Κεφάλαιο 17
Κεφάλαιο 17
«Τ-Tο είδες αυτό!;», στρίγγλισε ο Ντάζεϊλτον με την απεριόριστη ανδρεία που τον χαρακτήριζε ενώ η φούσκα-μεταφορικό τους μέσο τραντάχτηκε επικίνδυνα πάνω στο πρασινογάλαζο νερό.
«Το 'δα, το 'νιωσα, γενικά δεν μ' άρεσε», απάντησε η Λόλι, εξίσου πανικοβλημένη. Γιατί πρέπει να πέφτουμε από -κυριολεκτικά- το κακό στο χειρότερο;, σκέφτηκε η κοπέλα και ξεροκατάπιε, προσπαθώντας να διατηρήσει κάποιο ίχνος από την ισορροπία της. Για μια ακόμη φορά πιάστηκε από το τρεμάμενο μπράτσο του Νεράιδου, πράγμα που είχε αρχίσει να γίνεται συνήθεια την τελευταία ώρα. Ένα ακόμα δυνατό τράνταγμα ταρακούνησε τη φούσκα τόσο πολύ, που η γυαλιστερή της επιφάνεια άρχισε να ραγίζει, σαν να ήταν φτιαγμένη από γυαλί, με αποτέλεσμα τα δυο σαστισμένα πλάσματα να πέσουν με ένα 'φλοπ!' στο μαλακό εσωτερικό της. Εκείνη τη στιγμή, κατάφεραν να πιάσουν, όχι με την άκρη, αλλά με ολόκληρο το γουρλωμένο τους μάτι, την αιτία που τους είχε διακόψει έτσι το ήρεμό τους ταξίδι. Μπροστά στο γεμάτο έκπληξη βλέμμα τους κολυμπούσε ένα ον με χρυσοπράσινο στιλπνό δέρμα, ανθρωποειδές από τη μέση και πάνω, ενώ από τη μέση και κάτω αντί για πόδια πρόβαλε μια δυνατή ουρά που έμοιαζε με δελφινιού.
Τώρα είμαστε πραγματικά σαν χρυσόψαρα στη γυάλα... αλλά στο αντίστροφο!, σκέφτηκε η Λόλι κοιτώντας αποσβολωμένα το γοργονένιο πλάσμα που γυρόφερνε με χάρη τη φούσκα τους. Φαινόταν το ίδιο σαστισμένο με αυτούς, αλλά οι κινήσεις του, κάθε χτύπημα της ουράς του και κάθε άγγιγμα της φούσκας που έκανε με τα μυώδη χέρια του ανέδυε μια σιγουριά, λες και εν τέλει να μην είχε εκπλαγεί και τόσο από την αλλόκοτη ανακάλυψή του. «Είναι σαν ιθαγενής Άνθρωπος της ζούγκλας», έκανε ο Ντάζεϊλτον με ξαφνικό αέρα ακαδημαϊκού και η Λόλι έγνεψε καταφατικά, μη σχολιάζοντας τις εντυπωσιακές γνώσεις του συντρόφου της πάνω στην Ανθρωπολογία. Πράγματι, ο άντρας-δελφίνι είχε μακριά ατημέλητα μαλλιά στο χρώμα της σκοτεινής θάλασσας, γένια μπλεγμένα με όστρακα και φύκια και ένα ύφος κυνηγημένου θηρίου· από μια ζώνη στη μέση του κρεμόταν ένα λευκό μυτερό μαχαίρι ντυμένο με πολύχρωμα κοράλλια. Με κοφτές, έμπειρες κινήσεις προσάρμοσε ένα χοντρό κιτρινωπό δίχτυ που κατέληγε σε δυο θηλιές στη ρωγμή της φούσκας και, με εκπληκτική δύναμη, περνώντας τις θηλιές στον ένα και στον άλλο του ώμο, την τράβηξε στο βυθό του ωκεανού.
