Κεφάλαιο 32
Κεφάλαιο 32
Ήταν σαν να είχε βδομάδες να κοιμηθεί σε κανονικό κρεβάτι και να φάει κανονικό φαΐ, αλλά και πάλι ο Ντάζεϊλτον αισθανόταν ιδιαίτερα άβολα. Ίσως έφταιγε η παρουσία του πατέρα του, την οποία είχε ομολογουμένως ξεσυνηθίσει. Ή ίσως έφταιγε το γεγονός ότι το δωμάτιο στο οποίο διέμενε βρισκόταν στην καρδιά του στρατοπέδου που έχτισαν οι Τζέργκα στη Χώρα των Δράκων κι ο πατέρας του δεν έμοιαζε να ενοχλείται καθόλου από αυτό. Αντιθέτως, όλη του η στάση έβγαζε μια αδικαιολόγητη άνεση.
«Προετοιμάζονται», είπε άχρωμα, όταν ο Ντάζεϊλτον του ζήτησε εξηγήσεις για τη βάρβαρη πολεμική άσκηση που λάμβανε χώρα κάτω απ' το παράθυρο. «Το ίδιο και οι δικοί μας στον Λόγγο των Ονείρων», συμπλήρωσε, μαγνητίζοντας το βλέμμα του. «Προετοιμάζονται όλοι για τη μεγάλη αλλαγή...»
«Ποια αλλαγή;»
«Αυτήν που θα επιφέρουν μαζί οι Νεράιδες και οι Τζέργκα».
«Οι Τζέργκα... μαζί με τις Νεράιδες; Μα αυτοί είναι εχθροί μας. Το κακό μας θέλουν!», έκανε ο Ντάζεϊλτον με περισσή αφέλεια.
«Ποιος τα λέει αυτά; Η μάνα σου, μήπως;», ρώτησε ο Όμπερον με έναν τόνο ειρωνείας στη λέξη 'μάνα'. Ο Ντάζειλτον δεν απάντησε κι έτσι του έδωσε αφορμή να συνεχίσει. «Καταλαβαίνω. Τόσον καιρό μόνος μαζί της, είναι λογικό να σ' επηρέασε. Ποιος ξέρει με τι ψέματα σου δηλητηρίασε το μυαλό. Με τι αισχρά επίθετα κόσμησε τ' όνομά μου...», μουρμούρισε κοιτώντας το πάτωμα συνοφρυωμένος.
Ο γιος του βιάστηκε να τον καθησυχάσει. «Ποτέ της δεν σε κατηγόρησε για τίποτα», είπε συμπονετικά. «Δεν... δεν ήθελε να μιλάμε για σένα», συνέχισε απολογητικά, σαν να έφταιγε κι αυτός. «Αλλά εγώ πάντα ρώταγα. Ρώταγα, μα απάντηση δεν πήρα... Γιατί μπαμπά; Γιατί έφυγες;», ρώτησε παραπονεμένα κι ο Όμπερον ήξερε πια πως ο μικρός ήταν έτοιμος να κάνει και να πιστέψει το οτιδήποτε, προκειμένου να μην τον ξαναχάσει.
«Με συγκινεί που εσύ τουλάχιστον με αποζητούσες», ξεκίνησε, με το προσωπείο του πικραμένου οικογενειάρχη ήδη φορεμένο στα αδρά χαρακτηριστικά του. «Κανείς δεν με υπολόγιζε στο Νοβέλιαν. Η παρουσία μου στο πλευρό της Βασίλισσας ήταν καθαρά διακοσμητική...» Με μια βαθιά ανάσα, άρχισε την επεξήγηση: «Είχα πολλές σπουδαίες ιδέες για το μέλλον του λαού μας, μα κανέναν να με υποστηρίξει. Αναγκάστηκα να φύγω, για να βρω συμπαραστάτες. Οι τρόποι των Τζέργκα είναι σκληροί, ναι, μα τους παρακολουθώ χρόνια. Έχουν έναν σκοπό, Ντάζεϊλτον: να επαναφέρουν όλη τη γη μας στο πρώτο κλέος της. Και δεν θα σταματήσουν, αν δεν φτάσουν στην επίτευξή του. Σύντομα θα κατέβουν στη μάχη...»
«Μάχη;»
«...και το χώμα κάθε ακάθαρτου Τόπου, θα βαφτεί κόκκινο από το αίμα των Κατώτερων. Τίποτα δεν θα μείνει όρθιο μέσα στο μακελειό». Μπορεί ο Ξωτικοβασιλιάς να μιλούσε ατάραχος, μα ο πρίγκιπας είχε κυριολεκτικά παγώσει με τα τρομερά πράγματα που άκουγε. Και μόνο η σκέψη του πολέμου τον έκανε να παραλύει από την αγωνία.
«Τότε λέγε, πώς το σταματάμε;», ρώτησε με μια φωνή απροσδόκητα ώριμη και σοβαρή.
