Κεφάλαιο 26

Κεφάλαιο 26

Χαμογέλασε αυθόρμητα όταν εκείνη του έπιασε το χέρι, ένα χαμόγελο πλατύ και φωτεινό. Τον κοίταξε απορημένη· ποια θα μπορούσε να είναι η αιτία τόσης ξαφνικής χαράς; «Ας είναι. Ακόμα και ακατανόητη, η χαρά είναι χαρά και θα πρέπει να... χαιρόμαστε!», απάντησε στο παραξενεμένο βλέμμα της γεμάτος παιδική αφέλεια. Εκείνη φάνηκε να το σκέφτεται, ενώ περπατούσαν χέρι-χέρι η αδερφή του σχεδόν να τον σέρνει από πίσω της μιας και ήταν τόσο ψηλότερή του. Ασφάλεια. Αγάπη. Να γιατί. Ας είναι, γιατί αύριο μπορεί να μην είναι.

Αναπνοή, βαθιά, απότομη. Τα βλέφαρά του συσπάστηκαν βίαια και το ζεστό χέρι της τραβήχτηκε, αφήνοντας παγωνιά στο δικό του που ανοιγόκλεινε μάταια. Σκοτεινιά απλώθηκε παντού και αυτός μικρός, ανυπεράσπιστος, χωρίς την ασφάλεια της αδερφής του, τρομοκρατημένος από το σκοτάδι που τον έκανε να σφιχταγκαλιάζει τρέμοντας το αρκουδάκι του τις νύχτες, να ανοίγει τα μάτια διάπλατα στην προσπάθεια να δει κάτι, οτιδήποτε! Κάποιο σημάδι πως δεν ήταν μόνος!

Αυτό που είναι, μπορεί αύριο να μην είναι.

Βιολετί φλόγες ξεπετάχτηκαν από το πουθενά, τυλίγοντας τα πάντα στο πέρασμά τους και καίγοντας ανελέητα τους ανθρώπους, τα δέντρα, τις θάλασσες, την ίδια του τη σκέψη. Βαριά φτερουγίσματα σφυροκοπούσαν στα αυτιά του, ο θόρυβος σαν τύμπανο μάχης να δίνει ρυθμό στη σφαγή.

Αυτό που ήταν, δεν είναι πια.

Ξάφνου, μια φωτεινή παρουσία αναδύθηκε μέσα από τις φλόγες κι άρπαξε το χέρι του που σπαρταρούσε, τραβώντας τον μακριά από κάθε κακό.

---

«Είσαι ασφαλής τώρα, Έντι...», άκουσε τη ζεστή φωνή του Όμπερον να έρχεται από μακριά, ύστερα από όλο και πιο κοντά του. Όταν άνοιξε επιτέλους τα μάτια, βρισκόταν ακόμη στο κελί του και τίποτα από όσα είχε βιώσει λίγες στιγμές πριν δεν αντανακλάτο στο μικρό χώρο· οι καγκελόπορτες, οι σφραγισμένες με μαγεία, ήταν εκεί όπως πάντα. Το ίδιο και το πλέγμα του αδιαπέραστου πράσινου κισσού που κάλυπτε το ταβάνι. Το σκοτεινό κυανό βλέμμα του Ξωτικοβασιλιά ήταν καρφωμένο πάνω του. Την επόμενη στιγμή, έγινε φωτεινό και φιλικό, γεμάτο ασημένιους αστερισμούς.

«Αυτό που ήταν, δεν είναι πια», έκανε το αγόρι, ακούγοντας τη φωνή του να βγαίνει πνιχτά από κάπου βαθιά στο στήθος του.

Ο Όμπερον έγειρε το σταχτί του κεφάλι στο πλάι, σαν να συλλογιζόταν τα λόγια του αγοριού και χαμογέλασε αργά. «Μην απελπίζεσαι, Έντι», άρχισε. «Το όραμά σου είναι μπολιασμένο με αλήθεια. Τραγική αλήθεια. Δεν σημαίνει όμως πως δεν μπορούμε να το αποτρέψουμε».

