Κεφάλαιο 31

Κεφάλαιο 31

Για άλλη μια φορά, το βάρος της ανασφάλειας βρήκε τη θέση του στην καρδιά του. Η εικόνα ολόγυρα του, κάτι το αδιευκρίνιστο: χρώματα, ήχοι και συναισθήματα στροβιλίζονταν πυρετωδώς σε έναν τρελό χορό, που δεν επέτρεπε το παραμικρό περιθώριο για σκέψεις λογικές. Δύο γυναικείες μορφές φάνηκαν μέσα στην παραζάλη· η μια μεγαλόπρεπη κι αισθαντική, με τις γαλάζιες της μπούκλες να ανεμίζουν αρμονικά μια από ΄δω και μια από ΄κει. Τα ανοιχτά της χέρια τον καλούσαν να πάει κοντά της και το αυστηρό της βλέμμα του διασαφήνιζε πως ήταν η μόνη του επιλογή. Η άλλη φοβισμένη κι ανασφαλής, όπως αυτός. Το στροβίλισμα τη δυσκόλευε να σταθεί με το κορμί της ίσιο, αλλά μέσα από τις ροζ αναμαλλιασμένες τούφες της, η ματιά της κατάφερε να συναντήσει τη δική του. Όχι, δεν του ζητούσε να επιλέξει εκείνη. Μόνο να τη βοηθήσει. Να τη βοηθήσει να αντέξει, ώστε να αντέξει κι ο ίδιος και μαζί, ενωμένοι, να βγουν από τον άγριο τούτο κυκλώνα.

Ο κόσμος γύρω του σειόταν όλο και πιο δυνατά. Η απόσταση των δύο γυναικών αυξανόταν όλο και πιο πολύ. Δεν είχε χρόνο! Τι να έκανε; Τι έπρεπε να κάνει; Η πρώτη εξακολουθούσε να στέκει ακλόνητη, μα η δεύτερη... δεν θα άντεχε πολύ ακόμα... «Συγγνώμη...», ψέλλισε αυτός στην πρώτη κι έτρεξε στο πλευρό της δεύτερης, κλείνοντας την προστατευτικά στην αγκαλιά του. Εκείνη του χαμογέλασε με ευγνωμοσύνη μέσα στον φόβο της και πιάστηκε πάνω του όσο πιο σφιχτά μπορούσε, καθώς ο σεισμός συνεχιζόταν. Τρέμοντας σχεδόν, αυτός έκανε να γυρίσει το κεφάλι του και ίσα που πρόλαβε να δει την πρώτη να τον κοιτά δακρυσμένη, προτού μετατραπεί σε στάχτη, που σκορπίστηκε στον αέρα. «Όχι! Μαμά!», ούρλιαξε, όμως ήταν πολύ αργά. Είχε φύγει. Κι είχε φύγει θλιμμένη... Συντετριμμένος, στράφηκε στη δεύτερη, μα βρήκε την αγκαλιά του άδεια... Η γυναίκα που επέλεξε, η γυναίκα την οποία κράτησε στη ζωή, εγκαταλείποντας εκείνη που του έδωσε ζωή, πετούσε τώρα μακριά του! Δεν ήξερε αν ήταν με, ή παρά τη θέλησή της. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι έφευγε. Έφευγε κι αυτή! «Λόλι, γύρνα πίσω! Λόλι!», φώναζε ξανά και ξανά, ώσπου ένα μαύρο κενό τον κατάπιε κι ένιωσε όλο του το σώμα να μουδιάζει καθώς βυθιζόταν στην άβυσσο.

Όμως εκεί, μέσα στον όλεθρο, ένας αποπνικτικός καπνός ελάττωσε την πτώση του. Μέσα από τη θολούρα, μπόρεσε να διακρίνει ένα γκριζωπό φως να παίρνει τη μορφή ενός ψηλού άντρα με φτερά. «Είσαι ασφαλής τώρα, Πρίγκιπα Ντάζεϊλτον...»

