Κεφάλαιο 19
Κεφάλαιο 19
«Μίλα, Ραβάννα... τι είναι αυτό που σε φοβίζει;» Αν αυτή, που πάντα τα έλεγε έξω απ' τα δόντια, τώρα δίσταζε, σίγουρα τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά. Ο Έντελ έτρεμε στη σκέψη ότι έπρεπε να επιμείνει και να τη ρωτήσει ο ίδιος, μα τελικά το έκανε. Και πάλι η απάντηση άργησε να έρθει και κάθε δευτερόλεπτο έκανε την καρδιά του να σφυροκοπά για την τύχη της εγγονής του.
Όμως κι η Ραβάννα φαινόταν βυθισμένη σε περισυλλογή. Έψαχνε να βρει τις κατάλληλες λέξεις για να τους δώσει να καταλάβουν πώς είχε η κατάσταση, πράγμα δυσκολότερο απ' όσο φανταζόταν. «Όπως ίσως ξέρετε, αν ένας Άνθρωπος μπει στη Μαγκιλάι, μονάχα δύο περιπτώσεις υπάρχουν να βγει ζωντανός: ή να κρατάει τρεις μαγικούς κρυστάλλους, ή κανέναν. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος»
«Για νέο μας το λες;», ξεφύσηξε ένας ανυπόμονος Σάντριγκορ κι ο Έντελ ψιθύρισε τ' όνομό του, προειδοποιώντας τον ν' αλλάξει αμέσως τροπάρι. Έτσι κι έκανε. «Εν πάση περιπτώσει, αυτά τα 'χω διαβάσει κι εγώ. Οι υποψήφιοι Κρυστέλ, το Χρίσμα της Λουμιόσας, οι τρεις δοκιμασίες που αποδεικνύουν αν είναι άξιοι, ή παρείσακτοι και λοιπά και λοιπά... Μόνο που η μικρή πήρε το εν λόγω χρίσμα από τη συγχωρεμένη, έτσι; Κι εφ' όσον τη φέρατε εδώ, σίγουρα απέδειξε την αξία της και βρήκε και τους κρυστάλλους. Άρα πού είναι το πρόβλημα;»
«Δεν καταλαβαίνετε», αποκρίθηκε αυτή κι ο τόνος της φωνής της έγινε ευθύς πιο χαμηλός. «Όταν συναντηθήκαμε και μου έδειξε τους κρυστάλλους της... ήταν μόνο δύο...»
---
Τη στιγμή που η Ραβάννα εξηγούσε, στο βυθό της Θάλασσας του Θέρεοντ, η Λόλι πανηγύριζε τον απρόσμενο θρίαμβό της με τους γοργονανθρώπους. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε νιώσει πιο σπουδαία, πιο ικανή για κάτι. Όλοι την κοιτούσαν με θαυμασμό. Τα δε παιδιά, που είχαν δει τα πάντα, την κοιτούσαν με λατρεία, καθώς μαζεύτηκαν ενθουσιασμένα γύρω της, ζητώντας αυτόγραφα, ή μια ακόμη επίδειξη 'μαγικών φώτων'. Με τόσα πιτσιρίκια να την περιτριγυρίζουν, η Λόλι ήταν στο στοιχείο της και δεν θα μπορούσε να ζητήσει τίποτα άλλο. Λάτρευε τα παιδιά και μαζί τους μπορούσε να είναι ο εαυτός της: ένα παιδί παγιδευμένο στο σώμα μιας γυναίκας, που όμως τώρα απελευθερωνόταν.
---
«Τι!;», έκαναν ταυτόχρονα ο Έντελ κι ο Σάντριγκορ.
«Είναι... αδύνατον! Ανήκουστο!», κατάφερε να πει ο δεύτερος.
«Ξέρω...»
---
Βλέποντας την να παίζει με τα Γοργονάκια, ο Ντάζεϊλτον διαπίστωσε ότι δεν την είχε ξαναδεί να χαμογελά έτσι. Το πρόσωπό της έλαμπε. Ο Νεράιδος έμεινε να τη χαζεύει για μερικά δευτερόλεπτα, αλλά ξαφνιάστηκε όταν αντιλήφθηκε πως το κορίτσι κοιτούσε κι αυτό προς το μέρος του. Αμέσως σκέφτηκε πως είχε γίνει αδιάκριτος κι έπρεπε να στρέψει το βλέμμα του αλλού, μα παρατήρησε πως η Λόλι όχι μόνο δεν είχε σταματήσει να χαμογελάει, αλλά είχε αφήσει τα παιδιά και τον πλησίαζε κολυμπώντας. Συνέχισε να την κοιτάζει αμήχανα μέσα απ' τη φούσκα, ώσπου η απόσταση ανάμεσα τους είχε μειωθεί αρκετά, ώστε να μπορούν να ακούσουν ο ένας τον άλλο.
