Κεφάλαιο 27

Κεφάλαιο 27

Μπορεί ο καθηγητής Καρπάθιλ να προσφέρθηκε να βοηθήσει εξ αρχής, αλλά ο Σάντριγκορ ήταν αποφασισμένος· δεν θα άφηνε κανέναν άλλο να την πλησιάσει! Ούτε καν τον Έντελ. Ο τελευταίος βέβαια δεν το πάλεψε ιδιαίτερα. Ήξερε καλά το φίλο του κι όταν ο γερο-Καλικάντζαρος έβαζε κάτι στο μυαλό του, δεν μπορούσες να του το βγάλεις ούτε με ξόρκι αμνησίας! Έτσι ο Άνθρωπος έμεινε φρουρός έξω από το βραχώδες καταφύγιό τους, μαζί με τις άλλες δύο Νεράιδες. Ο καθηγητής σημείωνε κάτι σ' ένα μπλοκάκι, με τα χέρια του να τρέμουν απ' την ταραχή, ενώ η Μπελέρια ρέμβαζε τον άναστρο ουρανό, παίζοντας αφηρημένα με μία τούφα απ' τα σγουρά βυσσινί μαλλιά της. Ο Έντελ απορούσε με την εμφανή αναισθησία της πρώην Ανιχνεύτριας. Τόσο αδιάφορη την άφηνε όλο αυτό που έζησαν λίγη ώρα πριν; Ή ήταν κάποιου είδους αυτοάμυνα, προκειμένου να μην καταρρεύσει; Όπως και να 'χε πάντως, φθονούσε αυτή της τη στάση κι ευχόταν να μπορούσε να την κρατήσει κι εκείνος, αντί να κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα, ανήμπορος να σταθεί σ' ένα μέρος.

«Έι, κυρ-Έντελ!» Η βραχνή της φωνή τον έκανε να διαπιστώσει πως, άθελά του, είχε κάνει αρκετά βήματα στην ανοιχτή πεδιάδα. Το ύφος της Νεράιδας μαρτυρούσε την πρόθεσή της να τον κατσαδιάσει. Όμως όταν το ανήσυχο βλέμμα του συνάντησε το δικό της, η παρατήρηση μετατράπηκε ευθύς σε διστακτική συμβουλή. «Μην απομακρυνθείς πολύ, εντάξει; Υπάρχει κίνδυνος να βρίσκονται ακόμη στο κατόπι μας».

Ο γηραιός άντρας έμεινε για λίγο σιωπηλός, καθώς αναλογίστηκε τι κακό θα μπορούσε να κάνει, έτσι και τον εντοπίζανε από ψηλά. «Δίκιο έχεις, κορίτσι μου», μουρμούρισε. «Θα είμαι πιο προσεκτικός...» Η Μπελέρια κούνησε με κατανόηση το κεφάλι της κι αυτός συνέχισε να περπατά, αυτή τη φορά παράλληλα με τους βράχους, ούτως ώστε να μην διακρίνεται εύκολα από απόσταση.

Η κατάμαυρη νύχτα σκέπαζε σαν αδιαφανές πέπλο την ερημιά της Χώρας των Δράκων. Δίχως να το θέλει, ο Έντελ αναστέναξε κι ο νους του γύρισε πάλι πίσω στην εγγονή του. Πού βρισκόταν άραγε; Ήταν ασφαλής; Είχε βρει τον αντικαταστάτη κρύσταλλο, ή έβαινε προς τον 'επώδυνο' θάνατο, που αυτός την είχε καταδικάσει; Θα μπορούσε να κάτσει εκεί, παραδομένος για άλλη μια φορά στη δυστυχία του και να συνεχίσει να αυτοτιμωρείται με τύψεις. Όμως και πάλι, σε τι θα ωφελούσε; Σε τίποτα, παραδέχτηκε. Εδώ που ήταν, δεν μπορούσε να τη βοηθήσει. «Ω, Σενίτ... σε παρακαλώ, πρόσεχε τη Λόλι μας...», ψιθύρισε με τα μάτια του σηκωμένα στον ουρανό κι έπειτα προσπάθησε να μείνει επικεντρωμένος στην τωρινή δύσκολη κατάσταση που είχε ν' αντιμετωπίσει...