---

Με ένα απότομο τίναγμα, ο Ντάζεϊλτον ξύπνησε κι αντίκρισε κάποιον που δεν φανταζόταν ότι θα ξανάβλεπε. «Έι! Νταζεϊλάκο, ξύπνησες επιτέλους! Κι ο Πουκ έλεγε ότι θα κοιμάσαι σαν τον μπούφο, όλη μέρα!»

«Πουκ;»

«Ω, ναι! Μη μου πεις ότι δεν με πεθύμησες! Μη μου πεις ότι δε χάρηκες που με ξαναείδες! Χαχα! Κόλλα το, δικέ μου!», έκανε ο βραχύσωμος Νεράιδος, επαναλαμβάνοντας την περίεργη φράση και την ακόμη πιο περίεργη χειραψία που του έδειξε πριν το Ανθρωπάκι.

Αν και το πρόσωπό του ήταν μουσκεμένο από τα δάκρυα κι η ταχυκαρδία του έντονη, ο Ντάζεϊλτον είχε όντως χαρεί που τον ξαναείδε, ξεχνώντας τη ζήλεια που έτρεφε γι' αυτόν στα παιδικά του χρόνια. Αυτή τη στιγμή, η επανένωση με ένα (ας το έλεγε) οικείο πρόσωπο, ήταν ό,τι χρειαζόταν για να ξεπεράσει την τρομάρα του. Αφού του έδωσε μηχανικά το χέρι, όπως όριζε το έθιμο, ή ό,τι ήταν τέλος πάντων αυτό το 'κόλλα το, δικέ μου' και τον άφησε για λίγο να σαχλαμαρίσει, όπως έκανε πάντα, μια πολύ σημαντική ερώτηση του ήρθε στο μυαλό: «Πουκ, πού είναι ο πατέρας;»

«Ακριβώς εδώ, γιε μου» ακούστηκε από τις σκιές η μειλίχια, μα και τρανταχτή φωνή του Ξωτικοβασιλιά κι ο Πουκ τραβήχτηκε μονομιάς στην άκρη του δωματίου, ανοίγοντας χώρο. Στη θέα του γιου του, ο Όμπερον έπιασε τον εαυτό του να νιώθει ένα τσίμπημα ενοχών για τον εφιάλτη που του είχε πλάσει μόλις πριν λίγο. Χρόνια αναρωτιόταν αν ήταν δικό του παιδί, ή μήπως η Τιτάνια τον είχε κάνει με άλλον. Μα τα κοινά χαρακτηριστικά των προσώπων τους, τα γκριζοπράσινα μαλλιά και η ομοιότητα στο ηχόχρωμα των φωνών τους δεν άφηναν καμιά αμφιβολία: ο Ντάζεϊλτον ήταν φτυστός εκείνος. Αποτελούσε την ανολοκλήρωτη εικόνα του. Ανολοκλήρωτη, σκέφτηκε με ειρωνεία ο Άρχοντας. Το να βλέπει όλα όσα είχε κληροδοτήσει να χαραμίζονται μέσα στην κακομοιριά της ελαττωματικής του φύσης, ήταν μεγαλύτερο βάσανο από την αμφιβολία. Κι όμως, η θέα του νεαρού που τον κοιτούσε με εκείνα τα μάτια, τα μωβ σαν της μητέρας του, τα γεμάτα αθωότητα κι ανασφάλεια, ήταν ικανή να ξεθάψει από βαθιά μέσα του συναισθήματα πατρικής στοργής.

«Πατέρα...», αναφώνησε ο Ντάζεϊλτον με μια μείξη φόβου και χαράς. Μπορεί ο Όμπερον να αντιπαθούσε τις δημόσιες επιδείξεις αγάπης και να έμεινε τυπικός όταν ο άλλος Νεράιδος σηκώθηκε διστακτικά και πήγε να τον αγκαλιάσει, ωστόσο δεν θέλησε να τον σπρώξει. «Μου έλειψες...»

