Κεφάλαιο 22
Κεφάλαιο 22
«Λόλι! Μίλα μου... ξύπνα...». Ένιωσε τη φωνή του να γδέρνει απελπισμένα το λαιμό του. Τα μάτια του ήταν κλειδωμένα με τα γυάλινα δικά της, άψυχα διακοσμητικά στο πρόσωπο ξύλινης κούκλας. Μην αντέχοντας άλλο το θέαμα, απέστρεψε το βλέμμα του απ' την ακίνητη κοπέλα στους τέσσερις γιγάντιους κρυστάλλινους λίθους που την περικύκλωναν, ο καθένας στέλνοντας πάνω της λάμψη διαφορετικού χρώματος· κίτρινο, μπλε, κόκκινο, μωβ. Κοίταζε μέχρι να μην μπορεί να διακρίνει τα χρώματα, μονάχα τη συνδυασμένη, θανατηφόρα τους ακτινοβολία που τον τύφλωνε. Με μια δυνατή κραυγή, έκλεισε σφιχτά τα μάτια του και όλα μαύρισαν.
---
Ένα γέλιο πήγαζε από κάπου μακριά και το εφιαλτικό όραμα του Έντι αντικαταστάθηκε από το εξίσου αντιπαθητικό θέαμα ενός κοκκινοτρίχικου Ξωτικού που χαμογελούσε σαρδόνια. «Ζει ή πέθανε το πουλάκι; Ούτε το ίδιο δεν γνωρίζει...», ψιθύρισε, παρατηρώντας το αγόρι πίσω από μάτια μισόκλειστα, σαν σχισμές. Ο Έντι ένιωθε όντως σα μικρό, ανήμπορο πουλί μέσα σε κλουβί κι ανοιγόκλεισε πολλές φορές τα μάτια του για να διώξει τις ψεύτικες εικόνες της νεκρής αδερφής του. Δεν έφερε καμιά αντίρρηση στο πειραχτικό σχόλιο του Πουκ, έφερε απλά την παλάμη του στο βρεγμένο του μάγουλο και σκούπισε τα δάκρυα που είχαν κυλήσει δίχως να το καταλάβει.
«Φύγε...», έκανε αδύναμα και το Ξωτικό πήρε μια παραξενεμένη έκφραση, σαν να περίμενε κάτι άλλο, ίσως κάποιο αξιολύπητο κρώξιμο· σίγουρα όχι την παραίτηση που λέκιαζε τη φωνή του αγοριού.
«Τόσο ίδιος, μα τόσο διαφορετικός από την Κρυστέλ...» ακούστηκε μια ήρεμη, μα ισχυρή φωνή που έκανε και τους δυο να αναπηδήσουν. «Όπως το χαμομήλι από τη μαργαρίτα. Χρήσιμος, όπως και να 'χει...». Ο Πουκ με ένα σβέλτο πήδημα σαν του σκίουρου βρέθηκε μεμιάς δίπλα στον Αφέντη του.
«Νομίζετε, Άρχοντα Όμπερον; Σε λίμνη, θάλασσα ή αγρό, ο Πουκ πιο αδύναμο πουλάκι δεν βρήκε απ' αυτό...», είπε το Ξωτικό, εμφανώς σαστισμένο.
Ο Όμπερον ρουθούνισε υποτιμητικά, χωρίς να του ρίξει ούτε ένα βλέμμα. «Με αμφισβητείς, άφτερο αερικό;», ήταν το μόνο που βγήκε από το στόμα του και ο Πουκ έγινε καπνός σε δευτερόλεπτα, σαν να γνώριζε πού θα κατέληγε αυτή η συζήτηση.
