Κεφάλαιο 28
Κεφάλαιο 28
«Αφεντικό...», σφύριξε διστακτικά ο φρουρός ο πιο κοντινός στον Αρράγκ που σχεδόν έβγαζε καπνούς από το κακό του. Εκείνος έκανε πως δεν τον άκουσε, προχωρώντας με βαριά βήματα προς την κεντρική πύλη του στρατοπέδου Ντερένθ-Όνγκε, καταριώντας την ώρα και τη στιγμή που διάλεξε τόσο ηλίθια συνοδεία. Ας ήταν μόνο μπεκρήδες και άχρηστοι, έστω. Ε, έπρεπε να χάνουν και λάδια!;
«Ε αφεντικό...», ξαναπροσπάθησε ο φρουρός να τραβήξει την προσοχή του Αρράγκ, αγνοώντας πλήρως τη ζοφερή σιωπή του αρχηγού του.
«Τι θες, βλήμα;!», ξέσπασε ο μεγαλύτερος Τζέργκα, γυρνώντας απότομα προς τα πίσω. Ο καημένος ο φρουρός ταράχτηκε, μα συνέχισε γενναία με φωνή έναν τόνο ψηλότερη:
«...θα δούμε τα ραδίκια ανάποδα, έτσι; Από τον Μεγάλο, εννοώ...»
Ορίστε. Πήγε το βλαμμένο και είπε εκείνο ακριβώς το πράγμα που δεν ήθελε ο Αρράγκ να ακούσει! Αυτό που του καθόταν στο λαιμό σαν αμάσητο κομμάτι κρέας, απ' όταν βρήκαν τον Υψηλό τους Δράκο παραλυμένο από νεραϊδοξόρκι κι έχασαν τα ίχνη των κρατουμένων για τα καλά. Ένα πλήθος πιθανών απαντήσεων κυνήγησαν στιγμιαία η μια την άλλη στο μυαλό του, όπως για παράδειγμα: 'έχεις δίκιο, θα μας κάνει με τα κρεμμυδάκια', 'θα κλάψουνε αρκετές μανούλες', 'θα μας βγάλει τη γλώσσα, θα μας κόψει τα χέρια, θα μας κάψει και μετά θα ταΐσει τις στάχτες μας στους Δράκους για ορεκτικό'. Αλλά εν τέλει κατέληξε στην πιο αισιόδοξη απάντηση που μπόρεσε να βρει: «Την έχουμε βαμμένη, Ρουγκ», ξεστόμισε με έναν βαρύ αναστεναγμό. Ο Μέγας Σάιτρους και το Συμβούλιο των Πολεμιστών του δεν ήταν γνωστός για τη μεγάλη του καρδιά, αλλά για τη μεγάλη του χατζάρα. Ο φρουρός σφράγισε σφιχτά τη μασέλα του και δεν έβγαλε άχνα για το υπόλοιπο της διαδρομής.
---
«Έχετε πέντε μέρες να τους βρείτε, σκουλήκια, αλλιώς θα ταΐσω τις στάχτες σας στους Δράκους!»
Η βροντερή φωνή του Σάιτρους τρύπησε τα τύμπανα του Αρράγκ και καρφώθηκε βαθιά μέσα στο κρανίο του. Τα μάτια του ξεστράτισαν για μια στιγμή στον αποκεφαλισμένο φρουρό δίπλα του, που δεν είχε μάθει τελικά να κρατά το στόμα του κλειστό. Καλύτερα, έτσι κι αλλιώς ήταν για τα μπάζα· ήταν όμως και ο πρώτος του ξάδελφος και θα 'χε πρόβλημα να σκάσει τα νέα στην άμοιρη τη θεία του. Ο Σάιτρους έπιασε το βλέμμα του και ξέσπασε σε ένα βρυχηθμό που ο αρχηγός αναγνώριζε ως το χαρακτηριστικό του γέλιο.
«Άθλια υποκείμενα. Σας είχα διατάξει να προσέχετε ιδιαίτερα αυτούς τους καινούριους κι εσείς... Εσείς αφήσατε τρεις μύγες να μας ξεφύγουν. Ντροπή από τον Μέγα Ντρογκ σε σας και στις οικογένειές σας! Εξαφανιστείτε από μπροστά μου!»
Ο Αρράγκ βιάστηκε να υπακούσει στην εξοργισμένη διαταγή του Φυλάρχου του και σχεδόν έτρεξε έξω από την αίθουσα, το μυαλό του θολωμένο από την ντροπή που ένιωθε ήδη από μόνος του· ποιες νόμιζαν πως ήταν αυτές οι βρωμονεράιδες που του στέρησαν έτσι την τιμή του; Τρέμοντας από θυμό και μίσος, κλώτσησε με μανία ένα κουτί καλυμμένο με γούνες που έπεσε στο δρόμο του, ικανοποιώντας για μια στιγμή την ανάγκη να λιώσει κάτω από την μπότα του την αλογομούρη της αναθεματισμένης της ιέρειας. Ξαφνικά, μια ακόμα σκέψη του ήρθε και χαμογέλασε σαρδόνια. «Μεταφέρετε τον Εθίρ στο μπουντρούμι των βασανιστηρίων!», γάβγισε στην υπόλοιπη ομάδα των φρουρών που τον περίμεναν έξω από την αίθουσα του Σάιτρους. «Η παλιοπροδότρα η σαύρα χρειάζεται και αυτή το μάθημά της...»
---
«Χμ, ο χαρακτηρισμός 'μύγα' δεν είναι και ιδιαίτερα κολακευτικός για το είδος μας, Σάιτρους...»