---

Όπως ήταν αναμενόμενο, η φρουρά των Τζέργκα που προτιμούσε ασυζητητί το γλεντοκόπι από τη φύλαξη των κρατουμένων, δεν άργησε να πάρει πρέφα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Με το που αντίκρισαν τον ευτραφή φρουρό, που είχαν αγγαρέψει να κάνει μόνος του τη βάρδια τους, πεσμένο στα πατώματα, ήταν σίγουροι ότι ο τεμπέλαρος ξεράθηκε στον ύπνο, αντί να κάνει σωστά και υπεύθυνα τη δουλειά του (όπως άλλωστε θα έκαναν και οι ίδιοι, αν βέβαια ήταν στη θέση του)! Όμως μόλις πρόσεξαν τις ξεκλείδωτες πόρτες και είδαν πως στη θέση των φυλακισμένων είχε μόνο αέρα κοπανιστό, υπέθεσαν πως μάλλον επρόκειτο για απόδραση. «Ίσως έχουν γίνει αόρατοι!», υπέθεσε ένας απ' αυτούς, κουνώντας το χέρι του πέρα-δώθε στο κενό, μπας και τους πιάσει. Αυτό βέβαια οδήγησε στο να τον αρπάξει ο αρχηγός της φρουράς απ' το λαιμό και να τον κουνήσει ολόκληρο πέρα-δώθε στο κενό.

«Κόπανε!», φώναξε αγριεμένος. «Δε βλέπεις τι γίνεται!; Μας την έσκασαν! Αλλά δεν θα προλάβουν να πάνε μακριά...», συνέχισε πιο ψύχραιμα και συνωμοτικά. Κανείς δεν την έφερνε πισώπλατα στον Αρράγκ και οι άτιμες οι Νεράιδες θα το διαπίστωναν αυτό εντός ολίγου!

---

Η μικρή συντροφιά είχε καταφέρει ν' απομακρυνθεί γρήγορα και ήσυχα από τους καταυλισμούς των κρατουμένων. Με τον Έντελ να τους οδηγεί, προχωρούσαν ακάθεκτοι με κατεύθυνση τη Δύση, όταν ακούστηκαν από πάνω τους δυνατά φτερουγίσματα. Τρομοκρατημένοι κοίταξαν ψηλά, μα ήταν ήδη αργά για να αντιδράσουν. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, ένα τσούρμο Τζέρκα καβαλάρηδων τους είχε κλείσει το δρόμο. Ο αρχηγός της φρουράς, που βρισκόταν στο μέσο αυτών, ξεπέζεψε τελευταίος από τον καφέ Δράκο στον οποίο επέβαινε και κάρφωσε το ύπουλο βλέμμα του στην πρασινομαλλούσα Νεράιδα. «Τις ευλογίες σου, μεγάλη Αρχιέρεια!», έκανε με τον εμπαιγμό φανερό στα λόγια και στις κινήσεις του. Εκείνη δεν απάντησε, μόνο τον αγριοκοίταξε. «Ελπίζω εσύ και οι φίλοι σου να μην είχατε σκοπό να μας φύγετε τόσο σύντομα! Τόσες ετοιμασίες κάναμε για εσάς!»

Πίσω της, η Μπελέρια κι ο Καρπάθιλ κοιτούσαν γεμάτοι φόβο τους δυνάστες τους να πλησιάζουν, μα η Ραβάννα έμεινε μαρμαρωμένη στη θέση της. «Κάντε μας τόπο», διέταξε με μια φωνή σιγανή, αλλά ταυτόχρονα επιβλητική. Όταν αυτοί δεν ανταποκρίθηκαν στην προσταγή της, τα χέρια της σπινθήρισαν απειλητικά, καθώς επανέλαβε πιο δυνατά «Κάντε τόπο!»

Ο Αρράγκ γέλασε κοροϊδευτικά «Μου φαίνεται, μπέμπα, θαρρείς πως είσαι ακόμα στον ναό σου. Δε συνειδητοποιείς ότι πια δεν είσαι τ' αφεντικό κανενός! Αλλά μη μου στενοχωριέσαι. Εδώ θα το μάθεις μια χαρά!»

Τα αυτιά του Σάντριγκορ τεντώθηκαν και με τις γροθιές του σφιγμένες έκανε ένα θαρραλέο βήμα μπροστά «Άκουσες τη Νεράιδα, λεχρίτη! Άσε μας να περάσουμε, αλλιώς θα 'χεις κακά ξεμπερδέματα!», γρύλισε εξοργισμένος, αλλά η μόνη απάντηση που πήρε ήταν το κύμα γέλωτος που ξέσπασε ανάμεσα στους Τζέργκα.

