Κεφάλαιο 16

Κεφάλαιο 16

Στο Ασημένιο Δάσος σπάνια άκουγε κανείς οποιονδήποτε ήχο ξένων πλασμάτων. Ακόμα και το θρόισμα των φύλλων, καθώς περνούσαν οι διαβάτες, δεν έφτανε συχνά στα αυτιά των κατοίκων του. Απόκοσμο και τρομακτικό φαινόμενο γι' αυτούς που έτρεμαν τη σιωπή. Μα για τους άλλους, εκείνους που έβλεπαν κι άκουγαν πέρα απ' την κοινή λογική, τούτη η σιωπή σήμαινε την απόλυτη γαλήνη κι αρμονία της Φύσης, που τίποτα δεν μπορούσε να διαταράξει...

«Μη φοβηθείς να το διαβείς...» Καλά, σε αυτό το 'τίποτα' μάλλον δεν συμπεριλαμβάνονταν οι φάλτσες καλικαντζαρίστικες νότες... «...το μονοπάτι της σιωπής... Έλα Έντελ, τραγούδα! Μην είσαι ξενέρωτος!»

«Συγγνώμη που δε συμμερίζομαι το κέφι σου, αλλά σε περίπτωση που το έχεις ξεχάσει, δεν πάμε εκδρομή»

«Λες και μπορώ να το ξεχάσω. Πώς να το ξεχάσω μ' εσένα να βογκάς κάθε λίγο και λιγάκι σαν ψοφάλογο; Χωρίς παρεξήγηση, Νέμπο». Το άσπρο άλογο με τις καφετιές πιτσιλιές, που σίγουρα θεωρούσε τον εαυτό του πολύ πιο άξιο από έναν τόσο προσβλητικό χαρακτηρισμό, άσχετα αν δεν προοριζόταν γι' αυτό, χλιμίντρισε ενοχλημένα, καθώς ο Σάντριγκορ το χτύπησε φιλικά στο καπούλι. Τελικά δεν μπορούσε ν' αποφασίσει τι ήταν χειρότερο μ' αυτόν τον τύπο: να τον κουβαλάς, ή να τον ακούς;

Ο Καλικάντζαρος έστρεψε πάλι την προσοχή του στον συνταξιδιώτη του, που δεν φαινόταν να γελά καθόλου με τ' αστεία του. «Πρέπει όμως να διασκεδάσουμε κάπως την κατάσταση, αν δεν θέλουμε να μας πάρει από κάτω». Κάθε μέρα που περνούσε, η αγωνία του Έντελ τον κυρίευε όλο και περισσότερο. Κι είχαν περάσει ήδη πέντε μέρες. Βέβαια, μπορεί να έφταιγε και η επιλογή του συγκεκριμένου κομματιού. Του είχε διαφύγει τελείως του Σάντριγκορ ότι ο παλιός του φίλος πρωτοάκουσε τη φωνή της αγαπημένης του να τραγουδά το ίδιο τραγούδι, την ημέρα που τη γνώρισε, πριν από τόσα χρόνια. «Συγγνώμη μωρέ...», άρχισε να λέει απολογητικά, αφού μούτζωσε τον εαυτό του πρώτα. «Μάλλον η... εκτέλεσή μου θέλει λίιιιιγη δουλίτσα, χεχε...»

Προς έκπληξη του, ο Έντελ χαμογέλασε αχνά, δείχνοντας ότι εκτιμούσε την καλή του πρόθεση. Ο Σάντριγκορ χαμογέλασε κι αυτός και συνέχισαν το δρόμο τους χωρίς άλλα λόγια, με τον Νέμπο να καλπάζει αργά, μα σταθερά.

