Κεφάλαιο 12,5: Στο Φως Των Τελευταίων Άστρων (έξτρα κεφάλαιο)
Στο Φως Των Τελευταίων Άστρων
Ο Ντάζεϊλτον απομακρύνθηκε από το δωμάτιο της Λόλι με αργά, κουρασμένα βήματα. Ένιωθε μέσα του μεγάλη ταραχή, η οποία μπορεί λόγω της κούρασης να μην του βγήκε σε υπερκινητικότητα, αλλά για όποιον τον γνώριζε καλά, ήταν ολοφάνερη.
Η Ραβάννα, που τον είδε να περνάει από την κεντρική αίθουσα, τον πλησίασε για να μάθει τι του συνέβαινε. Φυσικά, δεν τόλμησε να της πει για την μικρή του διένεξη με την Κρυστέλ, που ήταν η κύρια αιτία της ταραχής του, παρά της είπε τι έπαθε η Λόλι όταν οι κρύσταλλοι σπινθήρισαν. Η Ραβάννα ξεφύσηξε σαν να έλεγε: 'αυτό μας έλειπε'.
«Οι κρύσταλλοι αντιδρούν στην αντικανονικότητα και επιτίθενται στον κομιστή. Φοβόμουνα ότι θα γινόταν κάτι τέτοιο», μουρμούρισε κι έδωσε διαταγή στις άλλες ιέρειες να ετοιμάσουν γρήγορα ένα ειδικό κατασταλτικό φίλτρο. Ο Ντάζεϊλτον την κοιτούσε ανήσυχος, χωρίς να καταλαβαίνει τίποτα. «Θα τη φροντίσουμε εμείς, ηρέμησε», τον διαβεβαίωσε και πριν προλάβει αυτός να μιλήσει, συνέχισε: «Η κατάστασή της είναι κάτι που δεν έχουμε ξαναντιμετωπίσει, αλλά υποπτεύομαι ότι μπορεί να γίνει πολύ επικίνδυνη. Είναι σημαντικό η Κρυστέλ να παραμείνει εδώ που βρίσκεται, εδώ που μπορούμε να τη φροντίσουμε σωστά. Να το πεις αυτό στη μητέρα σου, τώρα που θα τη δεις».
Ο Ντάζεϊλτον έγνεψε με σεβασμό κι ετοιμάστηκε να φύγει, μα η Αρχιέρεια φώναξε το όνομά του, αποτρέποντάς τον. «Ήσουν σύμφωνος με το σχέδιο της μητέρας σου, ή ακολουθούσες απλά τις εντολές της;»
Η απρόσμενη ερώτηση τον έκανε να παγώσει. «Ε-Ε-Εγώ...», προσπάθησε να πει, η δυσφορία ολοφάνερη στο τραύλισμα και το μπερδεμένο ύφος του. «Έ-Έκανα... έκανα αυτό που έπρεπε να κάνω», είπε μετά από πολύ κόπο. Η φωνή του έτρεμε. Δεν τολμούσε να την κοιτάξει στα μάτια. Δεν απάντησε ευθέως.
Μα η Ραβάννα είχε πάρει την απάντησή της και συνέχισε σαν να μην είχε προσέξει τίποτα. «Δεν είναι στη φύση των Ανολοκλήρωτων να ξεγελούν και να λένε ψέματα. Πρέπει να κόπιασες πολύ για να σου βγει κάτι τέτοιο, μα δεν έχει σημασία. Θα πρέπει να είσαι πολύ ευχαριστημένος από τον εαυτό σου» την άκουσε να του λέει. «Μπορεί να προέκυψαν επιπλοκές, μα όλα πήγαν σύμφωνα με το σχέδιο και σύντομα οι κόποι σου θα ανταμειφθούν. Μόνο αυτό έχει σημασία, έτσι δεν είναι;» Ένιωθε τα λόγια της σαν μαχαιριές, αλλά ευτυχώς σταμάτησαν εκεί. Τον καληνύχτισε προτού πάει να δει και η ίδια τι συνέβαινε με την Κρυστέλ, αφήνοντάς τον να φύγει, με την καρδιά του πιο βαριά από ποτέ.
---
Όταν πια έφτασε στο παλάτι, η μέρα κόντευε να χαράξει, μα ως συνήθως υπήρχε κινητικότητα από φρουρούς κι υπηρέτες και ως συνήθως κανείς δεν νοιάστηκε να του πει μια κουβέντα. Αν και το πρωτόκολλο όριζε άλλα, ο Ντάζεϊλτον μπορούσε να μπαινοβγαίνει στο παλάτι ό,τι ώρα ήθελε και κανείς δεν θα έδινε σημασία. Καθώς περνούσε από τις λευκές περλέ κολώνες με τα αναρριχώμενα κίτρινα γιασεμιά, κάτω από τους διάφανους, θόλους, δεν μπορούσε παρά να έχει ανάμεικτα συναισθήματα· από τη μία η γλυκιά αίσθηση του οικείου χώρου του σπιτικού του, από την άλλη το εξίσου οικείο βάρος του να νιώθει παράταιρος κι ανεπιθύμητος ακόμα κι εκεί.
Η μεγάλη ελικοειδής σκάλα, που σήμερα θα ορκιζόταν ότι είχε περισσότερους λαμπερούς δίσκους για σκαλοπάτια απ' ό,τι συνήθως, τον οδήγησε τελικά στα πάνω πατώματα και σε μια μεγάλη, στρογγυλή αίθουσα. Εκατοντάδες βιβλία με περίτεχνα εξώφυλλα ήταν προσεκτικά στοιβαγμένα σε γυάλινα ράφια, που σχημάτιζαν κι αυτά έναν κύκλο. Ανάμεσά τους υπήρχαν κι άλλα αντικείμενα αξίας, όπως αδαμαντοστόλιστα ξίφη, χρυσά αγαλματίδια, εξωτικά φυτά και πίνακες διαφόρων τεχνοτροπιών· δώρα στη βασιλική οικογένεια του Νοβέλιαν από ξένους επισκέπτες.
Το πολυτιμότερο και αρχαιότερο όλων των δώρων έστεκε επιβλητικά στο κέντρο της αίθουσας· ένα μεγάλο, σφαιρικό διαμάντι, που οι γηραιότεροι έλεγαν ότι κάποτε βρισκόταν στη θέση του ματιού ενός Υψηλού Δράκου. Το μάτι του ο Δράκος το 'χε χάσει, έλεγαν, σε κάποια μάχη με έναν άλλο Δράκο. Κι όταν τελικά βγήκε νικητής, πήρε ένα διαμάντι από την κρύπτη του αντιπάλου του και το διαμάντι έγινε το νέο του μάτι. Αργότερα, όταν η Νεραϊδοβασίλισσα που κυβερνούσε εκείνα τα χρόνια συνάντησε τον Δράκο, τόσο λυπήθηκε το όμορφο πλάσμα, που χρησιμοποίησε τα πανάρχαια ξόρκια της Φύσης και το γιάτρεψε, επαναφέροντας το χαμένο του μάτι. Για να την ευχαριστήσει για την καλοσύνη της, ο Δράκος της χάρισε το διαμάντι, που πλέον έκλεινε μέσα του την μαγεία του. Το ίδιο διαμάντι που τώρα είχε μπροστά του ο Ντάζεϊλτον και στραφτάλιζε στο φως των τελευταίων άστρων. Αδαμάντινο Οφθαλμό το αποκαλούσαν οι περισσότεροι και μπορούσαν μ' αυτό να δουν τι συνέβαινε σε μέρη μακρινά. Βέβαια, τέτοιου είδους αναζητήσεις χρειαζόντουσαν πολύ χρόνο και τεράστια ψυχική ενέργεια, γι' αυτό και η ίδια η Βασίλισσα Τιτάνια μάγεψε πριν χρόνια έναν μικρό καθρέφτη, συνδέοντάς τον με το διαμάντι και διέταξε απεσταλμένους της να πάνε και να τον κρύψουν στην είσοδο της Σπηλιάς των Κρυστάλλων. Τον ίδιο καθρέφτη που ανίχνευσε την άφιξη της Λόλι, που βρισκόταν αυτή τη στιγμή στη σάκα του Ντάζεϊλτον και που είχε χρησιμοποιηθεί απερίσκεπτα απ' τον πρίγκιπα για να καλέσει τη Φρουρά.
