Κεφάλαιο 20
Κεφάλαιο 20
«Μα... μα τι στο καλό συμβαίνει!;», απαίτησε να μάθει ο Έντι, σαστισμένος απ' την περίεργη φάτσα του τυπά, αλλά και τον εξίσου περίεργο χώρο, που έμοιαζε με έναν συνδυασμό μαγεμένου δάσους και φυλακής (το κομμάτι της φυλακής σαφώς προερχόμενο από τα κάγκελα γύρω του). «Τι είναι αυτό το μέρος; Ποιος είσαι εσύ; Γιατί μ' έφερες εδώ; Είσαι-»
«Τς, τς, τς, τς, τς! Πολλές ερωτήσεις κάνεις», έκανε ο τυπάς, δήθεν αποδοκιμαστικά. «Αν το 'ξερα πως τόσο θα φαφλάτιζες, θα σ' είχα φιμώσει πριν σ' απαγάγω».
«Θα φαφλά... τι; Κάτσε, κάτσε, κάτσε! Δηλαδή μ' έχεις... απαγάγει; Και μου το λες έτσι; Στα μούτρα!;»
«Α, είσαι έξυπνο πουλί», μουρμούρισε περιπαιχτικά ο άλλος. «Μα όπως ίσως έχεις ακούσει να λένε, το έξυπνο πουλί... από τη μύτη πιάνεται!», συνέχισε με ένα τσιριχτό γέλιο και το αγόρι έκανε πίσω, καθώς ένα τσούρμο λαμπερά πουλιά πετάχτηκαν από το χέρι του Ξωτικού ίσια πάνω του, κελαηδώντας ενοχλητικά. Ο Έντι κάλυψε τη μύτη του, φοβούμενος μην την τσιμπήσουν, αλλά μόλις ένα από αυτά τον άγγιξε, διαλύθηκε μεμιάς σε κόκκους νεραϊδόσκονης που έπεσαν κάτω, ενώ τα υπόλοιπα έκαναν δυο-τρεις σβούρες γύρω απ' το κεφάλι του, προτού γίνουν νεραϊδόσκονη κι αυτά. Ο Έντι κοίταξε φοβισμένος και ταυτόχρονα ενοχλημένος το πλάσμα απέναντί του, που εξακολουθούσε να γελάει υστερικά με τη φάρσα που είχε κάνει.
«Τι έγινε, μικρό πουλάκι; Φοβόμαστε ένα Νεραϊδάκι;», έκανε με μια περιπαικτικά μωρουδίστικη φωνή το Ξωτικό κι ο Έντι σκέπασε αυτή τη φορά τα αυτιά του. Από όλα τα πλάσματα που μπορεί να υπήρχαν στον κόσμο αυτό, έπρεπε να τον απαγάγει το συγκεκριμένο; Τόσα ωραία σενάρια απαγωγής και διάσωσης είχανε γραφτεί για τα βιβλία, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση και το δικό του το σκριπτ να είναι από τα πιο γελοία!; Το αγόρι αναστέναξε βαθιά με την εγγενή κακοτυχία του και έστρεψε πάλι το βλέμμα του στον υπερβολικά ευδιάθετο απαγωγέα του· ήταν πλέον κάτι παραπάνω από σίγουρος πως αυτό το πλάσμα δεν ήταν ανθρώπινο, κρίνοντας από τα μυτερά του αυτιά, τη μικρή του διάπλαση και το απόκοσμο φως που είχε μόλις χρησιμοποιήσει για να τον κοροϊδέψει. Δίκιο είχε η γιαγιά..., σκέφτηκε ο Έντι και είπε ένα 'μπράβο' στον εαυτό του που πάντοτε πίστευε αυτά που του έλεγε η γιαγιά του, παρ' όλες τις αμφιβολίες και τη γκρίνια που ακολουθούσαν απ' τη μάνα του. Εκείνος και η αδερφή του απλά απορροφούσαν σαν σφουγγάρια τις αφηγήσεις της αγαπημένης τους γιαγιάς Σενίτ για τους άλλους Τόπους που υπήρχαν και συνδέονταν με τον δικό τους· τις Νεράιδες, τις Δρυάδες, τους Καλικάντζαρους και τόσα άλλα...
«...φαίνεται δε θέλει να ακούσει, κοιτάξτε τώρα τι κατάρα θα τον λούσει...», ήταν το μόνο που πρόλαβε να ακούσει ο Έντι προτού ένα δυνατό 'μπαπ' τον τραβήξει από τους συλλογισμούς του και τον μεταφέρει σε μια απόλυτη ησυχία. Το γεγονός του φάνηκε περίεργο και έπιασε διστακτικά τα αυτιά του, τρίβοντάς τα μήπως και τεθούν πάλι σε λειτουργία· αυτό που ήρθε σε επαφή με τα δάχτυλά του όμως δεν ήταν δέρμα, αλλά γούνα! Με μια έντρομη ψηλάφηση συμπέρανε πως τα αυτιά του έμοιαζαν πλέον με λαγού, ή γαϊδάρου. Σαν να είχε αισθανθεί την ανάγκη διευκρίνισης του είδους και χαμογελώντας αντιπαθητικά από το ένα ως το άλλο μάγουλο, ο ξωτικοτυπάς μετέτρεψε με ένα άγγιγμά του τον κορμό μπροστά του σε γυάλινο καθρέφτη, αποκαλύπτοντας στον Έντι τη μεγαλοπρεπή νέα του μορφή. Ο έφηβος κόντεψε να λιποθυμήσει όταν αντίκρυσε τα καφετιά αυτιά λαγού να ξεπροβάλουν στη θέση των ανθρώπινων.