Ο Φύλαρχος έκανε έναν ήχο μεταξύ έκπληξης και καγχασμού και ανακάθισε στον κοκάλινο θρόνο, τον στρωμένο με μπόλικες αφράτες γούνες. Ένα άγριο χαμόγελο που έδειχνε όλα του τα δόντια ήταν χαραγμένο στο πρόσωπό του καθώς απευθύνθηκε προς την πηγή της απρόσμενης φωνής.
«Σε έθιξα, ω Ξωτικοβασιλιά;», απάντησε. «Δεν είναι ώρα για κρυφτούλι. Βγες από τις σκιές».
«Η βαρβαρότητα με την οποία κανονίζεις τις υποθέσεις σου με αφήνει άναυδο, ω Μεγάλε Φύλαρχε», έκανε ο Όμπερον, επιστρέφοντας τον ειρωνικό χαιρετισμό. «Αλλά αποτελεί σίγουρα ένα μέσο αγιασμένο, αν αναλογιστούμε τον σκοπό μας...» Ενώ μιλούσε, ο Νεράιδος αναδύθηκε μέσα από ένα σκούρο γκριζωπό καπνό δίπλα στο τζάκι, που τον έκανε σχεδόν απαρατήρητο από αδιάκριτα μάτια ανεπιθύμητων επισκεπτών. Τα μεγαλοπρεπή φτερά του αναδιπλώθηκαν με χάρη και πλησίασε αργά την ογκώδη φιγούρα του Άρχοντα των Τζέργκα, τα μακριά γκριζοπράσινα μαλλιά του ήταν, όπως πάντα, τραβηγμένα πίσω και τα σκοτεινά του μάτια ήταν καρφωμένα στα ανοιχτόχρωμα δικά του. Γνώριζε πως βρισκόταν στην έδρα του συμμάχου του, επομένως κάθε προσπάθεια χειραγώγησης θα αποτελούσε δύσκολο εγχείρημα· ιδιαίτερα αν γινόταν αντιληπτό από τον άγριο Φύλαρχο. Αυτό όμως δεν θα σταματούσε τον Άρχοντα Όμπερον από το να προσπαθήσει. Χαμογέλασε με σεβασμό και είπε: «Ίδια και απαράλλαχτη παρέμεινε η Χώρα των Δράκων από την τελευταία μου επίσκεψη. Διαιισθάνομαι όμως περισσότερο πόνο, περισσότερο αίμα-»
Το βροντερό γέλιο του Σάιτρους τον διέκοψε κατηγορηματικά. «Αγιασμένο μέσο, όπως είπες. Σταμάτα να το παίζεις ευγενής, Όμπερον. Παραδέξου πως διψάς για αίμα όσο και 'γω», έκανε, παρακολουθώντας τις αντιδράσεις του Νεράιδου σαν θηρευτής που έπαιζε με τη λεία του. «Αν δεν διψούσες, δεν θα παραπέταγες έτσι το συγγένιο σου. Αλλά μην ανησυχείς. Ακόμα κι αν δεν δολοφονηθεί μέσα στη Φυλακή, όπως σχεδιάζαμε, η ζέστη ή η παγωνιά της ερημιάς θ' αναλάβουν να σε απαλλάξουν από την παρουσία της», συνέχισε να λέει, γνωρίζοντας πως τα λόγια του ο άλλος τα κατανοούσε πλήρως.
«Κι αν δεν με απαλλάξουν;», ρώτησε ο Όμπερον κι ο Τζέργκα χαμογέλασε και πάλι.
«Βρέθηκε αίμα Νεράιδας κοντά στον Δράκο, όπως άκουσες», ανέφερε μετά από λίγα δευτερόλεπτα σιωπής. «Υπάρχει τραυματίας ανάμεσά τους. Θ' αναγκαστούν να κινηθούν πιο αργά, που πάει να πει δεν θα φτάσουν σε καμιά Πύλη πριν τους βρούμε. Υποθέτω ότι κάτι τέτοιο σ' ευχαριστεί. Βλέπεις που είμαστε του ίδιου επιπέδου;»
Ο Όμπερον δεν καταδέχτηκε να απαντήσει, αποδέχτηκε όμως την πρόσκληση του Φυλάρχου να τον συνοδεύσει στο γεύμα του με ένα ελαφρύ νεύμα του κεφαλιού, σχεδόν σαν απόδειξη της ευγένειας που προσέδιδε στον εαυτό του. Η αραχνοΰφαντη ρόμπα του θρόισε ανεπαίσθητα καθώς κάθισε στο μεγάλο κοκάλινο τραπέζι απέναντι από τον σύμμαχό του. Έριξε το βλέμμα του πρώτα στη γερή, μα άξεστα διακοσμημένη με δόντια και ατσάλινα σύμβολα δερμάτινη πανοπλία του άντρα απέναντί του, μετά στην μακριά λιονταρίσια ουρά που ξεπρόβαλε κάτω από το τραπέζι και τέλος στους μυτερούς χαυλιόδοντες και τα μεγάλα χνουδωτά αυτιά στο κεφάλι του. Ποτέ δεν θα είμαστε του ίδιου επιπέδου, Σάιτρους, σκέφτηκε, φέρνοντας το σκαλισμένο κέρας με το κρασί στα χείλη του. «Ας αφήσουμε στην άκρη τις διαφορές μας, ιδιαίτερα όταν ο κύριος υπεύθυνος για την κατάσταση εδώ είναι η αγαπημένη μου σύζυγος», είπε και συνέχισε ανέμελα: «Εξάλλου, τώρα είναι και το αγόρι στην κατοχή μας».