Ο νεαρός ανακάθισε πάνω στα μαλακά βρύα όπου τον είχε πάρει ο ύπνος για την... πέμπτη φορά...; εκείνη την ημέρα -όσο μπορούσε να διακρίνει την εναλλαγή της μέρας με τη νύχτα στο μίζερο κελί του δηλαδή- και πέρασε το χέρι του στα κοντά καστανόξανθα μαλλιά του. Ήταν σίγουρος πως το πλάσμα δεν ήταν εντελώς ειλικρινές μαζί του. Ίσως τον θεωρούσε πολύ χαζό για να καταλάβει τι γινόταν και να βοηθήσει την ίδια του την αδερφή. Αλλά... εκείνος ήταν που τον έσωσε από τις φλόγες, έτσι δεν είναι; Στάσου... αυτό δεν έγινε στην πραγματικότητα... ήταν απλά ένα όνειρο...

«Η φωτιά θα μας καλύψει όλους κάποτε, δεν θα πω ψέματα. Είδες όμως πως μπορούμε να της αντισταθούμε... αν βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον. Αν κρατά σφιχτά ο ένας το χέρι του άλλου και δεν το αφήσει... μπορούμε έτσι ακόμα και να ελέγξουμε τις φλόγες», είπε ο Όμπερον με σιγανό, προτρεπτικό ψιθύρισμα, σαν να είχε κάπως αισθανθεί τις σκέψεις του αγοριού και του μιλούσε κατευναστικά για να μην τον ταράξει. Τα βλέμματά τους ξανασυναντήθηκαν και ξάφνου η ατσαλένια καγκελόπορτα άνοιξε διάπλατα. Ο Έντι γούρλωσε τα μάτια με έκπληξη και κατευθείαν τινάχτηκε πάνω όρθιος, έτοιμος να αφήσει το κελί. Η αύρα του Νεράιδου άστραφτε απαλό γκρίζο και το χέρι του ξεδιπλώθηκε στο πλάι, δείχνοντας προς την έξοδο. Μαγική γκριζωπή κλωστή έμοιαζε να ξεγλιστράει ακόμα απ' τα δάχτυλά του, λάμποντας σαν ασήμι.

«Πάμε, Έντι. Πάμε να σβήσουμε τις φλόγες», έκανε και το αγόρι δεν είχε άλλη επιλογή από το να τον ακολουθήσει έξω. Λίγο προτού φτάσουν στο θεόρατο πέτρινο παλάτι που δέσποζε επιβλητικά στο τέλος του άδειου πλέον ξέφωτου, σαν να άκουσε τον Όμπερον να μουρμουρίζει κάτι στον αέρα, αλλά δεν κατάφερε, ούτε νοιαζότανε να ακούσει τι ήταν.

Αόρατο, το αερικό έκανε μια βαθιά υπόκλιση. «Ο έμπιστος Πουκ θα ετοιμάσει την Πύλη για την Χώρα των Δράκων το γρηγορότερο, Άρχοντά μου».

---

Η Ραβάννα κατάφερε να σπάσει τον εφιάλτη της με μια προσευχή στη Θεά και να επιστρέψει το νου της σε ανακουφιστική γαλήνη. Το ίδιο φως με τη μορφή γκριζωπής κλωστής τρεμόπαιζε προκλητικά και στα δικά της δάχτυλα, μα επέλεξε να το αγνοήσει, όπως έκανε χρόνια τώρα, κάθε που ερχόταν μια τέτοια νύχτα. «Η Νύχτα των Ασημένιων Δακρύων...», μουρμούρισε στον αέρα και πέταξε τα σκεπάσματα από πάνω της. Μια νύχτα σαν κι αυτή... τα όνειρα γίνονται πιο δυνατά... παίρνουν μορφές και σχήματα που δεν χωράει η σκέψη και παγώνουν την καρδιά από φόβο ή την καίνε με πόθο. Μια νύχτα απατηλή, που πλέκει ψέματα, που δείχνει το μέλλον. Και το μέλλον, όμως, δεν είναι και αυτό το ίδιο ένα μεγάλο ψέμα, αφού ακόμα δεν έχει συμβεί; Βοήθα μας, Σελντίνια. Φώτισε το πνεύμα μας, βοήθα μας να δούμε το φως, ακόμα και στο απόλυτο σκότος...