«Λοιπόν, εσύ κόφ' το, εντάξει; Δεν είναι αστείο», του φώναξε θυμωμένα.
«Σου το είπα και πριν, καλό μου πουλάκι, είναι ξεκαρδιστικό! Δεν προσέχεις τον Πουκ όταν μιλάει...», απάντησε το πλάσμα σχεδόν κλαίγοντας από τα γέλια.
Ο Έντι κοντοστάθηκε και ξέχασε προς στιγμή το θυμό του· αυτό το όνομα το θυμόταν, θα πρέπει να το είχε ακούσει σε κάποιο παραμύθι... «Τον... ποιον...;», έκανε σαστισμένα.
Το Ξωτικό σταμάτησε να γελάει και ακόμα με δάκρυα στα καστανόμαυρα μάτια του, πήρε ένα πονηρό ύφος και εμφανίστηκε σε κλάσματα δευτερολέπτου στο εσωτερικό του κελιού, ακριβώς απέναντι από τον Άνθρωπο. «Μπράβο», ψιθύρισε. «Το βρήκες! Εγώ είμαι που γυρνάω τις νύχτες και κάνω χωρατά. Εγώ είμαι που κάνω κόλπα έξυπνα για να γελάει ο Όμπερον, όταν χλιμιντρίζω σαν φοράδα γκαστρωμένη, ή τρομάζω τις όμορφες κοπέλες στα χωριά, ή λάθος δρόμο δείχνω τη νύχτα στους διαβάτες*...» είπε και ο Έντι, χωρίς να αμφιβάλει καν για το αν του έλεγε αλήθεια, με παραπάνω κουράγιο απ' όσο ένιωθε πως είχε, ρώτησε πνιχτά:
«Εσύ είσαι που έκλεψες και την αδερφή μου;».
Ο Πουκ έμοιαζε να γυροφέρνει την ερώτηση στο εύστροφό του μυαλό. «Αδερφή, αδερφή... δυο μωράκια δίδυμα πήρα από την κούνια τους εψές το βράδυ, για τον Αφέντη μας ακόλουθοι πιστοί να γίνουν... αλλά αγόρια και τα δυο... Μπα, στην λίστα μου η μικρή δεν είναι», έκανε και ξαναγύρισε στη σκανδαλιάρική του διάθεση μετά από αυτό το ξεκαθάρισμα.
«Η Λόλι είναι είκοσι-τριών χρονών, δεν είναι μωράκι. Κι εξαφανίστηκε εδώ και μια βδομάδα. Σκέψου λιγάκι παραπάνω!», απάντησε ο Έντι, χαρούμενος που είχε ξαφνικά το πάνω χέρι στη συζήτηση. Ή τουλάχιστον, έτσι νόμιζε.
«Αα... για την Κρυστέλ μιλάει το πουλάκι... και έκανε τον Πουκ να αμφιβάλλει για την καλή του τη δουλειά...», είπε το Ξωτικό με ένα πλατύ χαμόγελο. Ξαφνικά, έμεινε ακίνητος και την επόμενη στιγμή μεταφέρθηκε σαν καπνός έξω από το κελί. «Έντι, Έντι, πες 'γεια σου' στον Αφέντη...», ακούστηκε η γελαστή φωνή του σαν να την είχε αφήσει πίσω του.
Το αγόρι ξεροκατάπιε και έμεινε να κοιτάζει την ψηλή, μαύρη φιγούρα που ερχόταν προς το μέρος τους, τυλιγμένη σ' ένα μαύρο σύννεφο, ώσπου ζαλίστηκε κι έπεσε. Στη στιγμή, η φάτσα του Πουκ έγινε από χαζοχαρούμενη, τρομοκρατημένη, καθώς ο Νεράιδος που ξεπρόβαλε μέσα απ' το σύννεφο, τον κοίταξε απαιτώντας εξηγήσεις.
«Εεε... ί-ίσως να χτύπησε λιγάκι το κεφάλι του στο δρόμο. Δε μπορούσα να τον κουβαλήσω καλά μοναχός μου», προσπάθησε να δικαιολογήσει τη λιποθυμία του Έντι, αλλά ο Αφέντης του συνέχισε να τον κοιτάει βλοσυρά. «Εεε... ίσως, ίσως να του έκανα και μερικά μαγικά κολπάκια, χιχι... για να τον καλωσορίσω!»
«Το βλέπω», μονολόγησε ο Όμπερον, παρατηρώντας τα λαγουδίσια αυτιά που ακόμα δεσπόζανε στο κεφάλι του λιπόθυμου αγοριού. «Εξαφάνισε αμέσως αυτές τις αηδίες και στο εξής τέρμα τα μαγικά κολπάκια σ' αυτόν».