«Ντάζεϊλτον;», μια μελωδική φωνή τον έβγαλε από τον δύσκολο συλλογισμό του και τον έκανε να γυρίσει προς την είσοδο. Εκεί στεκόταν, ντυμένη με ένα λιτό, αλλά πολύ αριστοκρατικό νυχτικό, μια γαλαζόμαλλη Νεράιδα. Δύο ολόχρυσα φτερά φώτιζαν απαλά το περίγραμμά της και τα λαμπερά μωβ της μάτια ήταν ολόιδια με τα δικά του· το μόνο κοινό εμφανισιακό στοιχείο που μοιραζόντουσαν οι δυο τους. «Ω, Ντάζεϊλτον, επέστρεψες σώος κι ασφαλής!», αναφώνησε, κλείνοντάς τον στην αγκαλιά της.
«Μαμά...», μουρμούρισε αποκαμωμένος ο Νεράιδος, που δεν περίμενε τόσο θερμή υποδοχή μετά από όσα έγιναν. Την αγκάλιασε κι αυτός, αλλά με δισταγμό, προσέχοντας πολύ μην της χαλάσει τα μαλλιά.
«Είχα αρχίσει να φοβάμαι για σένα», του είπε όταν τελικά τον άφησε. «Σε παρακαλώ, πες μου ότι είσαι καλά».
«Καλά είμαι, μαμά...», τη διαβεβαίωσε, θέλοντας να μετριάσει την αγωνία της, αν και δεν μπορούσε να πει πως κατάφερε το ίδιο και για την δική του αγωνία. «...αλλά... φοβάμαι πως έχω κάνει ένα τρομερό λάθος...»
«Ξέρω, γιε μου», δήλωσε σοβαρά η Τιτάνια, κάνοντας τα μάτια του να ανοίξουν διάπλατα με φόβο. «Η Κρυστέλ θα έπρεπε ήδη να βρίσκεται στο Βασιλικό Παλάτι κι όχι στον Ναό της Σελήνης», συνέχισε, μη καταφέρνοντας να κρύψει εντελώς την ενόχλησή της. «Δεν είναι δικό σου λάθος αυτό», τον καθησύχασε, παίρνοντας ξανά το στοργικό της ύφος και δείχνοντάς του πως σκόπευε να φανεί μεγαλόψυχη μαζί του. «Μπορείς να το διορθώσεις, όμως».
«Δεν καταλαβαίνω», είπε ο Ντάζεϊλτον με αφέλεια.
«Μα είναι απλούστατο: είσαι ο Πρίγκιπας. Μπορείς να πας εκεί με την συνοδεία της Φρουράς και να απαιτήσεις το κορίτσι να έρθει μαζί σου. Κανείς δεν επιτρέπεται να σου φέρει αντίρρηση. Θα το κάνεις για μένα, έτσι δεν είναι; Δεν θα επιτρέψεις η προσβολή στο πρόσωπό της μητέρας σου να συνεχιστεί, σωστά;».
«Δεν θέλω τίποτα να σε στενοχωρεί, μαμά, όμως... δ-δεν μπορώ ν-ν-να το κάνω», τραύλισε ο Νεράιδος και η τέλεια φτιαγμένη έκφραση θλίψης στο αλαβάστρινο πρόσωπο της μητέρας του έσπασε σε απορία. «Η Κρυστέλ δεν είναι καλά, μαμά. Πρέπει να μείνει στον ναό μέχρι να συνέλθει» προσπάθησε να της εξηγήσει τρέμοντας. «Κινδυνεύει. Και φταίω εγώ γι' αυτό. Όταν τη βρήκα, δεν είχε προλάβει να-»
«Ω, γλυκέ μου!», αναφώνησε με παράπονο αυτή. «Είσαι τόσο αθώος που μπορούν πανεύκολα να σε ξεγελάσουν. Δεν το βλέπεις ότι σου είπανε ψέματα για να σε διώξουν;»
«Ό-Όχι, δεν είναι ψέματα, το είδα με τα μάτια μου. Η ζωή της κοπέλας βρίσκεται σε κίνδυνο, στο λόγο μου!»
«Εντάξει, εντάξει», του είπε για να τον κάνει να σταματήσει. «Αφού είναι έτσι, θα δω τι μπορώ να κάνω. Πήγαινε τώρα να ξεκουραστείς, είχες μια δύσκολη μέρα. Και μην στενοχωριέσαι. Είμαι σίγουρη πως δεν είναι τόσο σοβαρό όσο σε κάνανε να νομίζεις».
«Ναι, μαμά», αποκρίθηκε ο Ντάζεϊλτον κι εκείνη ετοιμάστηκε να φύγει. «Μαμά;», φώναξε έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα, κάνοντάς την να γυρίσει το κεφάλι της προς το μέρος του. «Είσαι βέβαιη ότι αυτό που κάνουμε είναι το σωστό; Είχες πει ότι κανείς δεν θα πάθει κακό, μα τώρα η Κρυστέλ... Απλά δεν ξέρω αν έκανα καλά που την έφερα εδώ. Δεν υπήρχε άλλη λύση;» Η Τιτάνια τον πλησίασε ξανά κι ο Ντάζεϊλτον περίμενε φοβισμένος την αντίδρασή της.
Τα νεύρα της είχαν αρχίσει πάλι να τεντώνονται εξαιτίας της αϋπνίας και της σύγχυσής της από πριν, όμως η βασίλισσα ήξερε πως το μόνο που τη συνέφερε ήταν να μείνει ήρεμη. «Ποιος σου έβαλε αυτές τις ιδέες;», ρώτησε δήθεν πληγωμένη, αν και ήξερε πολύ καλά ποιος, ή μάλλον ποια το είχε κάνει. «Από τότε που ο πατέρας σου έφυγε, είσαι ο μόνος που βρίσκεται τόσο κοντά μου, ο μόνος που με ξέρει όσο κανείς άλλος. Και ξέρεις ότι δεν θα έκανα ποτέ κάτι για να βλάψω οποιονδήποτε. Όλα είναι υπό έλεγχο, πίστεψέ με και μη σκοτίζεις το κεφαλάκι σου με τέτοιες πολύπλοκες σκέψεις. Άσε εμένα να σκέφτομαι και για τους δυο μας, εντάξει;». του είπε γλυκά, χαϊδεύοντάς του τα μαλλιά.
«Εντάξει, μαμά», είπε με χαμηλωμένο κεφάλι αυτός. Όταν τελικά το σήκωσε, η Τιτάνια είχε εξαφανιστεί. Μόνος και πάλι, αναστέναξε με τη σκέψη πως τώρα όλα είχαν διορθωθεί κι οι έγνοιες του θα έφευγαν μαζί με την εκπνοή του. Κι όμως, δεν έφυγαν ποτέ. Αντιθέτως, ένιωσε ακόμα χειρότερα όταν τόλμησε να φέρει τη Λόλι στο νου του. Γιατί; Αυτός ήταν ένας καλός γιος, που έκανε απλώς ό,τι του ζήτησε η μητέρα του. Γιατί να αισθάνεται τόσο άσχημα;
Με τρεμάμενα χέρια, έβγαλε τον καθρέφτη από τη σάκα του κι αμέσως οι στιγμές της αποχώρησής του για τη Μαγκιλάι εκείνο το πρωί, ήρθαν ολοζώντανες στη μνήμη του: πώς χαιρέτησε επίσημα τη μητέρα του, πώς της υποσχέθηκε ότι θα την κάνει περήφανη, με πόση εμπιστοσύνη τον κοίταξε εκείνη για πρώτη φορά στην τριαντάχρονη ζωή του. Τώρα ακόμα και τούτες οι όμορφες στιγμές του φαίνονταν άσχημες.