Ήταν έτοιμη να σηκωθεί και να δει με τα μάτια της τη σπάνια μαγεία του ολόγιομου εκείνου Φεγγαριού, που έμοιαζε σαν να ρίχνει δάκρυα ασημένια, αλλά σύντομα συνειδητοποίησε για μια ακόμη φορά πως το μικρό δωματιάκι της δεν είχε παράθυρο. Μόνο πέτρινους τοίχους που έκαναν τη ζέστη της Χώρας των Δράκων ακόμη πιο αφόρητη (αν και οι νύχτες εκεί ήταν παγωμένες, όπως της είπε κι ο Αρράγκ, προτού φύγει μαζί με τους υπόλοιπους φρουρούς), πατημένο χαλίκι στο έδαφος και ένα στενό, σκληρό στρώμα στην αριστερή άκρη. Και βέβαια, την πόρτα, έξω από την οποία στεκόταν ο άγρυπνος φρουρός της· που τύχαινε να είναι κι αυτός Τζέργκα, γεγονός που την έβαζε σε ακόμα περισσότερες ανησυχητικές υποψίες.

Τι δουλειά είχαν οι Τζέργκα σε μια φυλακή που διοικούσαν οι Νεράιδες εδώ και χρόνια; Ήταν αλήθεια πως κυκλοφορούσαν ορισμένοι μισθοφόροι της φυλής αυτής στο Ασημένιο Δάσος πού και πού, αλλά ποτέ δεν είχε φτάσει η Τιτάνια στο σημείο να τους προσλάβει κιόλας, καθώς μια τέτοια φανερή πράξη θα σήμαινε συμμαχία μεταξύ των δύο λαών, που εδώ και καιρό είχαν κηρύξει αμοιβαία αντιπάθεια. Η Τιτάνια είχε όμως αλλάξει πολύ από τότε που έφυγε ο σύζυγός της κι έπραττε διάφορα που θα μπορούσαν να διακινδυνεύσουν τα συμφέροντα και την ασφάλεια του βασιλείου της, όπως άλλωστε ισχυρίστηκε και η Μπελέρια, ακόμα κι αν η Ραβάννα δεν θέλησε να το παραδεχθεί μπροστά της. Άραγε γιατί και για πόσον καιρό συνέβαινε αυτό το μυστικό αλισβερίσι στη Φυλακή; Και κυρίως, η ίδια γιατί δεν είχε ενημερωθεί για τίποτα; Γιατί δεν φρόντισε ποτέ να μάθει τι απογίνονταν οι Νεράιδες που στέλνονταν εδώ έως τώρα; Βέβαια, υπέθεσε πως σύντομα θα μάθαινε εξ ιδίας πείρας.