Αυτό όμως ούτε καν το παρατήρησε ο Έντι, το βλέμμα του οποίου ήταν καρφωμένο στην επιβλητική μορφή που στεκόταν, ή μάλλον αιωρούνταν- μπροστά του· έμοιαζε πολύ με τις περιγραφές για τον Βασιλιά των Νεραϊδών, Όμπερον, που του έκανε η γιαγιά του στις ιστορίες της, σαν να τον περιέγραφε όντως από τη μνήμη και όχι τη φαντασία της. Τα διάφανά του φτερά με τη γκρίζα τους λάμψη σκέπασαν την πλάτη του όπως ένας μανδύας σαν προσγειώθηκε και τα σκοτεινά κυανά του μάτια ατένιζαν αγέρωχα προς τον Έντι, χωρίς όμως να κοιτάζουν ακριβώς αυτόν. Οι πρώτες σκέψεις του αγοριού ήταν ότι το πλάσμα μπροστά του ήταν κάτι πολύ ανώτερο -ή έστω πολύ διαφορετικό- από αυτόν και αδυνατούσε να το κατανοήσει πλήρως· όπως και το ότι τα παραμύθια της γιαγιάς Σενίτ χρωμάτιζαν τη λάμψη των φτερών του ως 'καθαρό ασημί, όπως το φεγγαρόλουστο μονοπάτι που δεν σε αφήνει να χαθείς', όχι ως μουντό γκρίζο σαβανόπανο. Ίσως, μεγάλη γυναίκα, να έκανε και λάθος. Για κάποιο λόγο, παρ' όλη την ταραχή του, εκείνη τη στιγμή αισθανόταν μια ανεξήγητη γαλήνη να απλώνεται μέσα του, σαν να είχε ο Ξωτικοάρχοντας τη δύναμη να του επιβάλλει τη συναισθηματική κατάσταση της αρεσκείας του.
Ένα μαλακό χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη του Όμπερον για την επιτυχία του ξορκιού του και με σιγανή φωνή, που απλωνόταν όμως σε όλο το δωμάτιο, είπε: «Δεν με ευχαριστεί να σου πλέκω εφιάλτες και ονείρατα δυσοίωνα, θνητό αγόρι. Δε γελάω με τον πόνο σου, όπως ο υπηρέτης μου...» Χαμογέλασε ξανά, και ο Έντι ένιωσε το τσίμπημα μιας λαχτάρας που είχε καιρό να τον επισκεφτεί: η γλυκιά και σίγουρη παρουσία ενός πατέρα. Κούνησε το κεφάλι πέρα-δώθε, απορώντας με τον εαυτό του. Φίλε, πόσο μακριά φαίνεται το σπίτι τώρα. «...είναι όμως για το καλό όλων μας».
Σ' αυτό, το αγόρι έριξε ένα κλεφτό, ένοχο βλέμμα στον Όμπερον, σαν παιδί που είχε κλέψει τα μπισκότα από το ντουλάπι, γιατί δεν μπορούσε να φανταστεί πώς μια τέτοια κατάσταση θα ήταν καλή για αυτόν και για την αδερφή του. «Η αδερφή μου... βρίσκεται στα Εκτός, σωστά;», ρώτησε με τρεμάμενη φωνή, αναφερόμενος στους άλλους Τόπους της Μυθυφηλίου, όπως είχε μάθει να τους αποκαλεί.
Ο Νεράιδος έγνεψε. «Η Λορελάι κίνησε ν' αναζητήσει τους Μαγικούς Κρυστάλλους και να γίνει μία Κρυστέλ, όπως η γιαγιά σας, η Σενίτ. Φαίνεται πώς οι αποτρεπτικοί λόγοι της μητέρας σου δεν πτόησαν το ανήσυχο πνεύμα της. Πλέον εσύ είσαι ο μόνος ικανός να την βοηθήσει». Πριν προλάβει το αγόρι να ρωτήσει πού τα ήξερε όλα αυτά, παρατήρησε με την άκρη του ματιού του πως η αύρα του πλάσματος είχε γίνει ακόμα πιο δυνατή κι ο Ξωτικοάρχοντας είχε στρέψει το σκοτεινό του βλέμμα απευθείας πάνω του. «Η πανίσχυρη μαγεία του Ονειρονήματός μου με βοήθησε να δω ποιος στ' αλήθεια είσαι. Εσύ, Έντελ, μου δείχνεις πράγματα που δεν θα μπορούσα να γνωρίζω αλλιώς... πράγματα που γεύομαι κι αξιοποιώ, όπως οι μέλισσες το μέλι και υφαίνω το νήμα του μέλλοντος... Εσύ, θνητό αγόρι, θα μου δείξεις πού είναι η Λορελάι και πώς θα τη βοηθήσουμε στον ευγενικό σκοπό της. Είδες, ξέρεις πως χρειάζεται τη βοήθειά σου».