«Σταματάμε; Ω, όχι. Δεν το σταματάμε», αποκρίθηκε ο πατέρας του κι απομακρύνθηκε από το παράθυρο, αφήνοντας τον να τον κοιτάζει σαστισμένος, πριν τον ακολουθήσει. «Πρέπει να καταλάβεις πως τα γεγονότα αυτά είναι προκαθορισμένα. Τούτα θα οδηγήσουν σε ένα καλύτερο μέλλον για εμάς. Ένα μέλλον το οποίο αγωνιζόμουν μια ζωή να εξασφαλίσω. Κι αγωνιζόμουν μόνος. Η μητέρα σου, βλέπεις, δεν θέλησε ποτέ να με καταλάβει. Σαν γυναίκα που είναι, έμαθε να βάζει το συναίσθημα πάνω απ' τη λογική. Εσύ όμως θέλω να πιστεύω πως θα δεις τα πράγματα από την οπτική μου», συνέχισε, γυρίζοντας άξαφνα προς τον Ντάζεϊλτον και κοιτάζοντας τον βαθιά στα μάτια. «Ο κόσμος αλλάζει, γιε μου. Εμείς τον αλλάζουμε. Και σε θέλω δίπλα μου σε αυτή την αλλαγή», μονολόγησε γεμάτος προσμονή.
Ο Ντάζεϊλτον ήταν πολύ προβληματισμένος. Άνοιξε κι έκλεισε δυο-τρεις φορές το στόμα του, χωρίς να μιλήσει. «Δεν είμαστε μόνοι μας σε αυτό τον κόσμο...», είπε μετά από ένα λεπτό. Η έκφραση του προσώπου του ήταν μπερδεμένη, μα η φωνή του ήρεμη. «Δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να διαμορφώσουμε μόνοι μας τη μοίρα του. Ένα σωρό διαφορετικά πλάσματα ζούνε στους άλλους Τόπους-»
«Ακριβώς! Και παρασιτούν εις βάρος μας εδώ και αιώνες», έκανε ο Όμπερον, γυρνώντας του την πλάτη. «Κατανοώ πως έχεις μια ευαισθησία για τις... μειονότητες, μα προσπάθησε να το δεις ρεαλιστικά. Οι Μεταγενέστερες Φυλές έχουν κάνει μεγάλο κακό-»
«Και δεν έχουν κάνει κακό οι Τζέργκα; Που σφάζουν και λεηλατούν για το κέφι τους!;» Τα χέρια του μαζεύτηκαν ευθύς μπροστά στο στόμα του, καθώς ο Ντάζεϊλτον σοκαρίστηκε από την ίδια του την αντίδραση και την απότομη άνοδο στην ένταση της φωνής του.
Ο Όμπερον έστριψε το κεφάλι του και τον κοίταξε με ένα μάτι. «Ενδιαφέρον...», παρατήρησε. «Κάποτε δεν τολμούσες να υψώσεις φωνή σε κανέναν. Τώρα επιτέλους δείχνεις τα δόντια σου. Αναρωτιέμαι... τι μεσολάβησε τόσον καιρό που έχω να σε δω;» Όπως πριν, ο γιος του δεν είπε λέξη και φρόντισε να κρύψει το φόβο του, πίσω από ένα βλέμμα αγέρωχο. «Μπορεί οι Τζέργκα να μην σου είναι συμπαθείς, όμως ήταν εκείνοι που σε έσωσαν και σε έφεραν σ' εμένα, όταν το κορίτσι... αφήνιασε».
Κορίτσι;. Το μυαλό του νεαρού έστριψε 180 μοίρες, διαπιστώνοντας την απουσία της Λόλι και η ανείπωτη ανησυχία του γι' αυτήν τον κατέκλυσε. «Πού είναι; Πού την έχουν;»
«Η Κρυστέλ εξακολουθεί να βρίσκεται κάπου εκεί έξω», αποκρίθηκε ο άλλος, γυρισμένος προς το παράθυρο για άλλη μία φορά. «Δεν μπόρεσαν να την πλησιάσουν. Ευτυχώς σε πήρανε πριν προλάβει να σε βλάψει με τις δυνάμεις της».
«Δεν θα με έβλαπτε ποτέ!»
«Πώς είσαι τόσο σίγουρος; Ούτε που την ξέρεις σχεδόν. Εγώ ξέρω από Ανθρώπους. Είναι αλλοπρόσαλλοι και προδοτικοί».
«Η Λόλι δεν είναι τέτοια».
«'Η Λόλι';», επανέλαβε ο πατέρας του απορημένος. «Τόση οικειότητα που τη λες με τ' όνομά της; Θα μου πεις, έπρεπε κάπως να την προσεγγίσεις για να πάρεις τους κρυστάλλους, όπως διέταξε η μητέρα σου». Ο Ντάζεϊτον ήταν έτοιμος να ρωτήσει πώς ήξερε ο πατέρας του για τις διαταγές που πήρε και να πει πως δεν είχε σκοπό να τις ακολουθήσει. Όμως τα επόμενα λόγια του Άρχοντα τον έκοψαν. «Όπως και να 'χει, σε απαλλάσσω από αυτό σου το καθήκον. Τώρα θα αναλάβουν οι φίλοι μας οι Τζέργκα την Κρυστέλ. Και σε διαβεβαιώ πως δεν θα δεχτούν αρνητικές απαντήσεις».
«Όχι!», αναφώνησε ο Ανολοκλήρωτος, μη μπορώντας να κρύψει την αναστάτωσή του. «Μην τους αφήσεις, μπαμπά! Σε παρακαλώ! Πρέπει να προστατέψεις τη Λόλι! Δεν έχει φταίξει... σε τίποτα...» Οι τελευταίες δύο λέξεις βγήκαν με συστολή, μιας και πρόσεξε το βλοσυρό ύφος του πατέρα του, που δε δίστασε να δείξει την έκπληξη του αυτή τη φορά.
