Κεφάλαιο 30
Κεφάλαιο 30
Το όνειρό της τη μετέφερε στον κόσμο κάποιου άλλου, στο σώμα κάποιου άλλου. Το παιχνίδισμα του πρωινού ήλιου πάνω στις σμιλεμένες επιφάνειες των σύννεφων που σκέπαζαν την πόλη συναγωνιζόταν το ασημένιο χάδι του φεγγαρόφωτου στις κορυφές των δέντρων του Νοβέλιαν. Τα φτερά της, όχι πλέον ελαφριά κι αραχνοϋφαντα, αλλά πελώρια και δερμάτινα, χειρίζονταν αποτελεσματικά τη δύναμη του ανέμου και τη μετέφεραν ψηλά, πολύ ψηλά, ώστε να απολαύσει ολόκληρο το υπέροχο θέαμα που απλωνόταν μπροστά της. Τόση ομορφιά... για μένα;, αναρωτήθηκε άθελά της και το καινούργιο της σώμα στριφογύρισε στο ζεστό καλοκαιρινό αέρα σαν προς απάντησή της. Το βλέμμα της πλανιόταν αχόρταγα στα απέραντα πορφυρά δάση από κάτω της, τόσο διαφορετικά από αυτά που γνώριζε κι αγαπούσε, μα που εκείνη τη στιγμή θαύμαζε σαν τον πολυτιμότερο θησαυρό· το Ντράνθρογκ της ξυπνούσε μνήμες μακρινές που δεν αναγνώριζε ως δικές της: απόηχους της παιδικής της ηλικίας και των πρώτων της πτήσεων σε απόκρημνα βράχια στη σκιά συννέφων σμιλευμένων από ανάσα φωτιάς και ηλεκτρισμού, του πρώτου της έρωτα στην αγκαλιά των δέντρων του Δάσους της Φωτιάς. Λίγο αργότερα, όταν ολόκληρη η πλάση είχε πλέον ροδίσει από τον Πατέρα Ήλιο Ερέντορ, διέκρινε κάτι να λαμπυρίζει πολύ πιο χαμηλά, σχεδόν στο μέσο, ίσως κάπως στα νοτιοανατολικά της πόλης, το οποίο θα έπρεπε να ξέρει τι είναι, αλλά δεν μπορούσε να ανακαλέσει στο νου της. Ταραχή μεγάλη την κυρίευσε, σαν κάτι να είχε εισβάλει ξαφνικά μέσα στις τρεις της καρδιές και τις έσφιγγε δυνατά με ένα σιδερένιο αμόνι, ώσπου της ήταν πλέον δύσκολο να πετάξει, δύσκολο να αναπνεύσει, δύσκολο να δει μπροστά της μέσα στον παχύ, γκρίζο καπνό που είχε απλωθεί τριγύρω της και της έκλεινε το δρόμο. Ο ήλιος δεν φαινόταν πια, κάπου από μακριά, πολύ μακριά της, ακούγονταν απελπισμένες νεαρές κραυγές και χτυπήματα φτερών και τότε όλα σκοτείνιασαν.
Το Φεγγάρι είχε προδώσει τον Ήλιο και 'κείνη πονούσε, γιατί δεν ήθελε να κάνει ποτέ κακό σε κανέναν.
Είδες, όπως είδα. Είδες, όπως θα έπρεπε να βλέπω.
Εθίρ.
Μου έδωσες πίσω κάτι που είχα χάσει για πολύ καιρό. Κοίταζα, μα δεν έβλεπα. Ένιωθα, μα δεν θυμόμουν. Αυτή τη στιγμή, μια ομίχλη απλώνεται στο νου μου, αλλά ραγίζει από το φεγγαρόφωτο που έφερες μαζί σου.
Εθίρ...