«Στις διαταγές σας!», απάντησε ο Πουκ με μια βαθιά υπόκλιση και τα αυτιά του Έντι έγιναν πάλι κανονικά. «Αλλά προς τι όλο το σούσουρο. Επειδή είναι αδερφός της Κρυστέλ;»
«Ακριβώς, καλέ μου Πουκ, που θέλεις όλα να τα μαθαίνεις, επειδή είναι αδερφός της Κρυστέλ», απάντησε με ελαφρύ σαρκασμό ο Όμπερον. «Δεν μπορώ να βασίζομαι μόνο στην Τιτάνια. Ήδη η Κρυστέλ έβγαλε τις χειροπέδες της, έτσι η Τιτάνια έχασε τα ίχνη της κι αμφιβάλλω αν μετά την Ένωση των Κρυστάλλων, οι διαταγές της θα έχουν κάποια αξία για το κορίτσι... σε αντίθεση με το καλώς έχειν του μικρού της αδερφού. Διαισθάνομαι όμως και κάτι ξεχωριστό σε τούτο 'δώ τ' αγόρι...», συνέχισε κι ανοίγοντας τα χέρια του, έκανε γκρίζες κλωστές να εμφανιστούν και πάλι μπροστά του. «Ίσως ο νεαρός Έντελ να αποδειχθεί πολύ πιο χρήσιμος απ' ό,τι φανταζόμασταν...»
---
«Λοιπόν, ποιοι είναι αυτοί οι 'Άλλοι';», ρώτησε η Λόλι τον Υρζούλ. Ο νεαρός Φύλαρχος την κρατούσε απ' το μπράτσο, για να τη βοηθήσει να κινηθεί πιο εύκολα μέχρι να αναπληρώσει τις δυνάμεις της.
«Παλιά ήταν σαν εμάς», της είπε με έναν αναστεναγμό. «Τότε είχαμε μόνο μία φυλή, η Ακβέλια ήταν η πόλη όλων μας. Ζούσαμε καλά, μέχρι που ξαφνικά... κάποιοι από εμάς άρχισαν να αλλάζουν. Γινήκανε πλάσματα πολεμοχαρή, κανίβαλοι που λατρεύουν τη φουρτούνα και τον καρχαρία περισσότερο από το νηνεμία και το δελφίνι».
«Είναι φριχτό», αναφώνησε η κοπέλα. «Μα πώς έγινε αυτό;»
«Κανείς δεν ξέρει, κανείς δεν μπορεί πια να θυμηθεί. Ίσως τα Πνεύματα να θέλησαν να μας τιμωρήσουν για τα λάθη μας». Σε άλλη περίπτωση, η Λόλι θα είχε στριφογυρίσει τα μάτια της σε μια τέτοια δήλωση, αλλά βλέποντας τη λύπη στα δικά του μάτια, δεν το τόλμησε. «Το Μαύρο Πετράδι ήταν κάποτε ευλογία για το λαό μας, μα τώρα πια είναι η κατάρα που μας ανάγκασε να ζούμε κυνηγημένοι στα ερείπια και να βλέπουμε τα αδέρφια μας να μας πολεμούν με λύσσα, μόνο αυτό μπορώ να πω», συνέχισε ο Υρζούλ. «Εσύ κι ο υπηρέτης σου θα πρέπει να προσέχετε πολύ», πρόσθεσε κοιτάζοντάς την κατάματα. «Όπως δίχασε εμάς, μπορεί να διχάσει κι εσάς τους δυο».
«Μην ανησυχείς για εμάς», τον διαβεβαίωσε η Λόλι χαμογελώντας φιλικά. «Και μην ανησυχείς ούτε για εσάς. Σου ορκίζομαι ότι θα βάλω τα δυνατά μου να σταματήσει αυτός ο πόλεμος. Θα σας βοηθήσω όσο μπορώ». Μπορεί να μην είχε πλήρη επίγνωση του βάρους του όρκου που μόλις πήρε, όμως η Λόλι εννοούσε κάθε της λέξη με όλη της την καρδιά, κάτι που ο Υρζούλ κατάλαβε και της χαμογέλασε κι αυτός με ευγνωμοσύνη.
Εν τω μεταξύ, ο Ντάζεϊλτον που τόση ώρα τους κοιτούσε να κολυμπούν αγκαζέ και να μιλούν μεταξύ τους, είχε γίνει καταπράσινος. Για κάποιο λόγο, η σκέψη ότι η Λόλι χαμογελούσε σε κάποιον άλλον, ότι του έδινε προσοχή τού ήταν ξαφνικά πολύ ενοχλητική. Βέβαια, δεν την αδικούσε: παρά την ατημέλητη εμφάνιση, ο Υρζούλ ήταν δυνατός και γενναίος και διοικούσε με αποφασιστικότητα μια ολόκληρη φυλή, δεν ακολουθούσε απλά τις εντολές της μητέρας του. Ξεφυσώντας θυμωμένα με τις ίδιες του τις σκέψεις, ο Νεράιδος μετακίνησε τη φούσκα προς το μέρος τους, ώσπου αυτοί τον πρόσεξαν και σταμάτησαν την κουβέντα τους για να δουν τι τους ήθελε.