Η Λόλι εξέπνευσε χαρούμενα και του ψιθύρισε: «Σ' ευχαριστώ». Αυτός δεν απάντησε, μόνο την κοίταξε με έκπληξη. «Αν δεν μου είχες μιλήσει, αν δεν τα είχες βάλει με το τέρας, δεν ξέρω πού θα ήμουν τώρα. Ήσουν πολύ γενναίος», είπε η φουξομάλλα κι ο Ντάζεϊλτον χαμογέλασε κι αυτός, μόλις κατάλαβε σε τι αναφερόταν. Όταν μπήκε μπροστά, εκείνη την κρίσιμη στιγμή, δε σκεφτόταν να παραστήσει τον ήρωα. Δε σκεφτόταν τίποτα πέρα απ' το να τη βοηθήσει κι ήταν ωραίο να βλέπει πως, όχι μόνο δεν του είχε θυμώσει για τον τρόπο που της μίλησε, αλλά είχε εκτιμήσει και την στάση του.
«Δεν κάνει τίποτα», είπε σιγανά. «Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω. Εξάλλου, έτσι έχω ακούσει ότι φέρονται οι φίλοι».
Η κοπέλα έσκυψε για λίγο το κεφάλι «Εγώ δεν ήμουν και τόσο καλή φίλη... να σε παρατήσω εκεί μέσα σαν χρυσόψαρο στη γυάλα... δεν ήταν τόσο ευγενικό», διαπίστωσε, όμως στη στιγμή της κατέβηκε μια ιδέα. «Έι, το βρήκα!», αναφώνησε με ενθουσιασμό. «Γιατί δεν έρχεσαι κι εσύ έξω;»
«Ε-Ε-Εγώ; Έξω; Δε γίνεται...»
«Μπορεί και να γίνεται!», επέμεινε η Λόλι ακόμα πιο ενθουσιασμένη «Αν σου δώσω τον ένα μου κρύσταλλο, ίσως να μπορείς να αναπνέεις κι εσύ στο νερό! Μη μου πεις ότι δε βαρέθηκες κλεισμένος σε μια μπουρμπουλήθρα τόση ώρα».
«Δεν... δεν νομίζω-»
«Α, σε παρακαλώ! Είμαι η Μεγάλη και Τρανή Κρυστέλ με τ' όνομα και δεν δέχομαι να μου πάει κόντρα ένας απλός υπηρέτης σαν του λόγου σου! Ορίστε μας!», φώναξε η Λόλι με δήθεν αυστηρό ύφος, αλλά αμέσως ξέσπασε σε γέλια, παρασύροντας και τον Νεράιδο να γελάσει μαζί της.
Τότε, ένα μικρό κοριτσάκι με γαλανά κυματιστά μαλλιά και κίτρινη ουρά, πλησίασε ντροπαλά τη Λόλι και τη ρώτησε: «Κυρία Κρυστέλ, κάνει ν' αγγίξω τα χέρια σας;»
Η Λόλι του χαμογέλασε γλυκά. «Φυσικά και κάνει! Και δε χρειάζεται να με λες 'κυρία Κρυστέλ'. Μπορείς να με λες Λόλι. Αυτό είναι τ' όνομα μου. Εσένα πώς σε λένε;»
«Μύραλ», απάντησε το Γοργονάκι, καθώς ψηλάφιζε με τα μικροσκοπικά του δάχτυλα τις παλάμες της Στεριανής. «Πω πω! Πριν ήταν μπλε και κίτρινο, αλλά τώρα που έφυγε το τέρας είναι κόκκινο...», σχολίασε κοιτάζοντας το φως.
«Όντως...», έκανε η Λόλι, καθώς πρόσεξε για πρώτη φορά πως η λάμψη που είχε επιστρέψει μετά από τόσες μέρες ήταν κόκκινη. Τρομαγμένη από την τελευταία φορά που είδε αυτό το χρώμα στα χέρια της, απομακρύνθηκε λίγο απ' το πλήθος και παρατήρησε προβληματισμένη τις παλάμες της. Κι όμως, δεν ήταν το ίδιο φλογερό κόκκινο που την έκανε να τρελαθεί και να χάσει τον έλεγχο των ίδιων της των κινήσεων πίσω στη σπηλιά· ήταν πολύ πιο φωτεινό, σχεδόν πορτοκαλί. Ο τρίτος της κρύσταλλος βρισκόταν κάπου κοντά και την καλούσε να πάει να τον βρει...