«Μπα;», έκανε ένας απ' τα αριστερά του. «Να και κάτι που δε βλέπουμε κάθε μέρα: ένα πράσινο ανθρωπάκι που το παίζει και τσαμπουκάς!» Στη συνέχεια έριξε μια ματιά στον Έντελ που βρισκόταν ανάμεσα στους άλλους δύο. «Κι ένας Άνθρωπος. Επιτέλους μερικοί ενδιαφέροντες αιχμάλωτοι, δε βρίσκεις αφεντικό;»

«Αν βρίσκω, λέει... Απάνω τους!»

---

Είτε καλώς, είτε κακώς, η ανασκόπηση της μάχης με τη φρουρά, έκανε το μυαλό του να στραφεί αλλού για λίγο. Ίσως να ήταν αποτέλεσμα της παράκλησης του, μα όσο τα λεπτά περνούσαν, η ανησυχία του για τη Λόλι μετατρεπόταν σταδιακά από αγκωνάρι σε πούπουλο. Για πρώτη φορά, ύστερα από χρόνια, το ένστικτο του Φύλακα της Κρυστέλ φούντωνε μέσα του πιο δυνατό παρά ποτέ. Ναι, η Λόλι ήταν ασφαλής και ναι, είχε βρει τον κρύσταλλο. Όσο για το πού βρισκόταν, μπορεί η διαίσθησή του να μην ήταν αρκετά σαφής, μα του έλεγε πως σύντομα θα βρισκόταν κοντά. Πολύ κοντά...

Ο Έντελ έκλεισε τα μάτια του, αφήνοντας γαλήνιες σκέψεις να εξορίσουν το βάρος των ενοχών. Δυστυχώς, η λυτρωτική αυτή στιγμή δεν διήρκησε πολύ, καθώς μία γνωστή φωνή έφτασε στα αυτιά του. «Έντελ... Έντελ, ξύπνα. Μ' ακούς;» Γύρισε ξαφνιασμένος κι είδε τον Σάντριγκορ να στέκει πλάι του, ασυνήθιστα κατηφής και σοβαρός. «Ζύγωσε λίγο...», του είπε χαμηλόφωνα. «...πρέπει να μιλήσω και στους τρεις σας». Ο Άνθρωπος έκανε όπως του ζήτησε και πλησιάσανε μαζί τους άλλους.

«Τι συμβαίνει, Σάντριγκορ;»

«Πώς είναι;»

«Πείτε μας, αγαπητέ μου, διέφυγε τον κίνδυνο η Αρχιέρειά μας;»

Ο Καλικάντζαρος σήκωσε το χέρι του, σημαίνοντας στους συνταξιδιώτες του να σωπάσουν, κάτι που έκαναν αμέσως. «Σχεδόν...», μουρμούρισε, απαντώντας στην ερώτηση του Νεραϊδοκαθηγητή. «Κατάφερα να σταματήσω την αιμορραγία. Αν τα βότανα δράσουν, σε λίγο θα ανακτήσει τις αισθήσεις της». Στο άκουσμα της τελευταίας κουβέντας, η Μπελέρια ξεφύσηξε με ανακούφιση κι ακούστηκε σαν να κρατούσε την ανάσα της για χρόνια. «Θέλω την προσοχή σας για κάτι», συμπλήρωσε ο Σάντριγκορ, κόβοντας την και πάλι. «Ό,τι και να δείτε, προσπαθήστε να μην αντιδράσετε υπερβολικά», τόνισε αυστηρά.

«Ω, μην ανησυχείτε φίλτατε. Θα έχουμε τακτ», επιβεβαίωσε ο Καρπάθιλ κι ο Έντελ συμφώνησε με τη σοφιστικέ επιλογή λέξης.

---

Μια μικρή πονεμένη κραυγή ήταν αρκετή για να τραβήξει τον Ήρωα των Επτά Ελάτων κοντά της. Σίγουρα, ο τελευταίος άνθρωπος (ή για να είμαστε ακριβείς, το τελευταίο γκόμπλιν) που περίμενε να δει η Ραβάννα, με το που άνοιξε τα μάτια της, ήταν εκείνος ο σαχλός κορτάκιας. Ακόμη περισσότερο, δεν περίμενε ποτέ ότι θα τον έβρισκε γονατισμένο στο πλάι της, με την αγωνία στα κιτρινωπά του μάτια, καθώς και στον τόνο της φωνής του, όταν τη ρώτησε πώς ένιωθε. «Το κεφάλι μου γυρίζει...», ψέλλισε, ακουμπώντας το πυρακτωμένο της μέτωπο. «Τι έγινε;»

«Σοβαρά, κυρά μου; Δε θυμάσαι τι έγινε; Δε θυμάσαι τις κοσμοϊστορικές στιγμές που ζήσαμε;», απόρησε ο Σάντριγκορ κι αυτή προσπάθησε να φέρει στη μνήμη της τα τελευταία γεγονότα.