«Πού μας έφερε η μαμά σου;», ψιθύρισε η Λόλι στον Ντάζεϊλτον, ο οποίος της απάντησε με ένα απελπισμένο ύφος.
«Πού να διαβάσεις και το γρίφο», έκρωξε και στήλωσε τα μάτια του στην ουρά του Γοργόνου-ανεπιθύμητου οδηγού τους. Η κοπέλα ακολούθησε το βλέμμα του και αναστέναξε.
«Να δούμε πόσα ακόμα μαγικά πλάσματα θα δω σ' αυτό το ταξίδι...», μουρμούρισε και κοίταξε ένα κοπάδι με τσιπούρες που σκόρπισαν νευριασμένες μόλις περάσαν από πλάι τους. Τσιπούρες! Να και κάτι γνωστό, σκέφτηκε κι αυτό την έκανε να νιώσει λιγάκι καλύτερα. Ο Ντάζεϊλτον σιγογέλασε, λαμβάνοντας το απορημένο βλέμμα της Λόλι κι ανασήκωσε τους ώμους του.
«Μου φαίνεται περίεργο που με θεωρεί κάποιος 'μαγικό πλάσμα'», έκανε, κοκκινίζοντας λιγάκι.
Η κοπέλα ανοιγόκλεισε τα μάτια και μετά γέλασε. «Ισχύει», είπε, «Μην το πάρεις πάνω σου όμως!» πρόσθεσε παιχνιδιάρικα.
Εν τω μεταξύ, το τοπίο έξω από την κινούμενη φούσκα είχε αρχίσει να αλλάζει. Σιγά-σιγά, αντί για σχεδόν άγονες εκτάσεις νερού και άμμου που διασχίζονταν κάπου-κάπου από κοπάδια ψαριών, άρχισαν να αχνοφαίνονται απροσδιόριστοι όγκοι, όχι άναρχα τοποθετημένοι στο χώρο, αλλά που παρουσίαζαν σημάδια αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Όσο πλησίαζαν όλο και πιο κοντά, η Άνθρωπος και ο Νεράιδος παρατήρησαν πως επρόκειτο για κάποιου είδους κολώνες, πεσμένα αγάλματα, κουφάρια μεγαλοπρεπών κτιρίων από κατάλευκο μάρμαρο και πολύχρωμα κοράλλια, τώρα ερειπωμένα και αφημένα στη μοίρα τους. Αποικισμένα πλέον από χιλιάδες οικογένειες στρειδιών, φυκιών και καβουριών, που τα 'χαν διεκδικήσει για δικό τους σπιτικό. Ο χρυσοπράσινος Γοργόνος που τους έσερνε στα βάθη του ωκεανού σταμάτησε απότομα, προκαλώντας τη φούσκα να σκουντήξει ελαφρώς στη δυνατή ουρά του. Μουρμουρίζοντας κάτι ακαταλαβίστικο, σήκωσε τα χέρια του ψηλά και τα ανοιγόκλεισε τρεις φορές τελετουργικά, δημιουργώντας ένα δρομάκι αφρού ανάμεσά τους. Ύστερα, φέρνοντας στα χείλη του ένα από τα φυλακτά που κρεμόταν στο λαιμό του, το φίλησε ευλαβικά και χωρίς να χάσει άλλο χρόνο, ζεύτηκε ξανά τη φούσκα και συνέχισε το δρόμο του. Η συμπεριφορά του θύμισε στη Λόλι πιστό που προσεύχεται μπροστά στα ιερά του σύμβολα, και αυτό την έβαλε σε σκέψεις περί της σημασίας των ερειπίων εκείνων. Δεν ήταν εύκολη υπόθεση όμως να συγκεντρωθεί, καθώς το ταξίδι τους ανάμεσα από την υποβρύχια πόλη-φάντασμα συνεχιζόταν και το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να κοιτούν τα χρώματα, τα ψάρια, τα μυστηριώδη κτίσματα εντυπωσιασμένοι.
