Κεφάλαιο 24
Κεφάλαιο 24
Ο οδηγός της νεραιδοάμαξας την οποία σέρναν στον αέρα τέσσερα Σερμιόφελ δεν ένιωθε ιδιαίτερα καλά εκείνο το απόγευμα. Ίσως να ήταν κάτι που είχε φάει, ίσως να τον είχε κολλήσει ο γιος του την περιβόητη μανιταρογρίπη που κατέκλυζε πάντοτε το Ασημένιο Δάσος στις αρχές της Άνοιξης, ίσως απλά να μην ήταν η μέρα του. Όποιος και να ήταν ο λόγος, ο Νεράιδος είχε την εντύπωση -και σπανίως έπεφτε έξω, εξού και το παρατσούκλι του 'ο Ατσίδας'- πως άκουγε φωνές κάθε λίγο και λιγάκι. Ειδικά όταν η άμαξα έκανε κανένα δυνατό κραδασμό καθώς πετούσε. Ο Ατσίδας έξυσε το λαχανί του κεφάλι σκεπτικά και συνέχισε να ακολουθεί τη μεγαλύτερη άμαξα με τους κρατούμενους μπροστά του. Μάλλον θα ήταν ιδέα του τελικά...
---
«Άουτς! Αμάν...!», έσκουξε ένας πολύ δυσαρεστημένος Καλικάντζαρος, βγάζοντας μια ακόμα κραυγούλα πόνου όταν ένας εξίσου δυσαρεστημένος Άνθρωπος του έδωσε μια φάπα στο κεφάλι.
«Σσσστ!», σφύριξε ο Έντελ όσο πιο σιγανά μπορούσε και συνάντησε το γεμάτο πληγωμένη περηφάνια βλέμμα του φίλου του με ένα αγανακτισμένο δικό του. «Αν κάνουμε φασαρία τώρα θα τα καταστρέψουμε όλα!», συνέχισε πιο μαλακά, περνώντας το μπράτσο του γύρω από τους ώμους του απολογητικά.
«Δηλαδή μου λες πως τώρα είναι όλα μπόμπα», μουρμούρισε ο Σάντριγκορ νευριασμένα, πιέζοντας τον δείκτη του στο πιο κοντινό σακί από αυτά που τους περιτριγύριζαν, το οποίο βρισκόταν μόλις τέσσερα εκατοστά από το πρόσωπό του και από τη μυρωδιά που ανέδυε υπέθετε πως θα περιείχε σκόρδα.
«Δική σου ιδέα ήταν η άμαξα με τα τρόφιμα, γι' αυτό μη γκρινιάζεις. Εξάλλου, ακόμα νομίζω πως είναι μια καλή ιδέα!», απάντησε ο Έντελ και σκέφτηκε πως αν δεν είχε ήδη δοκιμαστεί η υπομονή του με παιδί και εγγόνια, δύσκολα θα ανεχόταν τον συνομήλικο φίλο του ώρες-ώρες. Αν και ιδιαίτερα γενναίος και ανθεκτικός, όταν αγανακτούσε ο Σάντριγκορ φερόταν σαν μωρό-παιδί. Φάνηκε πάντως να αναθαρρεύει λιγάκι με τα καλά λόγια του Έντελ, γιατί σταμάτησε να έχει τόσο ξινό ύφος και για λίγη ώρα δεν έβγαλε άχνα.