Μπερδεμένος, πλησίασε τον Αδαμάντινο Οφθαλμό, με την ελπίδα να βρει κάποια απάντηση. Αφού κρατούσε ασυναίσθητα τον καθρέφτη στραμμένο στο πρόσωπό του, η διάφανη σφαίρα αντανάκλασε την δική του μορφή. Μπορούσε να δει τον εαυτό του μέσα στο διαμάντι, να τον κοιτάζει με τα μάτια του συμφεροντολόγου, του ψεύτη, του προδότη.
«Χάρηκα για τη γνωριμία, δεσποινίς... αλήθεια πώς σας λένε;»
«Λόλι... Κι εγώ χάρηκα για τη γνωριμία. Πέτα μακριά και να προσέχεις τον εαυτό σου, εντάξει;»
Δεν άργησε να καταλάβει ότι πλέον ανέπνεε με δυσκολία.
«Προδότη!»
Δεν άντεχε να κοιτάζει το είδωλό του. Δεν άντεχε την έλλειψη αέρα. Είχε την αίσθηση πως πνίγεται.
«Όλα τα έκανες για τον εαυτό σου και για το συμφέρον σου. Στιγμή δε νοιάστηκες για μένα, για το λαό μου...»
Χωρίς να το καταλάβει, η λαβή του γύρω από τον καθρέφτη έγινε πιο σφιχτή.
«Είμαι φυλακισμένη εδώ μόνο και μόνο επειδή έκανα το λάθος να σ' εμπιστευθώ».
«...Θα πρέπει να είσαι πολύ ευχαριστημένος από τον εαυτό σου. Μπορεί να προέκυψαν επιπλοκές, μα όλα πήγαν σύμφωνα με το σχέδιο και σύντομα οι κόποι σου θα ανταμειφθούν. Μόνο αυτό έχει σημασία, έτσι δεν είναι;»
«Φύγε».
Η θύμηση της τελευταίας κουβέντας, της δυστυχίας στη φωνή της Λόλι τον έκανε να βγάλει μια πνιχτή κραυγή και να πετάξει κάτω τον καθρέφτη, σπάζοντάς τον σε χίλια κομμάτια. Αμέσως η εικόνα του στο διαμάντι εξαφανίστηκε. Με την έντασή του να έχει βγει, ο Ανολοκλήρωτος έμεινε ακίνητος, βαριανασαίνοντας, ώσπου μια υπηρέτρια που άκουσε τον θόρυβο, πέταξε βιαστικά μέσα στη βιβλιοθήκη. Στο παραξενεμένο βλέμμα της που απαιτούσε εξηγήσεις, ο Ντάζεϊλτον μαζεύτηκε και δήλωσε απολογητικά πως ήταν ένα ατύχημα.
---
Οι επόμενες ώρες στον ναό δεν ήταν εύκολες για κανέναν. Οι ιέρειες αγωνιούσαν για την Κρυστέλ, μα περισσότερο για το ποια θα ήταν η αντίδραση της Βασίλισσας, μιας και η Τιτάνια δεν ήταν κάποια στην οποία μπορούσε εύκολα να πει κανείς 'όχι'. Κάτι που έγινε αντιληπτό το πρωί, όταν μαζί με τον ήλιο, εμφανίστηκε και η Ζάιλα για να ελέγξει αν πράγματι η Κρυστέλ ήταν άρρωστη.
Το κορίτσι έδειχνε καταπονημένο κι εξαντλημένο. Η Βασιλική Συνοδός την παρατηρούσε διερευνητικά και καχύποπτα, μα η Λόλι δεν έδωσε σημασία, μιας κι αυτή η Νεράιδα με την κίτρινη φορεσιά, η μόνη που διέφερε εμφανισιακά από τις υπόλοιπες, θα μπορούσε να είναι η μοναδική της ευκαιρία να το σκάσει, ή έτσι τουλάχιστον το είδε μέσα στην απελπισία της. Όταν έμειναν για λίγο μόνες, πήγε να της πιάσει το χέρι για να της ζητήσει βοήθεια. Τα μάτια της την παρακαλούσαν, μα η Ζάιλα τράβηξε απότομα το χέρι της, καθιστώντας σαφές ότι δεν ήθελε καμία επαφή. Κατόπιν βγήκε από το δωμάτιο και ανακοίνωσε την ετυμηγορία της: πράγματι η Άνθρωπος χρειαζόταν θεραπεία προτού παρουσιαστεί μπροστά στη Βασίλισσα, αλλά αυτό δε σήμαινε ότι θα δεχόταν καθυστερήσεις.
Όλες εξέπνευσαν ανακουφισμένες στο τέλος αυτής της 'επίσκεψης'. Ανακουφισμένες που η οργή της Μεγαλειότητάς της δεν θα έπεφτε πάνω τους. Η Ραβάννα μόρφαζε στην τάση τους να τρέμουν τη Νεραϊδοβασίλισσα, λες και ήταν αυτή η θεά τους, μα ταυτόχρονα σεβόταν την αγωνία τους και σώπαινε. Όσο για την Κρυστέλ, η όψη της θύμιζε πεσμένο φύλλο του Φθινοπώρου: σώμα τρεμάμενο και μαζεμένο, χείλη σουφρωμένα και μάτια κατακόκκινα απ' το κλάμα. Την είχαν ακούσει να κλαίει μέσα στη νύχτα, όταν διαπίστωσε πως η πόρτα της ήταν κλειδωμένη. Και φυσικά δεν ήθελε το φίλτρο που της προσέφεραν. Άδικα προσπάθησαν μερικές ιέρειες να την πείσουν. Η νεαρή Άνθρωπος αντιδρούσες στα λόγια τους κι είχε έτοιμη μία απάντηση για όλα. Μα όταν η αίσθηση της ηλεκτροπληξίας έγινε αφόρητη, αναγκάστηκε να το πιεί. Τη δεύτερη νύχτα η επιθετικότητα και η επιχειρηματολογία αντικαταστάθηκαν από παθητικότητα. Όταν η νεαρή ιέρεια στην οποία είχε ανατεθεί η χορήγηση του κατασταλτικού της έφερε το στόμιο του φιαλίδιου στα χείλη, η Λόλι δεν αντέδρασε όπως την πρώτη φορά. Δέχτηκε να πιει, αλλά το θλιμμένο ύφος της ήταν λες και την ποτίζανε δηλητήριο.
Η Νεράιδα δεν μπορούσε παρά να λυπηθεί. «Μάλλον δεν έχει τόσο ωραία γεύση, ε;», ρώτησε προσπαθώντας να ελαφρύνει λίγο την ατμόσφαιρα. Η Λόλι δεν απάντησε. «Ω, σίγουρα δεν μπορεί να είναι τόσο απαίσιο», ξαναείπε με δισταγμό η Νεράιδα, αλλά το συμπονετικό της χαμόγελο έσβησε όταν είδε δάκρυα να κυλούν στα μάγουλα της κοπέλας.
---
«Λοιπόν;», ρώτησε η Ραβάννα όταν την είδε να μπαίνει στο γραφείο της. «Πώς πήγε, Λίλιφερ;»
«Η Κρυστέλ δέχτηκε με ευκολία το φίλτρο, Φεγγαροφώτιστη», βιάστηκε να απαντήσει η νεότερη Νεράιδα. «Μόνο που...»
