Κεφάλαιο 34

Κεφάλαιο 34

Θάνατος. Κάτι που όλοι, είτε Άνθρωποι, είτε Νεράιδες, είτε Πρωτογέννητοι, είτε Μεταγενέστεροι, του δίνουν τις δικές τους ερμηνείες και το αντιμετωπίζουν με τρόπους μοναδικούς, όσο μοναδικοί είναι και οι ίδιοι. Έτσι λοιπόν, με έναν μοναδικό και ασυνήθιστο, θα λέγαμε, τρόπο, αποφάσισε να αντιμετωπίσει την προοπτική του θανάτου του ένας ηρωικός και πολύ χιουμορίστας Καλικάντζαρος...

«Έλα, καλέ μου θάνατε
Έλα και δεν θ' αντέξω
Από τα δυο βλακόμουτρα
Θέλω να ξεμπερδέψω»

«Μα τη χαίτη του Ντρογκ, αυτό είναι χειρότερο κι από τη Γάτα με τις Επτά Ουρές!»

«Ο ένας είναι κόπανος
Κι έχει συνέχεια νεύρα
Κι ο άλλος στο κεφάλι του
Μάλλον έφαγε πέτρα»

«Δεν το βουλώνεις λέω 'γώ!;» Το χτύπημα του ροπάλου στην καγκελόπορτα του στενού κελιού, προκάλεσε έναν ήχο σαν σπασμένη καμπάνα κι έκανε τον 'ένοικό' του να ταλαντευτεί απότομα και να κοιτάξει ξαφνιασμένος τον φρουρό.

«Κι αυτό σας πειράζει πια; Τι έκανα ο μαύρος;»

«Τη θέλουμε την ακοή μας, ξέρεις», επεσήμανε ο άλλος φρουρός, με κλεισμένα τα αυτιά του, περισσότερο ενοχλημένος από την κακοφωνία, παρά από τους στίχους του αυτοσχέδιου τραγουδιού.

«Έτερον εκάτερον!», αποκρίθηκε ο φυλακισμένος, επιδεικνύοντας μία ανάλαφρη μέχρις προκλήσεως αδιαφορία. «Κι εγώ θα 'θελα να 'μουν 1,90 και να 'πινα το κρασάκι μου στο Μανιτάρι, αντί να σπαταλάω τις τελευταίες μου στιγμές με δυο τζεργκορεμάλια. Αλλά τι να γίνει; Σε αυτή τη ζωή όλοι κάτι κακό παίρνουμε, μάγκες μου! Ε, εγώ θα φάω στη μάπα εσάς κι εσείς θα απολαύσετε τις υπέροχες συνθέσεις μου, ερμηνευμένες απ' την αηδονολαλιά μου. Τυχερούλια!»

«Έλα, καλέ μου θάνατε
Κι εγώ σε περιμένω
Σε τούτο τ' άθλιο κελί
Που μ' έχουνε κλεισμένο...»

Ακούγοντας τον να ξαναρχίζει, αυτή τη φορά με περισσότερη ένταση και πάθος στην ερμηνεία του, οι δύο Τζέργκα του γύρισαν την πλάτη και πιάσανε την κουβέντα, ελπίζοντας έτσι να αποφύγουν την ηχορύπανση. «Δεν είναι να απορείς που ο Όμπερον τον θέλει οπωσδήποτε νεκρό! Μιλάμε για φοβερό σαματατζή!», ξεφύσηξε ο Γιαμπάρουα με τα χέρια του ακόμα σφιγμένα στο κεφάλι του.

«Αυτό πάλι πού το πας;», αναρωτήθηκε φωναχτά ο Ίζριρεγκ. «Από πού κι ως πού να δεχόμαστε εμείς διαταγές από μία μύγα;»

«Ε, όχι όποια κι όποια μύγα! Βασιλική μύγα! Βασιλόμυγα, να το πω;», χαχάνισε ο Γιαμπάρουα, αλλά η μπουνιά του συναδέλφου του τού ήρθε κατακέφαλα.

«...Το σέρβις είναι ελεεινό
Δεν έχει ούτε τζακούζι...»