---
Μουδιασμένη ακόμα από το γεγονός της καθαίρεσής της, η Ραβάννα δεν μίλησε πολύ στους άλλους δύο κρατούμενους που ταξίδευαν μαζί της στην μπροστινή άμαξα. Ο ένας απ' αυτούς, που είχε φανεί να την αναγνωρίζει, της μίλησε σαν να μην είχε προσέξει τα κουρεμένα της μαλλιά, ή την έλλειψη του εμβλήματός της, γεγονός που την παραξένεψε. «Ω, είναι μεγάλη χαρά δι' εμέ να ταξιδεύω μαζί σας, έστω κι αν το ταξίδι μας είναι το πλέον δυσάρεστο», της είχε πει και στη συνέχεια της συστήθηκε ως Καρπάθιλ, γενικός καθηγητής από τη Βασιλική Ακαδημία. Μάλιστα, προσφέρθηκε να της γνωρίσει και την συγκρατούμενή του. Εκείνη συστήθηκε λέγοντας απλώς το όνομά της, Μπελέρια, προτού συνεχίσει να κοιτάζει έξω απ' το ένα και μοναδικό παράθυρο της άμαξας, που βρισκόταν δίπλα της. Για ώρα η Μπελέρια κι ο Καρπάθιλ σιγομουρμούριζαν κι αυτή τους άκουγε μηχανικά, σαν να μην ήταν στ' αλήθεια εκεί μαζί τους. «Είθισται εδώ και πάρα πολλά χρόνια να στέλνονται στα σύνορα της Χώρας των Δράκων όσοι θεωρούνται... επικίνδυνοι δια το βασίλειο», έλεγε με στόμφο ο καθηγητής. «Οι ίδιοι οι Δράκοι παραχώρησαν τη συγκεκριμένη έκταση. Σκοπός είναι όσοι σταλθούν εκεί να συνετιστούν και να καταλάβουν τα λάθη τους, προτού επιστρέψουν στο Νοβέλιαν. Δεν ακούγεται και τόσο... κακό; Ε;». ολοκλήρωσε με μια βεβιασμένη νότα ευθυμίας, ώστε να καταπιέσει τον φόβο του.
«Αυτό μπορεί να ίσχυε παλιά, μα τώρα που ο έλεγχος της φυλακής μας προέρχεται κυρίως από το Ντερένθ-Όνγκε;» έκανε η Μπελέρια και η αναφορά της στο όνομα του στρατοπέδου των εχθρών τους κέρδισε ένα ξεφωνητό τρόμου από τον Καρπάθιλ.
«Τι εννοείς;», ρώτησε η Ραβάννα, αντιδρώντας πρώτη φορά στα λόγια τους, σαν να ξυπνούσε από κάποιο λήθαργο.
«Ψιθυρίζεται συχνά στους κύκλους των Ανιχνευτών ότι μετά την ερήμωση της Χώρας των Δράκων, Τζέργκα έχουν πάρει τον έλεγχο της φυλακής και χρησιμοποιούνε τους κρατούμενους για να δαμάζουν Δράκους. Κάποιες Νεράιδες δεν αντέχουν εκεί μέσα και λυγίζουν. Κι όλα αυτά εν γνώσει της Τιτάνιας», αποκάλυψε η κοπέλα. «Τόσο υψηλή θέση είχες, μην παριστάνεις πως δεν ήξερες κάτι», συνέχισε και η Ραβάννα την κοίταξε ανέκφραστα.
«Δεν ήξερα τίποτα», παραδέχτηκε και την ίδια στιγμή μια κουβέντα που της είπε η Τιτάνια καρφώθηκε στο μυαλό της: «...αν, με τις ευλογίες της Θεάς, όλα πάνε καλά αύριο, δεν πρόκειται να μου δημιουργήσεις άλλα προβλήματα πια». Με αυτά τα νέα δεδομένα έβγαζε εντελώς διαφορετικό νόημα. «Δεν θα τολμούσε ποτέ της να κάνει μια τέτοια ανοησία».
«Όπως δεν θα τολμούσε ποτέ της να εξορίσει άτομα σαν εσάς τους δύο, όμως το έκανε», απάντησε η Μπελέρια. «Μα επιτέλους, δεν το βλέπετε; Δε βάζει τίποτα μπροστά στο συμφέρον της, ούτε καν την ασφάλειά μας απ' τους εχθρούς. Δεν την ενδιαφέρει το βασίλειο, την ενδιαφέρει μόνο να ξεφορτωθεί για τα καλά όλους όσους της πάνε κόντρα».
«Όλους όσοι της πάνε κόντρα», τη διόρθωσε ο Καρπάθιλ. «Κι όσο για όλα τα άλλα... μπ-μπορεί να είναι απλώς φήμες», τραύλισε.