Δεν αρκεί το φεγγαρόφωτο. Ιερή Φλόγα. Φέρ' την, ιέρεια, φέρ' την σε μας, κι εμείς θα καίμε μέχρι να μην μείνει τίποτα όρθιο, μέχρι ο Ήλιος να βγει να μας χαιρετήσει χωρίς να φοβάται πια.
Κουράγιο, Εθίρ. Οι Υψηλοί θα θυμηθούν ξανά και τίποτα δεν θα είναι το ίδιο. Εμπιστεύσου με.
Σε εμπιστεύομαι... Ραβάννα. Μα τον άνεμο, δεν έχω επιλογή.
---
«Εθίρ...», ψιθύρισε αργά η Ραβάννα, ξυπνώντας από αυτό το τρομερό όνειρο. «Δεν θα σας εγκαταλείψω σ' αυτή την άπονη μοίρα, Εθίρ. Σου δίνω το λόγο μου... δεν θα σας εγκαταλείψω», συνέχισε σαν να παραληρούσε από τον πυρετό και προσπάθησε να σηκωθεί.
---
"Μα επιτέλους, δεν βγάζει κανένα νόημα! Ελευθερία δεν θέλαμε;", φώναξε η Μπελέρια αγανακτισμένη που δεν μπορούσε να μεταπείσει την πεισματάρα Ιέρεια. Τα μάγουλά της κόντευαν να πάρουν το χρώμα των κατσαρών της μαλλιών και οι παλάμες της είχαν σφιχτεί σε γροθιές στα πλευρά της. Η ελευθερία ήταν τόσο μα τόσο κοντά, κι αυτή ήθελε να πάνε...πίσω; Ποτέ μην περιμένεις λύση πρακτικής φύσεως από μια Ιέρεια!
"Θεωρητικά, το σκεπτικό της Ραβάννας, αν και όχι αλάνθαστo, θα μπορούσε να περιλαμβάνει σημαντική δόση λογικής", παρατήρησε ήρεμα ο καθηγητής Καρπάθιλ, κάνοντας αέρα στον εαυτό του με το μπλοκάκι του. Η Ανιχνεύτρια γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος του αργά και του έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα.
"Μα δεν την βλέπεις πως το έχει... χάσει;", του σφύριξε σιγανά, γνέφοντας προσεκτικά προς τη Ραβάννα. Εκείνος στραβοκατάπιε και κοίταξε αλλού, μην μπορώντας να απαντήσει στην κατηγορία της. Εν τω μεταξύ, η πρώην Αρχιέρεια δεν βοηθούσε και πολύ να εξαφανιστούν οι υποψίες της νεότερης Νεράιδας, αφού στεκόταν ακίνητη στην κορυφή ενός βράχου ατενίζοντας προσηλωμένα τον κοκκινωπό ορίζοντα, τα κουτσουρεμένα κυπαρισσί της μαλλιά να αδυνατούν να κρύψουν τη βαθιά πληγή στο πρόσωπό της. Φαινόταν να ψάχνει κάτι στα απέναντι βουνά και ψέλλιζε ασυναρτησίες στον εαυτό της.