«Η συμπάθεια που δείχνεις σε αυτή την Άνθρωπο δεν είναι φυσιολογική. Κοίτα να ξεκολλήσεις, όσο είναι νωρίς, γιατί στο τέλος θα ξελογιαστείς μαζί της και θα 'χουμε δράματα». Ο Ντάζεϊλτον δεν του απάντησε. «Εκτός αν... Όχι, δε μπορεί...» H αμήχανη σιωπή, παράλληλα με το χαμήλωμα του κεφαλιού του, έκαναν τον Όμπερον ν' ανοίξει διάπλατα τα μάτια του «Ώστε έτσι, λοιπόν...», κάγχασε. «Έχει ήδη γίνει το κακό...», διαπίστωσε με έναν συνδυασμό σαρκασμού κι αποδοκιμασίας, ενώ τα μάγουλα του νεότερου Νεράιδου κοκκίνιζαν όλο και περισσότερο, επιβεβαιώνοντας τη δήλωσή του. «Άκουσε Ντάζεϊλτον, αν θες τη συμβουλή μου, μην ερωτεύεσαι πλάσματα θνητά. Θα βγεις ζημιωμένος».
«Αααχ...», αναστέναξε ο Πουκ, που καθ' όλη τη συζήτηση πατέρα-γιου παρέμενε αόρατος «Τι να κάνουμε, Αφέντη; Έρως είναι αυτός. Δεν του ξεφεύγει μήτε αθάνατος, μα μήτε και θνητός», έκανε κι εμφανίστηκε πάλι σε μια απόπειρα να ελαφρύνει την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Πράγμα που ο Αφέντης του δεν εκτίμησε καθόλου. Τον κοίταξε τόσο αυστηρά, που αυτός τηλεμεταφέρθηκε κατ' ευθείαν σε άλλο δωμάτιο, αφήνοντάς τους μόνους.
«Θα 'πρεπε να ντρέπεσαι για τον εαυτό σου», είπε ο Όμπερον με έναν απότομα σοβαρό τρόπο, που έκανε τον Ντάζεϊλτον να βγάλει μια μικρή τρομαγμένη φωνή. «Τέτοιου είδους αδυναμίες είναι ίδιον κατώτερων όντων. Κι εσύ δεν έχεις πολλά περιθώρια στην κατωτερότητα».
«Η αγάπη δεν είναι αδυναμία, πατέρα», μουρμούρισε ο Ανολοκλήρωτος, προσπαθώντας να πάρει θάρρος.
«Αγάπη; Ποια αγάπη; Μια άγνωστη από το πουθενά που σε ανέχτηκε για λίγες μέρες, έγινε και άξια της αγάπης σου τώρα; Τι σου είπε, μικρέ; Ότι είσαστε φίλοι; Ότι χάρηκε που σε γνώρισε; Ότι μαζί θα καταφέρετε κάτι σπουδαίο;» Όσο κι αν δεν ήθελε, ο νεαρός έγνεψε διακριτικά. «Παραμύθια... Με την πρώτη ευκαιρία θα σε εκμεταλλευτεί κι έπειτα θα σε κάνει πέρα».
«Όχι! Όχι, δεν θα μου το κάνει αυτό!»
«Όλοι αυτό σου κάνουν, άμα σε θεωρούν δεδομένο. Μη νομίζεις ότι επειδή δε μίλησα, δεν έμαθα τι έγινε τότε μ' εσένα κι εκείνη τη μικρή, τη Ζάιλα». Ο Ντάζεϊλτον τον κοίταξε άφωνος. Είχαν περάσει οχτώ χρόνια από τότε που η Βασιλική Συνοδός τον απέρριψε, χωρίς δεύτερη σκέψη, αφήνοντάς τον πληγωμένο και ντροπιασμένο. Δε μίλησε ποτέ σε κανέναν και βασίστηκε στην εχεμύθειά της, για να μην αντιληφθεί ο Πουκ τίποτα. «Ξέρω πως είσαι στερημένος από παρέες, μα πρέπει να μάθεις από τα λάθη σου. Δίνεις τα πάντα σε κάποιον που νομίζεις πως σε εκτιμά και τι γίνεται στο τέλος; Μένεις πάλι μόνος και δυστυχισμένος... Μπορεί η μικρή Άνθρωπος να σημαίνει κάτι για σένα, μα να 'σαι σίγουρος πως εκείνη δεν το βλέπει έτσι...»
«Δεν με νοιάζει! Μου αρκεί να είμαι φίλος της και να είναι καλά».