«Άσε τις μπούρδες! Σοβαρολογώ!», φώναξε ο Ίζριρεγκ, μπας και ακουστεί μέσα απ' την... μουσική υπόκρουση. «Αφού σίγουρα ο Μεγάλος θα τον συνθλίψει όταν γίνει η δουλειά...», έκανε δίνοντας, για έμφαση, γροθιά στο άλλο του χέρι. «...γιατί να πρέπει να τον ανεχόμαστε;»

«Γιατί δεν τα βάζεις ποτέ με το θυμό ενός παθιασμένου Νεράιδου. Όχι όταν μπορείς να επωφεληθείς...»

«...Κι ούτε ένα φρούτο για να φας
Ούτε ένα καρπούζι...»

«...Είδες για τι αδίστακτο άτομο μιλάμε! Έδωσε την ίδια του την ξαδέλφη στον Αρράγκ! Είδες και τι τσαρλατανιές μπορεί να κάνει! Εγώ πάντως τον φοβάμαι».

«Καλά, εσύ φοβάσαι και τη σκιά σου. Το θέμα είναι άλ-»

«...Όσο για το προσωπικό
Είν' όλοι βαρεμένοι-»

«...Ααααααα! Ως εδώ, γκόμπλιν!» Σε μια στιγμή, το τραγούδι διακόπηκε βιαίως κι ο Σάντριγκορ βρέθηκε με τη μούρη στα κάγκελα και μια χερούκλα να σφίγγει επικίνδυνα το λαρύγγι του. Ο Ίζριρεγκ είχε γίνει έξω φρενών και δεν ήταν πρόθυμος να τον ανεχτεί κι άλλο. «Ξεκλείδωσε!», γάβγισε στον άλλο Τζέργκα. «Αφού το 'χει περάσει για ξενοδοχείο κι έχει τόσα παράπονα να κάνει στον θάνατο για το... 'σέρβις', μπορεί να του τα πει από κοντά! Ας ξεμπερδεύουμε από τώρα με δαύτον. Δεν αντέχω άλλο αυτή τη φασαρία!»

---

Μεγάλες μαύρες σκιές έμοιαζαν να περνάνε πάνω από τις μορφές τους, καθώς κατευθύνονταν στον προορισμό τους. Αν και σκουριασμένα, τα σιδερένια κιγκλιδώματα των μπουντρουμιών διακρίνονταν από μία γκρίζα μολυβένια λάμψη, η οποία γινόταν ευδιάκριτη μόνο όταν κάποιος περνούσε από δίπλα τους. Με τους επίδοξους εκτελεστές του να τον βαστάνε από τα χέρια, ο Σάντριγκορ ένιωθε σαν το μικρό Καλικαντζαράκι που οι γονείς του το πάνε με το ζόρι να κάνει εμβόλιο για την τρολλοβλογιά. Και να 'ταν αυτό, πάει στα κομμάτια! Θα προτιμούσε δέκα φορές να φάει τσιμπιά σε επίμαχο σημείο από αυτό! Ίσα-ίσα, που στην περίπτωση του εμβολίου θα είχε μετά το ελεύθερο να τρώει παγωτό πεύκο όσο τραβούσε η ψυχή του. Αλλά να βρίσκεται σε αυτή την άκρως άδικη κατάσταση, να πηγαίνει στο δείπνο ενός Δράκου και μάλιστα να είναι ο ίδιος το κυρίως πιάτο!; Ε, αυτό δεν το ήθελε ούτε ο Γκοστραγιέβ! (στον οποίο βέβαια μπορεί ο Σάντριγκορ να μην πίστευε, μα και πάλι ήταν σίγουρος ότι δεν θα το ήθελε!)

