Κεφάλαιο 2

Κεφάλαιο 2

Ο Σάντριγκορ ο Καλικάντζαρος ήτανε πάντοτε Μέγας και Τρανός, από γεννησιμιού του. Θυμόταν με πολλή νοσταλγία τότε που είχε κατατροπώσει τις μαρσιποφόρες βδέλλες του Αστροδάσους όταν ήταν μόλις επτά χρονών (ιστορία που η μητέρα του αφηγούταν ξανά και ξανά σε κάθε νέο πλάσμα που γνώριζε)· ή πάλι, τα κίτρινά του μάτια φωτίζονταν και κορδωνόταν με υπερηφάνεια κάθε φορά που κάποιος αναγνώριζε το Σήμα των Επτά Ελάτων που στραφτοκοπούσε στο πέτο του φυλλένιου του γιλέκου.

Είμαι τελικά πολύ αλάνι, σκέφτηκε καθώς παρακολουθούσε με ένα μείγμα ευθυμίας και λύπησης την κοπέλα που προσπαθούσε να περάσει το ποτάμι. Μάλλον θα χρειαστεί να γίνω πάλι ο Ήρωας και να βοηθήσω ... ήταν η αμέσως επόμενη σκέψη όταν ένα στραβοπάτημα της φουξομάλλας απέδειξε τις αρχικές του υποψίες περί της παντελούς της αχρηστίλας.

«Επ, κοριτσάκι, μήπως θες κάνα χεράκι;», φώναξε και η Λόλι του έριξε μια εκνευρισμένη ματιά.

«Μπορώ και μόνη μου... μικρούλη!», απάντησε το κορίτσι, με τα δυο της πόδια σε ένα βράχο και τα χέρια της να ανοιγοκλείνουν στον αέρα για να κρατήσει την ισορροπία της.

«Μα έχει περισσότερη πλάκα να κάνεις τζιριτζάντζουλες με παρέα! Ξέρεις, είμαι φοβερός ηθοποιός, κορτσούδι», γέλασε ο Σάντριγκορ και έσπευσε να σώσει τη δεσποσύνη σε κίνδυνο. Με ένα εντυπωσιακό πήδημα και ένα σφύριγμα, ο Καλικάντζαρος προσγειώθηκε πάνω σε ένα καφετί βραχάκι το οποίο άρχισε ξαφνικά να κινείται! Η Λόλι γούρλωσε τα μάτια καταλαβαίνοντας πως επρόκειτο για μια τεράστια χελώνα που ερχόταν προς το μέρος της.

«Nτέι, περήφανό μου άτι!», φώναξε το πρασινωπό πλάσμα και με σβέλτους ελιγμούς έφτασε στο σημείο όπου η κοπέλα πήγαινε πίσω-μπρος επικίνδυνα.

«Ευχαριστώ», του είπε ξερά.

«Σάντριγκορ, ο Ήρωας των Επτά Ελάτων, στις υπηρεσίες σας!», απάντησε εκείνος με ένα πλατύ χαμόγελο. «Πού να σε πετάξω;»

Η Λόλι δεν μπόρεσε να μην χαμογελάσει και αυτή με τα σκέρτσα του Καλικάντζαρου, που, όπως και να 'χει, την είχε σώσει απ' το να γίνει δείπνο για τα ψαράκια του ποταμιού.

«Θέλω να πάω στην Μαγκιλάι, τη Σπηλιά των Κρυστάλλων...»

«Μάιστα, αυτό είναι μακριούτσικα... έχουμε όλο το χρόνο μπροστά μας να μου πεις τι γυρεύεις στο Σταυροδρόμι των Πυλών και τι σκαρώνει πάλι ο γερο-Έντελ...Γιατί δε με ξεγελάς, έχει βάλει κι αυτός το χεράκι του. Χωρίς παρεξήγηση, μα οι Άνθρωποι είστε πολύ βολεψάκηδες τελευταίως. Έχετε ταμπουρωθεί στον Τόπο σας κι ούτε φωνή, ούτε ακρόαση».

Η Λόλι δεν απάντησε· φαινόταν διστακτική και με το δίκιο του ο Σάντριγκορ άρχισε ν' αναρωτιέται μήπως η ερώτησή του ήταν αδιάκριτη. Δεν εξηγούνταν αλλιώς, πώς το θαρραλέο, πλην ατσούμπαλο κορίτσι που γνώρισε πριν από λίγα λεπτά, είχε ξαφνικά υιοθετήσει το ύφος της μύγας που βλέπει τη μυγοσκοτώστρα να 'ρχεται κατά πάνω της.