«Μακάρι», είπε η Μπελέρια, ελπίζοντας όντως να ήταν φήμες. «Μα ήδη μας είπαν πως τα νέα καθήκοντά μας θα έχουν να κάνουν με Δράκους κι αν έστω ένα απ' όλα αυτά που άκουσα απ' τους συναδέλφους μου είναι αλήθεια, δεν θα περάσουμε καθόλου καλά εκεί που πάμε. Ή σάμπως θαρρείτε ότι μας στέλνουν σε κάνα θέρετρο;», είπε η νεαρή Νεράιδα και γύρισε το πρόσωπό της ξανά στο παράθυρο. «Είμαστε ξεγραμμένοι», μουρμούρισε μέσα απ' τα δόντια της, μα αρκετά δυνατά ώστε να την ακούσουν οι άλλοι δύο. Έπειτα απ' αυτή την ευχάριστη κουβέντα, κανείς δεν τόλμησε να ξαναμιλήσει. Λίγα λεπτά μετά, είχαν περάσει σε έναν άλλο Τόπο, μέσω Πύλης.
---
Η μυρωδιά των σκόρδων και τα τραντάγματα της άμαξας προσέδιδαν μια ενοχλητική νότα ματαιότητας στο όλο τους εγχείρημα, αλλά ο Έντελ έπιασε τον εαυτό του να είναι, για αλλαγή, κάπως πιο αισιόδοξος. Ένιωθε κάπου μέσα του πως υπήρχε ελπίδα, έστω κι αν ήταν δεμένη χειροπόδαρα και κλειδωμένη σε μπουντρούμι.
«Ελπίζω να το εκτιμήσει η πριγκίπισσα που θα τη σώσουμε», πέταξε ο Καλικάντζαρος, διακόπτοντας τις σκέψεις του. Αυτός τον κοίταξε, όσο του επέτρεπαν τα σακιά και οι κούτες να γυρίσει το κεφάλι και χαμογέλασε κάτω απ' τα μουστάκια του βλέποντας τη λάμψη στα χρυσά μάτια του Σάντριγκορ.
«Πραγματικά νοιάζεσαι γι' αυτήν, έτσι;» τον πείραξε. «Μα καλά, πότε πρόλαβες; Εσύ προηγουμένως της τά 'σουρνες». Τα πράσινα μάγουλα του Καλικάντζαρου πήραν μια ελαφρά πιο σκούρα απόχρωση και το ύφος του έγινε παραπλανητικά σοβαρό.
«Ότι της τά 'σουρνα, της τά 'σουρνα, αλλά άσχετο αυτό. Ας πούμε πως... τη συμπαθώ. Κάπως», κατέληξε μετά από φαινομενικά αρκετό συλλογισμό. Και πρασίνισμα.
Ως αντίδραση στη δήλωση-εξομολόγηση του Σάντριγκορ, ένα τσουβάλι πατάτες ίσο με το μπόι του τού ήρθε ξαφνικά στα μούτρα, καθώς η άμαξα σταμάτησε απότομα και έμεινε να αιωρείται στον αέρα. Ο Καλικάντζαρος ένιωσε καταραμένος, αφού το καρούμπαλο ακολούθησε η αίσθηση 'πεσίματος στομαχιού', όπως την ονόμαζε, που συνόδευε την προσγείωση των αερόστατων στον Τόπο του και προφανώς, στην περίπτωσή τους, των ιπτάμενων νεραϊδοαμαξών. Μέχρι να προλάβουν να ανταλλάξουν ένα σαστισμένο βλέμμα με τον Έντελ, ένιωσαν το όχημα να ακουμπά απρόσμενα μαλακά στη γη, σαν πούπουλο που πέφτει από τον ουρανό. «Ωραία, φτάσαμε! Ώρα να πάμε στο ξενοδοχείο μας», σχολίασε σαρκαστικά ο Σάντριγκορ και ο Έντελ γέλασε νευρικά, μη γνωρίζοντας τι τους περίμενε τώρα. Μ' αυτές τις Νεράιδες δεν μπορούσες καν να αφουγκραστείς τα βήματα στο έδαφος, αφού πολλές φορές πετούσαν, αντί να περπατούν.