---

Και οι πέντε βρίσκονταν σε θέσεις μάχης· με μία κραυγή κι ένα ξόρκι των Ανιχνευτών, η Μπελέρια έκανε τη γη να σεισθεί βιαίως, ρίχνοντας κάτω μερικούς απ' τους φρουρούς. Ο Καρπάθιλ εξαπέλυε κύματα ιλίγγου, ενώ παράλληλα έκανε μαθηματικούς υπολογισμούς στο μπλοκ του, για να μην επηρεαστεί ο ίδιος. Ο Έντελ πάλι προσπαθούσε να αμυνθεί με το σκουριασμένο, πλην αξιόπιστο σπαθί του, ενώ ο Σάντριγκορ το 'χε ρίξει στα μπουνίδια. «Ποιος το παίζει τσαμπουκάς τώρα, κωθώνι;», ρώτησε, δίνοντας μια στον τύπο που τον ειρωνεύτηκε πριν κι αφήνοντας τoν με τρία-τέσσερα δόντια λιγότερα. Στη συνέχεια έπιασε έναν-έναν όλους αυτούς που γέλασαν εις βάρος του. «Για ελάτε στον Σάντριγκορ, γατάκια!», έκανε προτού προσφέρει τα δέοντα στον καθένα ξεχωριστά, ώσπου όλο το τζεργκοσινάφι είχε τα ίδια χάλια. «Ναι, μωρό μου! Ο παλιός είναι αλλιώς!», ανακοίνωσε θριαμβευτικά ο Καλικάντζαρος, βλέποντας τους να φεύγουν σαν τις κότες.

Ο Έντελ σταμάτησε να κραδαίνει το σπαθί του, ίσα για να τον στραβοκοιτάξει. «Καλά όλα τ' άλλα, οι εξυπνάδες είναι απαραίτητες;»

«Πάντα είναι απαραίτητες οι εξυπνάδες, παλιόφιλε!», αποκρίθηκε αυτός, τρέχοντας να αναλάβει τον επόμενο άτυχο που θα έβλεπε εμπρός του. Ο Άνθρωπος δεν μπορούσε παρά να χαμογελάσει, όταν τον άκουσε να φωνάζει από μακριά: «Γιούχου! Είχα ξεχάσει πόσο αναζωογονητικό είναι να σαπίζεις τους Τζέργκα!» Αυτό έκανε και τον ίδιο να ριχτεί στη μάχη με καινούρια ορμή.

«Ήθελα να 'ξερα που πάει και τα βρίσκει...», είπε στον εαυτό του, ενώ απέκρουε έναν ψηλό και άχαρο Τζέργκα. Ίσως όλες του οι ατάκες να προέρχονταν από κάποιο σημειωματάριο κι ίσως ήταν καλή ιδέα να ξεκινήσει κι ο ίδιος κάτι αντίστοιχο.

Τα πράγματα έμοιαζαν να εξελίσσονται καλά για τους φυγάδες: σχεδόν οι μισοί φρουροί κείτονταν τώρα στο έδαφος, ή είχαν καβαλήσει τους Δράκους τους κι απομακρύνονταν πετώντας. Ο Έντελ λόγχισε ξυστά τον τελευταίο του αντίπαλο, φροντίζοντας να μην τον τραυματίσει βαριά, αλλά τόσο ώστε να τον αφήσει ήσυχο. Η Μπελέρια ζητωκραύγαζε, ενώ ο Καρπάθιλ έδειχνε κατενθουσιασμένος για την επερχόμενη καταγραφή της ηρωικής τους απόδρασης. Μονάχα η Ραβάννα στεκόταν παγερή, κοιτάζοντας ανάστατα γύρω της, σαν να περίμενε να γίνει κάτι. Οι υποψίες της επιβεβαιώθηκαν, όταν άκουσε ξανά τον Αρράγκ

