ πρέπει να ξέρεις από τι να με προφυλάξεις, για αυτό βλέπεις ό,τι βλέπεις...» Στο ξαφνιασμένο ύφος του παππού της, η Λόλι συνέχισε: «Φαντάστηκα πως έβλεπες κάποιου είδους οράματα, έτσι που στριφογύριζες από δω και από κει».
«Όντως, έχεις δίκιο. Και ήταν πολύ, πολύ διαφορετικά από αυτά που είχα για τη γιαγιά σου», απάντησε εκείνος προβληματισμένα, ενώ σηκωνόταν στα πόδια του. Τα μάτια της Λόλι άνοιξαν διάπλατα σαν το κουτάβι.
«Και... τι είδες; Ήταν κακό;», τον ρώτησε ταραγμένα και το πλατύ της χαμόγελο μαράθηκε. Ο Έντελ όμως έπρεπε να είναι ειλικρινής.
«Η δύναμή σου μπορεί να γίνει... χαοτική. Αλλά δεν ένιωσα τίποτα αρνητικό, τίποτα 'κακό'... ένιωσα δημιουργία. Η οποία όμως πρέπει να χαλιναγωγείται για να μην καταλήξει σε... αναρχία, για να το θέσω έτσι».
Ξαφνικά η Λόλι χαμογέλασε και πάλι. «Επιτέλους μου δίνεται η ευκαιρία να πετάξω τη φράση 'μιλάς με γρίφους, γέροντα'! Και ναι, αυτό που περιγράφεις.... μου θυμίζει πολύ εμένα», είπε, και το αστείο της αντικαταστάθηκε από σοβαρότητα. Ο Έντελ την κοίταξε και η ωριμότητα που βρήκε στα νεαρά της μάτια τον ταρακούνησε. Με προσοχή, σήκωσε το αριστερό της χέρι και άνοιξε απαλά την παλάμη της, όπου κρατούσε σφιχτά το μενταγιόν της Σενίτ, που είχε βγάλει· εκείνο άστραψε μενεξεδένιο στο φως του δειλινού. Σιγά-σιγά, τελετουργικά, το πέρασε πάλι γύρω από τον λαιμό της και την φίλησε στο μέτωπο.
«Είμαι πολύ περήφανος για σένα, καλή μου», της είπε και εκείνη του χαμογέλασε. Τώρα είμαι μια Κρυστέλ. Και το τι σημαίνει αυτό... θα το ανακαλύψω στη συνέχεια. Αυτό και αν δεν είναι υλικό για βιβλίο!
«Ξέρεις τι; Νομίζω πως είναι ώρα να περάσουμε στο κομμάτι που νικάμε τους κακούς, σώζουμε τους πάντες και αποκαθιστούμε την ισορροπία στον κόσμο», γέλασε η Λόλι και τράβηξε τον παππού της από το μπράτσο, προχωρώντας προς τα ενδότερα της πόλης των Δράκων.
«Α, μα πολλά παραμύθια διαβάζεις νεαρά μου! Στην πραγματική ζωή δεν πάνε όλα όπως τα θέλουμε!», έκανε αυτός, αφήνοντάς την να τον παρασύρει μπροστά.
«Χμ... ίσως. Αλλά ακόμα και να αποτύχουμε, ας το κάνουμε επικά», απάντησε η Λόλι μεταξύ αστείου και σοβαρού.
Και με την προσπάθεια, ποιος ξέρει... κάτι μπορεί να βγει, σκέφτηκε, καθώς τα απομεινάρια ενός αδύναμου ήλιου βυθίζονταν στον ορίζοντα. Δεν είναι πως έχουμε και επιλογή.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top