«Μόνο που τι;»
«Να... μου φάνηκε τόσο λυπημένη. Αν συνεχίσει έτσι, φοβάμαι ότι θα πέσει σε μαρασμό. Πώς θα το δικαιολογήσουμε στη Βασίλισσα;»
Η Ραβάννα κοίταξε την καινουριοφερμένη συνάδελφό της. «Αυτή τη στιγμή κύριο μέλημά μας είναι η σωματική και ψυχική υγεία της προστατευόμενής μας, όχι η Τιτάνια», της είπε ξεκάθαρα και η έκφραση στο πρόσωπο της κοπέλας έδειξε αμέσως ξαφνιασμένη.
«Φυσικά, Φεγγαροφώτιστη», μουρμούρισε και τα μάγουλά της κοκκίνησαν ελαφρά από ντροπή. «Πρέπει να κάνουμε κάτι για να νιώσει καλύτερα...»
«Έχεις να προτείνεις κάτι;», τη ρώτησε η Ραβάννα, αντιλαμβανόμενη την παύση στο λόγο της.
Η Λίλιφερ δίστασε για λίγο. «Σκέφτομαι πως... αν την αφήναμε να βγει για λίγο έξω θα-»
«Ξέρεις ότι δεν επιτρέπεται»
«Ναι, το ξέρω μα... πώς θα της δώσουμε να καταλάβει ότι δεν είναι φυλακισμένη, όπως λέει και ξαναλέει, αν της φοράμε αυτές τις χειροπέδες και την κρατάμε συνέχεια κλειδωμένη μέσα σε ένα δωμάτιο;»
«Λίλιφερ, έχουμε ήδη αρκετούς μπελάδες. Δεν θέλω κι άλλους. Αν προσπαθήσει να φύγει;»
«Μα είναι εξαντλημένη από την θεραπεία, ούτε να τρέξει δεν θα μπορεί. Έπειτα, με τόση περιφρούρηση από τους Ράναντιρ, να φύγει και να πάει πού; Θα την έφερναν πίσω αμέσως».
Η Αρχιέρεια έμεινε σκεπτική. Όσο κι αν δεν ήθελε μπελάδες, δεν μπορούσε να μη λογαριάσει ότι η Λίλιφερ μιλούσε σωστά και δεν σκόπευε να κωφεύσει στις φωνές από τις νεότερες, όπως έκανε η προκάτοχός της. Θα μπορούσε μάλιστα αυτή να ήταν μια καλή ευκαιρία για την ίδια να έχει άλλη μια κουβέντα με το κορίτσι.
---
Η Λόλι ήταν και πάλι μόνη της στο δωμάτιό της. Καλύτερα, δηλαδή, γιατί όλες αυτές την είχαν κουράσει. Ειδικά τη Μις Σνομπαρία με το σινιόν και το λουλουδοφόρεμα που ήταν σαν να 'χε βουτήξει στη μουστάρδα δεν ήθελε ούτε να τη σκέφτεται. Έτσι έστρεψε τη σκέψη της στις άλλες Νεράιδες που την είχαν επισκεφθεί. Είχε παρατηρήσει πως όλες τους είχαν μακριά μαλλιά και φορούσαν ασημί χιτώνες, μοτίβο που είχε κιόλας δει σε περισσότερους συνδυασμούς ηλικιών και χρωμάτων μαλλιών και ματιών απ' όσους μπορούσε να θυμηθεί. Το ότι βρισκόταν σε κάποιο είδος ιερού χώρου το είχε καταλάβει από μόνη της. Άλλωστε γνώριζε πως οι Νεράιδες πίστευαν σε κάποια θεά του φεγγαριού, που κατά τον μύθο αποτελούσε πηγή της μαγείας και της αφθαρσίας τους. Σελντίνια την αποκαλούσαν, που στα νεραϊδίσια σήμαινε "Σελήνη". Σίγουρα όλο το ντεκόρ με τα ασημένια φεγγάρια που είχε δει δεν ήταν τυχαίο. Όσο για τις μακρυμαλλούσες, αργότερα έμαθε πως ήτανε ιέρειες. Μάλιστα, τις είχε ακούσει να ψάλλουν στην ακατάληπτη κι όμορφη γλώσσα τους, κάτι που εξήρε περισσότερο την περιέργεια και τη φαντασία της. Η όλη εμπειρία του να βρίσκεται σε έναν τόσο μαγικό τόπο και μάλιστα να έρχεται σε άμεση επαφή με τον πολιτισμό του θα μπορούσε να είναι πολύ συναρπαστική... αν φυσικά δεν ήταν εκεί με το ζόρι.
Το βλέμμα της έπεσε για ακόμα μια φορά στις χειροπέδες της. Ευτυχώς δεν πονούσε πια τόσο. Οι 'κρίσεις ηλεκτροπληξίας', όπως τις ονόμασε, είχαν γίνει πιο μικρές και πιο αραιές από τη στιγμή που άρχισε να πίνει εκείνο το φίλτρο. Στην αρχή αρνήθηκε κατηγορηματικά να το πάρει. Πού ήξερε, δηλαδή, ότι δεν προσπαθούσαν να τη δηλητηριάσουν; Της έδινε στα νεύρα που της το παίζανε καλές κι ότι τάχα ενδιαφέρονται για την υγεία της, ενώ στην πραγματικότητα το μόνο που θέλανε ήταν οι κρύσταλλοι. Λες και η ίδια, σαν άνθρωπος, δεν μετρούσε.
Ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα για άλλη μια φορά, όταν ένας θόρυβος αντήχησε έξω απ' την πόρτα της. Η ανάγκη για δάκρυα επισκιάστηκε από τον φόβο και την περιέργεια και η Λόλι πλησίασε την πόρτα και με έκπληξη διαπίστωσε ότι δεν ήταν πια κλειδωμένη. Σαστισμένη βγήκε στον διάδρομο και προχώρησε διστακτικά, χωρίς να συναντήσει κανέναν. Τι φάση;, αναρωτήθηκε, αλλά δεν θα έχανε την ευκαιρία. Σίγουρα δεν θα την άφηναν έτσι απλά να δραπετεύσει, μα μπορούσε τουλάχιστον να εξερευνήσει λιγάκι.
---
Ακόμα κι αν ήταν νύχτα, ο κήπος φωτιζόταν αποτελεσματικά απ' το φεγγάρι και τα καλαθωτά φαναράκια που κρέμονταν στα δέντρα. Η ευωδιά των λουλουδιών δεν άργησε να την συνεπάρει και η Λόλι πλησίασε και χάιδεψε με τα ακροδάχτυλά της τα πέταλα ενός μικρού ροζ μπουμπουκιού. Στο άγγιγμά της το μπουμπούκι λαμπύρισε ελαφρά και η κοπέλα τράβηξε το χέρι της, φοβούμενη πως έκανε κάτι λάθος. Μα το μπουμπούκι άνοιξε κι έγινε ένα πανέμορφο λουλούδι με μυτερά, βελούδινα φύλλα, που σκόρπησαν μαγική σκόνη, σαν να τη χαιρετούσε. Χωρίς να το περιμένει, ένα παιδικό γέλιο της ξέφυγε. «Γεια σου, μικρούλι. Κι εγώ χαίρομαι που σε γνωρίζω», ψιθύρισε.
Γύρω της επικρατούσε γαλήνη, με εξαίρεση το κελάρυσμα του νερού και μάλλον κάποιο νυχτερινό πτηνό που κελαηδούσε στο βάθος. Μία νεαρή ιέρεια περιφερόταν φτερουγίζοντας με ένα αναμμένο κερί, το οποίο χρησιμοποιούσε για να ανάψει κι άλλα φαναράκια. Η Λόλι την αναγνώρισε ως εκείνη που πήγε να της δώσει το φίλτρο απόψε και σκέφτηκε ότι αν την έβλεπε θα την έστελνε πίσω στο δωμάτιό της. Ήταν έτοιμη να πηδήσει πίσω απ' τον κοντινότερο θάμνο, λες και παίζανε κρυφτό, όμως η άλλη κοπέλα, που είχε ήδη αντιληφθεί την παρουσία της, τής έστειλε ένα φιλικό βλέμμα και συνέχισε τη δουλειά της. Η φουξομάλλα εξέπνευσε με ανακούφιση και συνέχισε κι αυτή να περιφέρεται στον κήπο, αφήνοντας τον εαυτό της να ξενοιάσει για πρώτη φορά έπειτα από μέρες.