Μετά από αρκετή ώρα, ο ακούραστος Γοργόνος φρέναρε απότομα για μια ακόμη φορά, ξαφνιάζοντας τους αφηρημένους επιβάτες της φούσκας. Χωρίς να τους ρίξει ούτε μια ματιά, έλυσε δυο κοκάλινα κρόταλα που είχε περασμένα στη ζώνη του και τα χτύπησε μεταξύ τους τρεις φορές, στέλνοντας τον μελωδικό τους ήχο να πλανηθεί στα νερά γύρω τους για αρκετές στιγμές προτού σβήσει. Με την ψυχή στο στόμα, η Άνθρωπος κι ο Νεράιδος κοιτούσαν ολόγυρα περιμένοντας να δούνε τι θα γίνει, ώσπου οι προσδοκίες τους ανταμείφθηκαν: πλάσματα που μοιάζαν στον οδηγό τους, που στην ανθρώπινη γλώσσα λέγονταν 'Γοργόνες' και στην νεραϊδένια 'Σειρήνες', άρχισαν να καταφθάνουν από κάθε κατεύθυνση, προκαλώντας μια μικρή φουρτούνα με τα δυνατά χτυπήματα των στιλπνών ουρών τους. Όλοι τους φαίνονταν ισχνοί και αναμαλλιασμένοι, με σώματα γεμάτα χαϊμαλιά, φύκια, και παράξενα τατουάζ.· Όπως και να 'χει, σκέφτηκε η Λόλι, δεν μου θυμίζουν και πολύ τις γοργονίτσες των παραμυθιών... ιδιαίτερα μ' αυτές τις λόγχες που κρατάνε! Ξεροκατάπιε και έριξε μια κλεφτή ματιά στον Ντάζεϊλτον που είχε ένα απροσδιόριστο ύφος στο πρόσωπό του.
«Λες να θέλουν να μας φάνε...;», της ψιθύρισε με αγωνία.
«Για να πούμε την αλήθεια...», έκανε η κοπέλα, εκτιμώντας τον απειλητικό τρόπο που τους προσέγγιζαν, «...είναι πολύ πιθανό».
Ο Νεράιδος σχεδόν λιποθύμησε μέσα στη φούσκα.
---
Ο Σάντριγκορ έριχνε τώρα σαστισμένες ματιές μια στον έναν και μια στην άλλη «Γνω-Γνωρίζεστε;», τραύλισε.
Χωρίς να έχει συνέλθει εντελώς από το σοκ, ο Έντελ προσπάθησε να βάλει σε τάξη το μυαλό του και να λύσει την απορία του φίλου του. «Γνωριστήκαμε πολύ παλιά, μα... είχαμε να ειδωθούμε πολλά χρόνια»
«Δέκα, για την ακρίβεια», διευκρίνησε η Ραβάννα κι ο τόνος της φωνής της έγινε πιο παγερός από πριν. «Θυμάσαι την τελευταία μας συνάντηση, Έντελ; Ή μήπως θα 'πρεπε να πω, 'Φύλακα της Κρυστέλ';» Ο Άνθρωπος ένιωσε έναν κόμπο να δένεται στο στομάχι του. Τόσο ο σαρκασμός, όσο και οι ίδιες οι ερωτήσεις της Νεράιδας του έξυναν πληγές που ποτέ δεν κατάφερε να κλείσει εντελώς.