«Κι εμένα, γιε μου...» Ναι, ο εφιάλτης ήταν απαραίτητος, όπως κι όσα θα ακολουθούσαν. Ο μικρός χρειαζόταν ένα καλό μάθημα. Έτσι για να ξέρει ποιος ήταν ο εχθρός και ποιος ο σύμμαχός του. Ίσως να ήταν πολύ σκληρό για τις αντοχές του, αλλά ο Όμπερον ήταν πρόθυμος να ρισκάρει, προκειμένου να τον κρατήσει κοντά του. Άλλωστε, να κερδίζει τους άλλους, να τους πλανεύει με τη γλυκιά του μιλιά, ήταν κάτι για το οποίο είχε καμάρι. Σιγά μην του ξέφευγε ένα παιδί. «...κι εμένα» Πόσο μάλλον, το δικό του παιδί!

---

Αμάν αυτή η ξινή! Γλώσσα δε βάζει μέσα της, σκέφτηκε ο Σάντριγκορ, καθώς άκουγε τη Μπελέρια να φλυαρεί ακατάσχετα στα Νεραϊδίσια, κάπου πίσω του. Του έκανε το κεφάλι καζάνι, συνέχισε, σκεπτόμενος και τον καημένο τον μπουλούκο, που είχε την ατυχία να προχωρά πλάι της και ν' ακούει υπομονετικά τη μουρμούρα της. Ο ίδιος πάλι είχε την τύχη να προχωρά πλάι στη Ραβάννα. Πιο συγκεκριμένα, να τη βοηθά να περπατήσει, αφού τα νωπά ακόμη τραύματα στην κοιλιά της έκαναν τις κινήσεις της ιδιαίτερα επίπονες. 'Μην το σκέφτεσαι καν! Θα γίνω εγώ το δεκανίκι σου!', της είχε προτείνει, όταν αποφάσισαν να κατευθυνθούν στα αντικρινά βουνά. Μια πρόταση που ευτυχώς έγινε δεκτή από μέρους της, χωρίς πολλές-πολλές γκρίνιες. Η προθυμία της έκανε τον Σάντριγκορ να δώσει αξία θησαυρού στην νεοεγερθείσα φιλία τους και να το δει, όχι σαν καθήκον, αλλά σαν χάρη εκείνης προς αυτόν. Ωστόσο, η Ραβάννα έδειχνε σοβαρή ως συνήθως κι ήταν αδύνατο να της πάρει κουβέντα.

«Ένα δεν μου κολλάει», της είπε τελικά, αλλά συνέχισε να κρατά το βλέμμα του στο δρόμο, για τυχόν εμπόδια. Με την άκρη του ματιού του, την είδε να γυρνά το κεφάλι της προς αυτόν, δείχνοντας του ότι είχε την προσοχή της. «Εκείνη η σαύρα πήγε να σε σκοτώσει. Σε κατάντησε όπως σε κατάντησε κι εσύ θες... να τη βοηθήσεις; Δεν είναι λιγάκι... παράλογο;»

«Παράλογο;», επανέλαβε αυτή. Παρά τη στάση της, το βλέμμα της δεν ήταν διόλου αυστηρό. «Δεν είναι παράλογο να βοηθάς κάποιον που έχει την ανάγκη σου. Νομίζω το πιστεύεις κι εσύ αυτό...»

«Ναι, σίγουρα, μα... εσύ που έχεις πάρε-δώσε με μια θεά κι όλα αυτά τα μεταφυσικά μουχαμπέτια...» Ο Καλικάντζαρος σταμάτησε για λίγο, παρατηρώντας κάπως ενοχικά την έντονη αντίδρασή της στον ελαφρώς χρωματισμένο με ειρωνεία τρόπο του. «... δεν μπορείς, ας πούμε, απλά να κάνεις μια προσευχή και ν' αφήσεις τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους;», συνέχισε, αλλάζοντάς τον στιγμιαία. «Γιατί δηλαδή πρέπει να θέσεις ξανά τον εαυτό σου σε κίνδυνο;», ολοκλήρωσε, αφήνοντας την ανησυχία να φανεί στο πρόσωπό του.