Μην αφαιρείσαι, Λόλι, πετάχτηκε μέσα της μια επαγρυπνούσα φωνή. Εδώ πέρα είσαι φυλακισμένη, πρέπει να 'χεις τα μάτια σου δεκατέσσερα!, τη συμβούλεψε και η Λόλι συνοφρυώθηκε, ενθυμούμενη πού βρισκόταν. Ακόμα κι αν ο περιβάλλων χώρος ήταν όμορφος, αυτό δεν αναιρούσε το γεγονός ότι ήταν φυλακισμένη, όπως τόνισε στην αθώα παιδική της πλευρά, που είχε ξεθαρρέψει.
Ύστερα από μερικά λεπτά περιπλάνησης στα δρομάκια του κήπου, είδε άλλη μία Νεράιδα να στέκεται μπροστά σε μία πηγή. Η πλάτη της ήταν γυρισμένη, όμως η Λόλι ξεχώρισε το κυπαρισσί χρώμα των μαλλιών της και κατάλαβε πως ήταν η ίδια που είδε όταν συνήλθε: η Αρχιέρεια, όπως πληροφορήθηκε. Το όνομά της ήταν Ραβάννα, μα οι υπόλοιπες, που φαίνονταν να την έχουν πολύ ψηλά, την αποκαλούσαν 'Φεγγαροφώτιστη'. Τι σήμαινε αυτή η προσφώνηση η Λόλι δεν ήξερε κι ούτε ενδιαφερόταν να μάθει, όπως δεν ενδιαφερόταν να έχει πάρε-δώσε με κάποια που προσπαθούσε να την χειραγωγήσει. Ωστόσο όλα όσα συνέβαιναν έχριζαν εξηγήσεων και μιας και εκείνη ήταν η υπεύθυνη εδώ πέρα, αγνόησε το δέος που της προκαλούσε η επιβλητική μορφή κι αποφάσισε να της μιλήσει. Η Αρχιέρεια φαινόταν να μην έχει αντιληφθεί την παρουσία της κι όταν η Λόλι πλησίασε διέκρινε μια αχνή αύρα, σαν φεγγαρόφως να λούζει την ίδια και το σκήπτρο που κρατούσε. Τζάκ-ποτ! Μάλλον βρήκαμε από πού βγαίνει το 'Φεγγαροφώτιστη'. Μην ξεχάσω να πάρω και κάνα λαχείο όποτε και αν γυρίσω σπίτι, σκέφτηκε.
«Λορελάι;», αναφώνησε η άλλη και το φως γύρω της έσβησε αργά, καθώς γύρισε το φαντασματόμορφο προσωπό της προς το μέρος της.
«Καλησπέρα. Εεε... συγγνώμη που διέκοψα το... τον διαλογισμό σας», είπε αμήχανα η Λόλι, αβέβαιη για το πώς να αποκαλέσει αυτό που έκανε η Νεράιδα μπροστά της, ή για το πώς κατάλαβε ότι ήταν αυτή προτού την δει.
Η Νεράιδα την κοίταξε. Αντί για εκνευρισμό, τα μάτια της πρόδιδαν μια ήρεμη σοβαρότητα. «Χαίρομαι που σε βλέπω, Λορελάι», της είπε σχεδόν φιλικά. «Φαίνεσαι καλύτερα», παρατήρησε.
«Και είμαι. Ευχαριστώ», αποκρίθηκε ταπεινά η Λόλι και κοίταξε με προσοχή καθώς η Αρχιέρεια έγνεψε κι απέθεσε το σκήπτρο της στο γρασίδι, προτού καθίσει σε ένα λείο βράχο, μπροστά από τρία πεύκα.
«Κάθισε», της πρότεινε και σε λίγο η Λόλι βρέθηκε δίπλα της, να κοιτάζει τα ήρεμα νερά της πηγής, που άστραφταν ασημένια στο φως του φεγγαριού. Ίσως άστραφταν περισσότερο από ό,τι συνήθως κι ίσως αυτό να είχε να κάνει με τη Νεράιδα που καθόταν στα αριστερά της και το φως που εξέπεμπε ένα λεπτό πριν. Μα η Λόλι δεν στάθηκε να το αναλύσει, μιας κι αυτή τη στιγμή ένιωθε και το σώμα και το μυαλό της να έχουν χαλαρώσει.
«Αυτό το μέρος είναι σαν να βγήκε απ' όνειρο», μονολόγησε κλείνοντας για λίγο τα μάτια της, σαν να ήταν όντως μέσα σε όνειρο. «Πού βρισκόμαστε, αλήθεια;», ρώτησε, τσιτώνοντας ξανά, όταν θυμήθηκε πως αυτή η λεπτομέρεια της διέφυγε.
«Στον Ναό της Σελήνης, στο Νοβέλιαν, εντός του Ασημένιου Δάσους», της ήρθε η απάντηση. «Δε χρειάζεται να δείχνεις τόσο φόβο», συνέχισε η Ραβάννα, που εδώ κι ώρα είχε προσέξει την τάση της κοπέλας να κοιτά συνέχεια δεξιά κι αριστερά, σαν να περίμενε κάτι να της επιτεθεί. «Ό,τι μπορεί να σου κάνει κακό... βρίσκεται έξω από αυτό το μέρος», δήλωσε και το βλέμμα της έγινε μακρινό και μυστηριώδες.
«Εγώ τότε γιατί νιώθω ότι βρίσκεται ακριβώς εδώ;», αναρωτήθηκε ειλικρινά η Λόλι, κάνοντας τη γυναίκα δίπλα της να στρέψει πλήρως την προσοχή της σε αυτήν.
«Είσαι μπερδεμένη», της είπε στα ίσια διατηρώντας την ίδια ηρεμία. «Αν δεν ήσουν, θα έβλεπες ότι δεν είμαι εγώ εχθρός σου, Λορελάι. Προσπαθώ για το καλό σου».
«Φυλακίζοντάς με; Επιβάλλοντάς μου τη γνώμη σου; Εγώ, δηλαδή, δεν έχω λόγο σε όλο αυτό; Ούτε που βγάζουν και νόημα αυτά που λες. Από τη μία λες ότι πρέπει να ακούσω τη βασίλισσα, από την άλλη ότι οι κρύσταλλοι είναι ικανοί μόνο για τα χειρότερα! Αν είναι έτσι, τότε γιατί να τους δώσω σε αυτήν!;», ξέσπασε η Λόλι, που ο νους της δεν χωρούσε αυτή την μέθοδο ως κάτι το λογικό. Ακολούθησαν μερικά δευτερόλεπτα σιωπής, στα οποία η Ραβάννα δεν μιλούσε. «Γιατί όλα αυτά;», ξαναρώτησε το κορίτσι.
«Γιατί είδα με τα μάτια μου το κακό που μπορούν να προκαλέσουν οι κρύσταλλοι και σε αυτούς που τους έχουν... και σε αυτούς που θέλουν να τους έχουν. Είδα ένα βασίλειο να χωρίζεται στα δυο και την πιο αγαπημένη μου φίλη να χάνει τη ζωή της εξ' αιτίας τους»
Η Λόλι έδειχνε και πάλι προβληματισμένη με όσα άκουγε. «Μιλάς για τη γιαγιά; Στη γιαγιά δεν έκαναν κακό οι κρύσταλλοι. Ίσα-ίσα που τη βοήθησαν να πολεμήσει ηρωικά». έκανε και η απορία ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της. Στο πρόσωπο της Αρχιέρειας πάλι ζωγραφίστηκε μια αμυδρή έκφραση σοκ, που αμέσως μετά έγινε θυμός.