Ο Σάντριγκορ πάλι, που δεν είχε πάρει μυρωδιά τι συνέβαινε ανάμεσα στους δύο παλιούς γνωστούς, έκανε ένα βήμα προς τη Ραβάννα κι όλο μπρίο της είπε: «Βρε μικρός που είναι ο κόσμος! Και να σκεφτείς ότι τόσα χρόνια που κάνω παρέα με το μούτρο από 'δώ, δεν έτυχε μια φορά να μας γνωρίσει! Αλλά όπως λέω πάντα, ποτέ δεν είναι αργά για ν' αναπληρώσεις το χαμένο χρόνο! Συμφωνείς κούκλα μου;». Στο τέλος της άστραψε κι ένα (κατά τη γνώμη του) ακαταμάχητο χαμόγελο κι αυτή τον κοίταξε σαν να είχε τρία μάτια κι ένα συντριβάνι στο κεφάλι του.
«Δεν καταλαβαίνω, για ποιο λόγο μας οδήγησες εδώ;»
«Τι ερώτηση! Μα φυσικά για να γνωρίσει καλύτερα εμένα! Αν και για να είμαι ειλικρινής, οι Νεράιδες δεν είναι ο τύπος μου, όμως θα μπορούσα να κάνω μια εξαίρ...» Μπορεί να του πήρε λίγη ώρα να καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, όταν όμως είδε το σοβαρό ύφος και των δύο, ο Σάντριγκορ σώπασε αμέσως.
Η Ραβάννα κούνησε δεξιά-αριστερά το κεφάλι της και μίλησε ξανά, απευθυνόμενη μόνο στον Έντελ κι απαντώντας στην ερώτησή που της έκανε. «Έπρεπε να σου μιλήσω μακριά από την περιέργεια του κόσμου».
«Δηλαδή δεν με θες καθόλου!;» τη διέκοψε μια τσιρίδα απογοήτευσης «Ούτε λίγο!;»
«Ω, σταμάτα πια!»
«Easy baby!» έκανε χασκογελώντας ο Σάντριγκορ και μαζεύτηκε στην άκρη, αφήνοντας τη νευριασμένη Νεράιδα να συνεχίσει.
«Γυρεύεις την εγγονή σου, έτσι δεν είναι;»
«Ξέρεις για-»
«Εννοείται πως ξέρω! Η Τιτάνια ανέθεσε σε μένα προσωπικά τη μεταφορά της Κρυστέλ από τη Μαγκιλάι στο Ξέφωτο. Ήθελε, βλέπεις, να σιγουρευτεί ότι θα πάρει τα... κοσμήματά της...»
Ο γέρος την κοίταξε σαν χαμένος. «Δηλαδή, θες να πεις πως η Λόλι είναι εδώ;»
Εκείνη κούνησε και πάλι το κεφάλι της. «Ήταν εδώ για περίπου πέντε ημέρες, μέχρι σήμερα το πρωί. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται κάπου στη Θάλασσα του Θέρεοντ».
---
Με την ψυχραιμία της να γίνεται ολοένα και λιγότερη και τον Νεράιδο δίπλα της να χάνει τις αισθήσεις του, η Λόλι δεν είχε πολλές επιλογές. «ΣΤΟΠ!» φώναξε με όση δύναμη είχε, πράγμα που φάνηκε να έχει αποτέλεσμα στα θαλάσσια όντα γύρω της, μιας και σταμάτησαν και την κοίταξαν με απορία. «Κάντε πίσω! Αλλιώς θα... θα...» Τι 'θα', ρε βλαμμένο; Τι 'θα'!; Τι θα τους κάνεις; Όλα τα 'χες, οι απειλές σου λείπανε!
Κόφ' το! Δε βοηθάς καθόλου!, η κοπέλα αντιμίλησε στη μικρή φωνή μέσα στο μυαλό της, που δεν ήταν άλλη από τη δική της φωνή, η οποία συνέχιζε το χαβά της.
Ναι, ε; Εγώ σου φταίω τώρα; Να μην άνοιγες τη στοματάρα σου προτού σκεφτείς! Αλλά έτσι κάνεις πάντα. Τζάμπα μαγκιά και στο τέλος κλάματα κι υστερίες!