«Ποιον πας να γελάσεις; Εμένα, ή μήπως τον εαυτό σου; Φυσικά και δεν σου αρκεί! Θέλεις παραπάνω. Τι θα κάνεις; Θα προδώσεις την οικογένειά σου και θα τρέξεις να τη σώσεις, σαν τον πρίγκιπα του παραμυθιού, με την ελπίδα να ανταποκριθεί στα αισθήματα σου; Και μετά τι; Θα ζήσετε εσείς καλά κι εμείς καλύτερα;» Ο τρόπος που ο πατέρας του μάντεψε και γελοιοποίησε τα ουτοπικά του οράματα, τον έκανε να σκύψει ξανά το κεφάλι. «Μην αυταπατάσαι Ντάζεϊλτον. Είμαι πατέρας σου, μα δεν μπορώ να μη βλέπω πως είσαι καταραμένος να προκαλείς λύπηση. Μπορεί η Κρυστέλ να σε συμπάθησε, μπορεί να σου έκανε τη φίλη, μα ποτέ δεν θα νιώσει για σένα κάτι βαθύτερο από λύπηση...» Όταν τελείωσε κι άφησε το βλέμμα του να πέσει πάνω του, ο Ντάζεϊλτον είχε ήδη αρχίσει να κλαίει. Το θέαμα του φάνηκε αξιολύπητο. «Βλέπω πως είσαι ακόμα αρκετά μαλθακός», εξέπνευσε, φανερά απογοητευμένος. «Δεν μου δίνεις άλλη επιλογή, γιε μου. Θα φροντίσω να χαλυβδωθείς...»
---
Μέσα σε μερικές ώρες, τα νέα για την επανάκτηση των φυγάδων είχαν φτάσει στα αυτιά του Σάιτρους. «Τέσσερις ήταν τελικά;», ρώτησε ο Φύλαρχος τον Τζέργκα που τους είχε συλλάβει.
«Μάλιστα, κύριε».
«Εγώ πέντε άφησα στου Δράκου τα νύχια», πετάχτηκε ο Αρράγκ, ευγνώμων μεν που τελικά γλίτωσε το κεφάλι του, τσατισμένος δε που κάποιος άλλος του 'φαγε τη μπουκιά απ' το στόμα, με την εύρεση των δικών του κρατουμένων. «Τρεις Νεράιδες, έναν Καλικάντζαρο κι έναν Άνθρωπο... μεγάλης ηλικίας», συμπλήρωσε όταν παρατήρησε το ενδιαφέρον των υπολοίπων για το τελευταίο πρόσωπο που ανέφερε και που προφανώς ήταν αυτό που ξέφυγε του άλλου βλάκα.
Ο Όμπερον, που είχε κληθεί κι αυτός στην 'συνέλευση', προσπάθησε να διασταυρώσει όσα άκουγε, με τα στοιχεία που του είχε δώσει ο φρουρός-κρυφός πληροφοριοδότης που συμμετείχε στη σύλληψη της Ραβάννας. Την είχανε βρει με δυο άτομα των οποίων οι περιγραφές ταίριαζαν στους δύο τελευταίους που ανέφερε ο Τζέργκα. Ένας Καλικάντζαρος κι ένας Άνθρωπος μεγάλης ηλικίας, τον οποίο εκείνη απεκάλεσε 'Έντελ'.
«Έντελ Τζεν...», μονολόγησε ο Άρχοντας των Τζέργκα, καθώς κατάλαβε για ποιον επρόκειτο. «Ο χήρος της Σενίτ, χωρίς αμφιβολία», συνέχισε, ενθυμούμενος πώς αυτός ο αλήτης του χάλασε τα σχέδια κάποτε. Μα προς το παρόν, είχε άλλα προβλήματα να λύσει.
«Επίτρεψέ μου να ασχοληθώ εγώ με αυτούς τους τέσσερις», πρότεινε ο Όμπερον κι ο Σάιτρους δεν θα μπορούσε να αρνηθεί. Ειδικά όταν πρόσεξε τη λάμψη στα μάτια του Νεράιδου. Στο κάτω-κάτω, ο έμπιστος συνεργάτης του χρειαζόταν κάτι για να ξεχαστεί, μετά το ζόρι που τράβηξε με τον άχρηστο γιο του.
---
Μπαίνοντας σαν θριαμβευτής στη μισοσκότεινη αίθουσα που τους είχαν ρίξει, άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί ανάμεσά τους, ώσπου κατέληξε εκεί όπου ήθελε να απευθύνει το λόγο.
«Εξορισμένη, εξαθλιωμένη, σημαδεμένη...», σχολίασε, παρατηρώντας προσεκτικά την υποτονική Νεράιδα μπροστά και δεξιά του. «Ποτέ δεν ήσουν πιο όμορφη, ξαδέλφη», ολοκλήρωσε, ευχαριστημένος με το θέαμα.
Η πρασινομαλλούσα έμεινε ουδέτερη. «Δεν σε περίμενα τόσο φριχτό», ομολόγησε, μουδιασμένη ακόμα από την πολύωρη ακινησία μέσα στα βράχια. «Δεν μπορώ να πω πάντως, εξελίχθηκες... Κάποτε σερνόσουν πίσω απ' τα φουστάνια της γυναίκας σου, τώρα σέρνεσαι πίσω απ' την ουρά του Σάιτρους. Στο σούρσιμο δε σε φτάνει κανείς, ξάδελφε...» Αν ο Σάντριγκορ καμάρωνε τον τρόπο που η φίλη του 'την έλεγε' στον 'σκιαχτικό σπουργιτάντρα', η Μπελέρια κι ο Καρπάθιλ δεν ασπάζονταν καθόλου την απερίσκεπτη απόφασή της να παίξει και με τη δική της τύχη και με τη δική τους.