«Έτσι λες;», ρώτησε η Ραβάννα και το ύφος της έγινε στιγμιαία πιο σκληρό καθώς συνειδητοποίησε ότι το κορίτσι είχε μαύρα μεσάνυχτα επί του θέματος. «Τότε δεν μπορεί παρά να 'σαι πέρα για πέρα ανόητη. Μα ανόητη δεν μου φαίνεσαι. Άρα απλώς δεν ξέρεις την αλήθεια».
«Ξέρω όσα μου είπε ο παππούς μου και ξέρω επίσης ότι η γιαγιά με διάλεξε κι αυτή είναι η ευκαιρία μου να βοηθήσω τον κόσμο και να αποδείξω πως δεν είμαι άχρηστη».
«Και πώς θα τ' αποδείξεις; Με τρεις πέτρες;», αντιγύρισε η Ραβάννα, έτοιμη να της αποκαλύψει τα γεγονότα όπως ακριβώς έγιναν, μα την ίδια στιγμή είδε με την άκρη του ματιού της ένα μικρό τρέμουλο και θυμήθηκε ότι η διάθεση της Κρυστέλ ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τους κρυστάλλους κι οποιαδήποτε ταραχή θα τους προκαλούσε να την ηλεκτρίσουν ξανά. «Δεν θα σου επιβάλω τη γνώμη μου», της είπε ξεφυσώντας μετά από λίγο κι επέστρεψε στο ψυχρό κι ανέκφραστό της ύφος. «Σκοπός δεν είναι να κάνεις κάτι επειδή το λέω εγώ, αλλά να καταλάβεις. Εύχομαι μόνο η Θεά μας να σε φωτίσει και το ίδιο ελπίζω να εύχεσαι κι εσύ, είτε από εκείνη, είτε... απ' όποιον ευλαβούνται οι Άνθρωποι αυτή την εποχή».
«Δεν πιστεύω σ' αυτά», μουρμούρισε ξερά η Λόλι. «Κι αν θέλεις το καλό μου, όπως λες, βοήθησέ με να ξεφύγω απ' τις φασαρίες που μ' έμπλεξε αυτός ο προδότης», συνέχισε νεύοντας προς τις χειροπέδες της.
Δεν περίμενε η άλλη να υπερασπιστεί τον Νεράιδο. «Ο Ντάζεϊλτον είναι σαν ένα παιδί», είπε η Ραβάννα, σαν να τον ήξερε. «Υπακούει τυφλά στις εντολές της μητέρας του, γιατί πιστεύει ότι έτσι θα έχει την αγάπη και την εκτίμησή της. Κακώς, αν ρωτάς τη γνώμη μου, μα έτσι έχει μάθει. Όσο για εμένα, δεν είναι πολλά αυτά που μπορώ να κάνω. Η εξουσία της Βασίλισσας είναι πάνω από τη δική μου, μα θα προσπαθήσω να περάσεις όσο γίνεται πιο ανώδυνα αυτή την κατάσταση». Η Λόλι κούνησε καταφατικά το κεφάλι της, βλέποντας πως τουλάχιστον η Αρχιέρεια ήταν ειλικρινής μαζί της. Έπειτα, την ακολούθησε προς την κατεύθυνση του κτιρίου, ώσπου το μάτι της Ραβάννας έπεσε στο ίδιο λουλουδάκι που είχε αγγίξει η Λόλι. «Αυτό το λουλούδι... δεν είχε ανθίσει εδώ και μέρες», την άκουσε να λέει με έκπληξη.
«Ναι, τα πέταλά του άνοιξαν μόλις το ακούμπησα. Παράξενη σύμπτωση, ε;», έκανε η Λόλι γελώντας αμήχανα.
«Θέλεις να πεις ότι εσύ το έκανες να ανθίσει;»
«Δεν νομίζω, εγώ απλά το άγγιξα».
«Μόνο κάποιος με καθαρή καρδιά μπορεί να κάνει αυτά τα λουλούδια ν΄ ανθίσουν, κάποιος ξεχωριστός».
Κλασσικές κλισεδιάρικες ατάκες, σκέφτηκε η Λόλι, που κανονικά θα έπρεπε να χαίρεται που άκουσε έναν τέτοιο λόγο από μια αληθινή Νεράιδα. «Δεν έχω τίποτα το καθαρό ή το ξεχωριστό», είπε χαμηλόφωνα.
«Τα σελντινάιτ μπορούν κι αναγνωρίζουν το καλό ή το κακό στις καρδιές των Ανθρώπων, ποτέ δεν κάνουν λάθος».
«Αυτά είναι τα σελντινάιτ;», ρώτησε η Λόλι με ενδιαφέρον.
«Ναι, έχουν μαγικές θεραπευτικές ιδιότητες και είναι από τα πιο σπάνια».
«Το ξέρω από τη γιαγιά μου», αποκρίθηκε η Λόλι και η Ραβάννα πρόλαβε να δει το πρόσωπό της να σκοτεινιάζει, πριν το χαμηλώσει τόσο, που η φράντζα της έκρυβε τα μάτια της «Τα μισούσα», μονολόγησε με φωνή ανέκφραστη. «Ήταν τα αγαπημένα της λουλούδια, έτσι έλεγε, δηλαδή. Όταν... έφυγε...», συνέχισε και η φωνή της πήγε να σπάσει όταν είπε τη λέξη 'έφυγε'. «...ήθελα να της πάω μερικά για να την αποχαιρετήσω. Γύρισα όλο το δάσος, μα δεν υπήρχαν πουθενά», τελείωσε απογοητευμένη. «Ποτέ δεν υπήρχαν πουθενά». Όταν ξανασήκωσε το κεφάλι της, υπήρχαν δάκρυα στα μάτια της, τα οποία η Λόλι δεν άφησε να χυθούν. «Ήμουν τόσο χαζή τότε».
Η Ραβάννα κούνησε το κεφάλι. «Πώς θα μπορέσεις να διαχειριστείς τους κρυστάλλους και να βοηθήσεις τον κόσμο, όταν δεν μπορείς να βοηθήσεις τον ίδιο σου τον εαυτό;»
«Θα το κάνω», είπε πεισματικά η κοπέλα, δυσκολευόμενη τώρα να εμποδίσει τα δάκρυά της απ' το να κυλήσουν. «Θα τα καταφέρω! Θα τα καταφέρω, ακόμα κι αν χρειαστεί να πάω κόντρα και στον ίδιο μου τον εαυτό, όχι να τον βοηθήσω κιόλας. Πρέπει να τα καταφέρω γιατί ό,τι άλλο έχω προσπαθήσει ποτέ στη ζωή μου πήγε σκατ-», συνέχισε σε μια απελπιστική προσπάθεια να πείσει τον εαυτό της κι όχι την Αρχιέρεια. Μα όταν κατάλαβε την άσχημη λέξη που πήγε να πει, ένιωσε τεράστια ντροπή που σχεδόν ξεστόμισε κάτι τέτοιο μπροστά της. «Σ-Συγγνώμη», είπε με μάγουλα κατακόκκινα και υγρά από τα δάκρυα που εκμεταλλεύτηκαν την αμηχανία της για να το σκάσουν.