Ξαφνικά, η πόρτα-διάδρομος της άμαξας άνοιξε με ένα δυνατό 'μπαπ' και τα διάφορα σακιά άρχισαν την καθοδική τους πορεία από το εσωτερικό προς τα έξω, μαζί με αυτά και ένας Άνθρωπος με έναν Καλικάντζαρο που κατρακυλούσαν αδέξια μέχρι να καταλήξουν για μια ακόμα φορά σφηνωμένοι ανάμεσα σε πατάτες, κρεμμύδια, μήλα κι άλλα διάφορα. Ο Έντελ τόλμησε να ανοίξει το ένα του μάτι, στρέφοντάς το προς το μόνο μέρος όπου είχε πρόσβαση το βλέμμα του, τον ουρανό. Αυτό που είδε τον άφησε με ανοιχτό το στόμα: αντί για γαλάζιο, το χρώμα του ουρανού ήταν πορτοκαλοκόκκινο, δίχως σύννεφα και δίχως κάποια εμφανή πηγή φωτός. Τεντώνοντας τον λαιμό του προς τα πάνω, διέκρινε σκούρους καπνούς να αναβλύζουν από όλες τις κατευθύνσεις και κάτι φλεγόμενο φάνηκε να εκτοξεύεται, να διαγράφει ένα ημικύκλιο και να πέφτει στον ορίζοντα.
Ο Σάντριγκορ είχε χλομιάσει. «Δράκοι, Έντελ. Δράκοι», ψέλλισε. «Είναι κοντά... και...», παρατήρησε με δυσπιστία, «...πονάνε;»
«Πιο πολύ από μας;» έκανε ο γέρος τρίβοντας τους μώλωπες που είχαν σχηματιστεί στα χέρια του. Γνώριζε την ικανότητα του φίλου του να νιώθει την παρουσία διάφορων πλασμάτων που βρίσκονταν στην περιοχή και δεδομένου πως η εν λόγω περιοχή ονομαζόταν 'Χώρα των Δράκων', δεν περίμενε να δει Γοργόνες και Μονόκερους. «Πονάνε όμως... γιατί;», ξεστόμισε τις σκέψεις του δυνατά.
«Σε λίγο θα σας πάνε στα κελιά σας», ακούστηκε μια μπάσα αντρική φωνή από τα αριστερά τους, που φαντάζονταν ανήκε σε κάποιον από τους Νεραϊδοφρουρούς της μπροστινής άμαξας. «Μην αντισταθείτε. Θα μάθετε τα καθήκοντά σας, όπως ορίστηκαν εδώ και χρόνια από την Αρχόντισσα Τιτάνια-»
«...και τον Άρχοντα Όμπερον;», τον διέκοψε μια άλλη, εξίσου άγνωστη αντρική φωνή. Για λίγα δευτερόλεπτα επικράτησε ησυχία και μετά ένα 'μπαπ' και μια πνιχτή κραυγή πόνου.
«Ησυχία σκουλήκι!», κραύγασε η πρώτη φωνή και συνέχισε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα: «Θα φυλάτε τους αιχμαλωτισμένους Δράκους και θα τους φέρεστε όπως ορίζουν οι κανονισμοί που θέσπισαν οι Δαμαστές. Αλλιώς... θα τιμωρηθείτε. Χειρότερα από τα ερπετά», ολοκλήρωσε κι ένα σαρδόνιο χαμόγελο μπορούσε σχεδόν να ακουστεί στον τόνο της φωνής του.
Ο Έντελ είχε παγώσει στη θέση του. Ώστε για αυτόν το λόγο εξορίζουν εδώ τη Ραβάννα...
Αντάλλαξε ένα βλέμμα με τον Σάντριγκορ.
«Να κάνει κακό σε ζωντανό πλάσμα;», απόρησε ο Καλικάντζαρος,
«Για μια Ιέρεια του Φεγγαριού θα είναι μαρτύριο», ξεφύσηξε ο Άνθρωπος και καταράστηκαν και οι δυο την ίδια στιγμή τη Βασίλισσα Τιτάνια.
---
Είσαι δυνατή... θα τα καταφέρεις... το Φεγγάρι θα φωτίσει το δρόμο σου...
Η Ραβάννα δέχτηκε με ευγνωμοσύνη τα λόγια που σκέφτηκε, ή άκουσε στο νου της, χωρίς να είναι σίγουρη αν η φωνή ήταν δική της ή κάποιου άλλου. Στο φορτωμένο με μίσος χαμόγελο του φρουρού, εκείνη χαμογέλασε γαλήνια με τη σκέψη της προστασίας της Θεάς.