Σου είπα να το κόψεις! Την όρεξή σου είχα, νομίζεις;
Εσύ μπορεί να μην είχες την όρεξή μου, αλλά τα ούγκανα με τις ουρές σίγουρα έχουν τη δική μας. Και καλά, εμένα δεν με σκέφτεσαι. Τον καημένο τον Ντάζεϊλτον πώς θα τον σώσεις από δαύτους; Θα τους πετάξεις τους κρυστάλλους στα μούτρα!;
Χμμμ... βασικά, αυτή δεν είναι και τόσο κακή ιδέα... αφήνοντας κατά μέρους τον εσωτερικό της διάλογο, η Λόλι έβαλε με σιγουριά το δεξί της χέρι στην τσέπη «Όπως έλεγα... κάντε πίσω! Αλλιώς θα δείτε τι θα πάθετε!», ολοκλήρωσε τη φοβερή της απειλή, παίρνοντας έναν κρύσταλλο σε κάθε χέρι, λες κι ήταν έτοιμη για πετροπόλεμο.
Αν πριν από λίγο την κοιτούσαν σαν υποψήφιο γεύμα κι αργότερα με απορία, τώρα την κοιτούσαν με δέος κι ακόμα φόβο. Αυτό ήταν το τελευταίο που περίμενε. Ουάου! Κοίτα να δεις... έπιασε, είπε μέσα της και πάνω που είχε αρχίσει να σκέφτεται τρόπους διαφυγής, μια σειρά από πνιχτές κραυγές γέμισε τον βυθό κι όλοι οι γοργονάνθρωποι έσκυψαν τα σώματα τους, σαν να την προσκυνούσαν.
Η Λόλι σήκωσε και τα δυο της φρύδια, μπροστά στο απρόσμενο θέαμα. «Ε αυτό είναι απ' τ' άγραφα...» μονολόγησε.
---
«Μα... πώς είναι δυνατόν;» ρώτησε ο Έντελ.
«Το ίδιο αναρωτήθηκα κι εγώ και τώρα απορώ με τον εαυτό μου. Αν μη τι άλλο, έπρεπε να το είχα καταλάβει πως εσύ ήσουν εκείνος που την ώθησε σε αυτή την τρέλα», απάντησε η Ραβάννα, δίχως να λογαριάζει καθόλου την αγωνία του. «Εσύ δεν της είπες να πάει στη σπηλιά;» Εκείνος έγνεψε καταφατικά. «Μάλιστα. Και φυσικά αμέλησες να της πεις τι μπορούν να της κάνουν οι κρύσταλλοι, ή... πώς πέθανε η γιαγιά της...»
Για άλλη μια φορά, ο Έντελ ξαφνιάστηκε δυσάρεστα από τα λόγια της και την κοίταξε φοβισμένος, σαν ένα άτακτο παιδί μπροστά στη μητέρα του. «Πίστευα ότι δεν έμαθες τίποτα, πέρα απ' αυτά που σου είπα εγώ», αναστέναξε ενθυμούμενος εκείνη τους τη συνάντηση, δέκα χρόνια πριν. Τότε που ήρθε να της ανακοινώσει το θάνατο της Σενίτ, αλλά δεν επεκτάθηκε σε λεπτομέρειες. Εκείνη δεν είπε κουβέντα, απλώς δάκρυσε κι αυτός πήρε το δρόμο του γυρισμού, έχοντας αποκρύψει μεγάλο μέρος των γεγονότων. Μα τώρα έβλεπε πως ήταν ανώφελο να νομίζει πως μπορούσε να της κρύψει την αλήθεια.