«Μα τον Ντρογκ, τον βρήκες!», αναφώνησε ο Σάιτρους επιδοκιμαστικά, κοπανώντας το κέρας του στο κοκάλινο τραπέζι μπροστά του. «Ένα ακόμη ανυπεράσπιστο αγοράκι για τη συλλογή σου», πρόσθεσε, σκοπεύοντας να τον πειράξει. Ο Όμπερον μόρφασε ανεπαίσθητα, ανακαλώντας τη δυσαρέσκεια της Τιτάνιας στην επιλογή των υπηρετών του· όχι πως νοιαζόταν πλέον για τη γνώμη ή τα συναισθήματά της. Σαν να ήταν συνεννοημένο, εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένα απαλό χτύπημα στην πόρτα και μια νεαρή Δρυάδα ντυμένη με κάτι σαν καφέ σακί και αλυσοδεμένη από το λαιμό και τα χέρια μπήκε με διστακτικά βήματα στην αίθουσα, κουβαλώντας ένα δίσκο με ψητά κρέατα και μια ακόμα καράφα με κρασί. Όταν πλησίασε αρκετά να τους σερβίρει, ο Όμπερον παρατήρησε τα μελανιασμένα της χέρια και πόδια και το σχεδόν άδειο της ύφος καθώς έκοβε προσεκτικά το κρέας και το μοίραζε στους δυο Άρχοντες.
Οποία ειρωνική σύμπτωση! Άλλο ένα ανυπεράσπιστο κοριτσάκι για τη δική σου συλλογή, είπε από μέσα του ο Ξωτικοβασιλιάς.
Με ένα ξαφνικό γρύλλισμα, ο Σάιτρους την άρπαξε από την αλυσίδα και την πέταξε προς την κατεύθυνση της πόρτας, κάνοντας ξεκάθαρο πως δεν θα έπρεπε να έχει διακόψει μια τέτοια σημαντική συνάντηση. «Όμορφα πλάσματα, δε λέω, αλλά κατώτερα από τη φύση τους», σχολίασε ξεφυσώντας και μπήγοντας τα δόντια του σε ένα χοιρινό μπούτι. Ο Νεράιδος του χάρισε ένα συναινετικό χαμόγελο, καταπίνοντας τη γνώμη του περί της φυσικής κατωτερότητας των ίδιων των Τζέργκα σε σχέση με τη δικιά του φυλή. Η κοπέλα μπουσούλησε για λίγο, μετά σηκώθηκε βιαστικά και έτρεξε έξω από το δωμάτιο χωρίς καμία αλλαγή στην έκφρασή της.
«Είναι χρήσιμο το Ανθρωπάκι λοιπόν, ή τζάμπα η προσπάθεια;» ρώτησε ο Σάιτρους ανάμεσα στο μασούλημα του χοιρινού του. Ο Όμπερον ανασήκωσε τα φρύδια, ενοχλημένος με την αμφισβήτηση που έδειχνε ο Φύλαρχος προς την κρίση του.
«Ένας μικρός Φύλακας της Κρυστέλ... Ποιος να το περίμενε ότι θα στεκόμουν τόσο τυχερός; Προικισμένο το παιδί, σαν την αδερφή του. Από τη στιγμή που βρέθηκαν και οι τρεις κρύσταλλοι, το ένστικτό του ενεργοποιήθηκε: βλέπει το μέλλον... με τον δικό του τρόπο. Υφαίνει τα νήματα της Ενέργειας άθελά του, συνθέτοντας μια πιθανή εικόνα της πραγματικότητας...».
Ο Τζέργκα τον κοίταζε δύσπιστα. «Άσε τις τσαρλατανιές σου, Όμπερον. Μπορεί να μας οδηγήσει στους Κρυστάλλους ή όχι;», βρυχήθηκε.
Τα μάτια του Νεράιδου άστραψαν από οργή, κάλυψε το βλέμμα του όμως με μια ροπή αστεριών στα σκοτεινά τους βάθη. «Αν και ανήμπορος Άνθρωπος, η δύναμη του Έντελ έχει ήδη δοκιμαστεί. Η Κρυστέλ... και ο ανίκανος ο γιος μου, χωρίς αμφιβολία, ξεκίνησε το δρόμο της προς τη Χώρα των Δράκων... και μέσα στην ανοιχτή μας αγκαλιά», απάντησε με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο, γέρνοντας πίσω στην καρέκλα του.
«Στο στόμα του Δράκου», συμφώνησε ο Σάιτρους, νιώθοντας την επιτυχία να βρίσκεται κοντά, πολύ κοντά.
---
«Πέσε κάτω και μείνε ακίνητο, κτήνος!»
«Ο Αφέντης είναι πολύ γενναιόδωρος που σε αφήνει να ζήσεις»
«Άχρηστο υποζύγιο!»
«Αρκετά. Αφήστε το ζώο να κλαίγεται και ξαναγυρνάμε αύριο, μάγκες».
Μαζί με το τελευταίο σχόλιο, σταμάτησαν ξαφνικά και οι κλωτσιές που ράγιζαν όλο και περισσότερο τα πληγωμένα του πλευρά, οι πυρσοί και οι λόγχες που καψάλιζαν και τρυπούσαν ανελέητα το μεγαλοπρεπές του κορμί· ανέπνευσε κοφτά, σπαστά, ενώ το χρυσό του αίμα έρρεε άφθονο από τις ανοιχτές πληγές του. Συνήθως, οι βασανιστές του τον άφηναν με το κεφάλι γερμένο αξιολύπητα στο έδαφος, τα φτερά του μαζεμένα προστατευτικά γύρω από το σώμα του καθώς προσπαθούσε να το ηρεμήσει από τους ακράτητους σπασμούς που το κατέκλυζαν. Αλλά όχι αυτή τη φορά. Αυτή τη φορά, ο Εθίρ κρατούσε το κεφάλι του ψηλά, το παγωμένο από τον πόνο βλέμμα του να προκαλεί τους Δαμαστές να κάνουν τα χειρότερά τους. Δεν ήταν ζώο, όπως ισχυρίζονταν, δεν ήταν σκύλος να σκούζει ελεεινά και να τρίβεται στα πόδια των αφεντάδων του. Ο Εθίρ επιτέλους, σαν να είχε ξυπνήσει από ένα βαθύ ύπνο, θυμήθηκε ποιος ήταν κάποτε. Ποιος ήταν ακόμα. Και οι καρδιές που χτυπούσαν δυνατά μέσα στα λεπιδωτά του στήθια αρνούνταν να υποταχτούν σε τούτο το μαρτύριο. Άστους να καίνε, άστους να τρυπάνε. Όταν οι Υψηλοί Δράκοι θυμηθούν τα πραγματικά τους ονόματα, την πραγματική τους δύναμη, όταν θα ανοίξουν τα φτερά τους και θα πετάξουν μακριά από οποιοδήποτε δυνάστη, τότε ο Εθίρ θα είναι ο πρώτος που θα ρίξει τη φλόγα του σε σάρκα Τζέργκα.
