Κεφάλαιο 14

Κεφάλαιο 14

Ο Ντάζεϊλτον δεν μπορούσε με τίποτα να δεχθεί όσα ειπώθηκαν στην Αίθουσα του Θρόνου πριν από λίγη ώρα. Ήταν αποφασισμένος να μιλήσει στη μητέρα του ιδιαιτέρως. Θα προσπαθούσε να της αλλάξει γνώμη. Όχι, θα κατάφερνε να της αλλάξει γνώμη κι όλα θα ήταν και πάλι εντάξει. Ήταν σίγουρος γι' αυτό, αλλά για μια ακόμη φορά, η αφέλειά του τον πρόδωσε...

«Μαμά...;» Η διστακτική φωνή του ίσα που ακούστηκε, καθώς άνοιξε αθόρυβα την πόρτα και μπήκε στο ανθοστόλιστο δωμάτιό της. «Μαμά... είσαι εδώ;» ξαναρώτησε ο Νεράιδος, λίγο πιο δυνατά αυτή τη φορά και σε λίγο αντίκρισε την αιθέρια μορφή της να στέκεται έξω στον κήπο. Το φως του ήλιου που έδυε έκανε τα φτερά της να λάμπουν σαν καθαρό χρυσάφι και η γαλάζια κόμη της ήταν σαν τη θάλασσα. Μ' ένα χαμόγελο αισιοδοξίας, ο Ντάζεϊλτον έτρεξε κοντά της, αλλά όταν είδε την παγερή της έκφραση, κοκάλωσε για λίγο ενθυμούμενος για ποιο λόγο την έψαχνε. «Σε παρακαλώ μαμά, ξανασκέψου το! Δεν είναι λύση να-»

«Την απόφασή μου την έχω ήδη πάρει, αγαπημένε μου γιε. Και είναι οριστική κι αμετάκλητη», απάντησε εκείνη με γλυκό ύφος. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, ο Ντάζεϊλτον θα ήταν πανευτυχής που τον απεκάλεσε 'αγαπημένο της γιό' και θα ξέχναγε το θέμα, χωρίς καθόλου συζήτηση. Τι κρίμα που αυτή τη φορά το θέμα παραήταν σοβαρό για να ξεχαστεί με λίγα καλά λόγια...

«Μ-Μα εί-είναι λάθος... Ό,τι κι αν έχει συμβεί ανάμεσα σε σένα και την Αρχιέρεια Ραβάννα, δεν της αξίζει μια τόσο σκληρή τιμωρία». Η βασίλισσα γύρισε και τον κοίταξε ανήσυχη. Λες και πρώτη φορά άκουγε όσα της έλεγε. Βλέποντας ότι είχε την πλήρη προσοχή της, ο Ντάζεϊλτον συνέχισε με περισσότερη σιγουριά: «Το ίδιο ισχύει και για την κακόμοιρη τη Λόλι. Είναι απάνθρωπο να την κρατάμε δεμένη. Μαμά σε ικετεύω, αν μ' αγαπάς, άσε την ελεύθερη και θα κάνω ό,τι περνάει απ' το χέρι μου για να την πείσω να σου δώσει τους κρυστάλλους! Αλλά μην της στερείς άλλο την ελευθερία της. Εσύ ποτέ δεν θα έκανες κάτι τέτοιο!»

Η Τιτάνια έμοιαζε χαμένη κι αναστατωμένη από τα λόγια του γιου της. «Ε-Εγώ...», προσπάθησε να πει κι έκλεισε τα μάτια της, βυθισμένη σε σκέψεις. Ωστόσο, όταν τα ξανάνοιξε, το μόνο συναίσθημα που μπορούσε να διακρίνει κανείς μέσα τους ήταν το μίσος. «Πώς τολμάς να αψηφάς τη μητέρα και Βασίλισσά σου για χάρη μιας τιποτένιας Ανθρώπου!;» Ο Ανολοκλήρωτος πισωπάτησε με τρόμο στη βίαιη αντίδραση της μητέρας του, ενώ ένας λευκός ανεμοστρόβιλος ανατάραξε την ηρεμία του κήπου. «Μόνο μια φορά θα σου το πω, Ντάζεϊλτον...», η Τιτάνια γρύλισε με τα δόντια της σφιγμένα και τη γλώσσα της να στάζει φαρμάκι. «...έτσι και με προδώσεις και δεν κάνεις ό,τι σε διέταξα, ξέχνα πως είχες ποτέ σου μητέρα ή πατρίδα!»