Ξαφνικά, ο Έντελ δεν μπορούσε να μείνει άλλο με το στόμα του κλειστό. «Τέλος», είπε σιγανά, αλλά αρκετά δυνατά για να τον ακούσουν όλοι, είτε Νεράιδες είτε Καλικάντζαροι. Μπορεί να μην ήταν, αλλά σίγουρα φαινόταν ο μεγαλύτερος εκεί πέρα κι όπως και να είχε, η δική του εγγονή βρισκόταν σε θανάσιμο κίνδυνο την ώρα που κάθονταν και μάλωναν. Ο Καρπάθιλ και η Μπελέρια γύρισαν κατευθείαν το κεφάλι στον επιτακτικό του τόνο. «Πρώτον, σταματήστε να μιλάτε στη γλώσσα σας. Δεν το βρίσκω και ιδιαίτερα ευγενικό», συνέχισε με μια νότα σαρκασμού, στην οποία ο Σάντριγκορ ρουθούνισε επιδοκιμαστικά, «Και δεύτερον, επικεντρωθείτε στον σκοπό μας. Η Ραβάννα πρότεινε κάτι. Πείτε μια άποψη, μην κάθεστε να τρώγεστε», ολοκλήρωσε σχεδόν θυμωμένα. Εκείνος συμφωνούσε με τη σκέψη της Ραβαννας να πορευτούν νοτιοανατολικά, καθώς από τα ομιχλώδη βουνά στον ορίζοντα ένιωθε και εκείνος πως θα παίρναν την απάντησή τους. Η Μπελέρια όμως διαφωνούσε κάθετα με το να 'εμπιστευτούν το ένστικτο αντί της πραγματικότητας' και φαινόταν πως ο καθηγητής ασπαζόταν περισσότερο την δική της άποψη. «Δεν μπορώ να σας κατηγορήσω», έκανε ο γέρος ξαφνικά, «Δραπετεύσαμε μαζί, έχουμε κάποια κοινά πιστεύω, αλλά δεν είστε αναγκασμένοι να μας ακολουθήσετε. Δεν είναι δικός σας αγώνας».
«Ω, καλέ μου κύριε, είναι», απάντησε ο Καρπάθιλ με την ελαφρώς βαριά προφορά του της Κοινής Γλώσσας που τον έκανε να φαίνεται ακόμα πιο αμήχανος, «Γιατί δεν θα έχουμε ποτέ δραπετεύσει αληθινά αν δεν ελευθερωθεί ο κόσμος μας από το ζυγό του Σάιτρους. Αυτό που με προβληματίζει είναι κατά πόσο η Αρχιέρειά μας έχει διαλέξει τη σωστή διαδρομή».
"Πάλι να τα μπαλώσεις πας!", του πέταξε η Μπελέρια στα Νεραϊδίσια. «Στην πρώτη πύλη που θα βρούμε, θα την κάνω για άλλο Τόπο», συνέχισε στην Κοινή και κάθισε κάτω στα χαλίκια τσατισμένη. Εκείνη τη στιγμή η Ραβάννα ξύπνησε από τον λήθαργό της και πλησίασε τους συντρόφους της.
«Η πολιτεία των Δράκων είναι κατά 'κει. Μου το έδειξε η Θεά... δεν θα με εμπιστευτείτε;», είπε με αποφασιστικότητα στη φωνή της. Η κοκκινωπή της ουλή φαινόταν πως την πονούσε ακόμα όταν μιλούσε και στα πράσινά της μάτια έκαιγε ξανά μια παράξενη φλόγα.
«Ααααφού το νιώθει και ο γερο-Έντελ και η Ραβάννα, εγώ έχω κάνει την επιλογή μου παλικάρια... και τσούπρες», αναφώνησε ο Σάντριγκορ με ένα απλό τίναγμα των ώμων του. «Δεν είναι πως από 'δώ που 'μαστε ξέρουμε και πού αλλού να πάμε. Έχουμε χάσει τον μπούσουλα, που λέμε και στο χωριό μου».
Η Ραβάννα επέτρεψε στον εαυτό της ένα μικρό χαμόγελο με τον τρόπο του φίλου της κι αμέσως συσπάστηκε από πόνο. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα από την ειρωνεία.
Όσο περνάει ο καιρός... σε νιώθω περισσότερο, Εθίρ...