Και πράγματι, εκείνος που άλλοτε αποκαλούσαν Βασιλιά τους έμοιαζε έξαλλος με την προσβολή της. Τα μάτια του είχαν σκοτεινιάσει σαν τον ασέληνο μεσονύκτιο ουρανό και χρειάστηκε να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να συγκρατηθεί. Θα μπορούσε να τη χαστουκίσει με όλη του τη δύναμη, αλλά όχι. Δεν ήταν η σωστή τακτική γι' αυτήν. Ω, όχι... ήξερε ακριβώς τι να κάνει για να της τσακίσει το ηθικό και να την ισοπεδώσει. Κι αυτό, ήταν σίγουρος, θα την πονούσε πολύ βαθύτερα.
"Καις σαν το κερί...", της είπε τελείως ήρεμα. "Μπορεί να λιώνεις αργά-αργά, μα κρατάς τη φλόγα σου αναμμένη, έστω κι αν αυτή είναι η αιτία του αφανισμού σου".
«Τι της λέει, μωρέ;», ρώτησε ψιθυριστά τους άλλους δυο ο Σάντριγορ, χωρίς να πάρει απάντηση. Ο τύπος του προκαλούσε ανατριχίλα. Διότι, ακόμα κι αν μιλούσε μια ακαταλαβίστική γι' αυτόν γλώσσα, ο αδιαμφησβήτητα θελκτικός τόνος στη φωνή του, μόνο ακαταλαβίστικος δεν ήταν.
"Είναι αλήθεια προκλητικό να θες πάντα να είσαι στο επίκεντρο", συνέχισε ο Όμπερον στα Νεραΐδίσια. "Αν θυμάμαι καλά, η προκλητικότητα είναι κι αυτή παρακλάδι του εγωισμού. Μάλλον δεν είσαι και τόσο ενάρετη, όσο θέλεις να δείχνεις. Κάνω λάθος... Ύβενλυθ;"
Στην προσφώνησή του, η πρώην Αρχιέρεια αντέδρασε σαν να την είχε αποκαλέσει με την πιο βρώμικη βρισιά. Δεν ήταν απλά η αναφορά του κοσμικού της ονόματος, που κόντευε να χαθεί από τη μνήμη της. Ήταν ο τρόπος που εκείνο βγήκε από τα χείλη του· η ίδια απαλή κι αισθησιακή φωνή που είχε χαραχθεί στο μυαλό της από τα εφηβικά της χρόνια, συνοδευόμενη από το διαπεραστικό εκείνο βλέμμα, που έπεφτε αδιάκριτα πάνω της, ζητώντας πολλά και τάζοντας περισσότερα. Όσες δεκαετίες κι αν είχαν παρέλθει, θυμόταν ακόμη εκείνο το βράδυ που παραλίγο να ενδώσει και δεν θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό της που, έστω για μερικά λεπτά, έχασε την αυτοκυριαρχία της. Που αφέθηκε στην αγκαλιά του κι ανταπέδωσε το φιλί του. Για χρόνια τη στοίχειωνε η σκέψη του τι θα μπορούσε να είχε ακολουθήσει. Βέβαια, λίγο καιρό αργότερα, όταν πλέον είχε γίνει ιέρεια, συνήθισε σταδιακά στην ιδέα ότι δεν χρειαζόταν να φοβάται πια. Κι εκείνος έμοιαζε να έχει μεταμεληθεί: είχε κάνει οικογένεια και ικανοποίησε τη φιλοδοξία του να ανέβει κοινωνικά. Μα να που τώρα ο πρωταγωνιστής του εφιάλτη της βρισκόταν ξανά απέναντί της, φαινομενικά απαλλαγμένος από κάθε ηθικό φραγμό. Όχι, Σελντίνια, όχι αυτό...
Όσο προσπαθούσε να ξεπεράσει το σοκ, ο Όμπερον την προσπέρασε και μιλούσε με τους άλλους, στα αριστερά του. «Εσείς οι δύο. Είστε ελεύθεροι», τον άκουσε να τους λέει στην Κοινή.
«Πώς;», αναφώνησαν την ίδια στιγμή οι δύο συγκρατούμενοί της.
«Μα κύριε, είναι κατάδικοι με εντολή της-»
«Γνωρίζω με ποιανής εντολή είναι κατάδικοι!», αντιμίλησε ο Νεράιδος, κόβοντας τα λόγια του φρουρού. Όμως αμέσως έγινε πιο φιλικός. «Και ειλικρινά πιστεύω πως έκανε μέγα σφάλμα. Ο ευφυέστερος καθηγητής της Ακαδημίας μας και μια πολλά-υποσχόμενη Ανιχνεύτρια δεν πρέπει να βρίσκονται σε κελιά, αλλά σε θέσεις που τους αρμόζουν». Γύρισε χαμογελώντας στις δύο άλλες Νεράιδες. "Μη φοβάστε, είμαι βέβαιος πως άδικα σας κατηγορήσανε και σας φέρανε ως εδώ. Κι αν στο Νοβέλιαν θεωρείστε πλέον εξόριστοι, μάθετε πως το δικό μου βασίλειο στον Λόγγο των Ονείρων είναι ανοιχτό για εσάς. Καλέ μου Πουκ;"
"Μάλιστα, Άρχοντα μου;", έκανε ο υποτακτικός του, που στεκόταν πίσω του σαν το παρανυφάκι, φροντίζοντας να μην σκονιστεί η ρόμπα του.