---

Σε λιγότερο από μία ώρα, όταν είχε πλέον ξημερώσει για τα καλά, το λαμπρό Ξέφωτο των Νεραϊδών, γνωστό στην ευρύτερη Μυθυφήλιο ως Νοβέλιαν, απλωνόταν μπροστά τους. Επιτέλους, μετά από τόση περιπλάνηση, το είχαν βρει! Αυτό βέβαια δε σήμαινε ότι τελειώσανε τα βάσανά τους, πράγμα που διαπίστωσε ο Έντελ, όταν είδε μια ομάδα Νεραϊδοφρουρών να τον αγριοκοιτάζει. Αμέσως κατέβηκε απ' το άλογο και τους εξήγησε ήρεμα πως ερχόταν ειρηνικά και χρειαζόταν τη βοήθειά τους. Από τα λεγόμενά τους, δεν άργησε να καταλάβει ότι τελικά δεν αγριοκοίταζαν τον ίδιο, αλλά τον συνεπιβάτη του...

Ήταν γνωστό ότι Νεράιδες και Καλικάντζαροι δεν είχαν πολύ καλές σχέσεις. Για την ακρίβεια, οι Καλικάντζαροι τις θεωρούσαν ξιπασμένα και υπεροπτικά όντα, που καταχράζονταν τη μαγική τους δύναμη και νόμιζαν τους εαυτούς τους καλύτερους όλων. Οι Νεράιδες από την άλλη, τους είχαν για άγαρμπους καλοπερασάκηδες του υποκόσμου, που αδιαφορούσαν παντελώς για την πνευματική τους καλλιέργεια. Και να που τώρα οι ανόητες αυτές πολιτισμικές διαφορές στέκονταν σαν ογκόλιθοι στο δρόμο τους και δεν τους άφηναν να συνεχίσουν!

Ξέροντας πόσο εύκολα μπορούσε να γίνει 'μπουρλότο' ο πράσινος φίλος του και τι φασαρία μπορούσε να κάνει, έτσι και καταλάβαινε τι τρέχει, ο Έντελ χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του, για να μην ακούσει τίποτα ο Σάντριγκορ και παρακάλεσε τους φρουρούς να τους επιτρέψουν την είσοδο. Με τα χίλια ζόρια τα κατάφερε, αλλά με έναν περιορισμό: «Ο Καλικάντζαρος δεν μπαίνει στο παλάτι», διευκρίνισε ο ένας φρουρός, χαμηλόφωνα, αλλά απόλυτα. Ο Έντελ δέχτηκε και ξανανέβηκε στο άλογο, δίχως να πει κουβέντα.

Κάπως έτσι, οι δύο φίλοι εισήλθαν τελικά στο Νεραϊδοβασίλειο και το θέαμα που αντίκρισαν ήταν ονειρικό: όλα τα δέντρα περικλείονταν από μία αδιόρατη λάμψη, που όμως δεν ερχόταν από το φως του ήλιου. Μικρά ρυάκια και καταρράκτες έμοιαζαν να αναβλύζουν από κάθε γωνιά, με τον ήχο του τρεχούμενου νερού να ακούγεται σαν τη γλυκιά μουσική της άρπας. Μία πραγματική ραψωδία για όλες τις αισθήσεις! Τόσο ο Άνθρωπος, όσο και ο Καλικάντζαρος κοιτούσαν τα πάντα γύρω τους με θαυμασμό. Αν αυτό ήταν όντως όνειρο, ο Σάντριγκορ σίγουρα δεν ήθελε να ξυπνήσει.

«Σάντριγκορ, εσύ καλύτερα να με περιμένεις εδώ», είπε ο Έντελ, όσο πιο ευγενικά μπορούσε, όταν ο Νέμπο σταμάτησε έξω απ' το παλάτι.

«Εντάξει», αποκρίθηκε εκείνος, χωρίς να φέρει καμία αντίρρηση κι ο Έντελ ανακουφίστηκε που δεν χρειάστηκε να του εξηγήσει το λόγο. Και πάλι όμως η τύχη του δεν άλλαξε...

---

«Σας παρακαλώ, είναι ζήτημα ζωής και θανάτου!», επανέλαβε για πολλοστή φορά ο γέρος, αλλά η Νεράιδα μπροστά του δεν έδειχνε να ιδρώνει τ' αυτί της.