«Λόλι, θέλω να βγω από 'δώ μέσα», είπε στην κοπέλα με ανυπόμονο παιδιάστικο ύφος, που ήταν σίγουρος ότι τον έριξε ακόμα χαμηλότερα στα μάτια της, απ' ό,τι σίγουρα βρισκόταν ήδη.
Η κοπέλα όμως τον κοίταξε με κατανόηση και συμφώνησε, το ίδιο κι ο Γοργόνος, που τους πρότεινε να μιλήσουν στον Ζαλ-Ταλέν. Έπειτα πρότεινε στη Λόλι να χαλαρώσει και να προετοιμαστεί μέχρι το απόγευμα, που θα ξεκινούσε το ταξίδι της, προτού την ευχαριστήσει για ακόμα μια φορά.
«Είναι πολύ καλός ο καημένος», σχολίασε η Λόλι, όταν ο Γοργόνος έφυγε.
«Ναι... πολύ καλός», είπε ο Νεράιδος μέσα από τα σφιγμένα του δόντια, κάτι που έκανε τι Λόλι να τον κοιτάξει ερωτηματικά.
«Τι; Είπα κάτι κακό;»
«Τίποτα», της απάντησε, μη θέλοντας να δώσει παραπάνω έκταση. «Απολύτως τίποτα».
---
Στη μικρή υποβρύχια πλατεία κυριαρχούσε σιωπή. Πολύς καιρός είχε περάσει από τότε που τα παιδιά της Ακβέλιας αποχαιρέτησαν έναν ήρωα κι ακόμα περισσότερος από τότε που ένιωσαν την ελπίδα να σαλεύει στην καρδιά τους. Ίσως βάσιζαν πάρα πολλά σ' αυτή τη νεαρή γυναίκα, ίσως τα Πνεύματα τους έδιναν μια στιγμή αναπνοής προτού τους τιμωρήσουν ξανά και βυθιστούν ολοκληρωτικά στο σκοτάδι, όπως οι Άλλοι.
Η πορτοκαλιά φλόγα τρεμόπαιζε στα δάχτυλα της Λόλι και φώτιζε αλλόκοτα το πρόσωπό της. Η κοπέλα είχε το βλέμμα καρφωμένο στο συγκεντρωμένο πρόσωπο του Ζαλ-Ταλέν, που εκείνη τη στιγμή την έντυνε με την Προστασία των Πνευμάτων του Ωκεανού. Κάτι πιο επείγον όμως στριφογύριζε στο νου της και επιχείρησε να διακόψει ευγενικά τον σεβάσμιο γέροντα. «Ε... συγγνώμη... μήπως θα γινόταν...», άρχισε και εκείνος κατευθείαν έστρεψε τα θολά του μάτια προς την κατεύθυνση της φωνής της· προφανώς χρειαζόταν απόλυτη ησυχία για να υφάνει επιτυχώς την προστασία. Δεν μίλησε, μόνο περίμενε να συνεχίσει η Λόλι την πρότασή της.
«Ε, θα μπορούσαμε να... ελευθερώσουμε κάπως και το φιλ- τον υπηρέτη μου;», έκανε η κοπέλα, δείχνοντας με τον αντίχειρά της τον Ντάζεϊλτον που καθόταν μαζεμένος στη φούσκα του σκιτσάροντας και περιμένοντας να τελειώσουν τα διαδικαστικά. Στην αναφορά του ονόματός του, κοίταξε ξαφνιασμένος από τη ζωγραφιά του προς τη Λόλι. «Είναι χρήσιμος, όπως είδατε... και τον θεωρώ φίλο μου. Δεν μπορώ να τον σέρνω σε μια φούσκα σαν κουτάβι», συνέχισε η Άνθρωπος και σώπασε. Ο Σαμάνος δεν έδειξε να αντιδράει στη δήλωσή της (ούτε καν στη λέξη 'κουτάβι') και φάνηκε για μια ακόμα φορά χαμένος στη σκέψη του, ή σαν να ακούει φωνές από γύρω του.
«Υπάρχει ένας τρόπος, μου λένε... αλλά επικίνδυνος, νεαρή Κρυστέλ», κατέληξε με την σκουριασμένη του φωνή. Η Λόλι σήκωσε το ένα φρύδι, όπως συνήθιζε, και σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος.
«...δηλαδή;», ρώτησε.
«Θα πρέπει η αναπνοή σου να δεθεί με τη δική του... το Πνεύμα του Αέρα θα σας κρατά μαζί στην ίδια παλάμη και αν λιγοστέψει η ζωή από τον ένα θα λιγοστέψει κι από τον άλλον», είπε ο γέροντας και ξέμπλεξε ένα ιριδίζον κοχύλι από τα φυλαχτά στη μέση του.
«Εντάξει», έκανε η Λόλι χωρίς να το σκεφτεί ιδιαίτερα πολύ, καθώς προτιμούσε το ρίσκο αυτό από το να μην μπορεί ο Ντάζεϊλτον να προστατέψει τον εαυτό του, ή να την βοηθήσει.