«Ώστε εδώ στέλνετε τους αντιφρονούντες», είπε ψυχρά. «Να βασανίζουν ζώα, για να γίνουν ζώα». Χαμογέλασε ξανά με την εξοργισμένη έκφραση του φρουρού, που ήταν γνωστό σκυλάκι της Τιτάνιας εδώ και χρόνια και καθόλου ανεκτικός στο να του πηγαίνουν κόντρα. Δεν είχε όμως τη δικαιοδοσία να βλάψει τη Ραβάννα, αυτό θα ήταν από δω και στο εξής δουλειά των Φυλάκων της Χώρας των Δράκων, όχι του ίδιου. Και ήταν βέβαιη, το γεγονός αυτό του έσπαγε τα νεύρα ακόμα περισσότερο.
«Φύγε τώρα. Τέλειωσε το καθήκον σου», του είπε και του γύρισε την πλάτη, προχωρώντας ήρεμα προς τους Φύλακες που περίμεναν εκείνη και τους άλλους δυο κρατούμενους. Μπορούσε σχεδόν να αισθανθεί το ηλεκτρισμένο βλέμμα που της έριξε εκείνος και άκουσε καθαρά τη βρισιά που ψέλλισε εναντίον της.
Μακάρι τ' αστέρια να του δείξουν την αλήθεια, σκέφτηκε η Νεράιδα και κούνησε το κουρεμένο της κεφάλι πέρα-δώθε. Περήφανα, συνέχισε το δρόμο της.
---
Ο Ατσίδας πήρε μια βαθιά εισπνοή και την άφησε να φύγει αργά, προσπαθώντας να ηρεμήσει τα νεύρα του. Οι εντολές του ήταν να πάει μέχρι τη Χώρα των Δράκων, να αφήσει τις προμήθειες για τους Φύλακες και τους κρατούμενους και να φύγει σαν κύριος ακριβώς μετά. Αμ βέβαια.
Τον παράτησαν εδώ να τακτοποιήσει τα φαγητά, ενώ εκείνο το χαμένο ο Ντέλβελ καβάλησε την άμαξά του κι έγινε καπνός. Μα φυσικά, φέρνουμε τους κρατούμενους και μόλις μας κάτσει η ατμόσφαιρα λιγάκι βαριά, την κάνουμε. Πολύς καπνός, πολλά ουρλιαχτά, κάτσε, έχει και Δράκους εδώ..; Ο Νεράιδος αναστέναξε ξανά και άφησε στην άκρη τις ελπίδες του για ζεστή κολοκυθόσουπα και αφήγηση παραμυθιών στον άρρωστο πιτσιρίκο του. Τώρα μόνο πατάτες, σκόρδα, μακριά πράσινα αφτιά -κάτσε, τι...;;;
Ένα σκούξιμο και ένα δυνατό τράνταγμα τον έκαναν να αφήσει το... πράγμα που κρατούσε και να κάνει αρκετά τρομαγμένα βήματα προς τα πίσω.
«Πρόσεξε που βάζεις τα χέρια σου, φιλαράκο!», φώναξε το πλάσμα, εμφανώς τσατισμένο και έσιαξε το κοντό λαδί γιλέκο του με επιμέλεια. Από δίπλα του αναδιπλώθηκε ένα ακόμη άτομο, αυτή τη φορά περίπου στο ύψος του Ατσίδα, με λευκό μούσι, μελιά μάτια και ένα ελαφρύ λουμπάγκο.
Μάλιστα. το είδαμε και τούτο.
«Τι κάνουν ένας Άνθρωπος και ένας... εεε...»
«Καλικάντζαρος, χάρηκα κυριούλη», τον βοήθησε ο Σάντριγκορ. Ο Ατσίδας φάνηκε να κολλάει για μια στιγμή και μετά το πήρε πάλι απ' την αρχή.
«Ποιοι είστε;» ρώτησε με σαστισμένο ύφος που σε κλάσματα δευτερολέπτου έγινε καχύποπτο. Μην έχοντας άλλο τρόπο να προστατεύσει τον εαυτό του, μουρμούρισε ένα μικρό νεραϊδοξόρκι και τα χέρια του φωτίστηκαν ασημένια.
«Ώωωπα!», έκανε ο Έντελ και σήκωσε τα χέρια του μπροστά του. «Δεν είμαστε επικίνδυνοι. Ούτε κακοποιοί. Απλά... χαθήκαμε».
Ο Ατσίδας τον κοίταξε δύσπιστα.