Η πρώην Αρχιέρεια έμεινε να ατενίζει για λίγο τον ορίζοντα. «Πάντα χρειάζονται οι προσευχές...», μουρμούρισε, αδυνατώντας να μιλήσει κανονικά λόγω της ουλής. «...και πάντα πιάνουν τόπο. Αλλά το θέμα είναι να βοηθήσουμε κι εμείς στην πραγμάτωσή τους. Να δείξουμε ότι πραγματικά θέλουμε κι αξίζουμε να μας έρθει αυτό που ευχόμαστε. Ότι είμαστε πρόθυμοι να αγωνιστούμε γι' αυτό ανεξάρτητα». Ο Σάντριγκορ την κοίταξε σκεπτικός. «Αυτό που είδα, Σάντριγκορ, αυτό που βίωσα δε σβήνεται. Ο λαός μου έχει εγκληματήσει εις βάρος αυτών των πλασμάτων κι εγώ δεν είχα την παραμικρή ιδεά. Σε τι διαφέρουμε –σε τι διαφέρω εγώ από τον Σάιτρους και τους Τζέργκα, αν αφήσω να συνεχιστούν τα έκτροπα; Ο Εθίρ δεν ήξερε τι έκανε. Ζητούσε κάποιον να τον οδηγήσει στην αλήθεια. Είχε την ατυχία να ξεπέσει σ' εμένα. Και γνωρίζω βαθιά μέσα μου πως δεν θα ησυχάσω ποτέ, αν δεν κάνω ό,τι περνάει απ' το χέρι μου για να βοηθήσω...»

Σε όλο το δρόμο από το φιλοσοφικό ξεκίνημα, μέχρι την αλήθεια που αναβλύζανε τα λόγια της, ο Σάντριγκορ δεν μπόρεσε, παρά να αναστενάξει βαριά. «Δεν θα σου πω ψέματα, σε καταλαβαίνω. Ξέρω πώς είναι να σε τρώει αυτό το μαράζι.... Να γνωρίζεις πως η ζωή κάποιου εξαρτάται από σένα και να μην μπορείς, ή να μην θέλεις να κάνεις τίποτα...», συνέχισε με μια πολύ λυπημένη έκφραση. Προκειμένου να ξεκολλήσει από αυτή τη διάθεση, έκανε την εξής σκέψη: Άλλος Έντελ μας βρήκε! Ρε τι πάθαμε μ' όλους τους φιλοσοφούντες!

«Συγγνώμη που διακόπτω», είπε ο Έντελ, που εδώ και λίγη ώρα είχε σταματήσει το περπάτημα και τους περίμενε να τον φτάσουν. «Θα μπορούσαμε ν' αλλάξουμε θέσεις;»

Ο Σάντριγκορ ξαφνιάστηκε από το αίτημα, αλλά με το νεύμα της Ραβάννας, δέχτηκε. Καθώς έφευγε μπροστά, του φώναξε: «Πολλά χρόνια θα ζήσεις, γερο-Έντελ! Αλίμονο σ' εμάς...»

Με προσεκτικές κινήσεις ο Άνθρωπος βοήθησε τη Νεράιδα να στηριχτεί πάνω του, εμφανώς πολύ πιο αποτελεσματικά από το μικρόσωμο γκόμπλιν. Αυτή, αν και καθόλου δεκτική στο να την αγγίζουν, ή να τη βοηθάνε, ακολούθησε τις κινήσεις του και σύντομα ξαναπιάσανε το βήμα τους. «Τι προαίσθημα έχεις;», τη ρώτησε, μπαίνοντας κατ' ευθείαν στο θέμα που τον προβλημάτιζε «Για τη Λόλι, θέλω να πω».

«Δεν ξέρω», έκανε αυτή εξίσου προβληματισμένη. «Τι σου λέει το ένστικτό σου;»

«Προηγουμένως ένιωθα ότι είναι ασφαλής, αλλά τις τελευταίες ώρες κάτι μεταβλήθηκε. Και οι κρύσταλλοι... τους νιώθω... λάθος».