---
Οι σκάλες που οδηγούσαν από τους πάνω ορόφους του αστυνομικού τμήματος στο υπόγειο που όλοι αποκαλούσαν χαϊδευτικά 'το Λαγούμι' ήταν ατελείωτες, ενώ σε αντίθεση το φως λιγόστευε όλο και περισσότερο. Η Φλώρα ανατρίχιασε, μα υπενθύμισε στον εαυτό της τη σοβαρότητα της κατάστασης και δεν του επέτρεψε να δειλιάσει τώρα. Μια γυναίκα περασμένων πενήντα-πέντε, με δύο παιδιά που αγνοούνται δεν φοβάται το σκοτάδι, σκέφτηκε, ιδιαίτερα όταν δεν μοιάζει καθόλου με την αλαφροΐσκιωτη τη μάνα της. Παρ' όλα αυτά, ο συνδυασμός της σκέψης της συγχωρεμένης της μητέρας της με την εξαφάνιση των παιδιών έκαναν την καρδιά της να σφιχτεί τόσο από στεναχώρια, που σταμάτησε την κάθοδο για μια στιγμή, φέρνοντας τις τρεμάμενες παλάμες της στους κροτάφους της. Είχε υποσχεθεί στον Έντι πως, αν η Λόλι δεν επέστρεφε, θα πήγαινε στην αστυνομία. Πού να φανταζόταν ότι τώρα θα πήγαινε και για εκείνη και για εκείνον; Μα πώς θα τα κατάφερνε; Ήταν κάτι παραπάνω από σίγουρη πως η εξαφάνιση είχε να κάνει με κάτι το υπερφυσικό, όπως ήταν κάτι παραπάνω από σίγουρη ότι ένα μάτσο Άνθρωποι της αστυνομίας δεν θα μπορούσαν να κάνουν και πολλά ενάντια σε κάτι τέτοιο. «Κι αν είναι μάταιο;», αναρωτήθηκε, δίχως ν' αποζητά καμία απάντηση στη φράση που ξεστόμισε.
«Μάταιο δεν είναι, γιατί πάντοτε υπάρχει αιτία», ακούστηκε μια σιγανή φωνή που αντιλάλησε στη σιωπή του διαδρόμου.
Η Φλώρα τινάχτηκε και κοίταξε ολόγυρά της σαν να την είχε τσιμπήσει κουνούπι· «Π-Ποιος είναι εκεί;» τραύλισε.
«Ας μην το κάνουμε και τόσο δραματικό. Εξάλλου, βρισκόμαστε σε αστυνομικό τμήμα, όχι σε αστυνομικό μυθιστόρημα», ήρθε η απάντηση από ευθεία και αριστερά της, όπου το κεφάλι ενός αρκετά κοντού άντρα με κρεμαστό μαύρο μουστάκι που σχεδόν κάλυπτε τα χείλη του ξεπρόβαλε από μια προηγουμένως απαρατήρητη γκρι πόρτα. Στη σιωπή που ακολούθησε τη δήλωσή του, έγνεψε ενθαρρυντικά στην αποσβολωμένη γυναίκα να τον ακολουθήσει στο δωμάτιο, λέγοντας κάπως αμήχανα «Μη φοβάσαι- εεε... φοβάστε, κυρία μου. Τις Υποθέσεις 'Κουκουβάγια' δεν ψάχνατε;»
Η γυναίκα κατάπιε και πήρε μια βαθιά αναπνοή, ισιώνοντας την πλάτη της και δημιουργώντας πάλι την εικόνα της πετυχημένης αρχιτέκτονος. Γρήγορα ανακάλεσε στη μνήμη της τις πληροφορίες που της είχαν πετάξει τα όργανα από τον πάνω όροφο, μαζί με τις δικαιολογίες πως δεν έχουν χρόνο και πως οι υποθέσεις σαν κι αυτές δεν αποτελούν αρμοδιότητά τους. «Μάλιστα, εσάς έψαχνα. Να περάσω;»
Ο μελαμψός αστυνόμος χαμογέλασε αχνά, περισσότερο στον εαυτό του παρά σε εκείνη: «Ναι, ναι, βέβαια. Δεν κατεβαίνει κανένας εδώ, στο Λαγούμι, αν δεν έχει κάποια σοβαρή υπόθεση», είπε και της έκανε χώρο να περάσει, κλείνοντας και κλειδώνοντας την πόρτα πίσω τους αμέσως μετά.