«Χαθήκατε. Ανάμεσα σε σακιά με φαγητό. Στη Χώρα των Δράκων;», είπε, μισοκλείνοντας τα μάτια. Μήπως ήταν κατάσκοποι των Τζέργκα; Ιδιαίτερα ο κοντός θα μπορούσε να είναι από δαύτους, η μόνη περιγραφή που είχε ακούσει ο Ατσίδας ήταν 'άσχημοι και οξύθυμοι'. Ο παππούλης βέβαια δεν φαινόταν και τόσο κακός...
«Πεινούσαμε πολύ και ψαχουλεύαμε εδώ τα καλούδια σας», προσπάθησε να τον ηρεμήσει ο Σάντριγκορ, που δεν έχασε την ευκαιρία να αρχίσει να μασουλάει ένα μήλο από τη διπλανή κούτα.
«Α, ώστε κλέβατε κιόλας!», απάντησε αγανακτισμένα ο Ατσίδας, αλλά η άδεια κοιλιά του ίδιου γουργούρισε με κατανόηση για τους δυο περίεργους τύπους. Έσβησε το ξόρκι του, κοίταξε δεξιά και αριστερά και ρώτησε πιο μαλακά: «Που πηγαίνετε;»
Ο Έντελ πήρε το λόγο, πλησιάζοντας λιγάκι πιο κοντά στο Νεράιδο. «Ψάχνουμε την εγγονή μου, κύριε. Χάθηκε κάπου εδώ εξαιτίας ενός αποτυχημένου ξορκιού τηλεμεταφοράς... και γι' αυτό τολμήσαμε εγώ και ο φίλος μου να έρθουμε σε αυτό το καταραμένο μέρος. Η οικογένεια είναι πολύ σημαντική κι αξίζει να παίρνουμε ρίσκα για να την προστατεύουμε...» Η φωνή του χάθηκε στο τέλος, καθώς μέσα στα ψέματα έλαμψε η αλήθεια.
Ο Ατσίδας τον άκουσε με προσοχή. Ένας σύμμαχος των Τζέργκα δεν θα μιλούσε ποτέ έτσι και εξάλλου, αν έτρεχε κάτι ύποπτο αυτός σίγουρα θα το ψυλλιαζότανε· δεν του βγήκε το παρατσούκλι του τζάμπα.
«Εντάξει», τους είπε, στρίβοντας το λαχανί του μουστάκι. «Πάρτε λίγο φαγητό και φύγετε γρήγορα. Ξέρω μόνο πως προς τα εκεί είναι οι καταυλισμοί των κρατουμένων, και από την άλλη τα κελιά των Δράκων, τίποτα άλλο».
«Αυτό είναι αρκετό. Ευχαριστούμε πολύ κύριε», είπε με ευγνωμοσύνη ο Έντελ και σκούντηξε τον Σάντριγκορ για να τελειώνει με το μήλο του.
Τελικά πληρώνομαι ιδιαίτερα λίγο για αυτή τη δουλειά, σκέφτηκε κατσουφιασμένα ο Ατσίδας και τους άνοιξε ένα κουτί με ψωμάκια.
---
Ακόμα και μετά την σχετική συζήτησή τους στην άμαξα, το ξάφνιασμα τους έπιασε απροετοίμαστους όταν είδαν πως με εξαίρεση τους Νεράιδους που τους οδήγησαν στη φυλακή, η ομάδα των φρουρών που τους υποδέχθηκε αποτελούνταν εξ ολοκλήρου από Τζέργκα. Ένας από αυτούς τούς πλησίασε με αργά βήματα.
«Μπα, μπα, μπα... τι έχουμε εδώ; Κι άλλα άθλια αποβράσματα του Νοβέλιαν που θα συνδράμουν τους Δαμαστές στο έργο τους», είπε με ύφος χαιρέκακο και γεμάτο έπαρση. Παρά την υποτιθέμενη θέση ισχύος τους, οι Φύλακες στάθηκαν χωρίς να βγάλουν μιλιά, αφήνοντας τους φυλακισμένους εντελώς εκτεθειμένους στον εχθρό.
