Κεφάλαιο 29

Κεφάλαιο 29

Ο χωροχρόνος μεταλλασσόταν γύρω τους, τραβώντας τους όλο και πιο μακριά. Ή μήπως όλο και πιο κοντά; Αδύνατο να το φιλοσοφήσουν με τις καρδιές τους μαγκωμένες και κάθε τους ανάσα βαθιά και δειλή, σαν να ήταν η τελευταία. Το μόνο που τους κρατούσε κοντά τον έναν στον άλλο ήταν τα ενωμένα χέρια τους και το μόνο που τους περιέκλειε ήταν ουρανός: δεξιά κι αριστερά, μπρος και πίσω, πάνω και κάτω ουρανός και μόνο ουρανός. Για τρίτη φορά, το ταξίδι σ' αυτό το χαώδες άπειρο τής φαινόταν ατέλειωτο, το αίσθημα της αιώρησης κι ο φόβος της πτώσης ανακάτευαν το ήδη σφιγμένο στομάχι της κι αν το ελαφρύ φύσημα του αέρα δε σφύριζε στα αυτιά της, θα πίστευε πως ήταν κολλημένη για πάντα στο ίδιο ακριβώς σημείο. Σταδιακά, η κοραλλένια ατμόσφαιρα μεταβλήθηκε σε ένα έντονο κόκκινο που έκανε τα μάτια τους να πονέσουν, επιβεβαιώνοντας ότι όντως κινούνταν προς κάποια κατεύθυνση. Ύστερα από ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, η ομαλή τους πτήση μετατράπηκε σε καθοδική πορεία, καθώς η μαγική αύρα της Πύλης αντικαταστάθηκε και πάλι από τη βαρύτητα. Ο άνεμος δυνάμωσε και την εικόνα του πλέον μαύρου ουρανού ήρθαν να συμπληρώσουν κοφτερά βράχια και κοκκινωπό χώμα.

Μαθημένος σε τέτοιου είδους ταξίδια, ο Ντάζεϊλτον προσγειώθηκε με χάρη. Πίσω του, ακολούθησε η Λόλι, η οποία ήταν ευγνώμων που πατούσε και πάλι γη. Αλλά το πρώτο της βήμα εξελίχθηκε σ' ένα άκομψο σκουντούφλημα, καθώς ένιωσε το κορμί της βαρύ κι ασήκωτο, από 'κεί που ήταν ελαφρύ σαν φτερό στον άνεμο. Βλέποντας την έτοιμη να πέσει με φόρα. ο Ντάζεϊλτον έκανε να τη συγκρατήσει, μα τελικά κατέληξε ξαπλωμένος κατάχαμα με την κοπέλα πεσμένη επάνω του. Για ώρα πολλή, η Λόλι δεν μετακινήθηκε καθόλου κι έδειχνε να μην έχει καμιά συναίσθηση του τι γινόταν. Ο Νεράιδος ξαφνιάστηκε, μα στη συνέχεια δεν μπορούσε παρά να χαζεύει τα μελαγχολικά της μάτια. Ήταν τόσο κοντά, μα τόσο κοντά στα δικά του, που δε μπορούσε να κάνει αλλιώς. Εκ πρώτης όψεως, το χρώμα τους δεν ήταν ιδιαίτερο· το συνηθισμένο καστανό που είχαν οι περισσότεροι Άνθρωποι. Άλλο ένα δείγμα της απλοϊκής τους φύσης, σε σχέση με το είδος του, όπως έλεγαν. Μα τότε, γιατί αυτό το καστανό του φαινόταν τόσο μαγευτικό; Γιατί εκείνα τα μάτια, που τώρα τον κοιτούσαν σαν χαμένα, του φαίνονταν τα ομορφότερα στον κόσμο; Γιατί ήθελε την αίσθηση της ακόμα πιο κοντινή; Γιατί η πνοή της είχε γίνει ξαφνικά τόσο απαραίτητη κι ευάλωτη, που επιθυμούσε να την κάνει ένα με τη δική του, όπως έκανε κι εκείνη πίσω στον βυθό; Δεν ήξερε τι να απαντήσει, μόνο έμεινε εκεί, σαν υπνωτισμένος με την καρδιά του να χτυπά όλο και πιο γρήγορα.

Ωστόσο, η Λόλι δεν άργησε να συνέλθει από αυτό το 'μαγικό τζετ-λαγκ' και να αντιληφθεί την άβολη κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Τραβήχτηκε στο πλάι όσο πιο γρήγορα μπορούσε, αφήνοντας τον φίλο της να σταθεί και πάλι όρθιος, κάτι που αυτός έκανε με λίγη χρονική καθυστέρηση. Η κοπέλα δεν κατάλαβε τι έγινε μέσα σε αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα, μα το σφίξιμο που δεν έλεγε να αφήσει ήσυχο το στομάχι της, τής υποδείκνυε ότι έπρεπε να αισθάνεται άσχημα. «Σ-Συγγνώμη... Σκόνταψα...», μουρμούρισε με μάγουλα ροδαλά, κοιτάζοντας αλλού.