«Κοίτα, δεν θέλω να σε φέρω σε δύσκολη θέση, αλλά μέχρι να φτάσουμε στη σπηλιά, κάτι θα πρέπει να λέμε. Διαφορετικά θα με πάρει ο ύπνος στο τιμόνι», της είπε, κουνώντας τα χέρια του, σαν να έστριβε δεξιά-αριστερά κάποιο αόρατο τιμόνι.

Αν και βρήκε διασκεδαστικό τον τρόπο που ο μικρούλης φίλος του παππού της προσπαθούσε να την κάνει να του ανοιχτεί, η Λόλι έμεινε σιωπηλή για μερικά δευτερόλεπτα ακόμα, χαζεύοντας τα δέντρα που έφευγαν προς τα πίσω. «Τον ξέρεις χρόνια τον παππού;», ρώτησε γέρνοντας το κεφάλι της προς το μέρος του.

«Ου!», έκανε ο Σάντριγκορ. «Από τότε που ήμουν κούτσικος! Έχουμε ζήσει πολλές περιπέτειες οι δυο μας!».

«Δηλαδή, ακόμη και πριν να ενηλικιωθείς στα 44;»

«Αμέ! Πολύ πιο πριν! Κρατάει χρόνια αυτή η κολόνια! Μάλιστα, αν δεν ήταν τόσο ψηλός, θα 'χα γίνει κουμπάρος του!», απάντησε γελώντας ο Σάντριγκορ. «Μεγάλωσε ορφανός, το ήξερες αυτό, έτσι;» τη ρώτησε γυρνώντας για μια στιγμή να την δει και η κοπέλα έγνεψε. «Μια ζωή τον θυμάμαι να ονειρεύεται μια δικιά του οικογένεια. Και είναι περήφανος που τελικά τα κατάφερε. Αλλά πιο πολύ, είναι περήφανος για σένα».

«Πού το ξέρεις;», απόρησε η Λόλι.

«Ο Έντελ δεν μιλά και πολύ. Λέει λίγα πράγματα κι αυτά μόνο όταν το θεωρεί απαραίτητο. Είσαι το μόνο άτομο στο οποίο αναφέρεται συχνά όποτε μου γράφει. Σε καμαρώνει! Αλήθεια!»

«Πρέπει να είναι ο μόνος...», μουρμούρισε η κοπέλα, αποφασίζοντας τελικά να μιλήσει πιο ξεκάθαρα. «Πιστεύει ότι είμαι η επόμενη Κρυστέλ...», ανακοίνωσε νιώθοντας περίεργα που χρησιμοποιούσε τη συγκεκριμένη λέξη για τον εαυτό της. «...και μου είπε πως μόνο αν μπω στη Μαγκιλάι και καταφέρω να βγω έξω με τρεις διαφορετικούς κρυστάλλους, όπως έκανε κάποτε η γιαγιά, θα μπορέσει να βεβαιωθεί» Καθώς τελείωσε την ιστορία της, ο Σάντριγκορ γύρισε πάλι και την κοίταξε, αφήνοντας τη χελώνα να 'βάλει τον αυτόματο'.

«Αυτό είναι μεγάλη τιμή για σένα! Θα έπρεπε να είσαι χαρούμενη», είπε, αλλά τα θλιμμένα καστανά μάτια της τον έκαναν να πιστέψει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.

«Είμαι χαρούμενη», είπε η Λολι, μα η σημασία της λέξης δεν ήταν έκδηλη ούτε στη φωνή, ούτε στο ύφος της. Εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε παρά να σκέφτεται πως οι δικοί της τής έλεγαν πάντα ότι άχρηστη γεννήθηκε κι άχρηστη θα πεθάνει. Δεν κατάλαβαν ποτέ γιατί προτιμούσε να κλείνεται στο δωμάτιό της, παρέα με χαρτιά και μελανοδοχεία, αντί να κάνει κάτι 'πιο παραγωγικό', όπως χαρακτηριστικά έλεγαν. Ο παππούς της ήταν ο μόνος που την καταλάβαινε και ο μόνος που της είχε δώσει μια ευκαιρία να αποδείξει ότι αξίζει κάτι. Αλλά δεν ήταν σίγουρη για το αν θα μπορούσε να τα καταφέρει.

Η ώρα πέρασε και καθώς πλησιάζανε στην πιο πυκνή και σκοτεινή μεριά του δάσους, ο Σάντριγκορ έδειχνε όλο και πιο ανήσυχος. «Πρέπει να έχεις το νου σου», της είπε σχεδόν ψιθυριστά. «Κυκλοφορούν πολλές σκιές σ' αυτά τα μέρη. Ύποπτες σκιές, από ύποπτα άτομα. Τα μάτια σου δεκατέσσερα για τους Τζέργκα...»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top