«Τελικά είστε πιο μεγάλος μπελάς απ' ό,τι νόμιζα, σκουλήκια! Μα δεν θα χαραμίσω άλλους άντρες για πάρτη σας...» Ο αρχηγός έκανε μία παύση κι ένας βαρύς βρυχηθμός έσκισε τον αέρα. Οι συνταξιδιώτες κοιτούσαν παγωμένοι με τα στόματα να χάσκουν, καθώς ένας Δράκος, τριπλάσιος από τους υπόλοιπους προσγειώθηκε στα δεξιά του πανούργου Τζέργκα. Κατακόκκινα λέπια, πορτοκαλί υπογάστριο, που θύμιζε θώρακα πανοπλίας, μυτερά μαύρα κέρατα, σαν του τράγου και πελώρια φτερά ήταν τα πρώτα χαρακτηριστικά που θα πρόσεχε κανείς στο ερπετό. Ωστόσο, η Ραβάννα παρατήρησε αμέσως τους ατσάλινους χαλκάδες στα πόδια και το λαιμό του, καθώς και τις κοφτερές σιδερένιες λεπίδες που είχαν σφυρηλατηθεί με τη βία πάνω στις φτερούγες και την ουρά του. Το στομάχι της δέθηκε κόμπος από οργή και δάκρυα πλημμύρισαν τα πράσινα μάτια της, καθώς αντίκριζε ένα τόσο μεγαλόπρεπο μαγικό πλάσμα, του οποίου το είδος διατηρούσε κάποτε δεσμούς φιλίας με το λαό της, να έχει καταντήσει έτσι. «Μάλιστα, φίλοι μου...», η φωνή του Αρράγκ έκανε το αίμα της να κοχλάσει. «...μπροστά σας έχετε ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματά μας! Μία απόδειξη του τι μπορούν να πετύχουν οι λαοί μας ενωμένοι! Η ακλόνητη πειθαρχία των Νεράιδων και η ασίγαστη επιμονή των Τζέργκα κατάφεραν να μετατρέψουν τούτο το κτήνος σε μία ασταμάτητη πολεμική μηχανή»

«Δεν είναι αυτός κτήνος, αλλά εσύ και οι όμοιοι σου!», του φώναξε ο Έντελ, σοκαρισμένος όσο κι οι υπόλοιποι.

«Πρόσεξε τα τελευταία σου λόγια, Άνθρωπε», τον προειδοποίησε αυτός. «Ο Εθίρ εκπαιδεύτηκε να μην αφήνει τίποτα ζωντανό στο πέρασμά του. Θα γινόσασταν σπουδαίοι δαμαστές, μα τελικά θα γίνετε σπουδαίο γεύμα!», συμπλήρωσε χτυπώντας τα δάχτυλά του και ανέβηκε ξανά στον καφέ του Δράκο, βέβαιος ότι αυτή ήταν η τελευταία φορά που τους έβλεπε.

«Δ-Δ-Δε θέλω να σ-σ-σας αναστατώσω, παιδιά, αλλά ν-ν-νομίζω πως τώρα τη βάψαμε επισήμως...», τραύλισε ο Σάντριγκορ, βλέποντας καπνό να βγαίνει από τα ρουθούνια του τεράστιου πλάσματος, καθώς μείωνε την απόσταση ανάμεσά τους, με παταγώδη βήματα. Όλοι τους είχαν παραλύσει, σαν έντομα σε ιστό αράχνης.

Η Ραβάννα εξακολουθούσε να στέκεται μαρμαρωμένη. Άκουγε την καρδιά της να χτυπά δυνατά και τις τρομαγμένες φωνές των συντρόφων της να λένε πως η μόνη λύση ήταν να τραπούν εις άτακτον φυγή. Γύρισε και κοίταξε τα πρόσωπά τους, αφήνοντας τελευταίο τον Έντελ. Τα μάτια του την ικέτευαν να τους ακολουθήσει. Κατόπιν, στράφηκε ξανά στον κόκκινο Δράκο, που ερχόταν να πάρει τις ζωές τους. Τα δικά του μάτια έλαμπαν από μίσος και θυμό και... φόβο; Ναι φόβο, σκέφτηκε η πρώην Αρχιέρεια της Σελήνης, καθώς διαισθάνθηκε τις σκέψεις του. Αυτό το πλάσμα είχε πέσει θύμα της απανθρωπιάς των Τζέργκα και της Τιτάνιας, μα μέσα του, πίσω από τη φλόγα στα σκοτεινά του μάτια, υπήρχε μόνο φόβος και βαθιά ριζωμένη σοφία, που αυτοί είχαν προσπαθήσει να του κλέψουν με τον πιο βάρβαρο τρόπο.