«Δεν πειράζει...», έκανε ο Ντάζεϊλτον, καθώς ξεσκόνιζε τα φτερά του.

Την αμήχανη απάντηση του ακολούθησε μια ακόμα πιο αμήχανη σιωπή, στην οποία κανείς δεν τολμούσε να αντικρίσει κατάματα τον άλλο. Αυτό έδωσε στη Λόλι την ευκαιρία να περιεργαστεί το τοπίο ολόγυρά της. Ακόμα και η παρατήρηση της καταραμένης αυτής γης ήταν προτιμότερη από την περαιτέρω ανάλυση της προηγούμενης φάσης. «Μοιάζει με κόλαση...», είπε φοβισμένη, ατενίζοντας το άφωτο κενό ψηλά, τους βράχους που έμοιαζαν αιματοβαμμένοι και τέλος τους καπνούς και τις φωτιές, που διακρίνονταν στα πέρατα της Χώρας των Δράκων.

«Αυτό ακριβώς είναι», είπε ο Ντάζεϊλτον, αγναντεύοντας κι αυτός την καφετιά και κόκκινη και μαύρη παλέτα που συνέθετε τη μακάβρια εικόνα μπροστά του, πιο βλοσυρός από ποτέ.

---

0-«Κάτω η Τιτάνια!»

«ΚΑΤΩ

«Κάτω η αδικία!»

«ΚΑΤΩ

Μπορεί η ολονύχτια πορεία να έφτανε στο τέλος της, μα οι διαδηλωτές εξακολουθούσαν να φωνάζουν με τον ίδιο αγωνιστικό παλμό. Το να πούμε ότι όλη αυτή η αναστάτωση δυσαρεστούσε τη Ζάιλα, θα ήταν πολύ λίγο για να περιγράψουμε τα συναισθήματά της. Πώς οι φιλήσυχες και πνευματικά ανώτερες Νεράιδες του Νοβέλιαν, είχαν μετουσιωθεί σε αγροίκους επαναστάτες μέσα σε μόλις δυο μέρες; Η νεαρή Συνοδός παρακολουθούσε διακριτικά το πλήθος, μέχρι που ένας από τους εμψυχωτές της λαοθάλασσας ανέβηκε σ' ένα ύψωμα κι άρχισε να μιλά με φωνή έτοιμη να κλείσει από τα συνθήματα.

«Να που η Βασίλισσα δείχνει για άλλη μια φορά το τυραννικό της πρόσωπο! Η καθαίρεση της Αρχιέρειας, όχι μόνο υποβιβάζει τη θέληση του λαού, αλλά προσβάλει και την ίδια τη Σελντίνια! Θα το ανεχτούμε!;»

«ΟΧΙ, αλάλαξε το πλήθος με μια φωνή και η Ζάιλα αισθάνθηκε την ανάγκη να ανέβει στο ύψωμα και να χαστουκίσει όσο πιο δυνατά μπορούσε αυτή την προδοτική ακρίδα. Ωστόσο, οι συζητήσεις στις πίσω σειρές των διαδηλωτών την έκαναν να παγώσει.

«Μα τι σκεφτόταν η αλλοπαρμένη; Έχει λαλήσει για τα καλά;»

«Πάντα λαλημένη ήταν! Δε θυμάσαι πώς αντέδρασε τότε που ο Βασιλιάς Όμπερον έλεγε να συμμαχήσουμε με τους Τζέργκα εναντίον των Μεταγενέστερων Φυλών; Κάτι ήξερε τελικά αυτός που μάζεψε όσους μπορούσε κι έφυγε».

«Πες το ψέματα. Άλλωστε ήταν φανερό απ' την αρχή πως η Τιτάνια δε θα τα κατάφερνε μονάχη της»

---

«Μεγαλειοτάτη, άσχημα τα νέα», ανακοίνωσε η Ζάιλα, μπαίνοντας λαχανιασμένη στα διαμερίσματα της Τιτάνιας. Η Βασίλισσα καθόταν σαν άγαλμα στον περίτεχνο ασημένιο θρόνο της. Το κεφάλι της ήταν χαμηλωμένο και οι γαλάζιες της αφέλειες έπεφταν στα μάτια της, προσδίδοντας της μια αίσθηση περισυλλογής, ή για πιο υποψιασμένα βλέμματα, αδυναμίας. Στη δραματική εισαγωγή της πιστής της υπηρέτριας, απάντησε μόνο μ' ένα ελαφρύ νόημα, για να συνεχίσει «Όλοι οι περιθωριακοί είναι συγκεντρωμένοι εκεί έξω! Μιλούν για εσάς με κουβέντες απρεπείς κι αναίσχυντες! Ξεσηκώνουν τους υπηκόους σας και υποκινούν επανάσταση εναντίον σας. Φωνάζουν συνεχώς! Τι θα κάνουμε;»

Ήταν ολοφάνερο πως η Ζάιλα φοβόταν πολύ κι αδυνατούσε να διαχειριστεί την εναντίωση των Νεράιδων στη Βασίλισσά τους. Η ίδια η Βασίλισσα όμως δεν άλλαξε καθόλου την αγαλματώδη πόζα της. Έμεινε ακίνητη για κάμποσα δευτερόλεπτα, με υπόκρουση τα συνθήματα των διαδηλωτών, κάνοντας την κοπέλα μπροστά της να αγωνιά όλο και περισσότερο. «Άσ' τους να φωνάζουν», αποκρίθηκε τελικά, με μια ασυναίσθητη ψυχραιμία, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι της.