«...κανένας Άνθρωπος δεν μπορεί να μπει στη σπηλιά, ν' αγγίξει τους κρυστάλλους και να ζήσει. Όχι τουλάχιστον αν δε συλλέξει και τους τρεις...»
Άξαφνα, το φως άρχισε να ξεθωριάζει.
«...Η Λορελάι θα 'πρεπε να είχε πεθάνει ακαριαία με το που πέρασε την έξοδο της Μαγκιλάι, μα κατά κάποιον παράδοξο τρόπο, αυτό δεν έγινε...»
Το μόνο που μπορούσε να κάνει η κοπέλα ήταν να κοιτάει, καθώς η κόκκινη λάμψη αντικαταστάθηκε σιγά-σιγά από μια μαύρη σκιά, σαν να την είχαν εκθέσει σε υπερφωτισμό. Όταν σήκωσε τα μάτια της, το υποβρύχιο τοπίο ήταν πιο θολό από πριν και δεν μπορούσε να διακρίνει πρόσωπα. Η ανάσα της γινόταν όλο και πιο γρήγορη. Άκουσε μια αντρική φωνή να ρωτάει αν είνα καλά, μα της ήταν αδύνατο να καταλάβει ποιος ήταν. Τότε μεμιάς η μαύρη σκιά εξαφανίστηκε και η Λόλι έχασε την ισορροπία της, σπαράζοντας από τους πόνους.
«...Τι θα της συμβεί από εδώ και πέρα δε γνωρίζω. Προσεύχομαι για εκείνη μέρα και νύχτα, μα πολύ φοβάμαι πως αν δε βρει σύντομα έναν αντικαταστάτη κρύσταλλο, οι στιγμές της θα είναι μετρημένες... κι επώδυνες...»
Πολλές Γοργόνες και Γοργόνοι έσπευσαν να τη βοηθήσουν, αλλά όποιος την άγγιζε έφευγε πίσω, λες και τον τίναζε ρεύμα. Ο Φύλαρχος Υρζούλ ήταν ο μόνος που αψήφησε αυτή την ηλεκτρική αίσθηση και βαστώντας στην αγκαλιά του τη Λόλι, κολύμπησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς το μέρος του Ζαλ-Ταλέν. Ο γερο-Γοργόνος κολύμπησε κι αυτός γρήγορα, γρηγορότερα απ' όσο θα περίμενε κανείς από κάποιον με τα χρόνια του και συναντήθηκαν στη μέση.
Με τη φρίκη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, ο Ντάζεϊλτον ευχόταν ολόψυχα να είχε δεχθεί την προσφορά της Λόλι και να είχε βγει απ' αυτή την απαίσια φούσκα όταν είχε την ευκαιρία. Μετά από μερικές αφόρητες στιγμές, οι κραυγές κι οι σπασμοί σταμάτησαν και η κοπέλα έμεινε ακίνητη.
---
«Εννοείς πως η Λόλι μπορεί να...». Βλέποντας σε πόσο δύσκολη κατάσταση βρισκόταν ο παλιός του φίλος, ο Σάντριγκορ δε βρήκε το κουράγιο να ξεστομίσει την τελευταία λέξη της πρότασης. Η Νεράιδα έγνεψε αργά.
«Κοριτσάκι μου...», ψιθύρισε ο Έντελ και δάκρυσε σιωπηλά.
Η Ραβάννα τον πλησίασε. «Λυπάμαι Έντελ», είπε χαμηλόφωνα. «Πραγματικά λυπάμαι. Μα τώρα δεν είναι καιρός για δάκρυα. Είσαι ο μόνος που μπορεί να τη βοηθήσει. Ο χρόνος ο δικός μου σε αυτόν τον κόσμο έχει τελειώσει. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα πια...»
Προτού προλάβει ο γέρος να ζητήσει εξηγήσεις, μια ομάδα οπλισμένων Νεραϊδοφρουρών εισέβαλε στη μικρή σπηλιά κι άρπαξε τη Ραβάννα. Καθώς την τραβούσαν έξω, εκείνη πάσχισε να γυρίσει στον Άνθρωπο και του φώναξε απεγνωσμένα: «Βοήθησέ την, Έντελ! Μην την αφήσεις να χαθεί κι αυτή!»