«Χα, 'ζήτημα ζωής και θανάτου'», επανέλαβε βαριεστημένα η Ζάιλα, με μια μικρή δόση ειρωνείας στη φωνή της. «Μια ζωή η ίδια ιστορία! Ήθελα να 'ξερα, όλοι εσείς που έρχεστε και μας ζητάτε χάρες, δεν μπορείτε να βρείτε καμιά πιο πρωτότυπη δικαιολογία;»

«Μα σας λέω την αλήθεια, δεσποινίς», επέμεινε ο Έντελ, χάνοντας την υπομονή του «Η εγγονή μου αγνοείται και πρέπει να τη βρω το συντομότερο δυνατό! Με το... φορτίο που κουβαλάει, μπορεί να βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο».

Με τη σπιρτάδα που τη διέκρινε, η Ζάιλα κατάλαβε αμέσως για ποιο 'φορτίο' μιλούσε ο Άνθρωπος κι ήξερε ότι έπρεπε να τον ξεφορτωθεί άμεσα, πριν αρχίσει να υποψιάζεται για το κορίτσι. «Λυπάμαι, αλλά η πρόσβαση στον Αδαμάντινο Οφθαλμό απορρίπτεται».

«Αφήστε με τουλάχιστον να μιλήσω στη Βασίλισσα Τιτάνια-»

«Η Βασίλισσα δεν δέχεται επισκέψεις χωρίς πρόγραμμα. Ειδικά από άγνωστους Ανθρώπους. Καλημέρα σας». Με αυτά τα λόγια, ο Έντελ βρέθηκε να κοιτάζει το κατσουφιασμένο είδωλό του σε μια κλειστή σμαραγδένια πόρτα και ξεφύσηξε με απογοήτευση.

---

Στο μεταξύ, ο Σάντριγκορ που περίμενε απ' έξω έμοιαζε να τραβάει σαν μαγνήτης τα βλέμματα των περαστικών: κάποιοι τον κοιτούσαν με περιέργεια, άλλοι με αποστροφή και μερικοί έτοιμοι να βάλουν τα γέλια. Σκασίλα μου, έλεγε και ξανάλεγε από μέσα του ο Καλικάντζαρος. Φυσικά είχε ακούσει όλα όσα είπαν οι φρουροί στον Έντελ, αλλά αποφάσισε να κάνει το κορόιδο. Τι νόημα θα είχε, άλλωστε; Δεν περίμενε και τίποτα καλύτερο από τις 'ψηλομύτες μύγες'. Αυτή τη στιγμή τον ένοιαζε μόνο να βρεθεί η Λόλι.

Νεράιδες συνέχιζαν να πηγαινοέρχονται, προκαλώντας βαβούρα κι αυτός συνέχιζε να τις χαζεύει ερμηνεύοντας με τεράστια επιτυχία το ρόλο του κορόιδου. Σε κάποια στιγμή όμως, ένιωσε πως κάποιος τον παρακολουθούσε: ήταν τόσο έντονο που στην αρχή τρόμαξε. Σαρώνοντας με τα κίτρινα μάτια του το πλήθος, δεν του πήρε ώρα να ανακαλύψει την πηγή αυτής της αίσθησης. Και τι πηγή! Σαν τα κρύα τα νερά, σκέφτηκε, κοιτάζοντας από μακριά την αιθέρια ύπαρξη που είχε καρφώσει το βλέμμα της πάνω του. Όχι, δεν ήταν βλέμμα περιέργειας, ούτε αποστροφής. Κάτι άλλο ήταν... τι όμως; Αν και ήταν μισοκρυμμένη και οι κινήσεις της χαρακτηρίζονταν από μυστικότητα, η Νεράιδα συνέχισε να τον κοιτάζει επίμονα, όταν αντιλήφθηκε πως είχε τραβήξει την προσοχή του. Χωρίς να σπάσει την οπτική επαφή, στράφηκε διακριτικά στη γωνιά του δρόμου και του έγνεψε να την ακολουθήσει.