Η Ζάιλα της έριξε μια επίμονη ματιά. Σίγουρα αυτή δεν ήταν η απάντηση που περίμενε «Μα... μα πρόκειται για το λαό σας», είπε χαμηλόφωνα, ενώ προσπαθούσε μάταια να βρει τα μάτια της. «Δεν μπορείτε να μην κάνετε τίποτα. Δεν μπορείτε να τους αφήσετε να πιστεύουν αυτά τα απαίσια πράγματα για εσάς. Πρέπει να βγείτε να τους μιλήσετε η ίδια. Κάποιοι απ' αυτούς αρχίζουν να λένε πως ο σύζυγός σας είχε δίκιο. Θα τους εγκαταλείψετε σ' αυτή την πλάνη;»

Στην αναφορά του συζύγου της, η Νεραϊδοβασίλισσα ρίγησε, μα και πάλι δεν έχασε την παθητικότητά της «Δεν έχει σημασία, αγαπητή μου Ζάιλα», μουρμούρισε μηχανικά, με μια μείξη απελπισίας και παρανοϊκής σιγουριάς. «Τίποτα απ' όσα λένε δεν έχει σημασία. Μόλις πάρω στα χέρια μου τους κρυστάλλους, κανείς τους δεν θα τολμήσει να ξανασηκώσει κεφάλι».

«Μα, Μεγαλειοτάτη-»

«Μίλησα, Ζάιλα. Φύγε τώρα κι άσε με ήσυχη», πρόσταξε η Τιτάνια, σηκώνοντας επιτέλους το κεφάλι της και φανερώνοντας τα άδεια της μάτια. Η Συνοδός την κοίταξε πληγωμένη και συνάμα σοκαρισμένη απ' όσα άκουσε. Το να μείνουν άπραγες, αφήνοντας τις Νεράιδες να υιοθετήσουν τις ακραίες θέσεις του Βασιλιά Όμπερον, θα ήταν σκέτη αυτοκτονία! Καθώς απομακρυνόταν, αποφάσισε πως αρκετά είχε μείνει θεατής σε όλο αυτό το βρώμικο παιχνίδι που παιζόταν ανάμεσα στα δύο χωρισμένα βασίλεια. Ήταν πια καιρός να αναλάβει δράση!

---

Η υπομονή δεν ήταν ποτέ μία από τις χάρες του. Αντιθέτως, ο σκανταλιάρης ξωτικοτυπάς ήταν πασίγνωστος για την αδιακρισία του και τη μανία να χώνει τη μύτη του στις δουλειές των άλλων. Να τον αφήνουν στην απ' έξω ήταν το χειρότερό του. Πόσο μάλλον, όταν αυτή η 'απ' έξω' ήταν μια κρύα αίθουσα, σ' ένα κακόγουστο στρατόπεδο, γεμάτο άγριους Τζέργκα. Ο Πουκ έκανε ό,τι μπορούσε για να δείχνει κουλ και σίγουρος για τον εαυτό του, μα κάθε φορά που ένας απ' αυτούς τους νταγλαράδες στρεφόταν προς το μέρος του, τα δόντια του κροταλίζανε, λες και του είχαν ρίξει κατάρα. Βέβαια, το κάλυπτε με ένα ζωηρό γελάκι, όμως εξακολουθούσε να νιώθει άβολα, πράγμα πρωτοφανές για τα δικά του δεδομένα.

Συν πόσο κουλ να δείξει κανείς, μ' έναν Άνθρωπο να τρέμει σαν το φύλλο ακριβώς δίπλα του!; Ο Έντι δεν έκανε καμιά προσπάθεια να κρύψει την τρομάρα του. Πρώτη φορά έβλεπε Τζέργκα κι αν λάμβανε υπόψιν τι έλεγε η γιαγιά του, είχε κάθε λόγο να τρέμει. Υπό άλλες συνθήκες, ο Πουκ θα έβαζε τα δυνατά του για να τον τρομάξει ακόμα περισσότερο με ανατριχιαστικές ιστορίες, ή ανόητα στοιχήματα, για να γελάσει με το φόβο του. Μα αυτή τη φορά δεν μπόρεσε. Όσο περίμεναν τον Όμπερον, βρίσκονταν και οι δυο στην ίδια θέση. Καλό ήταν λοιπόν, να είναι αλληλέγγυοι.

Έτσι, το αερικό προσπάθησε να διασκεδάσει τον νεαρό με μερικά μαγικά τεχνάσματα. Μόλις είδε τις λάμψεις να σκορπίζονται από τα μακρουλά του δάχτυλα, ο Έντι πίστεψε πως θα καταντήσει πάλι με λαγουδίσια αυτιά, ή καμιά άλλη βλακεία του απαγωγέα του. Η έκπληξη του ήταν μεγάλη, όταν μπροστά του εμφανίστηκε μια χρυσή τράπουλα με περίεργα νεραϊδίσια σύμβολα.