---
«Κάντε όλοι πίσω! Αφήστε την ν' αναπνεύσει!» Η αυστηρή φωνή του Υρζούλ ήταν αρκετή για να απομακρύνει τους μαζεμένους γοργονανθρώπους. Όταν τελικά ένιωσε πως μπορούσε να κινηθεί άφοβα, η Λόλι σηκώθηκε σοκαρισμένη από το λείο βράχο στον οποίο την είχε απιθώσει ο Φύλαρχος. «Πρόσεξε», τη συμβούλεψε ο νεαρός Γοργόνος, φοβούμενος μήπως υποτροπιάσει.
«Μην ανησυχείς, είμαι καλύτερα τώρα», μουρμούρισε εκείνη, πιάνοντας το κεφάλι της. Κατόπιν, έβγαλε για άλλη μια φορά τους ηλεκτρισμένους πλέον κρυστάλλους από την τσέπη της. «Δεν μπορώ να καταλάβω τι γίνεται...», παραδέχτηκε στον εαυτό της. Εδώ και μέρες ήταν σίγουρη πως οι μικρές ηλεκτροπληξίες που την ταλαιπωρούσανε κατά διαστήματα, ήταν προϊόντα των δεσμών της. Τώρα όμως έβλεπε πως οι χειροπέδες την προστάτευαν από αυτές κι αφού δεν τις φορούσε πια, η ενέργεια των κρυστάλλων ήταν ανεξέλεγκτη.
Ο Ζαλ-Ταλέν, που αντιλαμβανόταν το φόβο της, αποφάσισε να λύσει τη σιωπή του. «Άκουσε, κόρη μου...», άρχισε, πιάνοντας το τρεμάμενο χέρι της και η κοπέλα τον κοίταξε με αγωνία. «...τα πετράδια της Κρυστέλ πρέπει να είναι σύμμαχοί της. Μα οι σύμμαχοί σου έχουν στραφεί εναντίον σου»
«Εναντίον μου; Για ποιο λόγο;»
«Τα Πνεύματα είναι πολύ αναστατωμένα για να με αφήσουν να δω καθαρά. Το μόνο που ξέρω είναι πως αν κι ήταν γραφτό να κρατήσεις τρία πετράδια, δύο βρίσκονται αυτή τη στιγμή στην κατοχή σου. Αυτή είναι η πηγή του πόνου σου και της μανίας τους, μα το κακό δε σταματά εκεί. Ο θάνατος σε γυροφέρνει σαν ύπουλη σμέρνα. Πρέπει να βιαστείς...»
Όση ώρα ο Σαμάνος μιλούσε, όλοι τον άκουγαν με κομμένη την ανάσα, αλλά η Λόλι έτρεμε ολόκληρη. Τα λόγια του, αν κι αινιγματικά, της ήταν απολύτως κατανοητά κι αυτό ήταν το χειρότερο απ' όλα. «Τι να κάνω;», ρώτησε σχεδόν ικετευτικά.
«Εσύ, Κρυστέλ, είσαι η τελευταία μας ελπίδα κι όμως η δική σου τελευταία ελπίδα... είναι τούτο που έφερε σ' εμάς τόσο μεγάλη δυστυχία».
Δεν χρειάστηκε ν' ακούσει τίποτα άλλο. Όσα βίωσε τα τελευταία λεπτά ήταν αρκετά για να τη φέρουν πίσω στην πραγματικότητα: αυτοί οι Γοργόνοι βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση και την είχαν ανάγκη. Κι εκείνη έπρεπε να κάνει αυτό για το οποίο ήρθε. Το μόνο που της έμενε, ήταν να βρει το ένα και μοναδικό στοιχείο που ταυτοποιούσε ο γρίφος. Κολυμπώντας αργά προς τη φούσκα του Ντάζεϊλτον, είπε αποφασιστικά στον Υρζούλ: «Φύλαρχε, οδήγησέ μας στο Μαύρο Πετράδι».