«Ε, λοιπόν λάθος πίστευες», του είπε κοφτά. «Μάθε ότι ήξερα τα πάντα απ' την πρώτη στιγμή. Με όσα μου είπες εκείνη τη μέρα, μου έδωσες απλά έναν ακόμη λόγο να μη θέλω να σε ξαναδώ στα μάτια μου». Όλα αυτά τα χρόνια, η Αρχιέρεια είχε προσπαθήσει να θάψει βαθιά μέσα της αυτά τα αρνητικά συναισθήματα, για το καλό το δικό της και των γύρω της. Αλλά τώρα έμοιαζαν να ξεχύνονται σαν ορμητικός χείμαρρος. «Η Σενίτ ήταν σαν αδερφή μου! Σε εμπιστεύτηκα Έντελ! Σε εμπιστεύτηκα κι εσύ αντί να την προστατέψεις, την εγκατέλειψες στην τύχη της!» φώναξε οργισμένη κι ο Έντελ τη φοβήθηκε ακόμη περισσότερο. Μπορεί εμφανισιακά να ήταν η ίδια, μα η καλύτερη φίλη της γυναίκας του, η γλυκιά και ντροπαλή Ιέρεια της Σελήνης που γνώριζε κάποτε, είχε σβηστεί στο πρόσωπό της.
«Έι, δεν έφταιγε αυτός!», έσκουξε ο Σάντριγκορ, χοροπηδώντας πάνω-κάτω στην προσπάθειά του να φτάσει στο ύψος της. «Πώς να τα βάλει με τον Σάιτρους;»
Μα η Νεράιδα έκανε πως δεν τον άκουσε και συνέχισε το κήρυγμα. «Και τώρα με την ίδια ευκολία πας να κάνεις το ίδιο και στην εγγονή σου».
«Ξέρεις πολύ καλά ότι θα έδινα και τη ζωή μου για να μην είχε γίνει αυτό που έγινε τότε», αντιμίλησε ο Έντελ, όμως ακουγόταν πολύ διστακτικός. «Μακάρι να είχα πεθάνει εγώ αντί γι' αυτήν...»
«Σ' αυτό θα συμφωνήσω!», του φώναξε. «Όλο λόγια είσαι, Ένττελ Τζεν κι εμένα αυτά δε μου λένε τίποτα! Σε θεωρώ υπαίτιο για ό,τι συνέβη στη Σενίτ και για ό,τι θα συμβεί στο κορίτσι από εδώ και πέρα. Δεν έπρεπε να ανακατέψεις τη Λορελάι σ' αυτή την ιστορία».
«Ήταν η τελευταία της επιθυμία...», μουρμούρισε ο Έντελ και η φωνή του σχεδόν δεν έβγαινε. «Και η Λόλι έπρεπε να μάθει για τις δυνάμεις της. Όφειλα να είμαι σωστός απέναντι της»
Στο άκουσμα της λέξης 'σωστός', η Ραβάννα μόρφασε. «Όταν τη σπρώχνεις στην άβυσσο χωρίς να της πεις ότι θα πέσει, δεν είσαι σωστός! Είσαι ανεύθυνος!» Μόλις τελείωσε, ο Έντελ φαινόταν ταπεινωμένος κι έτοιμος να καταρρεύσει. Δεν είχε το κουράγιο να πει τίποτα άλλο. Ευτυχώς γι' αυτόν, κάποιος άλλος το είχε...
«Δεν είδα εσύ να κάνεις κάτι καλύτερο!» Η Ραβάννα έσκυψε το κεφάλι της και κοίταξε θυμωμένα το γκόμπλιν μπροστά της, αυτό όμως δεν πτοήθηκε. «Τόση ώρα τον κατηγορείς ότι δεν προστάτευσε τη μικρή, αλλά ούτε κι εσύ το έκανες! Απ' όσο κατάλαβα, την άφησες να γίνει έρμαιο στα χέρια της αδιανόητης βασίλισσάς σας και ποιος ξέρει ποιανού άλλου!»
«Σάντριγκορ, πάψε...»