Κι αν παρίστανε τον τρελό όλη αυτή την ώρα, ήταν η καλύτερη κάλυψη για να κρυφακούει τις συζητήσεις των φρουρών. Τα αυτιά του τινάχτηκαν όταν τους άκουσε να λένε πως έπρεπε να θεωρεί τον εαυτό του τυχερό που θα τέλειωνε μια και έξω, σε σύγκριση με την ιέρεια που έδωσε η 'Βασιλόμυγα' στον αρχηγό των Δαμαστών. Και μπορεί να μην τον ήξερε τον Αρράγκ, αλλά δεν χρειαζόταν χρόνια γνωριμία για να καταλάβει το ποιόν και τις προθέσεις του. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να δράσει οπωσδήποτε! Το μυαλό του βρισκόταν κι αυτό σε εγρήγορση. Χρειαζόταν έναν τρόπο πρώτον, να σώσει άμεσα το τομάρι του και δεύτερον, να γλιτώσει ακόμη πιο άμεσα τη Ραβάννα από τα δόντια αυτουνού του διεστραμμένου. Και ποιος ήταν υπεύθυνος για την κατάσταση αυτή; Αχ, έτσι κι έπιανε στα χέρια του τον Όμπερον, θα τον έκανε μπλε-μαρέ! Μπλε...; Αυτό είναι!

«Έι παιδιά, παίζουμε Μπλε Ιστορίες;», ρώτησε άξαφνα, όλο κέφι και παιδικό ενθουσιασμό.

Ο Γιαμπάρουα τον κοίταξε δύσπιστα. «Είσαι στα καλά σου; Σε πηγαίνουμε για σκότωμα κι εσύ θες να λύσεις γρίφους;»

«Να το πάρω αυτό ως "ναι";»

«Όχι. Και βέβαια όχι! Αυτό μας έλειπε», απάντησε ξερά ο Τζέργκα, ενώ παράλληλα σκεφτόταν: Οι Καλικάντζαροι είναι τελείως γιούχου! Σιωπή επικράτησε και πάλι στον διάδρομο. Αλλά σε λίγο...

«Παίζουμε Μπλε Ιστορίες;»

«Όχι».

«Παίζουμε Μπλε Ιστορίες;»

«Όχι!»

«Παί-ζου-με Μπλε Ι-στο-ρίες;;;»

«Ό-ΧΙ!», έκαναν και οι δυο φρουροί, αγανακτισμένοι με την επιμονή του κρατούμενου, που επαναλάμβανε ξανά και ξανά την ίδια ερώτηση μια στον έναν, μια στον άλλο.

«Καλά ρε παιδιά, δεν θα κάνετε το χατίρι ενός μελλοθάνατου; Καρδιά δεν έχετε μέσα σας;», ρώτησε ο Σάντριγκορ με μια κολοσσιαία δόση παραπόνου. Η μέθοδος "πιάνω-τους-κακούς-στο-φιλότιμο-γιατί-κατά-βάθος-έχουνε-καρδιά" δεν απέδωσε ακριβώς, αλλά μιας και οι συγκεκριμένοι τύποι ήταν εξουθενωμένοι λόγω υπερωρίας και κατ' επέκτασιν επιρρεπείς στο χασομέρι, δεν άργησαν να ενδώσουν στα παρακάλια του. Ίσως αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να πάψει τα τραγούδια, όπως το έθεσε ο Γιαμπάρουα, παρά τις αντιρρήσεις του Ίζριρεγκ.

Έτσι λοιπόν, ενώ εξακολουθούσαν να τον σέρνουν, όπως θα έκαναν σε ένα μικρό Τζεργκάκι που πάει για το πρώτο του μαυρισμένο μάτι, έθεσαν κανόνες: μία Μπλε Ιστορία ο καθένας κι αυτοί οι δύο μαζί στην πρώτη ομάδα, ενώ ο Καλικάντζαρος μόνος του στη δεύτερη. Αν και εν τω μέσω ενός παράτολμου (και πιθανότατα καταδικασμένου) σχεδίου, ο Σάντριγκορ δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά του για το αγαπημένο του παιχνίδι. Ακόμα θυμόταν πώς ψάρωνε ο Έντελ όταν του έβαζε δύσκολα. Μα τελικά ο ψηλολέλεκας τα μάντευε όλα σωστά! Μπαγάσα γερο-Έντελ, πάντα μου την έφερνες... Συγκεντρώσου Σάντριγκορ! Τέρμα η αναπόληση! Βρίσκεσαι σε αποστολή, θυμάσαι;, είπε στον εαυτό του και αποφάσισε να λανσάρει το προφίλ του αδιάφορου, έστω κι όταν οι 'Παίδαροι', όπως ονομάστηκαν οι φρουροί, έδωσαν στην ομάδα του το όνομα 'Γαϊδουρογκαρίδα' για... ευνόητους κατ' αυτούς λόγους.