Το πρόσωπο της Νεράιδας εμφανίζεται στο ζαλισμένο του νου σαν κάποιο όραμα από το ίδιο το Φεγγάρι, σαν κάποια θεϊκή οπτασία που του δίνει κουράγιο. Γνωρίζει πως τον νιώθει κι αυτή. Η Ενέργεια που μεταφέρθηκε μεταξύ τους τους δένει πλέον σφιχτά, σαν την αλυσίδα που τραυμάτιζε τον άλλοτε περήφανο καταπόρφυρο λαιμό του. Σύντομα, ελευθερία. Σύντομα, εκδίκηση. Σύντομα... στάχτη και Φλόγα Ιερή, Ήλιος και Φεγγάρι μαζί.
---
Το ότι ο δρόμος, ή μάλλον το κύμα, θα τους έφερνε και πάλι πίσω στην Ακβέλια ήταν κάτι που η Λόλι και ο Ντάζεΐλτον θεωρούσαν αρκετά απίθανο. Ο Νεράιδος ιδιαίτερα, με την 'αίσθηση προσανατολισμού εφάμιλλη με όραση τυφλοπόντικα', όπως παραδέχτηκε και ο ίδιος, έμεινε έκπληκτος μπροστά στο σμήνος πολύχρωμων ουρών που σχηματιζόταν μπροστά τους· η διαδρομή μέχρι εκείνο το σημείο ήταν ενθουσιώδης και γεμάτη ενέργεια, καθώς η φλόγα του νέου τους στόχου και της σιγουριάς της φιλίας τους τους παρακινούσε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.
«Ρε συ... μήπως πέσαμε πάνω στους Άλλους;», αναρωτήθηκε η Λόλι κι ανταλλάξανε μια ανήσυχη ματιά.
«Ελπίζω όχι! Δεν έχω καμία όρεξη να πω 'γεια' στο τερατάκι ξανά...», ξεφύσηξε ο Ντάζεϊλτον συνοφρυωμένος.
Η κοπέλα ανασήκωσε τους ώμους και είπε απλά: «Ας πλησιάσουμε προσεκτικά και βλέπουμε... από 'δώ πέρα τουλάχιστον, δεν φαίνεται κανένα Γκέλντερον».
Ο Ντάζεϊλτον την κοίταξε με θαυμασμό και η Λόλι συνειδητοποίησε ξαφνικά πως η όλη περιπέτεια με το Μαύρο Πετράδι και τη... Μαύρη Λόλι την είχε κάνει να αψηφά τον κίνδυνο σχεδόν στα όρια της αναισθησίας. Το ίδιο μπορώ να πω και για τον Ντάζυ, σκέφτηκε η κοπέλα, παρατηρώντας το σίγουρο κολύμπι και τον ανάλαφρο αέρα του πρίγκιπα. Για να μην αναφέρουμε την έλλειψη του τραυλίσματος, επισήμανε στον εαυτό της.
Η γοργονομάζωξη μπροστά τους γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρη ενώ πλησίαζαν και μπορούσαν πλέον να διακρίνουν πως τα μέλη της όχι μόνο κουνιούνταν δεξιά κι αριστερά όλοι μαζί σαν κάποιο απαλό ρεύμα να τους παρέσερνε, αλλά επιπλέον η αριστερή τους παλάμη ήταν τοποθετημένη στο στήθος τους, ακριβώς πάνω από την καρδιά. Η αφοσίωση τους στην τελετή και η μελωδικές τους φωνές που ύφαιναν κάποιου είδους ύμνο φαινόταν να τους υπνωτίζουν και να τους κρατάνε σε εγρήγορση την ίδια στιγμή. Οι δυο φίλοι κολυμπούσαν πλέον δίχως φόβο, γοητευμένοι από το παράξενο θέαμα και σύντομα εντόπισαν την καρδιά της τελετής: στη μέση του κύκλου γονάτιζαν ευλαβικά, λίγα μέτρα πιο κάτω από τους υπόλοιπους, δυο γερασμένοι γοργονάνθρωποι, ένας άντρας και μια γυναίκα, που είχαν τα χέρια του ενός πλεγμένα στου άλλου σε στάση κοινής προσευχής. Τον άντρα τον αναγνώρισαν ευθύς από την χαρακτηριστική του γενειάδα και τα μυριάδες θαλασσινά φυλαχτά γύρω από το λαιμό και την ουρά του. Η γυναίκα τους ήταν όμως παντελώς άγνωστη· φαίνονταν πάντως πλήρως συμφιλιωμένοι και ανοιχτοί ο ένας στην προσφορά του άλλου. Κάπου στο βάθος της εγκαταλελειμμένης πόλης ένα γλυκό κοραλλί φως έπεφτε προς το μέρος της μάζωξης, χτυπώντας τις κολώνες, τις πέτρες, τα φύκια, τα ειρηνικά πρόσωπα των παρευρισκόμενων.