Η Νεράιδα κοίταξε άλλη μια φορά τους άλλους κι αμέσως τους γύρισε την πλάτη κι έτρεξε προς τον θηρευτή τους. «Ραβάννα, μη!», άκουσε τον Έντελ να της φωνάζει, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, καθώς ολόκληρο το σώμα της τυλίχθηκε σε μία ασημένια αύρα και τα φτερά της κινήθηκαν σε γρήγορο ρυθμό, σηκώνοντας την ψηλά.

Ο ίδιος ο Δράκος σταμάτησε ξαφνιασμένος, όταν την είδε να 'ρχεται κατά πάνω του κι έμεινε τελείως ακίνητος, όταν πέταξε στο ύψος του κεφαλιού του και τα πλέον ασημένια μάτια της κλείδωσαν με τα δικά του. «Άκου τα λόγια μου. Εθίρ, Υψηλέ Δράκε, Φύλακα της Φωτιάς...», η φωνή της συνοδευόταν από μία απόκοσμη ηχώ, λες και άλλες Νεράιδες ψιθυρίζανε μαζί της από κάθε κατεύθυνση. «Δεν είσαι πλάσμα της καταστροφής! Δεν είσαι όπλο πολέμου και το ξέρεις! Θυμήσου ποιος ήσουν κάποτε! Θυμήσου ποιος είσαι ακόμη!», συνέχισε κι αυτός δε σταμάτησε να την κοιτάει, ενώ ο άνεμος γύρω τους έμοιαζε να φυσά σε αργή κίνηση. Το τελευταίο που ένιωσε η Ραβάννα ήταν ένας πόνος να τη σφάζει, τα πάντα να θολώνουν και στο τέλος να χάνονται στο κατάμαυρο τίποτα...

---

«Θυμάμαι ότι... πλησίασα τον Δράκο και μετά... και μετά όλα σκοτείνιασαν...», ψιθύρισε, αφήνοντας το αριστερό της χέρι να πέσει και πάλι στο πλάι. Ο χώρος στον οποίο βρισκόταν ήταν περικυκλωμένος από μεγάλα καφεκόκκινα βράχια και θύμιζε σπηλιά χωρίς οροφή.

«Αυτό που έκανες ήταν εντελώς τρελό, αλλά σε παραδέχομαι», της είπε ο Σάντριγκορ, φανερά εντυπωσιασμένος. «Να τα βάλεις ολομόναχη με ολόκληρο θεριό; Αυτό θέλει κότσια! Για Νεράιδα έχεις τσαγανό!»

Γύρισε με κόπο το κεφάλι της προς το μέρος του. «Τι συνέβη μετά;», ρώτησε.

«Ψιλοπράγματα, μωρέ...», απάντησε αυτός, ξύνοντας τον σβέρκο του κι άρχισε να απαριθμεί τα ακόλουθα περιστατικά με πολύ βαριεστημένο ύφος. «Σωριάστηκες καταγής. Ήρθα να σε μαζέψω, αλλά ο Δράκος μου επιτέθηκε με φωτιά. Πήγε να μας κάνει μπάρμπεκιου, αλλά ο Έντελ του τράβηξε την προσοχή. Ο μπουλούκος με τα γυαλιά έκανε ένα ξόρκι ακινητοποίησης στο Δράκο –που ευτυχώς πέτυχε, γιατί αλλιώς θα καιγόταν η γούνα μας. Η ξινή μας βρήκε αυτό το ωραιότατο κατάλυμα και τώρα κρυβόμαστε εδώ, σαν τα ποντίκια...», τελείωσε, σαν να έλεγε παραμύθι. «Δεν έχασες και τίποτα σπουδαίο!»

Με το ένα του χέρι στο κεφάλι και το άλλο στην πλάτη της, τη βοήθησε να ανακαθίσει. Της είχε αποκρύψει πολλές λεπτομέρειες, αλλά δεν ήθελε να ξέρει πόσο τρόμαξε όταν την είδε να σιμώνει το τέρας και να πέφτει λαβωμένη από την επίθεσή του. Δεν θα της έλεγε ποτέ πόσες ώρες πάλευε να την κρατήσει ζωντανή. Μα εκείνη δεν άργησε να καταλάβει. Κοίταξε ζαλισμένη τον άλλοτε λαμπρό ασημένιο της χιτώνα· τώρα ήταν κουρελιασμένος και βουτηγμένος στο αίμα, ενώ κάτι σαν αυτοσχέδιος επίδεσμος ήταν δεμένος μέσα απ' αυτόν, γύρω από τη μέση της. «Μου έσωσες τη ζωή, έτσι δεν είναι;», ρώτησε κι ο Καλικάντζαρος ξερόβηξε αμήχανα.