---

«Σειρά σου», τον προέτρεψε χαχανίζοντας ο Πουκ έπειτα από λίγο, βέβαιος ότι το αγόρι δεν κατάλαβε ντιπ, άρα δεν διέφερε καθόλου από τα άλλα ζαβλακωμένα κοτοπουλάκια, που ζούσαν και ανέπνεαν μόνο και μόνο για να υπακούν τον Αφέντη του. Ωστόσο, ξαφνιάστηκε όταν είδε πως ο Έντι όχι μόνο κατάλαβε τις οδηγίες του, αλλά κατάφερε το ταχυδακτυλουργικό κόλπο που του έδειξε με την πρώτη απόπειρα. «Εύγε, εύγε! Πουλιά στον αέρα πιάνει το πουλάκι!», του φώναξε χτυπώντας παλαμάκια «Ο Πουκ δε σου το 'χε!»

«Δες κι αυτό», είπε με περισσότερο θάρρος ο Έντι, κρατώντας ένα μόνο χαρτί στις ανοιχτές παλάμες του. Ο Πουκ κοίταξε πονηρά καθώς το αγόρι έτριψε τα χέρια του κι όταν τα ξανάνοιξε, το χαρτί είχε εξαφανιστεί.

Το Ξωτικό σήκωσε και τα δυο του φρύδια άναυδο. «Μα... πού πήγε; Πού πήγε ντε!;», αναρωτήθηκε. Ο Έντι γέλασε και του αποκάλυψε το χαρτί, κρυμμένο στο δεξί του μανίκι. «Χμ... στοιχειώδες, αλλά πανέξυπνο», έκανε ο Πουκ, βλέποντας πρώτη φορά Άνθρωπο να κάνει κάτι τέτοιο.

«Απ' την τηλεόραση το 'μαθα», εξήγησε ο Έντι, ενθυμούμενος το κατακόκκινο από θυμό πρόσωπο της αδερφής του, όταν της έκρυβε με τον ίδιο τρόπο τα σκίτσα κι αργότερα το γάργαρο γέλιο της, όταν της έδειχνε πού τα είχε χωρέσει.

«Είσαι σαΐνι τελικά, Εντάκο!», σχολίασε γελώντας ο Πουκ κι ο Έντι δε μπορούσε, παρά να σκάσει κι αυτός στα γέλια με το αστείο υποκοριστικό. Για πρώτη φορά, μετά την απαγωγή του, ήταν εύθυμος κι ανέμελος. «Τηλεόραση, ε;», ρώτησε στη συνέχεια ο Πουκ, που δεν είχε ιδέα από ανθρώπινη τεχνολογία. «Τι είναι η τηλεόραση; Δεν την έχω ξανακούσει. Τι σόι ζεβζεκιά είναι τέλος πάντων αυτή η τηλεόραση;»

«Είναι κάτι σαν... μαγικό κουτί με εικόνες και ήχους».

«Μάλιστα, μάλιστα, μέχρι κι οι Άνθρωποι φτιάχνουν μαγικά κουτιά! Τι άλλο θ' ακούσουμε, βρε παιδιά!;» Το δυνατό γέλιο του Πουκ τράβηξε την προσοχή των Τζέργκα στη γωνία όπου ήταν μαζεμένοι οι δύο επισκέπτες. Μα ο Πουκ δεν έδωσε σημασία και στράφηκε ξανά στον Έντι. «Τώρα θα σου δείξω ένα που δεν το 'χεις ξαναδεί. Δε θα πιστεύεις στα μάτια σου, Εντάκο!», ανακοίνωσε μεγαλόπνοα κι ετοιμάστηκε να κάνει άλλο ένα μαγικό, όταν το δαχτυλίδι που φορούσε στον αριστερό του παράμεσο άρχισε να λάμπει. «Ω-ω!», αναφώνησε ταραγμένος. «Θα 'χει προβλήματα ο άμοιρος Πουκ. Τον ψάχνει...», στραβοκατάπιε πριν τελειώσει τη φράση του. «...τον ψάχνει το φλερτ του...»

«Μπα; Έχεις και φλερτ;»

«Έχω, που να μην είχα! Μια κατσίκα με φτερά!», απάντησε νευριασμένος κι έκανε να απομακρυνθεί, υποσχόμενος ότι 'θα την ξεφορτωθεί μάνι-μάνι'. Ο Έντι τον κοίταξε γεμάτος ανασφάλεια. Στ' αλήθεια θα τον άφηνε μόνο του; Ανάμεσα σε όλους αυτούς; Βλέποντας πόσο φοβισμένο ήταν το Ανθρωπάκι, ο Πουκ τον χτύπησε ελαφρά στο κεφάλι, ανακατώνοντας τα κοντά του μαλλιά. «Μη φοβάσαι, πουλάκι μου. Θα 'μαι πίσω μέχρι να πεις 'νεραϊδόσκονη'. Εξ' άλλου κι ο Αφέντης είναι εδώ κοντά. Αν χρειαστείς κάτι, απλώς τράβα να τον βρεις. Όσο για τους Τζέργκηδες, δε χρειάζεται να ανησυχείς. Δε δαγκώνουν... πολύ».