«Λάθος είναι έτσι κι αλλιώς», αποκρίθηκε η Ραβάννα, επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά την άποψη της για τους κρυστάλλους. «Είναι ύπουλη η φύση τους, Έντελ. Εσύ το 'χεις νιώσει στο πετσί σου καλύτερα απ' τον καθένα», συμπλήρωσε, μα δεν ήθελε να επαναλάβει τα προηγούμενα λάθη στη συμπεριφορά της απέναντί του. «Η Ένωση έχει γίνει; Αφού βρέθηκε τελικά ο τρίτος, όπως είπες, μπορεί η μεταβολή που ένιωσες να είναι αυτή».

Ο γέρος κούνησε δεξιά-αριστερά το κεφάλι του. «Αν ήταν αυτή, θα το 'χα καταλάβει. Η Ένωση δεν έχει γίνει. Και δεν είμαι βέβαιος αν θα γίνει...». Από μέσα της, η ιέρεια ευχαρίστησε τη Θεά γι' αυτό το ενδεχόμενο. «Τρέμω για τη Λόλι. Αν πάθει κάτι-»

«Μην κάνεις μαύρες σκέψεις», του είπε κατηγορηματικά. «Ξέρω πως φοβάσαι. Τους ίδιους φόβους έχω κι εγώ, μα απ' το λίγο που τη γνώρισα, μου φάνηκε αγωνίστρια. Ξεροκέφαλη σαν εσένα, αλλά αγωνίστρια». Ο Έντελ χαμογέλασε αχνά με το απρόσμενο χιούμορ στην κουβέντα. «Έχε πίστη, Έντελ. Έχε πίστη στη Λορελάι και στη δύναμη που κρύβει μέσα της. Και δεν εννοώ αυτή των κρυστάλλων, μα τη δύναμη του χαρακτήρα της...»

«Μα τα μπλε σκαθάρια!», ακούστηκε ξαφνικά το ξεφωνητό του Σάντριγκορ, που μάλλον είχε προπορευθεί αρκετά, κρίνοντας από τον αντίλαλο. «Ελάτε να δείτε!»

Η τετράδα έσπευσε να τον προφτάσει και σε λίγο, η εικόνα μιας εγκαταλελειμμένης, μα μεγαλοπρεπούς πόλης, καμωμένης από νέφος και βράχο, ξετυλίχτηκε ανάμεσα στα αιματοκυλισμένα όρη. Ο τρόπος που η ασημένια πάχνη κάλυπτε τα πάντα κι αναμειγνυόταν με το χρυσοκίτρινο χρώμα των σμιλεμένων λίθων, έκαναν το τοπίο να μοιάζει σαν ουράνιο βασίλειο, στην αγκαλιά των συννέφων. Ο Καρπάθιλ είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό, ενώ το δεξί του χέρι έγραφε στο μπλοκ του, χωρίς την επίβλεψη του ματιού του. Οι υπόλοιποι δεν μπορούσαν παρά να αφεθούν στο δέος που τους προκαλούσε το θέαμα. Μονάχα η Ραβάννα τόλμησε να κάνει μόνη της ένα βήμα μπροστά. Λόγια που ποτέ δε διάβασε, ή άκουσε, ή είπε, αναδύθηκαν σαν απ' τη μνήμη της κι έφτασαν στα αφυδατωμένα της χείλη: «Το Ντράνθρογκ... Η τρανή των Δράκων Πολιτεία, γεννημένη από του Ήλιου τη χρυσή φωτιά και της Νεφέλης την υφή την αργυρένια...»