Ο χώρος ήταν τρομερά ασυμμάζευτος, αλλά συμπαθητικός, όπως κατέληξε η Φλώρα μασώντας με άνεση το κουλουράκι που της είχε προσφερθεί. Κανέλας... και σπιτικό, σκέφτηκε. Η εκτίμησή της για τον αστυνόμο Τζέισον είχε μόλις ανέβει κατά πέντε σκαλοπάτια.
«Εξαφάνιση... από... τα 'Εκτός'...», μονολογούσε εκείνος καθώς ψαχούλευε ανάμεσα σε κάτι τεράστιες στοίβες από σημειώσεις, κατακόμβες από φακέλους, παράξενες ηλεκτρονικές μικροσυσκευές και παρατημένα κουτάκια πίτσας. 'Κομμένο!', ήταν γραμμένο με σβηστικό πάνω στο ένα και η Φλώρα δεν μπόρεσε να μην χαμογελάσει από συμπάθεια. Πλέον δεν πρόσεχε τη διατροφή της όσο προτού φύγει ο άντρας της, αλλά και πάλι κρατούσε ένα μέτρο για χάρη των παιδιών· αν κι αδύνατη, εύκολα μπορούσε να ενδώσει σε τέτοιους πειρασμούς. Φυσικά, όχι τόσο εύκολα όσο ενέδιδε στο αλκοόλ, πράγμα που προφανώς ήταν πολύ χειρότερο για τα παιδιά της, από το να τη βλέπουν με ένα-δυο κιλά παραπάνω, όπως συμπέρανε στο τέλος. Ξαφνικά, ο Τζέισον γύρισε προς το μέρος της, με ένα ένοχο ύφος να φτάνει από τα μάτια μέχρι τις άκρες του μουστακιού του. «Να... καλέσω λιγάκι τους συναδέλφους μου από την Κουκουβάγια; Χρειάζεται να τους συμβουλευτώ. Απλά να... μείνετε ήρεμη», είπε με μια αναπνοή και η Φλώρα βρήκε τον εαυτό της απλά να γνέφει καταφατικά και να τελειώνει το κουλουράκι της. Ποιος ο λόγος για άγχος, τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να γίνουν χειρότερα. Σωστά;
Λάθος. Το πολύ δέκα λεπτά από τότε που ο Τζέισον είχε εξαφανιστεί μέσα σε μια δεύτερη πόρτα στα αριστερά του γραφείου, επανήλθε συνοδευόμενος από ένα ψηλό και άχαρο πλάσμα, με πλατιά μύτη, χαυλιόδοντες, ουρά λιονταριού και μια απαίσια καρό γραβάτα κάτω από το ατίθασο κοκκινοτρίχικο γένι του. Το δεξί μάτι της γυναίκας σχεδόν πετάχτηκε και η γνώριμη, μα σχεδόν ξεχασμένη λέξη σχηματίστηκε στα χείλη της: «Τζέργκα». Το πλάσμα ξαφνιάστηκε ακούγοντας την ονομασία της φυλής του και έμεινε ακίνητο να την κοιτάζει, φρακάροντας την είσοδο και κάνοντας έναν άντρα με το μισό του μέγεθος να στουκάρει στην πλάτη του.