---

Αφήνοντας τον αδερφό της Κρυστέλ όχι και τόσο καθησυχασμένο, ο Πουκ τηλεμεταφέρθηκε σε ένα μικρό άδειο δωμάτιο κι άφησε το δαχτυλίδι του να πέσει στο πάτωμα. Στη στιγμή, μια κίτρινη λάμψη ξεπήδησε από το ρουμπίνι του, δημιουργώντας το ολόγραμμα μιας Νεράιδας με κίτρινο φουστάνι και τα μαύρα μαλλιά της στερεωμένα μ' ένα χρυσάνθεμο σε ένα κομψό σινιόν. Ο Πουκ της χάρισε το πλατύ του χαμόγελο, όμως η ωραία της όψη διαστρεβλώθηκε από τη δηλητηριώδη γαλάζια της ματιά. Και να 'τανε μόνο αυτό; Ο βραχύσωμος Νεράιδος τινάχτηκε πίσω και μετά δεξιά και μετά αριστερά, καθώς μια σειρά κίτρινων φώτων εκτοξεύτηκε ίσια πάνω του, συνοδευόμενη από βρισιές, τύπου: 'βρωμοτελώνιο!' 'ανεπρόκοπε!' 'ψεύτη!'.

«Μ-Μ-Μη φωνάζεις, μ-μ-μελισσούλα μου...», κατάφερε να πει, μισοκρυμμένος πίσω από μια πολυθρόνα «Ο Πουκ έχει ευαίσθητα αυτιά...»

«Σκοτίστηκα για τα αυτιά σου!», αντιγύρισε αυτή. «Προφανώς είναι το μόνο ευαίσθητο που έχεις! Βόδι! Ε βόδι!»

«Όχι και βόδι, πεταλουδίτσα μου, όχι και βόδι! Εγώ δεν είμαι ο... τζουτζούκος σου;»

«Να λείπει το βύσσινο, Πουκ!», φώναξε η Ζάιλα, απορώντας και η ίδια για τις προσβολές και τις καθόλου καθωσπρέπει εκφράσεις που ξεστόμιζε, αλλά πρόθυμη να συνεχίσει. «Γιατί δεν έλυσε ακόμα ο Άρχοντας Όμπερον τα μάγια που έκανε στην κυρά μου; Είπες, θα την άφηνε ήσυχη!»

«Ό-Ό-Ότι το 'πα, το 'πα, πασχαλίτσα μου», απάντησε αυτός, γελώντας νευρικά «Αν και... δ-δε θυμάμαι να διευκρίνισα το πότε ακριβώς, ε;»

Το πείραγμα του εξόργισε την Ζάιλα ακόμα περισσότερο και δε δίστασε να του το δείξει με άλλη μία ακτίνα που παραλίγο να το πετύχει αυτή τη φορά. «Άσε τις κουτοπονηριές και πες του να λύσει αμέσως τα μάγια! Κινδυνεύουμε, δεν το καταλαβαίνεις;»

«Το καταλαβαίνω, κατσαριδούλα μου- Ωχ!» Στη στιγμή, έκοψε τη φράση του, διαπιστώνοντας ότι είχε ξεμείνει από χαριτωμένα έντομα. «Το καταλαβαίνω, πώς δεν το καταλαβαίνω; Αλλά... οι κρύσταλλοι δεν έχουν βρεθεί ακόμα, θυμάσαι; Κάναμε μια συμφωνία, εάν δεν κάνω λάθος...»

Η Ζάιλα τον κοίταξε απεγνωσμένα, ενώ βαθιά μέσα της νοσταλγούσε τις στιγμές που οι δυο τους ήταν μονιασμένοι και γελούσε με τις σαχλαμάρες του. Τις στιγμές που τη στήριζε κι αποφασίζανε μαζί τις κινήσεις τους, χωρίς να βάζουν τους κυρίους τους πάνω από τους ίδιους. Τώρα πια, τούτες οι στιγμές ήταν σαν να μην υπήρξαν ποτέ. «Δεν έπρεπε να είχα συμφωνήσει ποτέ σε αυτό...»

«Αλλά συμφώνησες, γι' αυτό κόψε τη γκρίνια!», της φώναξε, αλλά συνέχισε πιο γλυκά «Ο Πουκ για σένα νοιάζεται, όμορφη Ζάιλα. Ξέθαψε λοιπόν την υπομονή από την υπεροπτική καρδούλα σου κι άνοιξε το μυαλουδάκι σου στην προοπτική της βελτίωσης. Σου υπόσχομαι πως, σαν έρθει 'κείνη η ώρα η πρέπουσα, η Βασίλισσα Τιτάνια θα θωρεί με τα δικά της μάτια το βασίλειο της να ενώνεται και πάλι, όπως ήτανε γραφτό...»