Άθελά της, έριξε το βλέμμα της στα λυγερά της χέρια και αναστέναξε βαθιά· πριν από λίγο, τα είχε δει λουσμένα στο αίμα μετά από τον ακρωτηριασμό ενός δεμένου, ακινητοποιημένου κίτρινου Δράκου που σφύριζε κι έτρεμε απελπισμένα στην προσπάθειά του να ξεφύγει τη μοίρα του. Η Αρχιέρεια -πρώην Αρχιέρεια- γνώριζε πως ό,τι είχε δει ήταν προϊόντα της φαντασίας της, διογκωμένα από τη μαγεία της Νύχτας των Ασημένιων Δακρύων· μα ταυτόχρονα πίστευε ολόψυχα στη σοφία της Θεάς που έστελνε τη μαγεία αυτή στον κόσμο ετούτη τη νύχτα και η γνώση των καθηκόντων των κρατουμένων στη Χώρα των Δράκων ήταν αρκετή για να θεωρήσει το όνειρο ως προμήνυμα αληθινών γεγονότων. Για ώρα πολλή κάθισε έτσι, μάτια χαμένα στο αποπνικτικό σκοτάδι της φυλακής της, αποκρουστικά σενάρια να διαδέχονται το ένα το άλλο στο μυαλό της, μέχρι που κάτι σαν τσίμπημα απελπισίας άρχισε να κυριεύει την καρδιά της. Τότε αποφάσισε πως αρκετά είχε επιτρέψει στον εαυτό της να φερθεί σαν κοινή Νεράιδα, αφήνοντας τον πόνο και την αγωνία για τα μελλούμενα να φωλιάσουν μέσα της· πήρε μια βαθιά αναπνοή, κλείνοντας τα μάτια της και μπαίνοντας στην κατάσταση του διαλογισμού, καλώντας το ανακουφιστικό φεγγαρόφωτο της Μεγάλης Σελντίνιας να την εφοδιάσει με γαλήνη και σοφία. Υπάρχει καλό σε ολάκερη την ύπαρξη, μην αφήνεις τη διαστρέβλωσή του να σε τυφλώνει... μπορείς να μάθεις πολλά από οποιαδήποτε κατάσταση, αν αφήσεις το μίσος και την οδύνη έξω από την καρδιά σου...

Ο διαλογισμός της ιέρειας διακόπηκε απότομα και οι παλάμες της σπινθήρισαν ασημένια στο ξαφνικό άκουσμα μιας κραυγής πολύ κοντά στο κελί της. Ξεδίπλωσε τα ελαφρώς μουδιασμένα από την ακινησία φτερά της και πέταξε προσεκτικά προς τη μεταλλική πόρτα με το καγκελωτό άνοιγμα, έτοιμη να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε απειλή. Ένας γδούπος ακολούθησε την κραυγή και κάτι βαρύ έπεσε στο χώμα, ενώ το σιγανό κουδούνισμα κλειδιών έφτασε στα αυτιά της και μια πνιχτή φωνή που προσπαθούσε, αλλά αποτύγχανε να ψιθυρίσει την έκανε να ξαφνιαστεί ευχάριστα:

«Έπεσε εύκολα ο χοντρός τελικά!»

«Σουτ Σάντριγκορ! Αν μας πιάσουν τη βάψαμε»

«Δε μασάμε ρε εμείς! Ολόκληρο τζεργκόπραγμα κατατροπώσαμε».

Ένα 'κλικ' ακούστηκε και η πόρτα άνοιξε διάπλατα.

«Κάτσε λίγο, ποιος είσαι εσύ;», αναφώνησε ξαφνιασμένα ο Καλικάντζαρος στα μούτρα του κοντού, παχουλού Νεράιδου που ξεπρόβαλε το κεφάλι του από το κελί. Η Ραβάννα κοίταξε αποδοκιμαστικά προς το ταβάνι.

«Εσείς ποιος είστε κύριε», έκανε εκείνος ήρεμα, επανατοποθετώντας τα στρογγυλά του γυαλιά στην ελαφρώς πλακουτσωτή του μύτη. Παρόλο που ήταν ντυμένος με κουρέλια όπως όλοι οι κρατούμενοι, η προφορά και η ηρεμία του πρόδιδαν την συμπεριφορά ενός διανοούμενου.

«Έντελ, Σάντριγκορ. Εδώ είμαι, αν με ψάχνετε», είπε η Ραβάννα σχεδόν κολλώντας το κυπαρισσί της κεφάλι στα κάγκελα της πόρτας.