«Ε... όχι να το παινευτώ, αλλά πέρα από μεγάλος ήρωας του δάσους, τυγχάνει να είμαι κι εξαιρετικός θεραπευτής», έκανε χασκογελώντας παιχνιδιάρικα. «Είναι ένα από τα... χιλιάδες ταλέντα μου-» Το σχόλιό του διακόπηκε από την είσοδο του Καρπάθιλ, της Μπελέριας και του Έντελ, οι οποίοι άκουσαν ομιλίες και κατάλαβαν πως η Ραβάννα συνήλθε.

Ωστόσο, τα χαμόγελα στα χείλη τους αντικαταστάθηκαν από συνοφρυώματα με το που τους κοίταξε. Ο Έντελ δεν κατάφερε να συγκρατηθεί, πριν αναφωνήσει: «Ραβάννα, το πρόσωπό σου!»

Αυτή του η φράση έκανε τον Σάντριγκορ να του στείλει ένα φάσκελο, μουρμουρώντας: «Μπράβο σου, Έντελ. Έχεις πολύ τακτ...» και την ιέρεια να τον κοιτάξει πανικόβλητη.

«Τι... τι έπαθε το πρόσωπό μου;»

Ο Καλικάντζαρος βιάστηκε να τα μπαλώσει. «Τίποτα καλέ! Μην κάθεσαι κι ακούς αυτόν τον βλάκα. Μια χαρά εί-»

«Ψέματα λες! Έντελ, τι έχω;»

Αυτός ανασήκωσε άβολα τους ώμους, ψάχνοντας να βρει κάτι να πει. «Ό-Όχι... δεν...»

«Έντελ, πες μου!», επέμεινε αυτή, με την ψυχραιμία της να χάνεται, καθώς ο πανικός την κυρίευε. Στη συνέχεια, απαίτησε να της δώσουν έναν καθρέφτη κι ο Σάντριγκορ υπάκουσε απρόθυμα. Με το δεξί της χέρι να τρέμει γι' αυτό που της κρύβανε, έφερε μπροστά της το μικρό καθρεφτάκι και μία έκφραση φρίκης ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της: τέσσερις γρατζουνιές από νύχια Δράκου, που άρχιζαν πλάι στη μύτη και κατέληγαν κοντά στο αυτί της, διέσχιζαν το δεξί της μάγουλο. Η πρώην Αρχιέρεια έβγαλε ένα επιφώνημα τρόμου και κάλυψε το ανοιχτό της στόμα με το ελεύθερο χέρι της, ψιθυρίζοντας κάτι που ακούστηκε σαν «Ω, Σελντίνια!»

Η Μπελέρια παρακολουθούσε το σκηνικό, έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Και η παραμικρή αλλοίωση της εμφάνισής τους, αποτελούσε μεγάλο πλήγμα για τις Νεράιδες. Πόσο μάλλον κάτι τέτοιο! Ο Σάντριγκορ το γνώριζε καλά αυτό και περίμενε μεγαλύτερη διακριτικότητα από τον φίλο του.

Η Ραβάννα είχε αφήσει το καθρεφτάκι να γλιστρήσει απαλά στα γόνατά της κι είχε κρύψει το πρόσωπό της στις παλάμες της, γεμάτη ντροπή. «Έλα, κυρά μου, μην το παίρνεις κατάκαρδα...», της είπε το γκόμπλιν, όσο πιο μαλακά μπορούσε. «Οι ουλές είναι παράσημα τιμής. Κάποια μέρα θα τις κοιτάς και θα αισθάνεσαι υπερήφανη για τη γενναιότητα που έδειξες σήμερα. Σ' το λέω εγώ, που έχω ένα σωρό από δαύτες. Έτσι πάει: ουλή και κατόρθωμα», τα λόγια του δε φαίνονταν να την καθησυχάζουν ούτε στο ελάχιστο, αν έκρινε από το πώς είχε κουλουριαστεί. Ο Σάντριγκορ δεν άντεχε να τη βλέπει έτσι κι αποφάσισε να παίξει το τελευταίο του χαρτί. «Άλλωστε, σου πάνε! Και πριν ήσουν μια κούκλα, αλλά τώρα δείχνεις πιο ζόρικη, να πούμε! Και με το κοντό το μαλλί κι αυτά τα σημάδια, καλά μιλάμε είσαι το μωρό!»