«Ωχ!», αναφώνησε ξαφνικά ο Ντάζεϊλτον, πέφτοντας με τη μούρη στην πλάτη ενός από τους Γοργόνους. Ο νεαρός άντρας αντέδρασε αργά, σαν να έβγαινε από κάποιο όνειρο και σταδιακά η έκφραση ελαφράς ενόχλησης αντικαταστάθηκε από χαρά που σχεδόν ακτινοβολούσε. Ο Υρζούλ τους χαμογέλασε πλατιά και είπε:
«Φίλοι μου! Ήρθατε να δείτε τη συμφιλίωση του Λαού των Ακβέλιων! Κάτι που χρωστάμε σε σας...», πρόσθεσε πιο σιγανά, ρίχνοντας ένα βλέμμα ζεστής ευγνωμοσύνης στη Λόλι, η οποία σχεδόν κοίταξε αλλού από αμηχανία.
«Ησυχία!», έκανε μια ψηλή Γοργόνα δίπλα τους με φωνή φορτωμένη συγκίνηση αντί για εκνευρισμό· «Τα Πνεύματα μιλούν! Μιλούν! Ακούστε!»
Στο μπερδεμένο βλέμμα της Λόλι και του Ντάζεϊλτον απάντησε μια χορωδία από αδέσποτες φωνές, που πετάγονταν η μια μετά την άλλη και η μια πάνω στην άλλη, ξαφνιασμένες από την ίδια τους τη χαρά:
«Θυμάμαι, θυμάμαι!»
«Έπαιζες ωραία μουσική κάποτε Λωρίν, ύμνους γλυκούς στα Πνεύματα...»
«...Και σένα τα χέρια σου ορθώνανε αγάλματα!»
«Ακούω τα Πνεύματα, είναι εδώ, γύρω μου, μέσα μου!»
«Επιτέλους, θυμάμαι!»
«Η πόλη μας, η πόλη μας! Ο Λαός μας!»
«Ζήτω η Ακβέλια!»
«Ζήτω!», έκαναν όλοι μαζί, σηκώνοντας αφρό και κύμα με τις κινήσεις πανηγυρισμού τους, το κοραλλί φως να παιχνιδίζει στα πρόσωπα και τις ουρές τους, να μπλέκεται στα μαλλιά τους, να φωτίζει τα πρόσωπά τους, κάνοντας τη Λόλι να ανατριχιάσει ολόκληρη. Η επική κορύφωση μιας ιστορίας... σκέφτηκε με το συγγραφικό της μυαλό.
«Ακούστε με όλοι σας!», ακούστηκε η φωνή του Υρζούλ σαν να ερχόταν από κάπου πολύ μακριά. «Η ηρωίδα μας επέστρεψε!», ανακοίνωσε μετά τη λήξη της τελετής.
Την επόμενη στιγμή, ένα μεγάλο πλήθος γοργονανθρώπων υποδεχόταν τους δύο Στεριανούς με εκδηλώσεις λατρείας. Πρώτος ο Ζαλ-Ταλέν έσπευσε να προϋπαντήσει την Κρυστέλ και να της ανακοινώσει την πολυπόθητη ανακωχή. Οι Άλλοι είχαν πράγματι επιστρέψει, όπως προέβλεψε ο Υρζούλ, μόνο που αντί για θυμό και δίψα για αίμα, τα πρόσωπά τους φανερώνανε ντροπή κι αβεβαιότητα. Σαν να είχαν ξυπνήσει από ένα μεγάλο, παράξενο όνειρο. Μετά από τόσο πόνο, τόσες μάταιες κι αναίτιες μάχες που ουσιαστικά κανένας δεν κέρδιζε, είχε φτάσει ο καιρός να κάνουνε ειρήνη. «Δεν πίστευα ποτέ ότι θα ζούσα για να δω τη νύχτα που ο Λαός της Ακβέλιας θα κοιμόταν και πάλι ήσυχος», είπε συγκινημένος ο γέροντας. «Η γαλήνη τραγουδιέται από κοράλλι σε κοράλλι, από Πνεύμα σε Πνεύμα. Και τα χρωστάμε όλα σ' εσένα, νεαρή Κρυστέλ...»
Η Λόλι ένιωσε ένα άβολο τσίμπημα ακούγοντας την προσφώνηση του Σαμάνου. «Ευχαριστώ πολύ», είπε. «...μα οι τιμές και οι ευχαριστίες δεν είναι για μένα», συνέχισε γυρίζοντας προς το μέρος του Νεράιδου δίπλα της. «Δεν θα τα είχα καταφέρει ποτέ μόνη μου, χωρίς τη βοήθεια και την ενθάρρυνση του καλού μου φίλου».
Ο Ντάζεϊλτον, που τώρα πια ήταν ο καλός φίλος κι όχι πλέον ο 'ταπεινός της υπηρέτης', ανασήκωσε αμήχανα τους ώμους του. Ποτέ στη ζωή του, ο Ανολοκλήρωτος πρίγκιπας δεν περίμενε να τον ζητωκραυγάσουν κι αυτόν με τόσο θερμό τρόπο και ακόμη να τον παρασημοφορήσουν, όπως κάνουν στους σπουδαίους ήρωες. Τα σκούρα μπλε βότσαλα, με τις κυματιστές γαλάζιες γραμμές, έλαμπαν στα χέρια του Υρζούλ, καθώς τα πέρασε τιμητικά στην Άνθρωπο και τον Νεράιδο. Ο τελευταίος αναρίγησε από συγκίνηση. Δεν είναι και τόσο κακοί τελικά, σκέφτηκε και προσπάθησε να χαρεί αυτή τη στιγμή, όσο μπορούσε.