«Λοιπόν...», ξεκίνησε ο Ίζριρεγκ, σκαλίζοντας απρόθυμα την ατημέλητη καστανή χαίτη του, για να βρει τι να πει. «Μπαίνει ένας τύπος στο μπαρ και ζητάει νερό. Ο μπάρμαν του δίνει νερό κι έπειτα τον δείχνει με το ακόντιό του. Ο τύπος του λέει 'ευχαριστώ' και φεύγει. Τι έχει συμβεί;»

Ο Σάντριγκορ μουρμούρισε κάτω από την ανάσα του, σαν να προσπαθούσε να αφομοιώσει αυτό που άκουσε και κατόπιν χαμογέλασε περιπαιχτικά. «Κυκλοφορεί ακόμα αυτή η σακαράκα; Μέχρι τώρα την έχω ακούσει με τόξο, με σπαθί και με μαγικό ραβδάκι. Τώρα, βλέπω, βγαίνει και σε ακόντιο! Έκτακτα!»

«Άσ' τα αυτά, Γαϊδουρογκαρίδα και απάντησε! Εκτός αν είσαι χειρότερος στο παιχνίδι, απ' ό,τι στο τραγούδι».

«Αυτό είναι πρακτικά αδύνατο!», έκανε ο ξανθός Τζέργκα στα αριστερά και χάθηκε στα γέλια, μαζί με τον άλλο.

Καλάαα... Ο Σάντριγκορ κοίταξε αποδοκιμαστικά τους εξυπνάκηδες και αποκρίθηκε εντελώς ακομπλεξάριστα: «Φυσικά και θ' απαντήσω. Ο τύπος είχε λόξιγκα και ζήτησε νερό για να τον ξεπεράσει. Το νερό δεν έκανε τη δουλειά, οπότε ο μπάρμαν του έδειξε το όπλο για να του φύγει δια της τρομάρας. Το κόλπο του πέτυχε, οπότε ο τύπος τον ευχαρίστησε και την έκανε. Επόμενος, παρακαλώ!»

Οι φρουροί έμειναν έκπληκτοι και καθώς συνέχιζαν να περπατάνε, ο Γιαμπάρουα πήρε ένα δραματικό ύφος. «Ο Τάρεκ και η Λάργκερα κείτονται νεκροί...», ξεκίνησε, κάνοντας τη φωνή του πιο ανατριχιαστική. «Γύρω τους υπάρχουν σπασμένα γυαλιά και νερό, ενώ από το ανοιχτό παράθυρο μπαίνει κρύος αέρας. Τι έχει συμβεί;»

Η χαίτη του Ίζριρεγκ είχε σηκωθεί κάγκελο, όσο ο Καλικάντζαρος επαναλάμβανε στον εαυτό του την ιστορία, Στο τέλος έβαλε τα γέλια. «Ε, καλά! Σε τα μας;», ρώτησε, προσπαθώντας να συγκρατηθεί. «Απλούστατο! Ο Τάρεκ και η Λάργκε-πώς την είπες, είναι χρυσόψαρα! Το παράθυρο άνοιξε από τον δυνατό αέρα και η γυάλα τους έπεσε κι έσπασε. Κακόμοιρα ψαράκια!», έκανε συνεχίζοντας. «Και κακόμοιροι Παίδαροι! Δεν είστε ούτε για το επίπεδο των αρχαρίων! Μάλλον για τα μπάζα!»

«Ποιους είπες μπάζα ρε!;», φώναξε ο Ίζριρεγκ, φέρνοντάς τον στο ύψος του.

«Κούλαρε φίλε!», έκανε το γκόμπλιν, καταβάλλοντας προσπάθεια για να μην πνιγεί από το σφίξιμο. «Δεν φταίω εγώ που είσαστε άσχετοι! Ααααχ και ήλπιζα οι τελευταίες μου Μπλε Ιστορίες να είναι συναρπαστικές... Δεν αξίζει καν να σας πω τη δική μου. Δεν υπάρχει περίπτωση να τη βρείτε».