---
Από το ψηλό της μπαλκόνι, η Τιτάνια παρακολουθούσε αμίλητη τη σκηνή· η ίδια η Ζάιλα διάβαζε το βασιλικό διάγγελμα, την ώρα που η Ραβάννα στεκόταν μπροστά της με τα χέρια δεμένα. Οι πιο έμπιστοι φρουροί της βασίλισσας την είχαν σύρει ως εκεί, χωρίς κανέναν σεβασμό για το αξίωμά της. Οι εποχές που την αποκαλούσαν 'Φεγγαροφώτιστη' κι έπιναν νερό στ' όνομά της είχαν γίνει μνήμες παλιές και ξεχασμένες. Τώρα της φερόντουσαν σαν να ήταν μια κοινή εγκληματίας.
Καθώς η Βασιλική Συνοδός άρχισε να της απαγγέλει κατηγορίες περί ασέβειας στο πρόσωπο της Μεγαλειότητάς της, η Ραβάννα μπορούσε να διακρίνει την ικανοποίηση στο βλέμμα της. Προφανώς, ο εξευτελισμός της αποτελούσε την τέλεια εκδίκηση για την μικρή κακομαθημένη και τη λατρεμένη της Βασίλισσα Τιτάνια.
Στο τέλος, όταν ανακοινώθηκε επισήμως η ποινή της εξορίας, πολλές Νεράιδες από τον συγκεντρωμένο όχλο, άρχισαν να φωνάζουν «Αδικία!» και ν' αποδοκιμάζουν την απόφαση με διάφορους τρόπους. Καθώς οι φρουροί καταβάλανε προσπάθεια να σταματήσουν την αναστάτωση, η Αρχιέρεια θυμήθηκε τα λόγια της προς την Τιτάνια το προηγούμενο βράδυ: «...είτε μας αρέσει, είτε όχι, είμαστε δεμένες με την ίδια κλωστή. Αν κόψεις τη δική μου... θα κόψεις και τη δική σου». Ήδη τα έβλεπε να βγαίνουν αληθινά...
Το βλέμμα της προσγειώθηκε στις άλλες ιέρειες, που κλαίγανε στην άκρη της πλατείας. Το θέαμα έκανε την καρδιά της να πονέσει και μέσα στον καημό της συλλογίστηκε όσα της είπε εκείνος ο Καλικάντζαρος και πόσο δίκιο είχε τελικά. Είχε ξεχάσει πως έπρεπε να παραμείνει ταπεινή κι επιεικής ό,τι και να γινόταν. Είχε ενδώσει στην οργή και η δική της αλαζονεία την είχε φέρει σε αυτή τη δυσμενή θέση. Δεν άξιζε λοιπόν ούτε ένα δάκρυ να χυθεί για χάρη της. Δεν ήταν άξια να λέγεται Αρχιέρεια της Σελήνης.
Έτσι, δεν αντέδρασε σχεδόν καθόλου όταν της ξεκρέμασαν απότομα το έμβλημα, της έβγαλαν το στεφάνι και της έκοψαν τα μαλλιά μέχρι τους ώμους. Αν είχε αποτύχει στο ιερό της καθήκον, τουλάχιστον θα υπέμενε την τιμωρία της σιωπηλά και θα έμενε αλύγιστη έως το τέλος. Η τελευταίες της σκέψεις, πριν την πάρουν μακριά, ταξίδευαν στον Έντελ, στον οποίο μίλησε τόσο σκληρά, στον αδύναμο ανιψιό της, που θα βρισκόταν πλέον ολομόναχος ανάμεσα σε δύο παράφρονες γονείς και τέλος στη Λόλι, για την οποία εξακολουθούσε να προσεύχεται...
---
Η διαδικασία ολοκληρώθηκε συνοπτικά και η πλατεία ερήμωσε. Ο Σάντριγκορ κι ο Έντελ, που μέχρι πριν λίγο ήταν καλά κρυμμένοι, βγήκαν στον μεγάλο άδειο χώρο κι ένας ψυχρός αέρας τους διαπέρασε. Ο Σάντριγκορ έσκυψε και μάζεψε ένα νυχτολούλουδο που είχε πέσει απ' το στεφάνι της Ραβάννας. Η όψη του τον έκανε να νιώθει βαθιά θλίψη. Για εκείνη, για τη Λόλι, για όλα...
«Και τώρα... τι;», αναρωτήθηκε, κρύβοντας το ανθάκι στο σακούλι του. Ο Έντελ, που στεκόταν πολύ μακριά, δεν απάντησε. Μέσα σε μια μέρα είχε πάρει τόσες στεναχώριες, που δεν ήθελε να μιλήσει άλλο. Με τον αέρα για υπόκρουση, άκουσε τον φίλο του να λέει: «Δεν θα την αφήσουμε έτσι, ε;» Γύρισε και τον κοίταξε. «Πρέπει να τη σώσουμε».