«Είσαι σίγουρη, Λόλι;», ακούστηκε από πίσω η μαλακή φωνή του Nεράιδου ο οποίος φαινόταν να απορεί.
«Είμαστε σε αυτό μαζί, έτσι δεν είναι;», απάντησε ρητά η κοπέλα, γυρνώντας το κεφάλι προς το μέρος του χαμογελώντας. Ο Ντάζεϊλτον χαμογέλασε και αυτός κι ένιωσε μια ζεστασιά να απλώνεται στο στήθος του.
«Πολύ καλά», έκανε γνέφοντας ο Ζαλ-Ταλέν. «Άκουσε προσεκτικά, κόρη μου...»
---
«Οκέι... θα είμαι ειλικρινής... όταν είπατε ότι η αναπνοή μου πρέπει να δεθεί με τη δική του... δεν είχα ακριβώς αυτό στο μυαλό μου», παραδέχτηκε μια ξαφνιασμένη Λόλι, έχοντας μόλις ακούσει αυτό που ο γερο-Γοργόνος είχε τουλάχιστον την διακριτικότητα να της πει στο αυτί.
«Λυπάμαι, αλλά μόνο έτσι γίνεται», επιβεβαίωσε το φόβο της εκείνος και η Λόλι ξεροκατάπιε και κολύμπησε προς τη φούσκα του Ντάζεϊλτον, αβέβαιη για το πώς θα έπαιρνε ο συνταξιδιώτης της τα νέα.
---
«Τι πράγμα!;», ξεφώνισε ο Ντάζεϊλτον και τα μάγουλά του έγιναν ευθύς κατακόκκινα σαν παπαρούνες.
«Μ-Μην το παίρνεις τόσο σοβαρά», προσπάθησε να τον ηρεμήσει η Λόλι. «Ούτε εγώ πετάω τη σκούφια μου, αλλά ο Σαμάνος λέει ότι έτσι μόνο γίνεται η σύνδεση με το Πνεύμα του Αέρα».
«Ν-Να φιληθούμε; Ό-Ό-Όχι, όχι, όχι... αυτό δ-δεν μπορεί να γίνει εδώ, ό-όχι με αυτόν τον τρόπο, όχι τώρα!», τραύλισε ο Νεράιδος φανερά ταραγμένος.
«Καλά, πώς κάνεις έτσι;», ρώτησε η κοπέλα, που έβρισκε την αντίδρασή του κάπως υπερβολική. «Δεν έχεις ξαναφιλήσει κορίτσι;», ξαναρώτησε, κάνοντάς τον να κοκκινίσει ακόμα περισσότερο.
«Ε-Εγώ...; Φυσικά!», αποκρίθηκε αυτός λίγα δευτερόλεπτα μετά. «Φυσικά κι έχω ξαναφιλήσει κορίτσι! Ό-Όχι μόνο ένα κορίτσι, πολλά κορίτσια! Πάρα πολλά κορίτσια! Και μάλιστα... μου είπαν ό-ότι είμαι πολύ καλός σ' αυτό. Ναι, έτσι μου είπανε», ολοκλήρωσε πασχίζοντας να ακουστεί όσο πιο πειστικός γινόταν.
Η Λόλι ανοιγόκλεισε μια-δυο φορές τα μάτια της. «Ωραία, τότε δεν θα 'χεις πρόβλημα να με φιλήσεις. Εκτός αν... σου είναι τόσο δυσάρεστο επειδή είμαι εγώ», του απάντησε, βγάζοντας και λίγη από την δική της ανασφάλεια στο τέλος.
«Όχι, Λόλι!», βιάστηκε να την διαβεβαιώσει εκείνος. «Απλά... μου ήρθε λίγο ξαφνικό, αυτό είναι όλο».