«Τι μας λες;», έκανε ο Γιαμπάρουα, ολοφάνερα θιγμένος. «Σιγά τον πρωταθλητή, που δεν μας καταδέχεται κιόλας. Πες μας την ιστορία σου!»

«Απαπαπαπα! Δεν θα τη βρείτε, δεν θα τη βρείτε».

Τώρα και ο Ίζριρεγκ φαινόταν θιγμένος κι έτοιμος για την πρόκληση. «Πες την να τελειώνουμε!»

«Από 'δώ πάνω θα την πω;», παρατήρησε ο Σάντριγκορ που ακόμα βρισκόταν στον αέρα και τελικά ο Παίδαρος Νο. 1 τον άφησε κάτω. Έπειτα από μερικές κοφτές ανάσες, ξερόβηξε δυνατά. «Κάποιος μπαίνει σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και βλέπει ένα μεγάλο μπαούλο. Το ανοίγει και με το που αντικρίζει το περιεχόμενό του, τρέχει στη γωνία και φτύνει», είπε εμπλουτίζοντας τη σύντομη αφήγηση με όσες χειρονομίες του επέτρεπε η θέση του. «Τι έχει συμβεί;», ρώτησε αινιγματικά, κοιτάζοντας με τη σειρά τις φάτσες των συμπαιχτών του. Αυτοί αντάλλαξαν παραξενεμένες ματιές, προφανώς ανίκανοι να βγάλουν άκρη με τις καλικαντζαρένιες σαχλαμάρες που άκουσαν. «Λοιπόν; Ξέρετε τι έχει συμβεί, ή τζάμπα χαλάω το σάλιο μου τόση ώρα;»

«Πώς δεν ξέρουμε; Ξέρουμε!», ανακοίνωσε ο Παίδαρος Νο. 2 με περίσσια αυτοπεποίθηση και ο Σάντριγκορ περίμενε να ακούσει. Μόνο που τελικά, η κατάληξη ήταν άλλη: «Για πες εσύ, Ίζριρεγκ».

Ο συνάδελφός του έβγαλε ένα μουγκρητό, αναλογιζόμενος πως ο ξανθομπάμπουρας τον άφησε πάλι να βγάλει το φίδι από την τρύπα. Ωστόσο, δεν θα γινόταν ρεζίλι σε ένα σάψαλο και μάλιστα πράσινο. «Ο τύπος είδε μέσα στο μπαούλο ένα πτώμα και ξέρασε απ' την αηδία».

«Χμμμ... όχι. Άλλες δυο προσπάθειες!»

«Εεεεε... είδε δύο πτώματα;»

«Ε, μανία με τα πτώματα! Δεν έχει πτώματα, ρε παιδιά! Ούτε ένα, ούτε δύο, ούτε τρία - σε περίπτωση που αυτό θα λέγατε μετά...»

Με το τελευταίο, ο Γιαμπάρουα έκανε μία χειρονομία σαν να έλεγε 'άσε, ξέχνα το' στον Ίζριρεγκ, που ξεκάθαρα το πήγαινε για τρία πτώματα στην επόμενη φάση και πήρε πάλι αυτός το λόγο. «Μήπως ο τύπος βρήκε κανένα καταραμένο αντικείμενο και φτύνει για να αποφύγει τη γρουσουζιά;»

«Όχι, όχι και πάλι όχι! Χάσατε, φιλαράκο! Χά-σα-τε!», φώναξε ο Σάντριγκορ, βγάζοντας τη γλώσσα κοροϊδευτικά, κάτι που εκνεύρισε πολύ τους δύο χαμένους και απαίτησαν να μάθουν τι είχε τέλος πάντων αυτό το μπαούλο. «Ο τύπος που λέτε...», ξεκίνησε να τους εξηγεί, «...είναι ένα παιδάκι που βρήκε ένα άλλο παιδάκι να κρύβεται στο μπαούλο κι έτρεξε στη γωνία για να μην τα φυλάει ξανά».