«Όχι Έντελ! Εσύ κυρά μου, είχες και τη γνώση και τη δύναμη να βοηθήσεις τη Λόλι, αλλά να που λούφαξες κι έμεινες άπραγη. Κι από πάνω έχεις το θράσος να βγάζεις την ουρά σου απ' έξω και να ρίχνεις το φταίξιμο σου αλλού! Αν, λοιπόν, αυτός είναι μια φορά ανεύθυνος, εσύ είσαι δέκα! Κάνε πρώτα λίγη αυτοκριτική και μετά μίλα!»
Στη σιωπή που επικράτησε, οι μόνοι ήχοι που ακούγονταν ήταν το πετάρισμα των πυγολαμπίδων και η θυμωμένη ανάσα του Σάντριγκορ. Ο Έντελ, που ό,τι κι αν του είχε πει, εξακολουθούσε να της έχει μεγάλο σεβασμό, δεν ήξερε τι να περιμένει από τη Ραβάννα. Όταν εκείνη μίλησε, για πρώτη φορά τα λόγια της δε χρωματίζονταν από οργή. «Μπορεί και να έχεις δίκιο...», είπε στον Καλικάντζαρο κι ένιωσε το θυμό να την εγκαταλείπει επιτέλους. «Προσπάθησα να την προειδοποιήσω, αλλά κάτι συνέβη. Κάτι που ούτε εγώ δεν μπορώ να εξηγήσω, αλλά με φοβίζει...»
---
Κι ενώ οι περισσότερες Γοργόνες και Γοργόνοι ήταν ακόμα σκυμμένοι και μουρμούριζαν μονότονα, ο ίδιος τύπος που είχε φέρει τη Λόλι και τον Ντάζεϊλτον εκεί, πλησίασε αργά τη φούσκα. «Ω, Μεγάλη και Τρανή Κρυστέλ!» είπε με βροντερή φωνή. «Μετά από τόσες δύσκολες φουρτούνες, ήρθες κοντά μας για να μας λυτρώσεις από το Μαύρο Πετράδι!»
«Παρντόν;», ήταν το μόνο που μπόρεσε να πει η κοπέλα, αλλά αυτός συνέχισε.
«Είμαι ο Φύλαρχος Υρζούλ και είναι τιμή μου να σε καλωσορίσω στην πόλη της Ακβέλιας! Επιτέλους η προφητεία των Ωκεάνιων Πνευμάτων θα εκπληρωθεί»
«Ποιος ήρθε;»
«Εσύ! Για να μας σώσεις! Εσύ δεν είσαι η Στεριανή με τους Μαγικούς Κρυστάλλους που μπορεί να πάρει μακριά το Μαύρο Πετράδι;» Η Λόλι τον κοίταξε παραξενεμένη. Κι αυτός και οι υπόλοιποι την κοιτάζανε γεμάτοι ελπίδα κι όπως έδειχναν τα πράγματα, είχαν άμεση ανάγκη από βοήθεια, αν έκρινε κανείς από την κατάσταση της πόλης τους. Με την άκρη του ματιού της, κοίταξε τον χάρτη στο πεσμένο χέρι του Ντάζεϊλτον. Πάνω στο μεταξωτό χαρτί, ήταν γραμμένος καλλιγραφικά ο γρίφος που τους άφησε η Τιτάνια.
Σαν η Αγάπη χάθηκε στης θάλασσας τα βάθη,
με τον καιρό ξεχάστηκε η πορφυρή θωριά της.
Κανείς πια για το κλέος της δεν ήθελε να μάθει.
Κανείς με σκέψεις αγαθές δε σίμωνε κοντά της.
Κύλισαν κύματα γοργά. Περάσανε τα χρόνια
κι έγινε μαύρη κι άραχνη, σαν το βαθύ σκοτάδι.
Και στους Ακβέλιους έσπειρε την άσπλαχνη διχόνοια,
που σαν να ήταν βότσαλα τους πέταγε στον Άδη.
Τώρα του Μαύρου Πετραδιού η μοίρα έχει κλειδώσει
κι ο Τόπος όλος βάφτηκε στο μελανό του αίμα.