«Ησύχασε», της είπε γαλήνια η Ραβάννα, που εδώ κι ώρα, χωρίς να το δείχνει, συναισθανόταν τον πόνο και την λύπη της εγγονής της φίλης της και της προσέφερε ένα αραχνοΰφαντο μαντήλι. Η Λόλι το πήρε και σκούπισε τα μάτια της τρέμοντας από την ένταση που ακόμη εκτονωνόταν. «Καλύτερα να επιστρέψεις στο δωμάτιό σου. Χρειάζεσαι ξεκούραση... Κι όσο για το αν έχεις μέσα σου κάτι το καθαρό ή ξεχωριστό...», την άκουσε να της λέει. «Μπορεί και να έχεις, απλά να πρέπει να το πιστέψεις περισσότερο και να το στηρίξεις, αντί να το κατακρίνεις». Για πρώτη φορά η φωνή της έγινε ελάχιστα πιο γλυκιά κι όταν η κοπέλα την ξανακοίταξε, το ύφος της Νεράιδας ήταν αινιγματικό κι ένιωσε για λίγο σαν να είχε πάλι απέναντί της τη Σενίτ να τη συμβουλεύει. Χωρίς να το καταλάβει, η Λόλι χαμογέλασε, αγγίζοντας ξανά το όμορφο ροζ άνθος σελντινάιτ, προτού επιστρέψει στο δωμάτιό της για ύπνο.
---
Ο Έντι είχε ψάξει όλα τα σημεία στα οποία συνήθιζε τα διαβάζει ξανά και ξανά. Και το δωμάτιό του και το σαλόνι ήταν σαν να πέρασε τυφώνας, αλλά πάλι δεν μπόρεσε να βρει το χαρτί που έψαχνε. «Πω ρε φίλε», μουρμούρισε κάτω απ' την ανάσα του, καταπιέζοντας την επιθυμία του να βρίσει, σαν το καλό παιδί που ήταν και συνέχισε να αναποδογυρίζει τα μαξιλάρια. Τίποτα! Οι σημειώσεις του δεν ήταν ανάμεσα τους ούτε αυτή τη φορά. Με την ανάγκη του να εκτονωθεί βρίζοντας να αυξάνεται σταθερά κάθε λεπτό μελέτης που πήγαινε χαμένο, ο Έντι πήγε με φούρια στα ράφια με τα παλιά σχολικά του βιβλία κι άρχισε να τα τραβάει έξω πέντε-πέντε, μπας και κατά λάθος είχε παραχώσει το παλιόχαρτο ανάμεσά τους. Ξαφνικά, ένα μικρό άσπρο τετράδιο, που δεν είχε προσέξει, γλίστρησε μέσα απ' τα βιβλία και βρέθηκε πεσμένο στο πάτωμα. Ο έφηβος σταμάτησε αμέσως αυτό που έκανε και κοίταξε ξαφνιασμένος την παιδική ζωγραφιά στο εξώφυλλο. Έδειχνε ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι και γύρω τους δέντρα. Οι γραμμές ήταν σωστά τραβηγμένες, αλλά τα χρώματα έφευγαν λίγο έξω απ' αυτές κι έμοιαζαν λίγο με μουτζούρες. Σε μία στιγμή ο εκνευρισμός του εξαφανίστηκε κι ένα χαμόγελο νοσταλγίας εμφανίστηκε στο πρόσωπό του Έντι, καθώς έσκυψε να πιάσει το τετράδιο. Είχε ξεχάσει ότι το είχε ακόμα εκεί. Για την ακρίβεια, είχε ξεχάσει την ύπαρξή του, μα τώρα που το κρατούσε στα χέρια του, ήταν σαν να κρατούσε θησαυρό.
Πριν από περίπου δώδεκα χρόνια, η Λόλι είχε γράψει ένα παραμύθι σε αυτό το τετράδιο: για έναν μικρό ξυλοκόπο κι ένα κορίτσι που τον ακολούθησε κρυφά μέσα στο δάσος και οι δυο τους έγιναν καλοί φίλοι και βοήθησαν τις Νεράιδες να ξεφορτωθούν τους Καλικάντζαρους που δεν τις άφηναν να χορέψουν κάτω απ' την πανσέληνο, στο ποτάμι. Ήταν από τις πρώτες φορές που η μικρή Λόλι έγραφε και τόσο πολύ την ενθουσίασε αυτός ο νέος, μαγικός κόσμος της συγγραφής, που δεν ντράπηκε να διαβάσει το παραμύθι στον αδερφό της. Ο δε Έντι ενθουσιάστηκε περισσότερο απ' αυτήν κι αμέσως άρχισε να αναρωτιέται τι έγινε παρακάτω και να την παρακαλάει να γράψει κι άλλο. Στο τέλος, τα δυο αδερφάκια κατέληξαν να παίζουν στην άκρη του δάσους, παριστάνοντας τον ξυλοκόπο και το κορίτσι, που τελικά συμφιλίωσαν τις Νεράιδες με τους Καλικάντζαρους, ταξίδεψαν στη μακρινή Χώρα των Δράκων κι έζησαν πολλές-πολλές περιπέτειες μέχρι που νύχτωσε.
Αυτό που δεν ήξεραν ήταν πως η γιαγιά τους τούς πρόσεχε από μακριά όλη αυτή την ώρα, χαμογελώντας με καμάρι για τα εγγόνια της. Όταν κάποια στιγμή την κατάλαβαν, εκείνη τα ενθάρρυνε να συνεχίσουν, επιμένοντας ότι 'δεν άκουγε τι λέγανε'. Ευτυχώς μετά ήρθε κι ο μπαμπάς τους και η προσοχή της Σενίτ στράφηκε στον γαμπρό της, αφήνοντας τα παιδιά να παίξουν λίγο ακόμη, χωρίς να νιώθουν αμήχανα για την ύπαρξη ακροατηρίου. Η κουβέντα των δύο ενηλίκων δεν άργησε να μετατραπεί σε έντονη διαφωνία, όμως ο Έντι και η Λόλι δεν πρόλαβαν να καταλάβουν το λόγο, αφού η Φλώρα τους φώναξε να έρθουν για βραδινό. Τότε που μένανε στο παλιό τους σπίτι, κοιμόντουσαν στο ίδιο δωμάτιο, στη σοφίτα και εκείνη τη νύχτα συνέχισαν να γελούν και να ψιθυρίζουν, ώσπου η Φλώρα ήρθε νυσταγμένη με το κερί στο χέρι να τους πει να κοιμηθούν επιτέλους. Την άλλη μέρα το χέρι της Λόλι πιάστηκε απ' την καταγραφή των νέων περιπετειών στο τετράδιό της, μέχρι που το γέμισε όλο. Έφτιαξε μάλιστα κι ένα σκίτσο στο εξώφυλλο, το οποίο ο Έντι επέμεινε να χρωματίσει και η Λόλι γέλασε όταν είδε το αποτέλεσμα, μα ακόμα το βρήκε χαριτωμένο. Βλέποντας πόσο πολύ άρεσε στον αδερφό της αυτό που είχε γράψει, του το χάρισε και του το διάβαζε σχεδόν κάθε βράδυ, μέχρι ο Έντι να μάθει να διαβάζει κι εκείνος.