«Α ναι, η Αρχιέρεια είναι στο διπλανό κελί, αν ενδιαφέρεστε», έκανε ατάραχος ο παχουλός Νεράιδος, σαν να βρίσκονταν μαζεμένοι για τσάι και κουλουράκια αντί για επικίνδυνη απόδραση από μια φυλακή υψηλής ασφαλείας. Μετά από μερικά σαστισμένα βήματα και κουδουνίσματα κλειδιών, άνοιξε και η πόρτα του κελιού της Ραβάννας, η οποία υποδέχτηκε τους φίλους της με απαλό βλέμμα και γλυκό χαμόγελο -ή έτσι τουλάχιστον το εξέλαβε ο Σάντριγκορ.

«Υπάρχει καλό οπουδήποτε τελικά...», μουρμούρησε η Νεράιδα, προσθέτοντας ένα πιο δυνατό 'ευχαριστώ' με μια μικρή υπόκλιση.

«Η έρευνά μου πάνω στα ξόρκια των Καλικάντζαρων δεν ανέφερε ποτέ πως μπορούν να κατατροπώσουν Τζέργκα. Εντυπωσιακό», ακούστηκε η φωνή του Νεράιδου από το διπλανό κελί και ο Σάντριγκορ κορδώθηκε υπερήφανος.

«Όχι οποιουδήποτε Καλικάντζαρου, κύριος! Του Ήρωα των Επτά Ελάτων παρακαλώ!»

«Και ενός πολύ ανήσυχου Φύλακα της Κρυστέλ», πρόσθεσε η Ραβάννα απευθυνόμενη στον Έντελ, ο οποίος επέστρεψε την προηγούμενή της υπόκλιση με ένα ευσεβές νεύμα του κεφαλιού. «Ας απελευθερώσουμε και την Μπελέρια, καθηγητά Καρπάθιλ κι ας φύγουμε το γρηγορότερο», έκανε η ιέρεια στρέφοντας το βλέμμα της στον Νεράιδο, «Μπορεί να μας άφησαν μόνο με έναν, μα σύντομα θα στείλουν κι άλλους φρουρούς, που δεν θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε».

«Ραβάννα...», απάντησε ο Έντελ, η ανησυχία όντως εμφανής στην φωνή του, «...από πού εμφανίστηκαν τόσοι Τζέργκα ξαφνικά; Δεν ήταν της Βασίλισσας η φυλακή;»

Η Νεράιδα έκλεισε τα μάτια, σαν να αντλούσε δύναμη από μέσα της προτού συνεχίσει. «Πιστεύω πως συνεργάζονται, αν και δεν ξέρω το γιατί. Και υποψιάζομαι πού θα μπορούσε να βρίσκεται ο αρχηγός τους...», πρόσθεσε με πιο σιγανή φωνή, καθώς ο Σάντριγκορ ξεκλείδωνε και την τελευταία πόρτα του θαλάμου.

---

Ο χρυσαφένιος ύφαλος κάτω από τον οποίο ξεκουράζονταν φωτιζόταν ακόμη περισσότερο από τους τρεις κρυστάλλους, οι μπλε, κίτρινες και κόκκινες φλογίτσες των οποίων έδιωχναν μακριά το σκοτάδι των προηγούμενων ωρών. Η Λόλι, ξύπνια εδώ και κάποια λεπτά, κοίταζε τον Ντάζεϊλτον που ανάσαινε βαθιά και σταθερά λίγο πιο πέρα στην άμμο του υφάλου· δεν ήθελε να ταράξει τη γαλήνη του με την ταραχή από το όνειρό της. Τι θα τους ωφελούσε έτσι κι αλλιώς; Δράκοι και καταστροφή του κόσμου. Κοινότυπος εφιάλτης, που απλά έδειχνε πόσο πολύ την είχαν επηρεάσει τα γεγονότα της ημέρας. Θα έπρεπε απλά να ηρεμήσει και να τα αφήσει όλα πίσω της, όπως είπε στον εαυτό της, αν και ήξερε πως αυτό δεν θα ήταν εύκολη, ή σοφή επιλογή.