"Οδήγησε την κυρία και τον κύριο στην πλησιέστερη Πύλη κι άσε τους να πάνε όπου θέλουν".
"Όπως διατάξατε!"
"M-Μ-Μα εμείς-"
"Σας ευχαριστούμε πολύ, Μεγαλειότατε!", πετάχτηκε η Μπελέρια και σχεδόν πήρε τον Καρπάθιλ σηκωτό, καθώς ο Πουκ τους συνόδεψε έξω από την αίθουσα, υπό το θυμωμένο κοίταγμα του Σάντριγκορ.
Έπειτα απ' αυτό, ο Ξωτικοβασιλιάς εστίασε ξανά στην μοναδική Νεράιδα που είχε μείνει εκεί μέσα. "Είδες πόσο απλά μπορούν να γίνουν τα πράγματα, αν είναι κανείς συνεργάσιμος;", ρώτησε, σιμώνοντάς την. "Και για τους μη συνεργάσιμους..." άρχισε, αφήνοντας μια γκρίζα σφαίρα Ονειρονήματος να πάρει μορφή ανάμεσα στα χέρια του. "...υπάρχει κι εναλλακτική λύση", κατέληξε, κάνοντας τη δημιουργία του να σβήσει, σαν το τελευταίο φως της ημέρας. "Βλέπεις, εγώ καλλιέργησα το σπάνιο χάρισμα που κληρονομήσαμε, ενώ εσύ το αρνήθηκες και το άφησες να σαπίσει..."
Η Ραβάννα είχε ήδη υποψιαστεί τι πήγαινε να της κάνει, όμως γνώριζε πως το αίμα που μοιραζόντουσαν, σε συνδυασμό με την έστω ημιτελή παίδευση που είχε λάβει και η ίδια από τη θεία της, την Αρχόντισσα Ελίντρα, δεν θα της επέτρεπαν να πέσει θύμα στα παιχνίδια του μυαλού. "Χαίρομαι που τ' αρνήθηκα. Να τυραννάς αθώους και να τους χειραγωγείς με απάτες δεν είναι χάρισμα. Είναι κατάρα".
Προς έκπληξή της, αυτός άρχισε να γελάει. "Τέτοια αντίφαση ομολογώ πως δεν την περίμενα. Να μιλάς για χειραγώγηση κι εξαπάτηση εσύ; Εσύ; Που τόσα χρόνια τρέφεις τη μεγαλύτερη απάτη όλων;"
"Δεν είναι απάτη, Όμπερον", του αποκρίθηκε αργά. "Θα σε συνέφερε να ήταν, γιατί δεν μπόρεσες ν΄ αντισταθείς στην απληστία σου κι άφησες ένα ακραίο πάθος να γίνει εμμονή. Πλέον αυτή η εμμονή έχει πάρει τη θέση σου και δεν αντέχεις στην ιδέα ότι κάποτε θα λογοδοτήσεις σε μία δύναμη ανώτερή σου".
"Εγώ έκανα τις επιλογές μου και είμαι ευχαριστημένος με αυτές. Εσύ όμως...", με τη μικρή αυτή παύση στο λόγο του, πλησίασε ακόμα πιο κοντά κι άρχισε να την περιτριγυρίζει, όπως ακριβώς το φίδι που κουλουριάζεται όλο και πιο σφιχτά γύρω από το θήραμά του. "...αφιερώθηκες στη λατρεία ενός ψεύδους και για χάρη του καταπίεσες τις ανάγκες σου μια ολόκληρη ζωή". Όσο μιλούσε, η Ραβάννα ένιωθε τη ραχοκοκαλιά της να παγώνει, αναγνωρίζοντας το αποπλανητικό του ύφος. Όχι! Δεν θα γινόταν συνένοχη σε αυτή την αμαρτία! Ούτε τότε, ούτε τώρα. Στο τέλος, ο Όμπερον βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής και με τις στερνές του ερωτήσεις, η φωνή του έγινε ψίθυρος. "Αλήθεια, Ύβενλυθ, είσαι ευχαριστημένη με τις επιλογές σου; Άξιζε εν τέλει που έμεινες μόνη και δε γνώρισες ποτέ την ηδονή του έρωτα;"
Στη στιγμή, τα μάτια της άστραψαν. "Δεν ξέρω αν το συνειδητοποιείς, αλλά μιλάς χυδαία κι ανίερα!", του ψιθύρισε κι αυτή.
"'Ανίερα;' Ώστε προσέβαλα εσένα και την πολύτιμη Σελντίνιά σου; Δεκάρα δε δίνω για καμιά σας! Τι να την κάνω την ανύπαρκτη θεά σου, όταν μπορώ να γίνω εγώ θεός;"
"Όμπερον, σύνελθε!", του φώναξε, ταράζοντας όλους τους παρευρισκόμενους, χωρίς να νοιαστεί για το τραύμα στο πρόσωπό της. "Αυτά είναι λόγια αλλουνού! Δε βλέπεις ότι τούτος ο αδίστακτος δήμιος σε χρησιμοποιεί; Αν ακολουθήσεις τις εντολές του και ξεκινήσεις την πυρά που τόσο λαχταράς, θα είσαι ο πρώτος που θα καεί!"