«Μπαρμπα-Σάντριγκορ, το 'χεις ακόμη το σουξέ σου», μουρμούρισε θριαμβευτικά ο Καλικάντζαρος. Ήταν τελικά μεγάλος γόης! Τόσο μεγάλος, που ούτε κι οι Νεράιδες δεν μπορούσαν να του αντισταθούν! Αφού διόρθωσε λίγο το γιλέκο του, έβγαλε απ' την εσωτερική του τσέπη μια τσατσάρα κι άρχισε να σιάχνει τη (σχεδόν ανύπαρκτη) χωρίστρα του. Κατόπιν πήρε μια πόζα καζανόβα και ανοιγοκλείνοντας πονηρά τα βλέφαρά του, έγνεψε κι αυτός στην άγνωστη, λίγο πριν αυτή χαθεί ξανά στο πλήθος των Νεραϊδών.

Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, βγήκε απ' το παλάτι ο Έντελ. Φαινόταν τσατισμένος. «Τι έχεις; Γιατί είσαι έτσι;», ρώτησε ο Σάντριγκορ, ξεχνώντας για λίγο τη ρομαντική του διάθεση. «Την είδες την Τιτάνια;»

«Όχι μόνον δεν την είδα, ούτε έξω απ' τη βιβλιοθήκη δεν με άφησαν να περάσω», έκανε αγανακτισμένος εκείνος και κάθισε στο έδαφος με το κεφάλι ανάμεσα στις παλάμες του. «Τόσος δρόμος για το τίποτα! Πώς θα βρούμε τη Λόλι τώρα;»

Ο Σάντριγκορ τον κοίταξε συμπονετικά. «Λυπάμαι πολύ φίλε», είπε ήρεμα. «Από την άλλη βέβαια, ίσως δεν πήγαν όλα στράφι!», συμπλήρωσε με το πονηρό του χαμόγελο να επιστρέφει στη ρυτιδιασμένη φάτσα του. «Είχα μια κατάκτηση...», ψιθύρισε ενθουσιασμένος και το κεφάλι του Έντελ τινάχτηκε σαν ελατήριο.

«Τι πράμα;»

«Αυτό που ακούς!», συνέχισε με ακόμη περισσότερο ενθουσιασμό «Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, μια κουκλάρα πρασινομαλλούσα Νεράιδα με περιμένει στη γωνία έτοιμη για όλα... Η καημένη, πρέπει να 'χει πάθει χοντρή ζημιά για πάρτη μου! Αχ... με θέλει σαν τρελή...», συμπλήρωσε με ύφος ονειροπόλο, μα ο Έντελ του διέλυσε το μικρό του συννεφάκι.

«Σάντριγκορ, λες βλακείες! Δεν νομίζω να-»

«Τι δεν νομίζεις; Σου λέω μου την έπεσε κανονικότατα! Με κοίταζε μ' ένα βλέμμα σαν να μου 'λεγε, 'έλα μαζίιιιιι μου! Θέλω να σε αποπλανήηηησω!'», επέμεινε αυτός, κάνοντας τη φωνή του ν' ακούγεται σαν φάντασμα στο τέλος.

«Μήπως το παρεξήγησες το βλέμμα της;»

«Τίποτα δεν παρεξήγησα! Έλα γρήγορα, μη μας φύγει!», πρόσθεσε έτοιμος να τρέξει στο δρόμο.

«Εγώ; Από πού κι ως πού;»

«Δεν θα μ' αφήσεις μόνο μου, έτσι; Πού ξέρω 'γώ τι είδους ανώμαλες ιδέες έχει βάλει η τύπισσα με το διεστραμμένο νεραϊδίσιο της μυαλό;» Η απροθυμία του φίλου του έκανε τον Σάντριγκορ να σκεφτεί μια πολύ καλή ιδέα, έτσι ώστε και οι δύο να βρουν μια άκρη.
«Μπορεί να την πείσω να μας αφήσει να μπούμε στη βιβλιοθήκη...», έκανε σχεδόν τραγουδιστά, κλείνοντας συνθηματικά το αριστερό του μάτι. «Έλα, έχε μου εμπιστοσύνη...»

«Την τελευταία φορά που το είπες αυτό, βρέθηκα κρεμασμένος ανάποδα πάνω από μια τάφρο κι ένα πεινασμένο Γκέλντερον έκοβε βόλτες από κάτω!»