Αυτοί ανοιγόκλεισαν τα μάτια τους «Τι ασυναρτησίες λες, Γαϊδουρογκαρίδα;»

«Λέω ότι, όπως κι εγώ τώρα, έτσι και τα παιδάκια... παίζανε κρυφτόοοοο!» Η τελευταία λέξη αντήχησε σαν να ερχόταν από τον πάτο ενός πηγαδιού, καθώς ο Καλικάντζαρος εξαφανίστηκε. Οι Τζέργκα ξαφνιάστηκαν τόσο που, χωρίς να το καταλάβουν, άφησαν τα χέρια του. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, βρέθηκαν και οι δύο τέζα στο πάτωμα, από δύο ελαφρά χτυπήματα πίσω απ' το κεφάλι. Όλη αυτή την ώρα, ο Σάντριγκορ μουρμούριζε αποσπασματικά το ξόρκι εξαφάνισης, όσο σκεφτόταν –και καλά- τι θα απαντήσει στους γρίφους τους. Ήταν το ίδιο ξόρκι που τον έσωσε από τους άλλους Τζέργκα στο δάσος, πριν από λίγες μέρες. Τελικά αποδείχθηκε σωτήριο για άλλη μία φορά. Χαλάλι το κεφάλι του, που θα βούιζε σαν κυψέλη για ώρες. Αρκούσε η ελευθερία του και τα κλειδιά που βούτηξε από τις τσέπες των ηττημένων Παίδαρων. «Χα! Κορόιδα, σας την έσκασα πάλι! Γαϊδούρια ξεκαπίστρωτα που θα με πείτε γαϊδουρογκαρίδα! Εμένα! Το πιο μελωδικό λαρύγγι σ' ολάκερο τον ντουνιά!», μουρμούρισε, βγάζοντας επιτέλους τα νεύρα του και αόρατος έφυγε τρέχοντας.

---

Ο Πουκ δεν είχε ύπνο εκείνη τη νύχτα. Δεν ήξερε αν έπρεπε να το αποδώσει στην αλλαγή του κλίματος, ή στην υπερένταση των γεγονότων της ημέρας, ή στην κρυάδα που εξακολουθούσαν να του προκαλούν οι 'Τζέργκηδες'. Αυτό που ήξερε ήταν ότι δεν μπορούσε να κοιμηθεί κι αυτό του έκανε τα νεύρα κρόσσια! Τι μπορούσε, λοιπόν, να κάνει; Τα βήματά του τον οδήγησαν στην κεντρική σάλα του Ντερένθ-Όνγκε, που τέτοια ώρα ήταν άδεια. Παρά το γεγονός αυτό, αποφάσισε να παραμείνει αόρατος, για να αποφύγει τις εξηγήσεις, σε περίπτωση που τον έβλεπαν να κόβει βόλτες. Θα ψαχούλευε από 'δω, θα ψαχούλευε από 'κει και όλο και κάποιο κελάρι θα 'πεφτε τυχαία στο δρόμο του. Κι εκεί θα έβρισκε σίγουρα κάποιο... φάρμακο για την αϋπνία. Αυτά σκεφτόταν, όταν ξαφνικά τράκαρε με κάποιον στη μέση της αίθουσας. «Μπαρδόν», έκανε εκείνος και κατευθύνθηκε στα αριστερά.

«Συγγνώμη». έκανε κι αυτός και συνέχισε να περπατάει προς τα δεξιά. Για μερικά δευτερόλεπτα δεν έδωσε σημασία, αλλά μετά συνειδητοποίησε το εξής: εκεί απ' όπου ήρθε η φωνή δεν φαινόταν κανένας! Αυτό ένα πράγμα σήμαινε... «Για μισό λεπτό!», φώναξε κάνοντας τα βήματα του μυστηριώδους αγνώστου να σταματήσουν επί τόπου, προτού γυρίσει ξανά στη σάλα. Τα εκπαιδευμένα μάτια του κατάφεραν αμέσως να εντοπίσουν τη διαφανή φιγούρα ενός άλλου αόρατου, με το ίδιο μπόι. Ποιος ήταν αυτός που του έκλεβε τα πρωτεία; Με νεύρα και περιέργεια στο κόκκινο, ο Πουκ έριξε μια γητειά άρσης. Μόλις τα ξόρκια και των δύο λύθηκαν, εμφανίστηκε από το πουθενά ένας πρασινομούρης μπάρμπας, με ύφος παιδιού που πιάστηκε να τρώει γλυκό μέσα απ' το βάζο. Αλλά με το που αναγνώρισε τον ξωτικοτυπά, η έκφρασή του άλλαξε στιγμιαία κι αν έκρινε κανείς από τα σφιγμένα δόντια και τις ακόμα πιο σφιγμένες γροθιές του, δεν ήταν καθόλου χαρούμενος για τη συνάντηση.