«Κούφια λόγια, ως συνήθως», σχολίασε αυτός, αγνοώντας την προειδοποίησή της. «Αρκετά ανέχτηκα τους μελοδραματισμούς σου. Για ν΄ ανάψει η πυρά που λες, χρειάζεται πρώτα ένα πρόσωπο-κλειδί. Η Κρυστέλ».
«Δεν θα τολμήσεις να κάνεις κακό στο κορίτσι!»
«Εγώ; Όχι βέβαια! Δεν έχω καμιά δουλειά μαζί της. Αντιθέτως, στον Σάιτρους θα φανεί πολύ χρήσιμη η μικρή. Όσο για το αν θα είναι κακό, ή καλό, δεν μπορώ να ξέρω-» Ο ειρμός του διακόπηκε, καθώς η Ραβάννα πήγε να του χυμήξει. «Ηρέμησε», της έκανε περιπαιχτικά, αρπάζοντας τους καρπούς της πριν τα νύχια της προλάβουν να φτάσουν το πρόσωπό του. «Στη θέση σου θα ανησυχούσα περισσότερο για τον εαυτό μου. Ξέρεις τι σε περιμένει μόλις βρεθεί η Άνθρωπος;»
«Θα με σκοτώσεις».
«Αγαπητή μου, ξέρεις πόσο μισώ την αιματοχυσία! Ευτυχώς... υπάρχουν άλλοι καλοθελητές που δεν έχουνε πρόβλημα. Όπως ο φίλος μας από 'δώ...», της ανακοίνωσε και με ένα του νόημα, ο Τζέργκα που κρυβόταν έως τότε στη γωνία, ήρθε στο φως με ένα σαδιστικό χαμόγελο. «Ο αρχηγός Αρράγκ προθυμοποιήθηκε να σε αναλάβει προσωπικά και λέω να του κάνω τη χάρη. Εξάλλου, πρόκειται για ζήτημα... τιμής. Καταλαβαίνεις...» Αυτό ήταν! Το αριστούργημά του είχε τελειοποιηθεί κι ήταν περήφανος γι' αυτό. Όταν την κοίταξε ξανά, η ατρόμητη γυναίκα που είχε μπροστά του στην αρχή, είχε γίνει μια ισχνή σκιά του εαυτού της. «Φοβάσαι», σχολίασε με το γέλιο του νικητή να φτάνει ως τα μυτερά του αυτιά. «Πρώτη φορά σε βλέπω να φοβάσαι τόσο. Χμ... σου πάει...», πρόσθεσε και πιέζοντας το χέρι του στο πληγωμένο της μάγουλο την έκανε να σκιρτήσει από πόνο.
«Δε θα πετύχεις ρε!», κραύγασε ο Σάντριγκορ, που δεν άντεχε ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω να σιωπήσει. «Δε θα πετύχεις, που να χτυπιέσαι κάτω-» Δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια του και βρέθηκε στον αέρα, από τους δύο φρουρούς που τον τράβηξαν απ' τα μπράτσα. Ο Όμπερον τον πλησίασε με απέχθεια κι από μέσα του καταράστηκε τη Νεράιδα που κάποτε ζευγάρωσε με Ίρκεεν, δημιουργώντας αυτό το ελεεινό υβρίδιο.
«Δεν αξίζεις ούτε την Ενέργειά μου να σπαταλήσω, γκόμπλιν», του σφύριξε και μετά είπε στους φρουρούς: «Πάρτε τον από μπροστά μου και κάντε τον ό,τι θέλετε! Αρκεί να μην τον ξαναδώ ζωντανό!»
---
Καθώς τη μετέφεραν στο νέο της κελί, η Ραβάννα φώναζε και πάλευε, όταν όμως είδε ποιος άλλος βρισκόταν μέσα, η έκφραση της μαλάκωσε. «Ντάζεϊλτον!», ψέλλισε κι έτρεξε να τον αγκαλιάσει.
«Σκέφτηκα πως θα ήθελες να δεις για τελευταία φορά τον μονάκριβο ανιψιό σου», ακούστηκε απ' έξω η φωνή του Όμπερον. «Εσύ κι αν δεν είσαι υπεύθυνη για την κατάντια του, μ' αυτά που του δίδαξες!»
«Άθλιε!», γρύλισε αυτή, μα το γέλιο του απομακρύνθηκε πίσω από την κλειδωμένη πόρτα, μέχρι που χάθηκε εντελώς. Ο Ανολοκλήρωτος Νεράιδος έτρεμε σύγκορμος στην αγκαλιά της κι εκείνη δεν μπορούσε παρά να τον σφίξει περισσότερο.
---
Ο Νεράιδοφρουρός έκανε έναν τελευταίο έλεγχο στην άμαξά του, προτού την αποχωριστεί για τη νύχτα, όταν μία μελωδική γυναικεία φωνή τον απέσπασε. «Ντέλβελ;»
«Αρχόντισσά μου, εσείς;», μουρμούρισε αυτός κι έπεσε ευθύς στο ένα γόνατο. «Τι μπορώ να κάνω για εσάς;»
Εκείνη έκανε λίγο πίσω τη βελούδινη αδαμαντοστόλιστη κουκούλα της. «Θέλω να με πας στη Χώρα των Δράκων».