«Ώχου! Τι πας και θυμάσαι καημένε;», γκρίνιαξε ο Καλικάντζαρος, καθώς πάσχιζε να πιάσει το σακούλι που είχαν αφήσει στην ράχη του αλόγου. «Τόσα χρόνια περάσανε! Ως πότε θα μου το χτυπάς;»

«Θα με σκότωνες», είπε σοβαρά ο Άνθρωπος και πλησίασε κι αυτός τον Νέμπο.

«Όχι δα! Να σε τρομάξω ήθελα. Εξάλλου τελικά γύρισα πίσω και σε έσωσα, σωστά; Σωστά;;;», επανέλαβε όταν δεν άκουσε απάντηση. Ίσως να μην το παραδεχόταν, μα ακόμη ένιωθε άσχημα για εκείνη του την προδοσία και δεν ήταν σίγουρος ότι ο φίλος του τον είχε πράγματι συγχωρέσει. Όταν όμως γύρισε το κεφάλι του, είδε πως ο Έντελ τον βοηθούσε να φτάσει το σακούλι, προτού ανακατευτούν με τους περαστικούς, αναζητώντας τη μυστηριώδη γυναίκα.

---

Ευτυχώς δεν είχε απομακρυνθεί πολύ και οι δύο φίλοι μπόρεσαν εύκολα να την ακολουθήσουν. Ο Έντελ παρατήρησε σχεδόν αμέσως το χαρακτηριστικό ασημένιο χιτώνα που φορούσε. «Μία Ιέρεια της Σελήνης;», απόρησε.

«Μία... τι;» πετάχτηκε ο Σάντριγκορ μπερδεμένος, αλλά ο φίλος του ήταν πολύ βυθισμένος στην καχυποψία για να του απαντήσει.

Με την πλάτη πάντα γυρισμένη και τα μακριά πράσινα μαλλιά της ν' ανεμίζουν, η Νεράιδα συνέχισε να τους οδηγεί μακριά απ' τον πολύβουο δρόμο. Σε μερικά λεπτά έφτασε σε μια μικρή απόμερη σπηλιά, της οποίας η είσοδος ήταν κρυμμένη πίσω από μια σειρά κληματσίδων. Στη στιγμή, τράβηξε στο πλάι τις κληματσίδες κι εξαφανίστηκε μέσα. Ο Έντελ και ο Σάντριγκορ έφτασαν στην είσοδο λαχανιασμένοι από το γρήγορο περπάτημα. «Να, εκεί μέσα πήγε...», έδειξε ο Σάντριγκορ, προσπαθώντας να πάρει ανάσα. «Πάμε κι εμείς!»

Ο Έντελ, που δεν ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση, έριξε μια γρήγορη ματιά στο σκοτεινό εσωτερικό της σπηλιάς και ρώτησε: «Είσαι βέβαιος γι' αυτό;». Ο Καλικάντζαρος έγνεψε στα γρήγορα και οι δυο τους παραμέρισαν ξανά τις κληματσίδες και μπήκαν διστακτικά μέσα. Ο φωτισμός ήταν αρκετά χαμηλός, μα και πάλι ήταν καλύτερος από το απόλυτο σκοτάδι. Με τις μικρές πυγολαμπίδες να πετάνε δεξιά κι αριστερά, ο χώρος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μέχρι και φιλόξενος. Και το κυριότερο απ' όλα, η Νεράιδα βρισκόταν εκεί κι είχε επιτέλους σταματήσει σ' ένα σημείο. Με το που άκουσε τα βήματά τους, γύρισε αργά και τους κοίταξε. Ο Σάντριγκορ τη χαιρέτησε ενθουσιωδώς κουνώντας το χέρι του, μα ο Έντελ έμοιαζε ολότελα σοκαρισμένος. «Ρ-Ραβάννα;» κατάφερε να πει με τρεμάμενα χείλη.

«Γεια σου Έντελ», αποκρίθηκε αυτή με εντελώς ουδέτερο ύφος. «Πάει πολύς καιρός...»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top