Όση ώρα της μιλούσε, εκείνη αναλογιζόταν όσα προσπαθούσε να διδάξει στις άλλες Νεράιδες όλα αυτά τα χρόνια: Υπάρχει καλό σε ολάκερη την ύπαρξη... μπορείτε να μάθετε πολλά από οποιαδήποτε κατάσταση, αν αφήσετε το μίσος και την οδύνη έξω από την καρδιά σας...Τώρα έβλεπε ιδίοις όμμασι την αλήθεια σε τούτες τις διδαχές. Ίσως η ταπείνωση που υφίστατο να ήταν ο δύσβατος, μα μοναδικός δρόμος για την εξύψωση του πνεύματός της. Έστρεψε, λοιπόν, το βλέμμα της στον Σάντριγκορ, καταπίνοντας τον λυγμό της. Μέσα σε όλη αυτή την ταλαιπωρία, επέλεξε να γελάσει με τα παρηγορητικά λόγια του συνταξιδιώτη της, αντί να κλάψει για την απολεσθείσα ομορφιά της. Αυτός αναθάρρεψε, ακούγοντάς την να γελάει για πρώτη φορά. «Δεν είμαστε τόσο διαφορετικοί τελικά...», του είπε στο τέλος.

«Ποιοι;»

«Εμείς. Οι Νεράιδες και οι Καλικάντζαροι»

«Ναι, πράγματι...», χαχάνισε ο Σάντριγκορ και συνέχισε λίγο πιο αισιόδοξος: «Αυτό σημαίνει ότι θα ξανασκεφτείς το μεταξύ μας νταλαβέρι; Μπορεί στην αρχή να το είδα επιπόλαια για εμάς τους δυο, όμως σε διαβεβαιώ, έχω σοβαρό σκοπό! Παράτα τα όλα κι έλα να ζήσουμε μαζί! Βασίλισσα θα σ' έχω! Τύφλα να 'χει η Τιτάνια δηλαδή!» Η εξομολόγηση του δεν είχε φρένο κι όταν αυτή συνέχισε να γελάει, το θεώρησε καλό σημάδι.

«Είμαι ιέρεια, Σάντριγκορ», του είπε απαλά, παύοντας το γέλιο της. «Έχω δώσει όρκο...» Αυτός γούρλωσε τα μάτια του σαστισμένος. Βέβαια, ο τρόπος που του το εξήγησε δεν ήταν επιτακτικός, ή απότομος. Αντιθέτως, ήταν διακριτικός και ήρεμος, μα αυτός κατάλαβε ότι την είχε κάνει τη γκάφα του. Είχε αμελήσει εντελώς αυτή τη λεπτομέρεια. Πόσο αχρείος κι ασεβής θα φαινόταν στα μάτια της!; Με τη σειρά του, κάλυψε τη μούρη του από ντροπή, μα το λεπτό της χέρι άγγιξε το δικό του, ξαφνιάζοντάς τον. «Διακινδύνευσες για να με σώσεις και μου έδωσες ένα σπουδαίο μάθημα, Σάντριγκορ. Κέρδισες κάτι που ποτέ μου δε χαρίζω: την εμπιστοσύνη και τη φιλία μου... Ξέρω, δεν είναι σπουδαίο αντάλλαγμα για το καλό που μου έκανες, αλλά είναι το μόνο που δύναμαι να σου προσφέρω...»

Ο Σάντριγκορ ένιωσε ένα παράξενο τρέμουλο, καθώς κράτησε το χέρι της και με τα δύο δικά του. Τα χρυσά του μάτια συνάντησαν τα σμαραγδένια δικά της. «Δεν... δεν θα μπορούσα να ζητήσω καλύτερο δώρο από σένα, κυρά μου...», μουρμούρισε και βγάζοντας το νυχτολούλουδο που είχε φυλάξει στο σακούλι του, το πέρασε με μία σβέλτη κίνηση στο αυτί της. Οι δυο τους χαμογέλασαν ο ένας στον άλλο.

Τη συγκινητική στιγμή διέκοψε άδοξα το άγαρμπο κλαψούρισμα του καθηγητή Καρπάθιλ. «Αυτό είναι... τόσο... όμορφο!», έκανε φυσώντας τη μύτη του σε μια σκισμένη σελίδα του μπλοκ του κι η Μπελέρια τον χτύπησε φιλικά στον ώμο. Ο Έντελ χάζευε σιωπηλός τους δύο φίλους του, με την ελπίδα στην καρδιά.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top