«Έι, Γκρέγκε, κουνήσου!», φώναξε νευριασμένα γύρω από το τσιγάρο του και προσπέρασε το φυσικό εμπόδιο περνώντας κάτω από τη μασχάλη του Τζέργκα. Αυτός εδώ ήταν Άνθρωπος, αν και ιδιαίτερα διαφορετικός από τον Τζέισον. Εκεί που ο δεύτερος ήταν σκουρόχρωμος και κοντός, αυτός ήταν σκούρος ξανθός κι αρκετά ψηλός και εκεί που ο μαυρομάλλης αστυνομικός φαινόταν αμήχανος, αλλά ευγενικός, αυτός εδώ φερόταν σαν το μικρό δωμάτιο να του ανήκε. Ρε με δουλεύετε;, σκέφτηκε αδύναμα η Φλώρα, καθώς κοιτούσε αποσβολωμένη την παράξενη παρέα μπροστά της. Που υποτίθεται θα την βοηθούσε να βρει τα παιδιά της.
«Κατάλαβα. Φεύγω», ξεστόμισε προτού προλάβει να σταματήσει τη σκέψη της από το να κατέβει στο στόμα της και σηκώθηκε γοργά από την πολυθρόνα.
Ο Τζέισον έκανε μια ακαταλαβίστικη, πιθανόν κατευναστική χειρονομία με τα χέρια του, κουνώντας τα μπροστά στα μούτρα της: «Απλά... μείνετε ήρεμη. Σας το είπα και πριν, έτσι δεν είναι; Το θυμάμαι. Καθίστε παρακαλώ, κυρία... ε...»
«Φλώρα. Ας μην περιπλέκουμε τα πράγματα», απάντησε εκείνη με μισή καρδιά. Πότε θα αποπεριπλακούν να δούμε.
«Κυρία Φλώρα. Παρακαλώ», έκανε αυτός λιγάκι πιο ήρεμα κι έδειξε προς τη φθαρμένη, κίτρινη πολυθρονίτσα απέναντι από το γραφείο. Η Φλώρα υπάκουσε με μια αίσθηση παραίτησης και η υπόλοιπη κομπανία τοποθετήθηκε στο χώρο με ιδιαίτερη ευκολία, σαν να είχαν επαναλάβει αυτή τη διαδικασία αρκετές φορές. Ο ξανθός με το τσιγάρο άραξε σε ένα σκαμνί αριστερά του γραφείου με τα πόδια πάνω σε αυτό, ο Τζέργκα έγειρε λιγάκι στον τοίχο, εκεί που βρισκόταν κι ο Τζέισον επανέκτησε τη θέση του μπροστά από το ακατάστατο γραφείο. «Τώρα...», είπε ξεφυσώντας, «...η κυρία έχασε τα παιδιά της, ηλικιών 23 και 17, με αυτή τη σειρά. Πιθανότατα από τα 'Εκτός-»
«Σίγουρα από τα 'Εκτός'. Αν με αυτό εννοείτε τους κατοίκους των άλλων Τόπων», τον διέκοψε η Φλώρα, αποδεικνύοντας την γνώση και πίστη της σε πράγματα που αποκαλούσε παραμύθια όλο και περισσότερο κάθε μέρα της ενήλικης ζωής της που περνούσε. Τα μέλη των Υποθέσεων 'Κουκουβάγια' έστρεψαν τα έκπληκτα μάτια τους πάνω της.
«Πώς γνωρίζεις;», γρύλισε σχεδόν απειλητικά ο νεαρός, που δεν θα μπορούσε να ήταν πάνω από 25· η στάση του από χαλαρή είχε γίνει αμυντική μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Η Φλώρα του έριξε ένα αυστηρό βλέμμα και ένιωσε σαν να μάλωνε τη Λόλι ή τον Έντι.
«Έχω τους λόγους μου. Μπορείτε να με βοηθήσετε, ή να φύγω; Ωραία τα κουλουράκια, αλλά φτιάχνω και στην κουζίνα μου», απάντησε ταραγμένη από την ίδια της την αγένεια. Τα παιδιά της ίσως να βρίσκονταν κάπου μαγεμένα, ή νεκρά, ή και τα δύο κι αυτοί εδώ της έκαναν ανάκριση;
Τα μάγουλα του Τζέισον σκούρυναν περισσότερο κι αντάλλαξε μια κλεφτή ματιά με τον ήρεμο, μα εξίσου έκπληκτο Γκρέγκε. Ο ξανθός έσβησε το τσιγάρο του στο χαλί νευριασμένα.