Ο καημένος ο Νεράιδος ένιωσε δάκρυα ν' ανεβαίνουν στα μάτια του, καθώς έψαχνε απελπισμένα έναν τρόπο να βγει από τούτο τον φοβερό εφιάλτη. Ξαφνικά, άκουσε μια γνωστή καμπανιστή φωνή να έρχεται από κάπου κοντά.

«Λόγια οργής είναι εύκολο να ποτιστούν με δηλητήριο, μα δύσκολο να βγουν αληθινά». Μητέρα και γιος γύρισαν και είδαν την ίδια τη Ραβάννα να μπαίνει στον κήπο. «Ντάζεϊλτον, άφησέ μας για λίγο μόνες. Έχω να πω δυο κουβέντες με τη μητέρα σου».

«Μ-Μάλιστα», κατάφερε να πει εκείνος και σκύβοντας το κεφάλι απομακρύνθηκε όσο πιο γρήγορα και διακριτικά μπορούσε. Οι δύο ισχυρές γυναίκες έμειναν μόνες και κοίταξαν η μία την άλλη σαν λέαινες έτοιμες να παλέψουν.

Η Βασίλισσα ήταν αυτή που μίλησε πρώτη: «Έχεις μεγάλο θράσος να εμφανίζεσαι μπροστά μου, Ραβάννα», άρχισε να λέει με δήθεν ανώτερο ύφος «Δεν μου κάνει εντύπωση, έπαιζες με τη φωτιά καιρό τώρα. Αλλά δεν πρόκειται να συγχυστώ. Διότι αν, με τις ευλογίες της Θεάς, όλα πάνε καλά αύριο, δεν πρόκειται να μου δημιουργήσεις άλλα προβλήματα πια», συμπλήρωσε χαμογελώντας ευχαριστημένη.

Η Αρχιέρεια σάστισε: πώς μπορούσε ν' αναμειγνύει τη Θεά του Φεγγαριού στα παρανοϊκά σχέδιά της;

«Μα τι συμβαίνει επιτέλους μ' εσένα Τιτάνια; Πάντα ήσουν μεγαλομανής κι εγωίστρια, αλλά ποτέ δεν υπήρξες ανόητη. Τώρα τι έγινε; Σου πήραν τα μυαλά αυτοί οι κρύσταλλοι που ποτέ σου δεν θ' αγγίξεις;»

«Αν μπορούσα τώρα θα σε-», κατακόκκινη από θυμό, η Τιτάνια εξαπέλυσε μια λευκή ακτίνα με το αριστερό της χέρι, χωρίς καν να τελειώσει τη φράση της. Άλλά πριν προφτάσει να συνεχίσει την επίθεσή της, ένιωσε τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν. Αποκαμωμένη κάθισε σ' ένα σκαλιστό πεζούλι. «Είσαι ίδια ο ξάδελφός σου...». ψιθύρισε ξέπνοα «Κι οι δυο σας βρίσκετε πάντα τρόπους να με φέρνετε στα όριά μου...»