Όσο για τη Λόλι, όπου κι αν κοιτούσε, έβλεπε χαρούμενα πρόσωπα. Ορισμένα τά 'χε ξαναδεί. Άλλα τά 'βλεπε για πρώτη φορά. Κάποια ήταν σημαδεμένα από τις μάχες κι άλλα ταλαιπωρημένα από τον πόνο της απώλειας. Όλοι τους πανηγύριζαν ανάμεσα στα διαμελισμένα ερείπια που κάποτε αποτελούσαν την πόλη τους. Μα ήταν και πάλι μονιασμένοι! Θα ήταν δύσκολο να επιστρέψουν σε αυτό που ήταν κάποτε, μα η αρχή είχε γίνει και θα τα καταφέρνανε. Μαζί! Η Λόλι έβλεπε ήδη τη θεαματική αλλαγή κι ήθελε να πιστεύει πως και η ίδια έβαλε ένα μικρό λιθαράκι...
Και βέβαια έβαλες, θα της έλεγε η φωνή στο κεφάλι της. Αν δεν θεράπευες εσύ το Μαύρο Πετράδι, αυτοί ακόμα θα αλληλοσκοτώνονταν! Μα η κοπέλα δεν ήθελε καθόλου να το δει έτσι. Η σκέψη του να γίνει η επόμενη Κρυστέλ της προκαλούσε μόνο άγχος. Δεν ένιωθε ότι είχε τόση ανάγκη την αναγνώριση και τον θαυμασμό του κόσμου, μόνο να μείνει κρυμμένη στις σκιές, εκεί που κανείς δεν θα μπορούσε να την πλησιάσει και να της κάνει κακό.
---
«Ορίστε», είπε ο Φύλαρχος, δείχνοντάς τους μία τοιχογραφία από εκείνες τις μαγικές Πύλες που οδηγούσαν στις διάφορες περιοχές της Μυθυφηλίου. Η ίδια η Πύλη βρισκόταν στο λιμάνι, στην επιφάνεια του μεγαλύτερου βράχου της πόλης κι είχε να χρησιμοποιηθεί χρόνια, μιας και οι Γοργόνες δεν είχαν την τάση να σουλατσάρουν από 'δώ κι από 'κεί. Ειδικά σ' ένα ξερό μέρος σαν κι αυτό που ζητήσανε οι δύο φίλοι, δεν θα πηγαίνανε ποτέ, μα... «Η Πύλη έχει ρυθμιστεί. Με λίγη καλή τύχη, θα σας μεταφέρει κατ' ευθείαν στη Χώρα των Δράκων», εξήγησε ο Γοργόνος στον Ντάζεϊλτον, αφού έσυρε το χέρι του στην αρχαία επιγραφή δίπλα στην τοιχογραφία. «Αυτή η Άνθρωπος κι εσύ κάνατε μεγάλο καλό με την παρουσία σας εδώ. Να θυμάστε πως πάντα θα είσαστε ευπρόσδεκτοι στην Ακβέλια, ως μέλη της φυλής μας».
«Ευχαριστούμε πολύ», απάντησε ο Νεράιδος, ευγνώμων για τον φιλικό τόνο του Φυλάρχου και κοίταξε το Γοργονάκι που κολυμπούσε δίπλα του με τα χέρια στη μέση. «Φίλοι;», ρώτησε και το αγόρι τον κοίταξε για λίγο, προτού πάρει την απόφασή του.
«Φίλοι», μουρμούρισε. «Αλλά δεν θα ξαναμπερδέψεις τις Γοργόνες με τα ψαράκια! Άλλο το ένα, άλλο το άλλο, συνεννοηθήκαμε;».
«Συνεννοηθήκαμε», έκανε γελώντας ο Ντάζεϊλτον, την ώρα που η μικρή Μύραλ χώθηκε στην αγκαλιά της Λόλι.
«Θα ξανάρθεις;», τη ρώτησε, γεμάτη προσμονή.
Η φουξομάλλα ήθελε να πει αμέσως 'ναι', αλλά δεν ήταν σίγουρη. Αν τελικά αρνιόταν τους κρυστάλλους, θα αρνιόταν μαζί και τον βυθό κι όλα αυτά που έζησε. Τι δίλημμα κι αυτό!
Για μία ακόμη φορά, ο Ζαλ-Ταλέν φάνηκε να ξέρει τι την απασχολούσε. «Στη ζωή πάντα αντιμετωπίζουμε διλήμματα. Ψάξε βαθιά μέσα σου και θα βρεις την απάντηση που ζητάς», της είπε.
«Τζούμπαλ, Μύραλ, ελάτε, φεύγουμε», φώναξε ο Υρζούλ παίρνοντας κοντά του τα δύο Γοργονάκια κι έπειτα πλησίασε τον Ζαλ-Ταλέν, αφήνοντάς τον να πιαστεί από το μπράτσο του για να βοηθηθεί.
«Έχε γειά Κρυστέλ! Έχε γεια Ντάζεϊλτον του Νοβέλιαν!», τους αποχαιρέτησε ο Σαμάνος. «Να είστε ευλογημένοι από τα Πνεύματα του Ωκεανού!»
«Γρήγορα στην επιφάνεια! Τα Πνεύματα ενεργοποιούν την Πύλη και δεν θ' αργήσουν να επιστρέψουν στις εστίες τους, τώρα που τέλειωσε η τελετή».