«Ναι κι εμένα το ίδιο!», του είπε με κάποια ανακούφιση. «Αλλά δε γίνεται αλλιώς, τι να κάνουμε; Λοιπόν; Είσαι έτοιμος;»
Ο Νεράιδος κατάπιε το φόβο του και της έγνεψε να τον πλησιάσει, ενώ παράλληλα πλησίασε κι ο ίδιος το πρόσωπό του στη μεμβράνη της φούσκας ώσπου την ακούμπησε. Η Λόλι κρατούσε σφιχτά το κοχύλι που της έδωσε ο Ζαλ-Ταλέν, καθώς πλησίασε και εκείνη τη μεμβράνη. Η αμηχανία που ένιωθε ήταν μεγάλη, αλλά τουλάχιστον έβλεπε στα μωβ του μάτια ότι κι αυτός αισθανόταν το ίδιο, γεγονός που την έκανε να νιώθει καλύτερα. Αποφασίζοντας τελικά να κλείσει τα δικά της μάτια, πήρε μια ανάσα και πλησίασε τα χείλη της στα δικά του. Την ίδια στιγμή, η φούσκα ανάμεσά τους έσπασε κι ο Ντάζεϊλτον τραντάχτηκε, από την ξαφνική αίσθηση του νερού. Η Λόλι τύλιξε αμέσως το δεξί της χέρι γύρω απ' τον λαιμό του, συγκρατώντας τον ενώ τα χείλη τους έσμιγαν πια χωρίς εμπόδιο ανάμεσά τους. Η κοπέλα προτίμησε να μην ανοίξει καθόλου τα μάτια της, ξέροντας ότι θα έβλεπε τα δικά του διάπλατα και κάτι τέτοιο θα την απέτρεπε. Συνέχισε να τον φιλάει, το φιλί της δυνατό, σαν να του έδινε πνοή. Στην ουσία, αυτό έκανε. Κι όμως, αν δεν ήταν τόσο προσηλωμένη, θα καταλάβαινε ότι ο Νεράιδος είχε ηρεμήσει στα χέρια της κι αν τελικά τον κοιτούσε, θα έβλεπε πως είχε κλείσει κι εκείνος τα μάτια του, χαμένος σε τούτη την πρωτόγνωρη αίσθηση. Πέρασαν λίγες στιγμές μέχρι να σιγουρευτεί η Λόλι ότι μπορούσε να σταματήσει. Έχοντας σχεδόν ξεμείνει από ανάσα η ίδια, έκανε προσεκτικά πίσω, αφήνοντας τον Νεράιδο απροετοίμαστο για μια τόσο σύντομη διακοπή. Όταν και οι δύο ξανάνοιξαν τα μάτια τους, το ιριδίζον κοχύλι άστραφτε ακόμα περισσότερο και ο Ντάζεϊλτον πλέον ανέπνεε κανονικά, χωρίς τη φούσκα.
«Ααα», αναφωνούσαν κάποια από τα πιτσιρίκια γύρω τους, ενώ κάποια ήταν κρυμμένα πίσω απ' τους γονείς τους για να μην βλέπουν. Οι γονείς πάλι έδειχναν πολύ πιο σοβαρή και διακριτική στάση στο θέαμα.
«Απίστευτο», ψέλλισε σαν μαγεμένος. «Εεε... δηλαδή το να αναπνέω στον βυθό! Και το κολύμπι! Ώ-Ωραίο πράγμα το κολύμπι! Είναι σαν να πετάς», συνέχισε, προσπαθώντας να κάνει μια κομψή σβούρα, που μόνο κομψή δε βγήκε και κατέληξε με τα πόδια πάνω και το κεφάλι κάτω, σαν να έκανε κατακόρυφο. Η Λόλι χαχάνισε αμήχανα και πρόσεξε τον Υρζούλ, που τους έκανε νόημα να ξεκινήσουν.
«Έλα, ερωτιάρη, πάμε τώρα και θα κάνεις αργότερα τις πιρουέτες σου», τον πείραξε και τον βοήθησε να σταθεροποιηθεί για να πάνε προς τον Φύλαρχο, που θα τους οδηγούσε μέχρι εκεί που μπορούσε, όπως τους υποσχέθηκε, προτού επιστρέψει στο λαό του, για την περίπτωση που θα έκαναν ξανά επίθεση οι Άλλοι.
---
«Τρα-λα-λα-λα-λα/Τρέξε μακριά/Στο δάσος να κρυφτείς/Ο λύκος φτάνει ευθύς...» άρχισε να σιγοτραγουδάει η Λόλι, κερδίζοντας ένα χαχανητό από τον Νεράιδο, ο οποίος ακόμα μάθαινε να κολυμπάει χωρίς να πηγαίνει δεξιά και αριστερά, αλλά ευθεία. Ευτυχώς η παρουσία του Υρζούλ και οι συνθήκες τους είχαν βοηθήσει να ξεπεράσουν γρήγορα την περίεργη εμπειρία που έζησαν πριν λίγο.
«Δεν θα 'πρεπε να' ναι 'στα φύκια να κρυφτείς, το τέρας φτάνει ευθύς';», είπε και η κοπέλα έκανε πως συλλογιζόταν την πρότασή του σοβαρά.
«Ισχύει», κατέληξε, «Ας παρατήσουμε το επάγγελμα του κυνηγού κρυστάλλων κι ας γίνουμε ράπερ».
«Να γίνουμε τι;», ρώτησε παραξενεμένος ο Ντάζεϊλτον.
«Ράπερ... είδος τραγουδιστή που κάνει ρίμες», απάντησε η Λόλι, συνειδητοποιώντας ξαφνικά πως δεν βρισκόταν στον κόσμο των Ανθρώπων.
«Α, μάλιστα. Εμείς έχουμε τους αλάαντις, που σκαρφίζονται αστεία στιχάκια για τα παιδιά και τα αφήνουν στα παράθυρά τους τη νύχτα πριν τα γενέθλιά τους... συνεννοημένοι με τους γονείς φυσικά».
«Τι γλυκό!» αναφώνησε η Λόλι, ενθουσιασμένη. «Θα μου άρεσε να γίνω κι εγώ αλάαντις, μέσα σ' όλα τα άλλα».