Αυθόρμητα, τεντώθηκε λίγο προς το πλάι και έδιωξε μια τούφα από τα γκριζοπράσινα μαλλιά του Νεράιδου που είχε κάπως μπλεχτεί ανάμεσα στο πρόσωπό του και το έδαφος. Εκείνος δεν αντέδρασε και η κοπέλα δεν απομάκρυνε το χέρι της, συνεχίζοντας να παίζει με τα μαλλιά του φίλου της. «Φίλος», ψιθύρισε κι ένιωσε μια ζεστασιά να τυλίγει το σώμα της και να διώχνει την ταραχή, όπως η προστασία του υφάλου τον κίνδυνο του έξω κόσμου. Βρίσκονταν και οι δυο σε ένα ασφαλές μα προσωρινό καταφύγιο, προτού αναγκαστούν να βγουν στο σταυροδρόμι και να πάρουν αποφάσεις που θα καθόριζαν το μέλλον τους. Η Λόλι κοίταξε τους κρυστάλλους που κρατούσε σφιχτά στο άλλο της χέρι και το στομάχι της σφίχτηκε με το δίλημμα που απλωνόταν ανελέητα μπροστά της. Άραγε ο Ντάζεϊλτον θα την ακολουθούσε αν συνέχιζε αυτή την περιπέτεια; Θα στήριζε την επιλογή της; Θα περνούσε κι άλλους θανατηφόρους κινδύνους για χάρη της; Ένα κύμα ενοχών την κυρίεψε, μα κάποια φωνούλα μέσα της τής υπενθύμισε: πιστεύω σε σένα... και σε αγαπάω. Πήρε μια ακόμα αναπνοή, βαθιά και ανακουφιστική, κλείνοντας για μια ακόμα φορά τα μάτια και νιώθοντας το ζεστό μάγουλο του Ντάζεϊλτον κάτω από το χέρι της.

Ξάφνου, η ζεστασιά μεταφέρθηκε σε όλη της την παλάμη, αφού ο Νεράιδος είχε κρατήσει το χέρι της στο δικό του και ανακάθισε στην χρυσαφένια άμμο κοιτάζοντάς την. Μικροσκοπικές λαμπερές κλωστές φάνηκαν για μια στιγμή στις άκρες των δαχτύλων και του δικού του χεριού, μα εξαφανίστηκαν σχεδόν αμέσως μόλις η κοπέλα τις πρόσεξε. Το βλέμμα του ήταν δύσκολο να διαβαστεί, πράγμα ασυνήθιστο για τον αφελή Ανολοκλήρωτο. Η Λόλι ένιωσε λιγάκι αμήχανα και τράβηξε μαλακά το χέρι της πίσω στην ίδια.

«Ονειρευόμουν», έκανε εκείνος και έπλεξε τις παλάμες του μαζί σαν να είχε κάνει κάτι λάθος.

«Και 'γώ», του απάντησε ξέπνοα η Λόλι, καθώς η ανάμνηση του εφιάλτη της επέστρεψε στο νου της. «Τι είδες;», τον ρώτησε στη συνέχεια, χωρίς να κρύψει την περιέργεια στη φωνή της.