Τους πήρε λίγες στιγμές να συνειδητοποιήσουν ότι ο Φύλαρχος, που χανόταν στο πλήθος, απευθυνόταν σε αυτούς, δείχνοντας τους με συγκρατημένη ανυπομονησία προς ένα μέρος μακριά, στο βάθος της πόλης. Τα μάτια της Λόλι ακολούθησαν την κατεύθυνση του τεντωμένου του μπράτσου, μισοκλείνοντας τα για να διακρίνει τη δέσμη του αφύσικου φωτός. Μετά, γύρισαν πίσω στα δικά του μάτια και του έγνεψε αποφασιστικά. Ο νεαρός Φύλαρχος χαμογέλασε προς απάντησή της και τους γύρισε την πλάτη για να ξανασμίξει με τον λαό του.
«Είναι... ζωντανή», μουρμούρησε ο Ντάζεϊλτον καθώς κολυμπούσαν μέσα στην ερειπωμένη πόλη, οι γκρεμισμένοι ναοί και οι ραγισμένες κολώνες της οποίας λούζονταν στο μυστηριώδες κοραλλί φως. Προσπάθησε να αναπλάσει την πόλη σε όλο της το μεγαλείο με τη δύναμη της φαντασίας του, και κατέληξε να τη σχηματίζει σαν μια υποβρύχια έκδοση της δικής του πόλης· πράγματι, υπήρχαν πολλές ομοιότητες που θα μπορούσε να εντοπίσει στα ερείπια ένα παρατηρητικό μάτι, αλλά και διαφορές που ανήκαν εξ ολοκλήρου στον γοργονένιο πολιτισμό. Ο πρίγκιπας υποσχέθηκε στον εαυτό του πως θα ζωγράφιζε έναν ωραίο πίνακα της Ακβέλιας μόλις θα γυρνούσε σπίτι. Αν, σκέφτηκε με μια νότα απαισιοδοξίας, γυρνούσε ποτέ σπίτι. Σήκωσε το βλέμμα προς τη Λόλι που κολυμπούσε δίπλα του και συλλογίστηκε το σκεπτικό της βλέμμα. Δεν έβλεπε όλη την ομορφιά που απλωνόταν μπροστά της; Δεν ένιωθε την ελπίδα να τρυπώνει στην καρδιά της; «Θυμάμαι, θυμάμαι!» ερχόταν ο απόηχος των Ακβέλιων στο μυαλό του Ντάζεϊλτον, καθώς μεθυσμένοι από ευτυχία διεκδικούσαν το καινούργιο τους μέλλον· και αυτός με τη Λόλι το είχαν επιτρέψει αυτό να συμβεί.
«Το φως έρχεται από εκείνο το πετράδι στο βάθος της πόλης. Όντως, είναι σαν να 'ναι ζωντανή», έκανε η κοπέλα μετά από αρκετή ώρα κι ο Νεράιδος είχε σχεδόν ξεχάσει σε τι ακριβώς απαντούσε. «Έτσι σκέφτομαι ακόμα περισσότερο το καλό που μπορούν να φέρουν οι Κρύσταλλοι. Ενωμένοι, κατά προτίμηση», πρόσθεσε με ένα βαθύ αναστεναγμό που δημιούργησε μικρές φούσκες στο νερό μπροστά στο στόμα της. Ο Ντάζεϊλτον της ακούμπησε ελαφρά τον ώμο, μα έπιασε τον εαυτό του εντελώς άδειο από ιδέες και συμβουλές και δεν είχε τίποτα να πει για να την παρηγορήσει. Η κοπέλα του έγνεψε με κατανόηση και σιωπηλά συνέχισαν την πορεία τους προς τον μεγάλο βράχο της Ακβέλιας, ανάμεσα σε ερείπια, φύκια, και διαφόρων ειδών ψάρια και κοράλλια.
Ο Υρζούλ φαίνεται ήταν λιγότερο ζαλισμένος από τη γιορτή και τη χαρά και περισσότερο ευγνώμων για την προσφορά τους απ' ό,τι νόμιζαν, γιατί δύο καλά εξοπλισμένοι Γοργόνοι τους περίμεναν ήδη στα ριζά του βράχου μόλις έφτασαν. «Μπράβο οργάνωση!», σχολίασε η Λόλι με θαυμασμό, κάνοντας τον Γοργόνο με την καφετιά ουρά να σκάσει ένα ντροπαλό χαμόγελο.
«Μπορεί να μην μένουμε εδώ, αλλά άπειρες φορές μας έχουν οδηγήσει σε αυτό το σημείο τα Πνεύματα. Έχει καλό κυνήγι», αποκρίθηκε ο σύντροφός του κοφτά, σαν να ντρεπόταν να μιλάει για τον τρόπο ζωής τους αφότου το Μαύρο Πετράδι τους δηλητηρίασε το μυαλό. Κατανοητό, σκέφτηκε η κοπέλα, Δεν είναι εύκολο να αναγνωρίζεις τα πράγματα που έχεις χάσει ή έχεις κάνει λάθος. Η καρδιά της πέταξε χωρίς να την ελέγξει στον πατέρα και τη μητέρα της. Απώλεια... λειτουργεί με τρόπο διαφορετικό για τον καθένα. Με αυτό πρέπει να ζήσεις όμως, της υπενθύμισε η σπάνια ομιλητική φωνούλα μέσα της, που δουλειά της ήταν να την ενθαρρύνει. Πολλές φωνές μαζεύτηκαν, σχολίασε από μέσα της. Εν τω μεταξύ το νερό γύρω τους γινόταν όλο και πιο ζεστό καθώς οι Γοργόνοι τους οδηγούσαν όλο και πιο ψηλά με τις επιδέξιες κινήσεις έμπειρων κυνηγών και ανιχνευτών· συχνά σταματούσαν το κολύμπι τους για να περιμένουν την Άνθρωπο και τον Νεράιδο να τους φτάσουν και τα μάτια τους έλαμπαν με κέφι βλέποντάς τους να λαχανιάζουν από τη μεγάλη προσπάθεια της ανάβασης. Μετά από αρκετή ώρα που φάνηκε σαν αιώνες για τους δυο φίλους, η παράξενη συντροφιά έφτασε στο πιο ψηλό σημείο της πέτρας, η οποία φαινόταν να συνεχίζει πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας· κοιτώντας ψηλά, μπορούσαν να δουν ακόμα και γλάρους να πετούν αμέριμνα πάνω από το κύμα, ρίχνοντας τη σκιά τους στο νερό.