---
Ένιωθε την ψυχή της μαύρη και κουρελιασμένη, σαν καμένο φυτίλι. Τα λόγια του αντηχούσαν στο κουρασμένο μυαλό της, βλαστίζοντας την αμφιβολία που της είχε φυτέψει. Ήταν πολύ αποκαμωμένη για να αντισταθεί στην απελπισία που την παραμόνευε.
Στα αριστερά της, ο Ντάζεϊλτον βρισκόταν στην ίδια κατάσταση. Ήταν μεγάλο σοκ, που από εκεί που βρισκόταν στο δωμάτιο, βρέθηκε πεταμένος στο κελί με τις σαφείς διαταγές του πατέρα του: ούτε φαΐ, ούτε νερό για τρεις μέρες, προκειμένου να 'συνέλθει' και να 'σκληραγωγηθεί'. Όμως ακόμα μεγαλύτερο σοκ ήταν να βλέπει τη Ραβάννα τόσο αλλαγμένη από εκείνο το πρωινό που, γεμάτη χάρη και δύναμη, ευλόγησε εκείνον και τη Λόλι με την Προστασία του Φεγγαριού. Και τι εννοούσε ο πατέρας του όταν είπε πως βλεπόντουσαν για 'τελευταία φορά'; Πράγματι, τον είχε αγκαλιάσει τόσο εγκάρδια, λες και ήταν όντως η τελευταία φορά. Μα γιατί; Οι θολωμένες σκέψεις αναμειγνύονταν στο νου του, όπως ακριβώς και στον εφιάλτη που είδε.
Η Ραβάννα το πρόσεξε αυτό και η απονιά του Όμπερον στο ίδιο του το σπλάχνο την άφηνε άναυδη. Ήταν εμφανές από την άσχημη ψυχολογική κατάσταση του παιδιού πως η επανένωση με τον πατέρα του ήταν απίστευτα τραυματική. «Είπε...» ξεκίνησε ο αφελής πρίγκιπας, προσπαθώντας να μην ξεσπάσει σε λυγμούς «Είπε πως η αγάπη είναι αδυναμία. Είπε πως θα 'πρεπε να ντρέπομαι για τον εαυτό μου». Και μόνο ο βαθύς πόνος στα βιολετί μάτια του, την έκανε να ξυπνήσει. Δεν μπορούσε να παραιτηθεί. Όχι ακόμα! Ο ανιψιός της την είχε ανάγκη. Κι αν δεν είχε δύναμη να παλέψει για τον εαυτό της, θα πάλευε για εκείνον.
«Δεν είναι αλήθεια...», ψιθύρισε με τα χέρια της πλεγμένα προστατευτικά γύρω από τους ώμους του. Όλα αυτά που πίστευε, όλα αυτά που πρέσβευε ήταν πολύ ισχυρά για να σβήσουν. Για χάρη του ναι, το καμένο φυτίλι θα λαμπάδιαζε και πάλι. «Ό,τι νιώθει κανείς με την καρδιά του δεν είναι ντροπή, αλλά ευλογία».
«Ο πατέρας δεν το βλέπει έτσι...»
«Φοβάμαι πως ο πατέρας σου έχει χάσει το δρόμο του. Όμως εσύ δεν είσαι αυτός. Κι ακόμα κι αν εγώ δεν είμαι πια δίπλα σου να σου το θυμίζω, ό,τι και να σου λέει, όπως και να προσπαθεί να σε αλλάξει, εσύ να ακούς μονάχα την καρδιά σου», του είπε.
Ο Ντάζεϊλτον έμεινε για λίγο σκεπτικός. Τα λόγια της ήταν για άλλη μια φορά λόγια σοφίας, μα ακόμα φοβότανε «Θεία, πες μου...», μουρμούρισε. Συνήθως της μιλούσε στον πληθυντικό και την αποκαλούσε με τον τίτλο της, κρατώντας μια τυπική απόσταση ανάμεσα τους. Μα αυτή η φορά ήταν διαφορετική. «...τι θα κάνουμε;»
«Αυτό που μπορούμε, καλέ μου...», του απάντησε με γλυκιά φωνή «...θα ελπίζουμε».
Έτσι, την ώρα που η μαγεμένη Βασίλισσα Τιτάνια ετοιμαζόταν να ξεκινήσει το ταξίδι της με προορισμό τη Χώρα των Δράκων, η Ραβάννα ψιθύριζε μία αρχαία προσευχή στη Θεά, με το παγωμένο χέρι του Ντάζεϊλτον κλεισμένο στο δικό της. Λεπτό το λεπτό, της φάνηκε πως η τρεμάμενη φλογίτσα στην καρδιά της έγινε λίγο πιο σταθερή. Ταυτόχρονα, ο Έντελ έτρεχε αλαφιασμένος ανάμεσα στα ερείπια, φοβούμενος τα χειρότερα για τους φίλους του, όταν... επιτέλους τη βρήκε. Η γαλάζια φωτεινή σφαίρα αιωρείτο σε ένα σημείο και μέσα της διακρινόταν μια λεπτοκαμωμένη κοριτσίστικη σιλουέτα. Ο Άνθρωπος έχασε τη μιλιά του, αλλά τα χείλη του σχημάτισαν αθόρυβα το όνομα της εγγονής του.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top