«Εσύ...», γρύλισε αγριεμένα ο Σάντριγκορ.

«Εσύ!», ξεφώνισε και ο Πουκ με μια ασυνήθιστα τσιριχτή φωνή κι ένα απίστευτα κακό προαίσθημα. Πού να φανταζόταν ότι ο γερο-Καλικάντζαρος θα ορμούσε πάνω του, με προφανή πρόθεση να του ρίξει το ξύλο της χρονιάς. «Κόφ' το! Κόφ' το ντε!», φώναζε προσπαθώντας κι αποτυγχάνοντας να αποφύγει τις φάπες που έπεφταν βροχή στην πλάτη του. «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ!;»

«Αμέ!», αποκρίθηκε ο Σάντριγκορ, χωρίς να σταματήσει. «Το ρουφιανάκι του Όμπερον!»

«Ακριβώς! Γι' αυτό και πρέπει να- κάτσε!», παραπονέθηκε το αερικό. «Ο Πουκ δεν είναι ρουφιανάκι, ακούς!; Δεν είναι καθόλου ρουφιανάκι!»

«Μπα; Και πώς το λένε αυτό που είσαι δηλαδή;»

«Έμπιστος Βασιλικός Συνοδός το λένε! Και σταμάτα πια, λύσσαξες!», έσκουξε, καταφέρνοντας να ξεφύγει από τον αντίπαλό του, ο οποίος εκείνη την ώρα του τράβαγε τη μύτη, σαν να ήταν ρίζα που ήθελε ξεπάτωμα.

Για μια στιγμή ο άλλος σταμάτησε να βαράει κι ο Πουκ πίστεψε ότι τη γλίτωσε. Μα η χαρά του κόπηκε μαχαίρι, όταν τον πέταξε στην αντίθετη πλευρά κι αμέσως μετά τον ανασήκωσε αρπάζοντας τον απ' το λαιμό. «Πού είναι αυτός!;», απαίτησε το γκόμπλιν, σφίγγοντας τον όλο και περισσότερο με κάθε συλλαβή. «Πού είναι αυτό το σκυλοτόμαρο, να τονε σκίσω στα δυο! Να τονε κάνω κιμά! Μίλα ρε! Μίλα!» Μπορεί η οργή και το βούισμα στο κεφάλι του να τον έφταναν στα άκρα, μα η έκφραση στο πρόσωπο του κοκκινομάλλικου Ξωτικού, σε συνδυασμό με τους ήχους χαλασμένων σωληνώσεων που βγαίνανε απ' το στόμα του, έκαναν τον Σάντριγκορ να διαπιστώσει ότι και να 'θελε, δεν μπορούσε να μιλήσει... «Α, σωστά», μονολόγησε, χαλαρώνοντας λιγάκι τη λαβή του, για να μην τον πνίξει, αλλά τόσο ώστε να μην μπορεί να το σκάσει κιόλας. «Και τώρα λέγε! Πού είναι ο Όμπερον!;»

Ο Πουκ πάσχιζε να συνέλθει. «Το γκόμπλιν είναι... είναι πολύ γελασμένο, αν... αν νομίζει... ότι... θα μπορέσει... να απειλήσει τον Αφέντη...», μπόρεσε να ξεστομίσει, ανάμεσα σε βαθιές εισπνοές και με μια σπρωξιά, κατάφερε να ελευθερωθεί.