Ο Αρράγκ πάντα περηφανευόταν που αν και ούτε πανύψηλος, ούτε τόσο φουσκωτός όσο οι ελίτ πολεμιστές του Σάιτρους, μπορούσε να αναγκάσει Δράκους και κρατούμενους να εξαρτόνται από τις διαταγές του καλύτερα απ' τον καθένα.
«Για να δούμε με τι έχουμε να κάνουμε... Χμ... ένας καθηγητάκος της συμφοράς, μία Ανιχνεύτρια...», άρχισε να λέει και οι εξόριστοι που κατονόμασε (ακόμα και η Ανιχνεύτρια, της οποίας η ευθύτητα είχε μείνει πίσω στην άμαξα) ζάρωσαν από φόβο σαν τους πλησίασε και η σκιά του πέρασε από πάνω τους. «...και... ω! Η περίφημη Αρχιέρεια της Σελήνης», κατέληξε περνώντας μπροστά κι από την τρίτη εξόριστη, που φάνηκε να τράβηξε την προσοχή του. «Ή καλύτερα, η πρώην Αρχιέρεια», συμπλήρωσε ειρωνικά στρέφοντας το βλέμμα του κατευθείαν πάνω της. Αντί να τρέμει, όπως οι άλλοι δυο, η Νεράιδα τον κοιτούσε κι αυτή κατάματα, το βλέμμα της ψυχρό κι αγέρωχο. Το πρώτο πράγμα που αυτός θα διόρθωνε πάνω της. «Έμαθα πως ήσουν άτακτο κορίτσι κι έδειξες, λέει, ασέβεια κι ανυπακοή στη βασίλισσά σας», είπε κι έκανε ένα ακόμη βήμα μπροστά. «Ελπιζω να μην έχεις σκοπό να κάνεις τα ίδια και σ' εμένα, γιατί οφείλω να σε προειδοποιήσω πως εδώ δεν περνάν αυτά. Αυτό το όμορφο προσωπάκι... θα φάει χώμα», πρόσθεσε και σε μία στιγμή ο αντίχειρας και ο δείκτης του βρέθηκαν στο πηγούνι της, γυρίζοντας ελαφρά το πρόσωπό της προς το μέρος του.
Έχοντας έρθει πολλές φορές αντιμέτωπη με τέτοιου είδους εκφοβισμούς κατά τη διάρκεια της θητείας της ως ιέρειας, η Νεράιδα μπροστά του ήξερε πώς λειτουργούσαν άτομα σαν αυτόν και δεν θα επέτρεπε στον εαυτό της να σκύψει το κεφάλι μπροστά στις γελοιότητες ενός ακόμα νταή. Ωστόσο η περιττή προσοχή και το ασεβές, ανατριχιαστικά λάγνο βλέμμα του, που είχε τραβήξει δίχως να το θέλει δεν της ήταν διόλου αρεστά. «Τελειώσανε οι συστάσεις;», ρώτησε με φωνή κουρασμένη, αλλά σταθερή ακόμα, ενώ με μία ήρεμη, και απόλυτη κίνηση έπιασε κι απομάκρυνε το χέρι του. «Μπορούμε τώρα να πάμε στα κελιά μας;»
Οι συνάδελφοί του, που τον γνώριζαν καλά, θα περίμεναν από τον Αρράγκ μια τεράστια έκρηξη θυμού από αυτή της την άφοβη στάση. Άλλωστε ο κατ' ουσίαν διευθυντής της φυλακής, ο αυτοαποκαλούμενος Αρχιδαμαστής ήταν ξακουστός σε όλο το Ντερένθ-Όνγκε για την τάση του να πηγαίνει από το ήρεμο στο εξοργισμένο μέσα σε δευτερόλεπτα. Ωστόσο, αυτός την κοίταξε και χαμογέλασε αδικαιολόγητα με ένα ίχνος εντυπωσιασμού στα μισόκλειστα μάτια του. «Μπορείτε», είπε ψύχραιμα κι έκανε νόημα στους φρουρούς να τους πάνε στα κελιά τους. «Σαν στο σπίτι σας, φίλοι μου!», τον άκουσαν οι τρεις Νεράιδες να φωνάζει, όταν πια είχε μείνει πίσω τους. «Ξεκουραστείτε απόψε, πάρτε δυνάμεις... γιατί από αύριο σας περιμένει μία καινούρια ζωή... κι αμφιβάλλω αν θα σας αρέσει».
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top