«Κυρία Φλώρα... νομίζουμε πως ήρθατε στο σωστό μέρος», έκανε ο Τζέργκα έχοντας, ειρωνικά, την πιο ανθρώπινη συμπεριφορά εκεί μέσα.
---
Η Λόλι παραδέχτηκε στον εαυτό της πως ένιωθε αρκετά γελοία προσπαθώντας να 'διαβάσει τον αέρα', όπως το ονόμασε· να καταλάβει δηλαδή πού στο καλό θα έπρεπε να πάνε τώρα. Ο Ντάζεϊλτον περπατούσε δίπλα της σκυθρωπός, προσπαθώντας όμως να βρει κι αυτός το σωστό μονοπάτι. Η κοπέλα είχε προσέξει την αλλαγή στη διάθεσή του και κάτι της έλεγε πως δεν έφταιγε μονάχα το κοκκινωπό, άνυδρο τοπίο, ούτε και το άσκοπο περπάτημα τόσες ώρες. Κάτι άλλο σαν να είχε παγιδεύσει την καρδιά του φίλου της και δεν γνώριζε τι· ίσως η απελπισία να τον είχε επιτέλους κερδίσει. Η Λόλι έπνιξε τη σκέψη βαθιά μέσα της, γιατί ήταν το μοναδικό πράγμα που θα έφερνε στην επιφάνεια και τη δική της απελπισία. Αποφάσισε να μη ρωτήσει το τι τρέχει, αφήνοντας λίγο χώρο στον Νεράιδο να το δουλέψει μόνος του. Είχε αρχίσει να βραδιάζει, τα πόδια τους είχαν κουραστεί και τα στομάχια τους παραπονιόνταν από την έλλειψη φαγητού.
«Ας κάνουμε μια στάση», έκανε σιγανά ο Ντάζεϊλτον, η φωνή του κάτι παραπάνω από ψίθυρος. Με το δάχτυλό του έδειξε κάτι βραχάκια στη μέση του πουθενά, που φαινόταν να κόβουν το δυνατό άνεμο που φυσούσε κάθε τρεις και λίγο. Η Λόλι έγνεψε και κατευθύνθηκαν προς το αβέβαιο καταφύγιό τους.
«Νιώθω σαν ψάρι που κάνει κύκλους γύρω από τον εαυτό του, ενώ καρχαρίες παρακολουθούν κρυμμένοι», είπε ο Ντάζεϊλτον μετά από λίγο.
«Μάλλον φταίει η επιρροή των Γοργόνων», απάντησε η Λόλι σε μια αδύναμη προσπάθεια για χιούμορ. Σημείωσε τη φράση στο μυαλό της, όμως· ίσως να έβρισκε το δρόμο της σε κάποια ιστορία της, κάποτε· αν έγραφε ποτέ ξανά, πετάχτηκε μια προδοτική φωνούλα μέσα της. Η μισή δεύτερη μέρα έπειτα από την μεταφυσική συνάντησή της με τη γιαγιά της είχε περάσει και δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά ούτε για μια στιγμή. Θα προτιμούσε να βρίσκεται στο δωμάτιό της, γράφοντας καθισμένη στο γραφείο της, δίπλα στο αγαπημένο της πορτατίφ, με το δάκρυ κορόμηλο. Θα προτιμούσε να μην είχε δει ποτέ της τη Χώρα των Δράκων, για την οποία είχε ακούσει τόσα πολλά, κατεστραμμένη από τους Τζέργκα, που μισούσε όλο και περισσότερο, όσο περνούσε ο καιρός. Θα προτιμούσε να τρώει τη ζεστή κοτόσουπα της μαμάς της, ακόμα κι αν συνοδευόταν από τη γκρίνια της. Η κοπέλα σκοτείνιασε ακόμη περισσότερο και το γουργούρισμα του στομαχιού της ακούστηκε πιο δυνατά.