«Δεν τον φοβάμαι τον Αφέντη σου! Θα τον βάλω στη θέση του, τ' ακούς!;»

«Δεν καταλαβαίνεις!; Ο Βασιλιάς Όμπερον δεν τα σηκώνει τέτοια αστεία!» Προφανώς ο πρασινομούρης μπάρμπας ήταν πιο ηλίθιος απ' όσο έδειχνε. Έπρεπε, λοιπόν, να του τα κάνει λιανά! Στάθηκε όρθιος με δυσκολία κι έβγαλε από τους ώμους του την πολύχρωμη κάπα του. «Το βλέπεις αυτό;», ρώτησε δείχνοντας τις δυο τρύπες στο πίσω μέρος της μπλούζας του, που χρησίμευαν στο να αφήνουν τα φτερά του ακάλυπτα κι έτοιμα για πτήση. Με τρόμο, ο Καλικάντζαρος πρόσεξε ότι οι τρύπες αυτές ήταν άδειες, με εξαίρεση κάτι σκισμένα απομεινάρια κίτρινων φτερών. «Αυτός μου το 'κανε!», εξήγησε ο Πουκ με φωνή που έβγαζε ταυτόχρονα πίκρα και ευθυμία «Δεν έκανε σωστά το θέλημά του; Για πάντα ο Πουκ τα χάνει τα φτερά του!», συμπλήρωσε με ένα σαρκαστικό γέλιο, που αν μη τι άλλο, γεννούσε αμφιβολίες για την γνωστικότητά του.

Το θέαμα έκανε κομμάτια την καρδιά του Σάντριγκορ. Ποτέ του δεν θα κακομεταχειριζόταν ένα ταλαίπωρο πλάσμα. Ήδη αυτός ο κακομοίρης φαινόταν βασανισμένος από τον κύριό του. Δεν χρειαζόταν κι αυτόν να τον κουρντίζει. «Τότε πες μου πού θα βρω τη Ραβάννα...», τον προέτρεψε πολύ πιο ήρεμα. «...και σ' αφήνω στην ησυχία σου», ολοκλήρωσε, αλλά εκείνος συνέχισε να γελάει υστερικά.

«Ψάξε, ψάξε! Δεν θα τη βρεις!»

«Ε δεν τρώγεσαι!» Η αντίδραση του έκανε τον Σάντριγκορ να μετανιώσει για τη συμπόνια που έδειξε. «Πες μου πού την έχουν, διαφορετικά θα γίνεις ο πρώτος 'έμπιστος Βασιλικός Συνοδός' χωρίς αυτιά!», τον απείλησε με ένα απότομο τράβηγμα του αριστερού του αυτιού. Κρύος ιδρώτας έλουσε τον ξωτικοτυπά και στραβοκατάπιε.

«Όχι! Όχι τα αυτιά!», στρίγγλισε. «Θα σ' τα πω όλα! Μόνο άσε ήσυχα τα καημένα τα αυτάκια μου!» Δεν είχε ιδέα πώς το έπαθε αυτό. Πώς αυτός, ο ξακουστός Πουκ, την πάτησε από έναν Μεταγενέστερο που άνετα θα μπορούσε να ξεπαστρέψει ολομόναχος. Τι θα έλεγε ο Όμπερον; Ποια σκληρή τιμωρία περίμενε τον άμοιρο Νεράιδο, όταν θα του έλεγε τα καθέκαστα; Καθώς κοιτούσε τον Καλικάντζαρο να φεύγει, το μόνο που σκεφτόταν ήταν να μιλήσει σε έναν φίλο. Μακάρι ο 'Εντάκος' να ήταν ξύπνιος!

Έχοντας πάρει τις οδηγίες που ζητούσε, ο Σάντριγκορ απομακρύνθηκε, αλλά δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί από το να ρίξει μια τελευταία ματιά στο τρεμάμενο αερικό. Δαρμένο, με την πλάτη γυρισμένη και τα κομμένα φτερά να γυαλίζουν άδοξα στο φως από τις δάδες, έμοιαζε τόσο αξιοθρήνητο. Ίσως κάποια μέρα να προσπαθούσε να τον θεραπεύσει με τα βοτάνια του. Προς το παρόν, είχε άλλη φούρια. Κάνε υπομονή, κούκλα μου! Έρχομαι!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top