«Τη Λόλι πρέπει να σώσουμε» μουρμούρισε ο γέρος. «Αυτή δεν μας έχει ανάγκη. Δεν έχει ανάγκη κανέναν».
Ο Σάντριγκορ έξυσε το κεφάλι του, προσπαθώντας να βρει κάτι να αντιτάξει. «Καλά, είναι γλωσσού, δε λέω, αλλά μας χρειάζεται, όσο τη χρειαζόμαστε κι εμείς. Παραδέξου το, φίλε, δεν έχουμε πολλές πιθανότητες να βρούμε τη Λόλι μόνοι μας...»
---
«Μην ανησυχείτε, κυρία Φλώρα. Είμαι σίγουρος ότι θα γυρίσει γρήγορα», είπε ήρεμα ο Κόουλ, προσφέροντας στην καστανομάλλα μία κούπα που άχνιζε.
«Από την προκομμένη μου όλα τα περίμενα...», είπε η γυναίκα ξεροκαταπίνοντας μια γουλιά πράσινο τσάι. «Κι ο πατέρας μου έχει την τάση να εξαφανίζεται. Αλλά ο Έντι δεν το έχει ξανακάνει ποτέ!», ολοκλήρωσε με την απελπισία έκδηλη στη φωνή της. Όχι πως ο Κόουλ πήγαινε πίσω· δεν το χώραγε ο νους του. Ο κολλητός του εξαφανισμένος στα καλά καθούμενα; Δεν ήταν ο τύπος του επαναστάτη. Αλλά ακόμα και να ήτανε, με τη μάνα του να τον έχει στα ώπα-ώπα, δεν είχε κανένα λόγο να το σκάσει. Την προηγούμενη μέρα, στο σχολείο, όλα φαίνονταν εντάξει. Τι στο καλό συνέβη στον Έντι;
Καθισμένοι στον καναπέ, απέναντί της, οι γονείς του Κόουλ είχαν την ίδια αγωνία, αλλά προσπαθούσαν να μην το δείχνουν. Ειδικά όταν η Φλώρα τους ζήτησε να συμπληρώσουν τη μισοάδεια κούπα με κονιάκ κι όχι με τσάι, φοβήθηκαν ότι δεν ήθελε πολύ για να ξανακυλήσει. Κάπως έτσι το 'χε αρχίσει και πριν τέσσερα χρόνια, τότε που έφυγε ο άντρας της...
---
Σίγουρα κανείς απ' την ομήγυρη στο σπίτι δε φανταζόταν αυτό που συνέβη στον νεαρό Έντι. Η νευριασμένη φωνή του αγοριού έβγαινε σαν βουητό μέσα από τον σάκο στον οποίο είχε την ατυχία να βρίσκεται για ώρες. «Κόoυλ, σταμάτα πια τις φάρσες! Δεν το βρίσκω καθόλου αστείο!», φώναζε καθώς ο σάκος πήγαινε δεξιά-αριστερά, σερνάμενος στο χώμα. Ευτυχώς (ή δυστυχώς, ανάλογα πώς το βλέπει κανείς), αυτή η άθλια εκδοχή του κούνια-μπέλα δεν κράτησε κι άλλο, καθώς αυτός που κουβαλούσε το σάκο αποφάσισε να τον αδειάσει καταγής, σαν να μην είχε μέσα άνθρωπο, αλλά πατάτες. Ευχαριστημένος που μπορούσε να πάρει και πάλι καθαρό αέρα, αλλά δυσαρεστημένος με τον πόνο στο πλευρό του, ο Έντι πήγε να βγει ολόκληρος μέσα απ' το τσουβάλι, όταν ένα ενοχλητικό χαχάνισμα του έκοψε τη φόρα.
Αμέσως γύρισε και είδε έναν περίεργο τυπά με ξανθοκόκκινα μαλλιά και μυτερά αυτιά να τον κοιτά με τα καστανόμαυρα ζωηρά μάτια του. «Εγώ πάλι το βρίσκω ξεκαρδιστικό!», έκανε ο τυπάς, ανήμπορος να συγκρατήσει το γέλιο του. «Και δεν με λένε Κόουλ, ανόητε Άνθρωπε!», συνέχισε κοροϊδευτικά, κλειδώνοντας την καγκελόπορτα ανάμεσα τους.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top