Και συνοδεύτηκε από έναν άλλον ήχο, που σίγουρα δεν ήταν ο άνεμος. Η Άνθρωπος κι ο Νεράιδος κοίταξαν προς τα πάνω την ίδια στιγμή και ίσα που πρόλαβαν να δουν ένα πελώριο φτερό να περνάει από πάνω τους προτού ξαναεμφανιστεί ακριβώς μπροστά τους, συνοδευόμενο από το πλάσμα στο οποίο ανήκε και μια ντουζίνα άλλα περίεργα όντα να το περιτριγυρίζουν σαν τα μυρμήγκια.
«Α. Δράκος», ψέλλισε ανόητα η Λόλι ενώ ο Ντάζεϊλτον είχε μείνει να κοιτάζει το μεγάλο ερπετό με μαγεμένα μάτια. Προτού προλάβουν να συνέλθουν από την ξαφνική εμφάνιση ενός πραγματικού Δράκου σε απόσταση αναπνοής από αυτούς, εκείνος ορθώθηκε, ξεδίπλωσε το αστραφτερό βαθυγάλαζο του σώμα και ορθάνοιξε τα πλατιά του σαγόνια, εκτοξεύοντας μια δέσμη κίτρινου, ηλεκτροφόρου φωτός καταπάνω τους. Τα πλάσματα τριγύρω του έσκουζαν ακαταλαβίστικα κουνώντας τα όπλα τους στον αέρα.
Εκείνη τη στιγμή, κάτι έσπασε μέσα στο νου της Λόλι, κυριεύοντάς την ολόκληρη, σε σημείο που δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τι ήταν δική της σκέψη και τι ήταν κρύσταλλος· στην επίθεση του Δράκου αντέδρασαν μαζί, δημιουργώντας μια ασπίδα γαλάζιας φωτεινής ενέργειας γύρω από την ίδια. Η πραγματικότητα δεν φαινόταν να την επηρεάζει πλέον και δεν γνώριζε καν γιατί βρισκόταν σε εκείνο τον τόπο τη δεδομένη στιγμή, ούτε ποιοι ήταν αυτοί που την περιτριγύριζαν. Ίσως φίλοι, ίσως εχθροί. Ο δικός της κόσμος, η δικιά της φούσκα, βρισκόταν πάνω από αυτούς, πάνω από την πραγματικότητα και μέσα σε αυτήν είχε τη δύναμη να δημιουργήσει ό,τι ήθελε εκείνη, να νιώσει όπως ήθελε εκείνη, να πλάσει με τη φαντασία της μια νέα αλήθεια. Κάτι έλλειπε, βέβαια· σαν να το άκουγε να φωνάζει κάπου από πολύ μακριά, από άλλο Τόπο ίσως. Να προσπαθεί να της αγγίξει την καρδιά αλλά αυτή να την κρατά ασάλευτη μέσα στον ηλεκτρισμένο της κλοιό. Γιατί να νοιαστεί για κάποιον άλλο, όταν ήταν βασίλισσα του δικού της κόσμου; Άστρα και πέλαγα ατέλειωτα χόρευαν μπροστά της κι αυτή έκλεισε τα μάτια να απολαύσει το τραγούδι.
---
Δεν γίνεται. Τίποτα από αυτά δεν φαίνεται αληθινό.
«Κι όμως. Εσύ θα έπρεπε να ξέρεις καλύτερα, Πρίγκιπα Ντάζεϊλτον».
Πατέρα;
Πατέρα;
Το σκοτάδι τον διεκδίκησε για ακόμη μια φορά και βρέθηκε να περπατά μόνος τα θολωμένα μονοπάτια ενός ατέλειωτου Ονείρου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top