Ο Ντάζεϊλτον έξυσε το κεφάλι του προσπαθώντας να θυμηθεί τι ακριβώς είχε δει στον σύντομό του ύπνο. Ένα μικρό λαδί ψαράκι πέρασε από μπροστά τους αποσπώντας του λιγάκι την προσοχή, αλλά εν τέλει κατάφερε να φέρει κάποιες εικόνες στη μνήμη του. «Είδα... τη μητέρα μου. Σαν υπνωτισμένη, να καβαλά ένα Δράκο... χωρίς να ξέρει ακριβώς τι κάνει. Να σκοτώνει κόσμο... χωρίς να το καταλαβαίνει...», είπε και σώπασε, ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρά του που, αν δεν βρισκόταν στον βυθό, θα είχαν γεμίσει δάκρυα. Προσπάθησε να κρύψει το πρόσωπό του από την κοπέλα, αλλά εκείνη του είχε ήδη πιάσει το μπράτσο και έσκυψε να τον κοιτάξει:

«Ντάζυ... και 'γώ... και 'γώ Δράκους είδα... και θάνατο παντού...», του είπε, σφίγγοντας τη λαβή της δίχως να το καταλάβει. «Αλλά όχι τη μητέρα σου... είδα... Τζέργκα καβαλάρηδες... αν και δεν γνωρίζω τη μορφή τους».

Ο Ντάζεϊλτον κοκκίνισε ελαφρά με το υποκοριστικό που χρησιμοποίησε για δεύτερη φορά η κοπέλα και γούρλωσε τα μάτια όταν κατάλαβε πλήρως την περιγραφή του ονείρου της. Το στόμα του ανοιγόκλεισε μια-δυο φορές σαν ξαφνιασμένος ροφός προτού ψελλίσει: «Η Χώρα των Δράκων! Αν αυτά τα όνειρα προσπαθούν να μας πούνε κάτι, έχω ένα προαίσθημα ότι θέλουν να μας στείλουν εκεί».

Η Λόλι του έριξε ένα μπερδεμένο βλέμμα που σχεδόν κατευθείαν μετατράπηκε σε ένα πνιχτό επιφώνημα κατανόησης. Το μόνο που της έλλειπε ήταν ένα θαυμαστικό πάνω από το κεφάλι της, όπως γινόταν καμιά φορά στα κόμικς.

«Νομίζω τότε πως βρήκαμε τον επόμενό μας προορισμό...», ψιθύρισε και άφησε το μπράτσο του Ντάζεϊλτον να πέσει στα γόνατά του. «Όχι ότι το θεωρώ σώφρον να βασιστούμε σε όνειρα και προαισθήματα, αλλά με τόσα που έχουν δει τα μάτια μου τελευταία, δε χάνουμε τίποτα να το τσεκάρουμε. Εξάλλου δεν νιώθω έτοιμη ούτε την απόφασή μου να πάρω, ούτε να γυρίσω στο Όβινστερ και ν' ακούσω τη γκρίνια της μάνας μου». Η κοπέλα έλυσε από τη μέση της τη ζακέτα που είχε δέσει σε ένα κοράλλι για να μην την σηκώνει το νερό πάνω ενώ κοιμόταν και κατευθείαν το κεφάλι της ακούμπησε την οροφή του υφάλου. «Είσαι μαζί μου;», τον ρώτησε, τα καφετιά της μάτια φλογερά και αποφασισμένα.

Ο Νεράιδος σηκώθηκε κι αυτός και την κοίταξε αμήχανα. «Τι... τι απάντηση περιμένεις;», είπε διστακτικά. Το χαμόγελό της του έδωσε την απάντηση που η κοπέλα ποτέ δεν ξεστόμισε.

«Αν... θέλεις, φυσικά. Ήδη κινδύνεψες πολύ για χάρη μου...», του είπε, σκύβοντας το κεφάλι της. Δεν περίμενε ποτέ τα χέρια του Νεράιδου να τυλιχτούν γύρω από τους ώμους της, τραβώντας την σε μια ζεστή αγκαλιά.

«Είμαστε σε αυτό μαζί, Λόλι. Δεν σε αφήνω».

Η φουξομάλλα ανταπέδωσε την αγκαλιά και σκέφτηκε: υπάρχει ελπίδα. Αυτό που είναι να γίνει, ας γίνει.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top