«Κρυστέλ, ηρωίδα, συγγραφέας, ράπερ και αλλάαντις, δηλαδή», χαμογέλασε ο Ντάζεϊλτον, ο οποίος είχε μάθει μερικά παραπάνω πράγματα για την κοπέλα ενώ κολυμπούσαν σχεδόν άσκοπα μέσα στο βυθό, τραβώντας προς την κατεύθυνση προς την οποία έλαμπαν περισσότερο οι παλάμες της Λόλι· πράγμα που σήμαινε πως η κοπέλα έπρεπε κάθε τρεις και λίγο να σηκώνει τα χέρια και να τα απλώνει μπροστά της για να ελέγξουν την λάμψη, το οποίο ήταν ιδιαίτερα αστείο.
Εκείνη τη στιγμή, τα ρεύματα αναταράχτηκαν άγρια και ένα βουητό άρχισε να ακούγεται από κάπου πίσω τους. Ξαφνιασμένοι οι δυο ταξιδευτές έκαναν μια μανούβρα για να κοιτάξουν προς τα πίσω (η Λόλι σταθεροποιώντας τον Ντάζεϊλτον, να μη φύγει από την άλλη) ερχόμενοι αντιμέτωποι με ένα τεράστιο κοπάδι θαλάσσιες χελώνες που κολυμπούσαν αργά αλλά σταθερά προς το μέρος τους. Ο Νεράιδος γούρλωσε τα μάτια του και πιάστηκε από το μπράτσο της Λόλι, ενώ εκείνη έμεινε να χαζεύει τις χελώνες με ένα μεγάλο χαμόγελο απλωμένο στο πρόσωπό της. Προτού προλάβουν να τραβηχτούν στο πλάι, οι χελώνες τους είχαν ήδη φτάσει και αγνοώντας τους εντελώς, τραβούσαν το δρόμο τους ίσια μπροστά. Με την αίσθηση πως τα αγαπημένα της καρτούν στην τηλεόραση έβγαιναν αληθινά, η Λόλι άπλωσε το χέρι και πιάστηκε από το καβούκι μιας χελώνας που περνούσε από μπροστά της, τραβώντας και τον άμοιρο τον Ντάζεϊλτον μαζί της.
«Δεν είναι καλή ιδέα αυτόοοοο!», φώναξε εκείνος, προσπαθώντας να σκαρφαλώσει στην τεράστια χελώνα πίσω από την κοπέλα.
«Αντιθέτως!», απάντησε εκείνη γελώντας. «Νομίζω πως είναι μια υπέροχη ιδέα!»
Πράγματι, πέρα από το ότι οι ήρωές μας επέστρεψαν πάλι στην παιδική τους ηλικία κι ακόμα και ο Ντάζεϊλτον χαλάρωσε και γελούσε με την ψυχή του, οι χελώνες ήταν ένα ιδιαίτερα αποτελεσματικό μεταφορικό μέσο. Μέσα σε λίγη ώρα είχαν διανύσει πολλά χιλιόμετρα και η Λόλι έβλεπε τις παλάμες της να λάμπουν φωτεινότερα από ποτέ. Ακριβώς τη στιγμή που γυρνούσε το κεφάλι για να εκφράσει αυτή τη διαπίστωση στο Νεράιδο, οι χελώνες σταμάτησαν όλες μαζί και με φόρα άρχισαν να πηγαίνουν προς τα πίσω. Φανερά ταραγμένες, είχαν χαλάσει τον τέλειο σχηματισμό που κρατούσαν πριν και κουνιόντουσαν άτακτα από δω κι από κει προτού καταφέρουν να πάνε ευθεία ακολουθώντας η μια την άλλη. Μέσα σε όλη αυτή την αναταραχή, η Λόλι γλίστρησε από τη χελώνα που κρατούσε και έμεινε μετέωρη μαζί με τον Νεράιδο στη μέση του βυθού ενώ τα σαστισμένα θαλάσσια όντα κολυμπούσαν με μανία προς τα πίσω.
«Μα... τι έπαθαν ξαφνικά;», αναρωτήθηκε η κοπέλα και αντάλλαξε ένα ανήσυχο βλέμμα με τον Ντάζεϊλτον. Το βλέμμα της κινήθηκε από το πρόσωπό του στα χέρια της, όπου η λάμψη άλλαζε από ανοιχτό κόκκινο σε μαύρο που ιρίδιζε και ξανά σε κόκκινο· μετά, σήκωσε το κεφάλι και έριξε μια ματιά στο τοπίο, το οποίο ήταν εμφανώς διαφορετικό απ' ό,τι πριν. Ελάχιστα πλάσματα μπορούσε να διακρίνει, και ακόμα πιο λίγα φύκια και κοράλλια, τα οποία οργίαζαν λίγες στιγμές πιο πριν στο βαθυπράσινο απογευματινό φως· πλέον ακόμα και το χρώμα του νερού ήταν πιο σκοτεινό, και η ανάσα της έβγαινε πολύ πιο δύσκολα από το στήθος της από ό,τι πριν.