Η Νεράιδα προσπάθησε να βγάλει νόημα από τα –ως συνήθως- αινιγματικά του λόγια. «Ελπίζω να λες την αλήθεια...», ξεφύσηξε ηττημένη κι αμέσως εξαφανίστηκε.

---

Την ίδια στιγμή, ο Ντάζεϊλτον κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια να προσανατολιστεί σε αυτό τον ερημότοπο, που φαινόταν ολόιδιος όπου κι αν κοιτούσες. Να ξέρανε και πού πηγαίνανε, ή έστω τι ψάχνανε, καλά θα 'ταν! Δίπλα του, η Λόλι πάσχιζε να βάλει σε τάξη τη φράντζα της, που μετά την αλμύρα της θάλασσας, χρειαζόταν επειγόντως κομμωτήριο. «Να πάρει!», φώναξε η φουξομάλλα, βγάζοντας με νεύρα τη μουσκεμένη ζακέτα της. «Όλα γίνανε σούπα εδώ μέσα!», συνέχισε, τινάζοντας την ανάποδα κι αδειάζοντας ασυναίσθητα τις τσέπες της.

Μαζί με το σήμα του Σάντριγκορ και όλα τα άλλα, πέσανε και οι τρεις κρύσταλλοι, που όλως τυχαίως προσγειώθηκαν πολύ κοντά στο περιδέραιο της Σενίτ, κάνοντας τη Λόλι να τους μαζέψει με σπασμωδικές κινήσεις, φροντίζοντας να είναι όσο το δυνατόν πιο μακριά του. Ο Ντάζεϊλτον παρατήρησε την ταραχή στις κινήσεις της και θέλησε να τη βοηθήσει στο μάζεμα.

«Μην τους αγγίξεις», προσπάθησε να τον προειδοποιήσει η Λόλι, όταν εκείνος πήγε να πιάσει τους κρυστάλλους για να έχει τα χέρια της ελεύθερα, μα ήταν ήδη αργά. Ο Ντάζεϊλτον κράτησε με προσοχή τα πολύχρωμα πετράδια και η κοπέλα πάγωσε για λίγο, φοβούμενη ότι κάτι κακό θα συμβεί, μα... δεν συνέβη τίποτα. Ούτε ένα μικρό σπινθήρισμα δεν βγήκε απ' τους κρυστάλλους. «Πώς γίνεται αυτό;», απόρησε η κοπέλα. «Νόμιζα πως θα σε-»

«Ανολοκλήρωτος, θυμάσαι;», έκανε ανάλαφρα ο Νεράιδος γυρνώντας για μια στιγμή την πλάτη του κι επιδεικνύοντας τα μικρά φτερά του σχεδόν υπερήφανα. «Οι Ανολοκλήρωτοι είναι πιο κοντά στους Ανθρώπους, επομένως, σε αντίθεση με τις... κανονικές Νεράιδες, μπορούν να αγγίζουν τους Μαγικούς Κρυστάλλους. Για ποιο λόγο νομίζεις ότι η μαμά μου επέλεξε εμένα να έρθω στη Μαγκιλάι; Τόσοι τρανοί πολεμιστές υπάρχουν στο βασίλειό μας, πολύ πιο γενναίοι, πιο έξυπνοι και πιο ικανοί από μένα», εξήγησε με ένα αυτοσαρκαστικό γέλιο και η Λόλι ένιωσε αμήχανα βλέποντας πόσο υποτιμούσε τον εαυτό του, ή μάλλον πόσο τον υποτιμούσαν οι άλλοι. Βλέποντας ότι την είχε φέρει σε δύσκολη θέση, ο Ντάζεϊλτον δεν το συνέχισε, απλά κράτησε τους κρυστάλλους με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο τη βοηθούσε να μαζέψει. «Ώστε γι' αυτό ακούω θορύβους όποτε περπατάς!», έκανε γελώντας. «Φταίνε όλα αυτά που κουβαλάς στις τσέπες σου. Δε σε βαραίνουν;»

«Μπα... έχω συνηθίσει», απάντησε το κορίτσι πιάνοντας μια μουλιασμένη φωτογραφία και καθαρίζοντας την από τα χώματα.

Στον Ντάζεϊλτον έκανε εντύπωση η ρεαλιστική απεικόνιση των προσώπων της εικόνας. Κανένα από τα βασιλικά πορτραίτα πίσω στο σπίτι του δεν ήταν τόσο πετυχημένο. Δεν άργησε να αναγνωρίσει το παιδικό πρόσωπο της φίλης του, ανάμεσα στους άλλους. Έδειχνε διαφορετική, με τα σγουρά καστανά της μαλλάκια να πλαισιώνουν το χαμογελαστό της μουτράκι. «Η οικογένεια σου είναι αυτή;»

«Ναι», μονολόγησε η Λόλι με μια δόση νοσταλγίας. «Η μαμά μου η Φλώρα πάνω αριστερά. Ο αδερφός μου ο Έντι δίπλα της και ο κύριος που με κρατάει αγκαλιά είναι ο μπαμπάς μου, ο Τσάνσυ...», συνέχισε με τη νοσταλγία να γίνεται πικρία. «Έφυγε όταν ήμουν 19, μετά από έναν καβγά που είχαμε οι δυο μας», πρόσθεσε, μη γνωρίζοντας γιατί αναμόχλευε αυτή τη θλιβερή ιστορία. «Δεν ξαναγύρισε».