«Κάπου εδώ οι δρόμοι μας χωρίζουν», είπε ο Καλάλ, ο Γοργόνος με την μακριά πυρόξανθη πλεξούδα και την κόκκινη ουρά, σκύβοντας το κεφάλι του σε μια σύντομη υπόκλιση.
«Αρκετά σας κουράσαμε», πρόσθεσε με μια νότα σκανταλιάς στη φωνή του ο Αρνέλ, ο πιο νέος από τους δύο οδηγούς τους, με την καφετιά ουρά, μιμούμενος μετά από λίγη καθυστέρηση την επίσημη κίνηση του συμπατριώτη του.
«Να 'στε καλά», απάντησε η Λόλι λαχανιασμένα, «Και τώρα απλά ανεβαίνουμε;», τους ρώτησε, μην μπορώντας να κρατήσει την ανυπομονησία της να περπατήσει ξανά στη στεριά. Ωραία η θάλασσα, αλλά αρκετά ζήσανε σαν ψάρια! Ένιωσε τον Ντάζεϊλτον από δίπλα της να κουνάει τα φτερά του με την ίδια αδημονία.
«Πίσω στη στεριά, ακριβώς. Ο Φύλαρχος μας διαβεβαίωσε πως η Πύλη θα είναι ανοιχτή... και πράγματι, μπορώ να νιώσω την ενέργειά της» απάντησε ο Αρνέλ, τα μελιά του μάτια να φλογίζονται από την επιθυμία να δει την αρχέγονη Πύλη σε λειτουργία. «Αλλά μας απαγόρευσε να 'ρθούμε κι εμείς. Είναι μόνο για Στεριανούς, λέει», ξεφύσηξε απογοητευμένα.
«Μικρέ, μην γκρινιάζεις τόσο πολύ», τον μάλωσε ο Καλάλ, μολονότι και η δική του ενόχληση με την εντολή του Υρζούλ ήταν εμφανής στο πρόσωπό του. «Αντίο σας... και ευχαριστούμε. Ας σας κρατούν τα Πνεύματα του Αέρα και της Γης ασφαλείς», είπε και με τρεις χαρακτηριστικούς χτύπους της γροθιάς στο στήθος τους, οι δύο οδηγοί τους αποχαιρέτησαν και βυθίστηκαν σαν βολίδες στον ωκεανό.
«Λ-Λοιπόν, είναι ώρα, δεν νομίζεις;», έκανε ο Ντάζεϊλτον ανυπόμονα και σήκωσε το κεφάλι ψηλά, προς τη διαχωριστική γραμμή που ήταν το μόνο τους εμπόδιο μεταξύ θάλασσας και στεριάς.
Η Λόλι του έπιασε το χέρι κι άρχισε να τον τραβάει προς τα πάνω: «Πάμε!», φώναξε χαρούμενα και σύντομα τα κεφάλια τους ξεπρόβαλαν έξω από το νερό, συνοδευόμενα από τον αέρα που χτύπησε τα υγρά μάγουλά τους και εισέβαλε για μια ακόμα φορά στα πνευμόνια τους, προσφέροντάς τους την πρώτη τους πραγματική αναπνοή μετά από δυο μέρες. Το θέαμα μπροστά τους όμως τους έκανε να κρατήσουν την ανάσα τους με θαυμασμό· μια μεγαλοπρεπής καμάρα δέσποζε πάνω στον γκριζωπό βράχο, σμιλεμένη από λευκό μάρμαρο και πολύχρωμα κοράλλια, στο μέσο της οποίας έκαιγε το ίδιο φως που έλουζε και ολάκερη την Ακβέλια. Δεκάδες σκελετοί καραβιών, φαγωμένοι από το σαράκι και την αλμύρα την περιτριγύριζαν, πλέκοντας ένα ανατριχιαστικά αντιφατικό πλαίσιο στην ολοζώντανη Πύλη που στεκόταν περήφανη στο Λιμάνι της Ακβέλιας. Δίχως δισταγμό, η Λόλι και ο Ντάζεϊλτον σκαρφάλωσαν πάνω στον γλιστερό βράχο, πατώντας σε στέρεο έδαφος και νιώθοντας τα ρούχα τους να κολλάνε πάνω τους από την υγρασία. Το σούρουπο που πλησίαζε, φέρνοντας μαζί του λίγη ψύχρα τους έκανε να τουρτουρίσουν ελαφρά.
«Θα προτιμούσα να πηγαίναμε σπίτι αντί για την Χώρα των Δράκων, Λόλι», ψιθύρισε ο Νεράιδος και στραβοκατάπιε.
«Αναρωτιέμαι αν έχουμε πια σπίτι», απάντησε η κοπέλα με ένα πικρό χαμόγελο, στο οποίο ο Ντάζείλτον της έσφιξε το χέρι ακόμα περισσότερο. «Από Γοργόνες σε Δράκους όμως» παρατήρησε η Άνθρωπος, «Θα έπρεπε να τραβάμε ντοκιμαντέρ!»
Προτού προλάβει να ρωτήσει τι ήταν αυτό, ο Ντάζεϊλτον τραβήχτηκε μπροστά από το μπράτσο, και μέσα στην κοραλλένια δίνη της Πύλης.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top