«Νομίζω πως πλησιάζουμε», άκουσε την εξίσου λαχανιασμένη φωνή του Ντάζεϊλτον από δίπλα της. Αμίλητη, η κοπέλα άρχισε να προχωράει ευθεία, σαν να την οδηγούσαν τα χέρια της με τη δικιά τους βούληση. Όσο περνούσε η ώρα, το φως μειωνόταν όλο και περισσότερο, η άμμος και τα βράχια φαίνονταν σχεδόν μαύρα από κάτω και από γύρω τους και το κρύο είχε αρχίσει να γίνεται αντιληπτό και να τους τυλίγει σιγά, αλλά σταθερά. Η αναπνοή τους γινόταν διαρκώς δυσκολότερη και ο φόβος ήρθε να φωλιάσει στην καρδιά τους αναμειγμένος με την κούραση. Ξαφνικά, ήρθε στο μυαλό της Λόλι η σκέψη πως αν δεν είχε ζητήσει να από τον Σαμάνο να ελευθερώσει τον Ντάζεϊλτον, τώρα θα ανέπνεε κανονικά και δεν θα ήταν τόσο βασανιστική η πορεία της. Θυμός φούντωσε μέσα της κι από το πληγωμένο βλέμμα του Νεράιδου φαντάστηκε πως είχε πει τις σκέψεις της φωναχτά. Η έκφρασή του όμως άλλαξε από πληγωμένη σε ασυνήθιστα οργισμένη με μια τρομερή ταχύτητα και με έναν αγριωπό τόνο, που δεν θύμιζε καθόλου τον γλυκό Νεράιδο, της φώναξε: «Αν δεν με ήθελες μαζί σου, να το έλεγες! Δεν φτάνει που παράκουσα την μητέρα μου και σε βοήθησα!»
Αυτή την αδικία η Λόλι δεν μπορούσε να την ανεχτεί. Φρενάροντας απότομα γύρισε προς το μέρος του και είπε σιγανά: «Μιλάει ο προδότης που τον εμπιστεύτηκα για να με μαντρώσει και να με αλυσοδέσει σαν το ζώο». Η φωνή της έσταζε φαρμάκι, οι παλάμες τις έλαμπαν σχεδόν σαν μπλακ λάιτ και ο Ντάζεϊλτον έκανε πίσω φοβισμένος. Τα λόγια της πόνεσαν, αλλά το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί εκείνη τη στιγμή ήταν το ότι έπρεπε να πληγώσει την Άνθρωπο μπροστά του όσο μπορούσε. «Αν δεν ήταν η μάνα σου μια ξιπασμένη φασίστρια θα είχα ήδη τους κρυστάλλους... χωρίς τη βοήθειά σου!», συνέχισε η Λόλι, αυτή τη φορά ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής της.
Αυτό έκανε την υπομονή του Νεράιδου να σπάσει και σήκωσε το χέρι στο οποίο ετοίμαζε ένα ξόρκι για να της δείξει ακριβώς πως ένιωθε γι' αυτήν. Με μια κραυγή, εξαπέλυσε ένα χρυσό σύννεφο πάνω της το οποίο την σήκωσε και την έριξε πάνω σε ένα μαυρισμένο κοράλλι λίγα μέτρα μακριά· η επίθεση φάνηκε να την πιάνει απροετοίμαστη, αλλά δεν της έκανε ιδιαίτερη ζημιά και η κοπέλα πέταξε και αυτή με τη σειρά της μια πορτοκαλόμαυρη δίνη προς τη κατεύθυνση του Ντάζεϊλτον. Το κεφάλι της είχε αρχίσει να πονάει ιδιαίτερα και ζαλιζόταν, με αποτέλεσμα ο Νεράιδος να αποφύγει εύκολα την ενέργεια των κρυστάλλων κολυμπώντας προς το πλάι. Ξαφνικά ένιωσαν και οι δυο ένα ισχυρό τράβηγμα προς τα κάτω, που δεν είχε καθόλου να κάνει με τα ξόρκια που είχαν ρίξει λίγες στιγμές πριν· έντρομοι παρατήρησαν πως μια τεράστια κατάμαυρη ρουφήχτρα είχε ανοίξει κάτω από τα πόδια τους σαν στόμα τέρατος και τους τραβούσε προς το εσωτερικό της. Σαν να είχαν ξυπνήσει από κάποιο εφιάλτη, σήκωσαν το βλέμμα και κοιτάχτηκαν, ξαφνικά αναγνωρίζοντας ο ένας τον άλλο και κάνοντας την ίδια σκέψη:
Πρέπει να τον προστατέψω...
Πρέπει να την προστατέψω...
Καθώς η ρουφήχτρα τους γύριζε με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς τα κάτω, η Λόλι έβαλε όση περισσότερη από την ενέργεια των κρυστάλλων μπορούσε στα χέρια της και την έστειλε στον Ντάζεϊλτον, ενώ αυτός συλλάβιζε ένα νεραϊδένιο ξόρκι προστασίας. Πριν προλάβουν να κατανοήσουν τι είχε γίνει, βρέθηκαν ξαπλωμένοι στην απαλή άμμο και μπροστά σε ένα γιγάντιο και δύσμορφο μαύρο κρύσταλλο.
*μικρό απόσπασμά από τον μονόλογο του Πουκ, από το θεατρικό έργο «Όνειρο Θερινής Νυκτός» του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, πράξη δεύτερη, σκηνή πρώτη, σε μετάφραση Ερρίκου Μπελιέ. Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top