«Λυπάμαι πολύ...», είπε συντετριμμένος ο Ντάζεϊλτον, κοιτάζοντας ξανά την οικογενειακή φωτογραφία. «Κι ο δικός μου ο μπαμπάς έφυγε πριν από περίπου οχτώ χρόνια. Και δεν έμαθα ποτέ γιατί», συνέχισε παραδομένος στην απογοήτευση. Προφανώς υπήρχε κάτι στον αέρα της Χώρας των Δράκων που ευνοούσε την εξομολογητική διάθεση. Με τον ίδιο πόνο στην καρδιά, η Λόλι πέρασε το χέρι της γύρω από τους ώμους του κι έγειρε το κεφάλι της μέχρι που ακουμπούσε το δικό του. Τα λόγια ήταν περιττά εκείνη τη σκοτεινή στιγμή. Είχανε μόνο την παρηγορητική σιωπή να ενώνει την απώλειά τους.

«Λόλι;»

«Ναι;»

«Γιατί οι Νεράιδες δεν επιτρέπεται να αγγίζουν τους κρυστάλλους; Ξέρεις να μου πεις;»

Η κοπέλα απόρησε με την ερώτησή του κι ακόμα περισσότερο με την άγνοιά του επί του θέματος. «Ο παππούς μου μού είχε πει πως δεν ήταν πάντα έτσι», μουρμούρισε χωρίς να κουνηθεί απ' την αγκαλιά του. «Οι Νεράιδες ήταν πάντα τα πλάσματα τα πιο μαγικά και τα πιο αγνά μέσα στην Μυθηφύλιο. Ο Φωτεινός Πυρήνας δεν είχε λόγο να τους αποκλείσει από την επαφή τους με την αποκλειστική πηγή δύναμης που έδωσε στους Ανθρώπους», άρχισε να εξηγεί χαμηλόφωνα, σαν να τον νανούριζε. «Μα ακριβώς επειδή πίστευαν πως είναι τόσο σπουδαίες, οι Νεράιδες άρχισαν να ζηλεύουν και να θεωρούν πως μια τόσο δυνατή μαγεία όπως αυτή των Μαγικών Κρυστάλλων θα 'πρεπε να 'χε δοθεί σ' αυτές κι όχι στους Ανθρώπους. Κι όταν εκείνα τα χρόνια ο Κέιντ, ένας από τους λίγους άντρες που έγιναν Κρυστέλ, ερωτεύτηκε την Νεραϊδοπριγκίπισσα Φεϋλίς και της ζήτησε να τον παντρευτεί, η Φεϋλίς ζήτησε τους κρυστάλλους του, ως απόδειξη της αγάπης του, αλλιώς δεν θα την έβλεπε ποτέ ξανά. Ο καημένος ο Κέιντ έκλαιγε τρεις μέρες. Δεν μπορούσε να αφήσει την προστασία του λαού του σε ξένα χέρια, μα ούτε μπορούσε να χάσει τη γυναίκα της ζωής του. Έτσι πήρε την απόφαση και της τους έδωσε, παρακαλώντας την να τους διαχειριστεί σωστά προς όφελος των Ανθρώπων». Ο Ντάζεϊλτον άκουγε με προσοχή κι ευχόταν η ιστορία να είχε χαρούμενο τέλος, αν και βαθιά μέσα του αγωνιούσε για το αντίθετο.

Η Λόλι συνέχισε: «Η Φεϋλίς, όμως, είχε επηρεαστεί από τα λόγια των συμπατριωτών της και την αίσθηση της μεγάλης δύναμης που κράταγε τώρα στα χέρια της. Δεν χρησιμοποίησε τους κρυστάλλους για να προστατέψει τους Ανθρώπους, όπως υποσχέθηκε, μα ήταν έτοιμη να τους κηρύξει μέχρι και πόλεμο. Ο Κέιντ προσπάθησε να την κάνει να συνέλθει, μα έχοντας χάσει τα λογικά της, η Φεϋλίς του επιτέθηκε με τους ίδιους του τους κρυστάλλους και τον σκότωσε. Όταν κατάλαβε τι έκανε, η Νεράιδα δεν μπόρεσε ν' αντέξει τη μεγάλη θλίψη κι έδωσε τέλος στη ζωή της». Ακούγοντας την κατάληξη, ο Ντάζεϊλτον είχε αρχίσει να τρέμει, το ίδιο και η Λόλι, που πρώτη φορά ένιωθε τόσο συνδεδεμένη με τους προηγούμενους Κρυστέλ. «Μετά απ' αυτή την τραγωδία, ο Φωτεινός Πυρήνας απαγόρευσε στις Νεράιδες ν' αγγίζουν τους κρυστάλλους, για να μην επαναληφθεί κι αυτό το κακό. Γι' αυτό και οι Κρυστέλ δεν μπορούν να εμπιστευθούν τις Νεράιδες με τις δυνάμεις τους», κατέληξε η κοπέλα με έναν αναστεναγμό. «Βέβαια, αν θες τη γνώμη μου, ο τύπος ήταν λιγάκι μπουμπούνας. Ήταν βέβαια κι η άλλη θεόχαζη, αλλά κι αυτός πήγε και δέχτηκε να της χαρίσει κοτζάμ κρυστάλλους», συμπλήρωσε προσπαθώντας να ξεφύγει από τα ξαφνικό βαρύ κλίμα. «Τι περίμενε, δηλαδή ότι θα γινόταν; Ας της έδινε εκεί κάνα αμπελοχώραφο για προίκα, να πάει στα κομμάτια. Όμως εσύ δεν τα ήξερες αυτά; Νόμιζα ότι αυτοί οι θρύλοι είναι κοινοί για όλους μας».