Άθραυστη σιγή επικράτησε ανάμεσα στους συντρόφους για αρκετά λεπτά. Μόνη συνοδεία τους το φύσημα του ανέμου. «Ωραία, φτάσαμε», ξεστόμισε τελικά η Μπελέρια, επαναφέροντάς τους στην πραγματικότητα. «Τι κάνουμε;»

«Ε, κανονίζουμε τη διαμονή μας σε κάνα "Rooms to let" και μετά ξαμολιόμαστε στα τουριστομάγαζα για αναμνηστικά μαγνητάκια, κούπες και τοπικά προϊόντα περιποίησης μαλλιών», σχολίασε ο Σάντριγκορ, κάνοντας τέσσερα κεφάλια να γυρίσουν σ' εκείνον με την ίδια ακριβώς ταχύτητα. «Τι κάνουμε, αλήθεια;», ρώτησε κι αυτός με ψεύτικη σοβαρότητα, προσπαθώντας να αποφύγει το κατσάδιασμα που έβλεπε έτοιμο να του 'ρθει.

---

Η μετάβασή τους ήταν φορτωμένη αμηχανία, αφού το κάθε τους βήμα αντηχούσε πέρα ως πέρα κι έδινε την εντύπωση πως και κάποιοι άλλοι περιπλανιόντουσαν στους άδειους δρόμους. Γι' αυτό το λόγο, η Μπελέρια κι ο Καρπάθιλ προτίμησαν να πετάξουν, αντί να περπατήσουν. Το πέταγμα ήταν και πιο αθόρυβο και τους επέτρεπε να δουν πανοραμικά. Η σιγή του δέους είχε δώσει τη θέση της στη σιγή του τρόμου, καθώς τα ερημωμένα και λεηλατημένα κτίσματα φάνταζαν στοιχειωμένα. Ο Έντελ μπορούσε σχεδόν να ακούσει ψίθυρους να ξεγλιστράνε από κάθε γωνιά: καθημερινές κουβέντες και διδάγματα σοφά. ειπωμένα σε κάποια διάλεκτο, που αν και δε γνώριζε, καταλάβαινε πως ήτανε πανάρχαια. Καθώς ο Σάντριγκορ και η Ραβάννα τραβούσαν την πορεία όλο και πιο κεντρικά, οι ψίθυροι μεταλλαχθήκανε σε μακρινές πολεμικές κραυγές, ήχους από όπλα ατσάλινα και διαπεραστικά στριγκλίσματα πόνου.

Ο Έντελ εξέπνευσε ταραγμένος κι ο ήχος της γρήγορης αναπνοής του φάνηκε να διώχνει όλα τα υπόλοιπα. Με το χέρι στην καρδιά, συνέχισε να περπατάει, προσπαθώντας να εστιάσει την προσοχή του σε κάτι άλλο. Σύντομα το βρήκε· πολλά από τα κτίρια παρουσίαζαν στοιχεία Ανθρώπινης τεχνοτροπίας έως δέκα αιώνων παλαιότερης. Σε κάποιους καψαλισμένους τοίχους πάλι, κατάφερε να διακρίνει μια ομαλή καμπυλότητα, τυπικό χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής των Νεραϊδών. Δουλειά χεριών κι όχι νυχιών, σκέφτηκε ο Άνθρωπος, χαρούμενος που, αν κι ένας 'αμόρφωτος' μάστορας, που έφτιαχνε γέφυρες, ήξερε κάποια πράγματα για την αρχιτεκτονική. Ας ήταν καλά η Φλώρα, που πάντα παρατούσε τα βιβλία και τα σχέδιά της στο τραπέζι του σαλονιού, δίνοντάς του την ευκαιρία να τα μελετήσει. Οι σκέψεις του διακόπηκαν, όταν κάτι στρογγυλό και γαλάζιο τράβηξε το αριστερό του μάτι στον ομιχλιασμένο ορίζοντα. Τι ήταν αυτό;, αναρωτήθηκε, καθώς το ιπτάμενο αντικείμενο έκανε ένα ασαφές 'κλικ' στο υποσυνείδητό του. Το 'ραντάρ' του τού υπέδειξε να το ακολουθήσει. Ίσως επρόκειτο για απειλή, ίσως για κάτι χρήσιμο. Όπως και να 'χε, αποφάσισε να απομακρυνθεί, προσέχοντας να μην πατήσει κανένα σπασμένο κεραμικό, που θα αποκάλυπτε την πρόθεσή του. Δεν ήθελε να αναστατώσει τους φίλους του. Εξάλλου, θα έβλεπε τι ήταν και θα γύριζε να τους βρει, σωστά;