Η Ραβάννα κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι της. Δεν ήθελε να θυμάται τη συγγένεια. «Δεν τον ακολούθησα, όμως», είπε ήρεμα και κάθισε δίπλα της. «Μπορεί ο Όμπερον να τρελάθηκε και να συμμάχησε με τον Σάιτρους, αλλά αυτό δε σημαίνει πως σκεφτόμαστε το ίδιο», συνέχισε κάπως συμπονετικά και πήρε στα χέρια της ένα κοτσάνι με δύο γαλάζιες καμπανούλες, που φύτρωναν μαζί εκεί δίπλα. «Πρέπει να καταλάβεις ένα πράγμα: είτε μας αρέσει, είτε όχι, είμαστε δεμένες με την ίδια κλωστή. Αν κόψεις τη δική μου...», συνέχισε σχίζοντας αργά το κοτσάνι. «...θα κόψεις και τη δική σου», ολοκλήρωσε, αφήνοντας τα κομμένα λουλούδια να πέσουν στο χώμα. «Οι Νεράιδες θα εξεγερθούν και θα πάρουν το μέρος του Όμπερον. Και ξέρεις τι θ' ακολουθήσει μετά».

«Απλώς φοβάσαι...», μουρμούρισε η άλλη Νεράιδα. «Φοβάσαι την εξορία. Τρέμεις μην τυχόν χάσεις την εξουσία σου. Αλλά σε αυτόν τον Τόπο κυβερνώ μονάχα εγώ. Εγώ, όχι εσύ!»

«Δικός σου είν' ο Τόπος κι εγώ τουλάχιστον δεν πρόκειται να σ' τον γυρέψω. Μα αν δεν σε νοιάζει για τον λαό σου, σκέψου τουλάχιστον το παιδί σου, που σ' αγαπάει όσο κανένας άλλος».

Η Τιτάνια αναστέναξε βαθιά «Δεν είναι το παιδί που ήθελα», μουρμούρισε με απογοήτευση. «Τι χρειαζόμουν σε αυτή τη ζωή; Έναν αντάξιο διάδοχο. Κι αντ' αυτού ξέμεινα μ' έναν Ανολοκλήρωτο που πάντα θα μου θυμίζει ότι απέτυχα να κάνω το χρέος μου σωστά!»

«Μη βάζεις τον εγωισμό σου πάνω απ' το παιδί σου. Πάνω απ' όλα είσαι μάνα, μην το ξεχνάς Τιτάνια».

«Δεν δέχομαι συμβουλές από μια άτεκνη». Τα σκληρά της λόγια έκαναν τη Ραβάννα να την κοιτάξει με μάτια διάπλατα. «Ας πάρει τους κρυστάλλους απ' το κορίτσι, μπας και μου δώσει επιτέλους μια χαρά»

Η Αρχιέρεια δεν μπορούσε να αντέξει άλλο αυτή τη συζήτηση κι αφού είδε πως τα λόγια της έπεσαν στο κενό, γύρισε να φύγει. Αυτό που δεν ήξεραν και οι δυο, ήταν πως όλη αυτή την ώρα, ο Ντάζεϊλτον ήταν κρυμμένος κοντά στην έξοδο και τα είχε ακούσει όλα. Τα δάκρυα κυλούσαν πλέον ασυγκράτητα στο πρόσωπό του και δεν κατάφερε να πνίξει έναν λυγμό, όταν η Ραβάννα πέρασε δίπλα του. Εκείνη γύρισε στη στιγμή το κεφάλι της και τον κοίταξε στα μάτια. Για πρώτη φορά δεν ήξερε τι να του πει. Απλά στάθηκε εκεί και τον κοίταζε για λίγο, προτού συνεχίσει το δρόμο της αμίλητη.

Ο αφελής πρίγκιπας συνέχισε να κλαίει σιωπηλά, ώσπου και η Τιτάνια έφυγε απ' τον κήπο. Τότε άφησε τον εαυτό του ελεύθερο κι έκλαψε όσο δυνατά μπορούσε, κρατώντας το κεφάλι του, που το ένιωθε έτοιμο να εκραγεί. Όχι, δεν μπορεί! Δεν μπορεί η μητέρα του να είπε αυτά τα λόγια! Δεν ήταν αυτή η Τιτάνια που ήξερε! Αυτό το τέρας δεν ήταν η μητέρα του! Η μητέρα του τον αγαπούσε γι' αυτό που ήταν! Όλο αυτό ήταν λάθος! Λάθος! Και θα την έκανε να το καταλάβει με κάθε κόστος...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top