Ο Έντι είχε μείνει άφωνος και σκέφτηκε πως πρέπει να αποτελούσε ιδιαίτερα αστείο θέαμα με τα γουρλωμένα του μάτια και το στόμα που έχασκε. Εγώ... με τέτοιο χάρισμα; Ικανός; Ο μόνος ικανός να βοηθήσει τη Λόλι; Μα... πώς;
Έχει σημασία το 'πώς';, σαν να του ψιθύρισε μια φωνούλα μέσα του. Έστρεψε το πρόσωπό του στον Όμπερον και είπε:
«Είναι... είναι όντως-»
«Νεκρή; Όχι. Αλλά υπάρχουν ψήγματα αλήθειας στα ονείρατά σου. Μιας αλήθειας που δεν θα επιθυμούσα για εσάς τους δύο, Έντι. Μπορούμε να την αποτρέψουμε τούτη την αλήθεια, Το μόνο που ζητώ είναι να μ' εμπιστευθείς», τον διέκοψε ο Νεράιδος, ανοίγοντας τα χέρια του διάπλατα με συμπόνια. Μονάχα που το πρόσωπό του φαινόταν τώρα διαφορετικό, με φιλικά γαλάζια μάτια να λαμπυρίζουν και ένα σγουρό, καστανό μούσι να τυλίγει τα μάγουλά του· τα φτερά είχαν εξαφανιστεί και ένα ζεστό κόκκινο, καρό πουκάμισο είχε πάρει τη θέση τους. Ήταν λίγο μετά την ανατολή και η κουζίνα των Ω'Λάρενς λαμποκοπούσε στον πρωινό ήλιο, η μυρωδιά του κέικ που ψηννόταν στο φούρνο και του τσαγιού που άχνιζε γέμιζε τον αέρα. Ο μικρός Έντι έσκασε ένα διάπλατο χαμόγελο και έτρεξε χαρούμενος στην αγκαλιά του αγουροξυπνημένου πατέρα του, που μόλις και πρόλαβε να καταπιεί την πρώτη γουλιά από τον καφέ του. Η Λόλι γέλασε με το 'μαϊμουδάκι' που σκαρφάλωνε με ευκολία στο στήθος του πατέρα τους και ζέστανε τα χέρια της στην κούπα με το τσάι βανίλια που είχε μόλις τελειώσει. Τα καστανά της μάτια συναντήθηκαν με τα μελιά του Έντι πίσω από την πλάτη του άντρα και εκείνος τα ανοιγόκλεισε χωρίς να το καταλάβει. Μπροστά του στεκόταν για μια ακόμη φορά το πλάσμα του παραμυθιού που τον είχε απαγάγει -όχι, όχι, που τον βοηθούσε, που θα βρίσκαν μαζί την αδερφή του με το γλυκό της γέλιο και την αγάπη της για το τσάι βανίλια και τις συμβουλές της και τους θυμούς της και τις ζεστές της αγκαλιές μετά από φοβιστικές ταινίες- χαμογελώντας μέσα στη σταχτιά του λάμψη.
«Σε ευχαριστώ, Έντελ», είπε και του γύρισε την πλάτη, και εκείνος βυθίστηκε άξαφνα σε έναν ήρεμο ύπνο χωρίς όνειρα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top