«Εκεί», έδειξε η Ραβάννα, κατευθύνοντας την προσοχή των υπολοίπων σε ένα ημισφαιρικό οικοδόμημα, ακριβώς στο κέντρο της πόλης. Φαινόταν να είναι το μοναδικό μέρος που δεν είχαν πειράξει οι κατακτητές κι έτσι κινήθηκαν προς αυτό πιο ανάλαφροι. Από τη μεγάλη χρυσοσκάλιστη πύλη, μέχρι τα μαλαματένια αγάλματα που διακρίνονταν στο εσωτερικό, ήταν ολοφάνερο πως επρόκειτο για κάποιο χώρο πολύ ιερό για τους Δράκους.

---

Με μια αίσθηση σεβασμού, αλλά και οικειότητας, η ιέρεια εισήλθε στα ενδότερα του ναού, ακολουθούμενη από την Ανιχνεύτρια, τον Καθηγητή και τέλος, τον Καλικάντζαρο. Τούτο το μέρος δεν είχε ποτιστεί με χρυσό αίμα, ωστόσο η μυρωδιά της μούχλας πλανιόταν διακριτικά στην ατμόσφαιρα και τα αγριόχορτα είχαν αρχίσει να διεκδικούν τις θέσεις τους στη διακόσμηση. Τα αγάλματα των Δράκων Φυλάκων ήταν παραταγμένα σε έναν μεγάλο ανοιχτό κύκλο. Ένας για κάθε Στοιχείο: Νερό, Σκιά, Άνεμος, Γη, Πάγος και Ηλεκτρισμός ήταν μερικά από αυτά, όμως η Ραβάννα προσέγγισε μονάχα εκείνο του Φύλακα της Φωτιάς. Έμοιαζε τόσο αληθινό, που νόμιζες θα ζωντάνευε από λεπτό σε λεπτό και θα τους ορμούσε Το φτερούγισμα του μπορούσε σχεδόν να ακουστεί. Ήρθα λοιπόν, όπως μήνυσες, σκέφτηκε η Νεράιδα. Τι θέλεις να κάνω, Εθίρ;

Σαν απάντηση, μια αχτίδα φωτός έπεσε στα μάτια του αγάλματος και αντικατοπτρίστηκε στον μεγάλο υπερυψωμένο βωμό, στο μέσο τον Φυλάκων. Από πάνω του, ένα άνοιγμα στην οροφή επέτρεπε στο θολό φως του ήλιου να εισχωρήσει διάχυτο. Εκεί όπου οι ηλιαχτίδες ανταμώνανε τα πρασινισμένα από το χρόνο έλαια, μια μικροσκοπική φλόγα λαμπύριζε. Αλλά όχι μια φλόγα σαν όλες τις άλλες. Κάθε δευτερόλεπτο, το χρώμα της άλλαζε από κόκκινο σε μπλε, πράσινο, λιλά κι ένα σωρό άλλα. Λες και όλα τα Στοιχεία και η σοφία των Υψηλών Δράκων είχαν συσσωρευτεί μέσα της.

«Πρέπει να πάω εκεί πάνω...»

«Επιτρέψτε μου, Φεγγαροφώτιστη-»

«Με όλο το σεβασμό, καθηγητά, θα προτιμούσα η Μπελέρια να με συνοδεύσει. Αν το θέλει και η ίδια, βέβαια...»

Η Ανιχνεύτρια έμεινε έκπληκτη, ακούγοντας τη μεγαλύτερη Νεράιδα να ζητά τη δική της βοήθεια. Είχε κάνει σαφείς τις θέσεις της εξ αρχής και δεν είχε φροντίσει καθόλου να μαζέψει τη γλώσσα της καθ΄ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού τους μέχρι εδώ. Προφανώς τα παράπονά της στον Καρπάθιλ είχαν φτάσει και στα αυτιά εκείνης, αφού βρισκόταν λίγο μπροστά της. Ήταν βέβαιη ότι, στην καλύτερη των περιπτώσεων, η αποτρελαμένη Αρχιέρεια θα την αφόριζε, ή κάτι τέτοιο. Μα να την 'προτιμά'; Αυτό σίγουρα δεν το φανταζόταν.