Τη λύση μόνον η Κρυστέλ μπορεί πλέον να δώσει!
Αρκεί το κάτοπτρο να δει με πιο καθάριο βλέμμα...
Αν και λόγω των σπουδών της, ήξερε πολλά από ποίηση, εκ πρώτης όψεως, δεν έβγαζε νόημα. Αλίμονο! Τι σόι γρίφος θα ήτανε αν τον έπιανα με την πρώτη;, σκέφτηκε και κοίταξε ξανά τον Υρζούλ. Ίσως αυτός κι ο λαός του να τη βοηθούσανε να φτάσει στο στόχο της, αν τους έλεγε απλά... «Ναι. Ναι είμαι...»
Στη στιγμή, το πλήθος άρχισε να ζητωκραυγάζει, ξυπνώντας και τον Ντάζεϊλτον.
«Αυτός όμως ποιος είναι;», ρώτησε κάποιος, αγριοκοιτάζοντας τον Νεράιδο.
Η Λόλι σκέφτηκε για λίγο. «Αυτόοοος... είναι... ο υπηρέτης μου!»
«Τι λες, Λόλι;» απόρησε αυτός, μιας και δεν είχε ακόμη καταλάβει τι γινόταν.
«Σσσσς! Προσπαθώ να σε σώσω», του ψιθύρισε το κορίτσι και στράφηκε ξανά στο πλήθος «Είναι ο υπηρέτης μου και παρακαλώ να του φερθείτε καλά, γιατί είναι και βασιλικής καταγωγής, τρομάρα του!», συμπλήρωσε χτυπώντας τον ελαφρά στην πλάτη. Στη συνέχεια, οι γοργονάνθρωποι την παρακάλεσαν να έρθει κοντά τους. «Ξέρετε, εμείς οι... Στεριανοί δεν μπορούμε να αναπνεύσουμε κάτω απ' το νερό...»
«Οι κοινοί Στεριανοί όχι. Μα η Κρυστέλ μπορεί!», απάντησε ο Υρζούλ. «Αρκεί να έχει μαζί τα πετράδια της».
«Τι λε' ρε παιδί μου, σοβαρά; Αναρωτιέμαι αν το ξέρουν κι άλλοι αυτό το πράγμα», έκανε η Λόλι, αγριοκοιτάζοντας για μια στιγμή τον πρίγκιπα δίπλα της. Αυτός απλά χαχάνισε αμήχανα.
«Έλα κοντά μας, ηρωίδα μας! Και μη φοβάσαι, θα σε βοηθήσω εγώ», συμπλήρωσε ο Γοργόνος, απλώνοντας της το χέρι του.
Η Λόλι ξαφνιάστηκε. Να βγει στο βυθό; Ακουγόταν απίθανο, αλλά με την υδροφοβία της να επιστρέφει δριμύτερη, δεν ήταν σίγουρη. Βέβαια, έπρεπε να βρει τον τελευταίο κρύσταλλο και σίγουρα δεν θα τον έβρισκε, αν καθόταν όλη μέρα μέσα σε μια φούσκα. Με μεγάλη προσοχή, έβαλε τους κρυστάλλους της στη θέση τους κι έκανε να βγει.
«Λόλι! Π-Πού πας;» ρώτησε πανικόβλητος ο Ντάζεϊλτον.
«Σόρρυ Ντάζυ, αλλά αν έχω να διαλέξω ανάμεσα στο 'αιχμάλωτη των Νεράιδων' και το 'ηρωίδα των Γοργόνων', μάλλον το δεύτερο κερδίζει για λίγο...», απάντησε αυτή και με μια γρήγορη κίνηση, πιάστηκε απ' το χέρι του Γοργόνου και βρέθηκε έξω από τη φούσκα, χωρίς ωστόσο να τη σπάσει.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top