«Ν-Ναι, ναι είναι», έκανε ο Ντάζεϊλτον σχεδόν ψιθυριστά. Να λοιπόν, γιατί η μητέρα του είχε αποφύγει να του δώσει αυτή την εξήγηση όταν τη ζήτησε. Ήταν ένα μελανό σημείο της ιστορίας του λαού του, που προφανώς δεν ήθελε να μαθευτεί. «Κι εσύ; Το πιστεύεις αυτό;»

«Να πιστεύω ποιο;»

«Ότι Νεράιδες και Κρυστέλ δεν μπορούν να-»

«Δεν ξέρω», απάντησε η Λόλι μπερδεμένη. «Όλα αυτά είναι παλιές ιστορίες, που για να είμαι ειλικρινής, μέχρι πρότινος τις έβλεπα σαν παραμύθια. Το ότι κάποιοι κάνανε λάθη στο παρελθόν, δεν σημαίνει ότι θα κάνουμε κι εμείς τα ίδια. Όμως από την πρώτη στιγμή που έπιασα στα χέρια μου τους τρεις κρυστάλλους, ή έστω τους δύο κρυστάλλους, οι Νεράιδες με κυνηγάνε για να τους πάρουν, όπως φαντάζομαι ότι κάνουν και οι Τζέργκα. Αυτό δείχνει ότι η ιστορία πάει να επαναληφθεί, αλλά... δεν μπορώ να είμαι σίγουρη. Θα δείξει».

Όσο άκουγε την απάντησή της, ο Ντάζεϊλτον άλλαξε πολλές εκφράσεις, μεταξύ ελπίδας κι απελπισίας. Στο τέλος απλά αναστέναξε κι αυτός γεμάτος θλίψη κι απογοήτευση.

Τότε, ένα φως που δεν ήταν φωτιά, αλλά θύμιζε κάπως τον ήλιο, έκανε την εμφάνισή του στον ορίζοντα.

«Χαράζει», ψέλλισε η Λόλι. «Έλα, Ντάζυ, πάμε...», είπε απαλά και κρατώντας του σφιχτά το χέρι, τον οδήγησε προς το άγνωστο.

---

Όταν ο γεροδεμένος φρουρός μπήκε στην αίθουσα του Σάιτρους, ο Άρχοντας απαίτησε εξηγήσεις. Ωστόσο, ο Όμπερον παρατήρησε τη φοβισμένη φιγούρα του Έντι απ' έξω κι έσπευσε να τον ανταμώσει, διαισθανόμενος ότι ο λόγος που το θνητό αγόρι τον αναζήτησε ήταν πολύ σημαντικός. «Κύριε, είχα πάλι ένα όραμα! Είδα την αδερφή μου σ' ένα μέρος σαν και τούτο», εξήγησε ο νεαρός κι ο Όμπερον τον οδήγησε έξω, για να τα πουν ιδιαιτέρως.

Ο Σάιτρους έμεινε για λίγο μόνος και πλησίασε το μοναδικό παράθυρο του δωματίου, μ' ένα πονηρό χαμόγελο, καθώς μια ανάμνηση κατέλαβε το μυαλό του.

«Τελείωσε Σενίτ! Αποδέξου επιτέλους την κοινή μας μοίρα! Παραδώσου!»

«Ποτέ!»

«Σενίτ...», γρύλισε, κοιτάζοντας την πανέμορφη καταστροφή που προκάλεσε στη Χώρα των Δράκων, από την ώρα που έπεσε στα χέρια του. «Εσύ μου ξέφυγες, αλλά η κληρονόμος σου... αυτή θα είναι η εκλεκτή. Οι δυο μας θα εκπληρώσουμε την προφητεία και θα φτιάξουμε τον νέο κόσμο... πάνω από τις στάχτες του παλιού...»

---

Τη στιγμή που το βέλο της νυχτιάς έπεσε, η πρώην Αρχιέρεια της Σελήνης παραμιλούσε απ' τον πυρετό μέσα στον ύπνο της. Με μια απότομη κίνηση, που έκανε τον πόνο απ' τις πληγές τις αφόρητο, άνοιξε τα μάτια της και με την ψυχή στο στόμα ψιθύρισε αργά: «Εθίρ...»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top