«Α-Ασφαλώς», τραύλισε αμήχανα και σύντομα οι δυο γυναίκες πετούσαν προς την κορυφή του βωμού. Όταν έφτασαν, η φλόγα έκανε μια κυκλική κίνηση, σαν να τη φύσηξε κάποια αόρατη δύναμη προς το μέρος τους, ή σαν να ελκυόταν από την παρουσία τους. Με κινήσεις που την έκαναν να μοιάζει υπνωτισμένη, η Ραβάννα πλησίασε κι έκανε να απλώσει το χέρι της. «Πρόσεχε, θα σε κάψει!», ψιθύρισε με ανησυχία η Μπελέρια, κάνοντας την να τραβηχτεί πίσω. Ωστόσο, επανέλαβε την κίνηση, αυτή τη φορά έχουσα πλήρη συναίσθηση και μια δόση τρεμούλας στο χέρι της. Με γρήγορες, κοφτές ανάσες εξαφάνισε την απόσταση ανάμεσα στην ίδια και την μικρή πύρινη εστία, μόνο για να διαπιστώσει ότι το άγγιγμά της την έκανε να χαθεί. Πανικός θα μπορούσε να την καταβάλει στη σκέψη ότι έσβησε την Ιερή Φλόγα και μαζί της όλες της ελπίδες του Εθίρ για λευτεριά, μα όχι. Δεν την κατέβαλε. Μια πολύ αμυδρή ζεστασιά είχε ενωθεί με το καρδιοχτύπι της. Σαν κεράκι που τρεμοπαίζει, λίγο πριν χάσει για πάντα το φως και την αξία του. Μα τώρα υπήρχε μέσα της. Το ένιωθε.

---

«Πού είναι ο Έντελ, βρε παιδιά;», απόρησε ο Σάντριγκορ, που όσην ώρα περίμενε με τον Καρπάθιλ, κατάλαβε μια αλλαγή στον αέρα κι δεν μπορούσε να διώξει τη σκέψη ότι κάτι καραδοκούσε.

«Τον πήρε το μάτι μου να φεύγει προς βορρά, όταν διασχίζαμε τα σοκάκια», απάντησε η Μπελέρια, αφότου επέστρεψε κάτω και βγήκαν από τον ναό.

«Και γιατί, μωρή στρίντζα, δεν είπες τίποτα τ' ανθρώπου; Γιατί δεν τον σταμάτησες, ε;»

«Α, να σου πω, σαπιόγερα! Μη μου πουλάς εμένα νταηλίκια, γιατί-»

«Σας παρακαλώ! Σας παρακαλώ, αγαπητοί μου φίλοι, μη φωνασκείτε ασκόπως», είπε συναινετικά ο Καρπάθιλ, με ένα χέρι στον ώμο του καθενός. «Κάπου εδώ γύρω θα είναι ο κύριος Έντελ».

«Έχει δίκιο», πρόσθεσε η Ραβάννα «Σίγουρα δεν θ' απομακρύνθηκε».

«Ούτε εσείς θ' απομακρυνθείτε, σιχαμένες μύγες!», ακούστηκε μια βραχνή φωνή από μακριά και μέσα σε μια στιγμή, οι συνταξιδιώτες βρέθηκαν ακινητοποιημένοι μέσα σε μεγάλους πέτρινους όγκους, που προήλθαν από την πνοή ενός πράσινου Δράκου της Γης. «Βουνό με βουνό δε σμίγει!», γέλασε σαρκαστικά ο Τζέργκα που επέβαινε στο ερπετό, κοιτάζοντας τα παγωμένα από φόβο πρόσωπά τους, ενώ μια στρατιά ελίτ πολεμιστών τους περικύκλωνε...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top