Η γλυκιά ανάμνηση τον ταξίδεψε μακριά απ' το Όβινστερ, πίσω στο μικρό ξύλινο σπιτάκι τους, κοντά στο δάσος. Τότε που όλη τους η ζωή έμοιαζε με παραμύθι. Ο Έντι αναστέναξε όταν συνειδητοποίησε και πάλι πού βρισκόταν και πόσο διαφορετική ήταν τώρα η ζωή του. Όταν ξανακοίταξε το τετράδιο στα χέρια του, θυμήθηκε πόσο είχε βαρεθεί αυτή την ιστορία όταν έφτασε περίπου στα δώδεκα. Πώς όλη αυτή η ενασχόληση με τα παραμύθια του φαινόταν παιδιάστικη κι αφύσικη για την ηλικία του, ενώ η κατά έξι χρόνια μεγαλύτερη αδερφή του έμοιαζε να πορώνεται όλο και πιο πολύ μ' αυτά όσο μεγάλωνε. Ειδικά μετά το θάνατο της γιαγιάς, τον οποίο δεν ξεπέρασε. Όλοι οι υπόλοιποι στην οικογένεια είχαν πάει παρακάτω κι ο Έντι (ακολουθώντας το παράδειγμα της μητέρας του) συνήθιζε να της λέει κατάμουτρα ότι είναι παράξενη. Εκείνη απλώς τον αγριοκοίταζε και κλεινόταν στο δωμάτιό της και οι ιστορίες της γινόντουσαν όλο και πιο σκοτεινές, πιο 'σαδομαζοχιστικές', όπως τις χαρακτήριζε κοροϊδευτικά εκείνος, χωρίς να τις έχει διαβάσει. Όχι ότι ήθελε να τις διαβάσει. Δεν την είχε ανάγκη. Είχε τις δικές του παρέες και τελικά βρήκε κι αυτή τις δικές της: κλίκες από δήθεν προχώ, δήθεν ευαίσθητα άτομα, που ασχολούνταν με την τέχνη για να εκτονώσουν την έπαρσή τους κι έκαναν και την Λόλι επηρμένη σαν τα μούτρα τους. Ο Έντι το έβλεπε εδώ και χρόνια πως η αδερφή του ήταν δυστυχισμένη, ειδικά μετά το δεσμό της με εκείνον τον ψευτοκουλτουριάρη μοντελιστή που έβγαινε για ένα διάστημα. Τώρα που κοίταζε τη ζωγραφιά στο τετράδιο, τώρα που η Λόλι ήταν εξαφανισμένη, δεν μπορούσε παρά να σκέφτεται ότι ήταν άδικος μαζί της και δεν έπρεπε να την κάνει πέρα και να την κατακρίνει όπως έκανε. Στο κάτω-κάτω αδέρφια ήταν κι έπρεπε να στηρίζουν και να αγαπούν ο ένας τον άλλο.
Τις σκέψεις του διέκοψε το άνοιγμα της πόρτας και η μητέρα του, που μπήκε φορτσάτη στο σαλόνι, όπως συνήθιζε. «Γεια σου Έντι μου! Τι κάνεις; Πώς πήγε το σχολείο;», ρώτησε βγάζοντας με απότομες κινήσεις την τσάντα της κι αφήνοντας το παλτό της στην κρεμάστρα. Ευτυχώς δεν πρόλαβε να δει ότι ο γιος της είχε πάθει λαλά και μόλις που κατάφερε να κρύψει το τετράδιο κάτω απ' τα μαξιλάρια του καναπέ πριν εκείνη το προσέξει.
«Μια χαρά, μαμά», αποκρίθηκε σαν να μην είχε γίνει τίποτα. «Εσύ; Πώς ήταν η μέρα σου στη δουλειά;»
«Ρουτίνα, αγόρι μου, παλιά καλή ρουτίνα», απάντησε η μαμά του, που μόλις είχε πλύνει τα χέρια της στον νεροχύτη της κουζίνα. «Ο παππούς ακόμα λείπει, βλέπω. Ησυχία θα 'χουμε πάλι σήμερα», σχολίασε, βγάζοντας μερικά χαρτιά και βιβλία και αφήνοντάς τα στο τραπέζι. Ξαφνικά αναφώνησε σαν να θυμήθηκε κάτι και αφού έψαξε ανάμεσα στα βιβλία πήρε ένα και του το άφησε στα χέρια. «Ορίστε και το βιβλίο για το γραμμικό σχέδιο που σου υποσχέθηκα. Νομίζω πως θα σε βοηθήσει πάρα πολύ».
«Α, ναι... σωστά», έκανε το αγόρι και το πήρε με απροθυμία. «Σ' ευχαριστώ που το θυμήθηκες. Επιτέλους θα κάνω σωστή προετοιμασία», συμπλήρωσε, χωρίς να γίνει καθόλου πειστικός, αλλά πριν η Φλώρα πει κάτι, παρατήρησε ότι το σαλόνι ήταν άνω-κάτω και τον κοίταξε απορημένη. «Έψαχνα ένα χαρτί με σημειώσεις», της εξήγησε.
«Μήπως εννοείς αυτό εδώ;», ρώτησε η μητέρα του, τραβώντας μια διπλωμένη σελίδα τετραδίου από την τσέπη του παντελονιού της και το πρόσωπο του Έντι έλαμψε. «Ήταν χύμα επάνω στο τραπέζι και το πήρα κατά λάθος, μαζί με τα σχέδια εκείνης της νέας πολυκατοικίας στην λεωφόρο Σέιντι. Στη δουλειά κατάλαβα ότι δεν ήταν δικό μου», του είπε απολογητικά, δίνοντάς του το.
«Δεν πειράζει! Αρκεί που δε χάθηκε», αποκρίθηκε εκείνος ανακουφισμένος κι ετοιμάστηκε να φύγει για το δωμάτιό του, όταν...
«Έντι; Τι σημειώσεις είναι αυτές;»
«Ε;», έκανε αυτός ενώ από μέσα του έλεγε; Αμάν... το διάβασε... «Είναι... για κάποια βιβλία...»
«Ναι, το κατάλαβα. Αλλά τι βιβλία; Γενική ιατρική έλεγε το πάνω-πάνω. Τι σχέση έχεις εσύ μ' αυτά;»
«Εεε... δεν είναι δικές μου. Είναι... του Κόουλ! Σκέφτεται να δώσει στην ιατρική και ψάξαμε μαζί ποια είναι τα καλύτερα συγγράμματα για να μελετήσει. Γι' αυτό είχα τόση αγωνία να τις βρω. Καλά να χάσω δικές μου σημειώσεις, αλλά όχι και του Κόουλ». Στο τέλος του μικρού του λόγου, ο Έντι είχε λαχανιάσει. Η Φλώρα τον κοίταξε για λίγο.
«Ω», έκανε τελικά. «Τότε με συγχωρείς πολύ που σε αναστάτωσα. Άλλη φορά θα ελέγχω πιο προσεκτικά πριν πάρω οτιδήποτε από το τραπέζι. Πάω να βάλω να φάμε», έκανε κι ο Έντι ανέπνευσε επιτέλους πιο χαλαρά. «Θέλεις να πάμε σινεμά το απόγευμα;» την άκουσε να λέει, ανάμεσα σε θορύβους μαχαιροπίρουνων και πιάτων. «Παίζει ακόμα εκείνη η ταινία που σ' αρέσει. Εγώ, βέβαια, ξέρεις, δεν βλέπω τέτοια, αλλά μιας και θα είμαστε πάλι οι δυο μας, γιατί να περάσουμε τη μέρα μέσα στο σπίτι;»
«Την έχω δει τρεις φορές», μουρμούρισε αδιάφορα ο Έντι, βγάζοντας κρυφά το τεράδιο της Λόλι και κρύβοντάς το μαζί με τις σημειώσεις, κάπου ανάμεσα στις πεντακόσιες σελίδες του αγαπημένου του μυθιστορήματος φαντασίας, στο οποίο ήταν βασισμένη η εν λόγω ταινία. «Μαμά, δεν ανησυχείς για τη Λόλι;», ρώτησε άξαφνα και οι θόρυβοι σταμάτησαν. Σε λίγα δευτερόλεπτα, η Φλώρα φάνηκε στο κατώφλι της κουζίνας με μια αβέβαιη έκφραση. «Τι; Τόσες μέρες λείπει. Δεν φοβάσαι;»
Η καλή διάθεση της μητέρας του εξαφανίστηκε. «Φυσικά και φοβάμαι. Αλλά η Λόλι είναι ενήλικη γυναίκα. Ξέρει τι κάνει. Αν και προφανώς κρίνει ότι αν λείψει καμιά βδομάδα απ' το σπίτι, εγώ θα ξεθυμώσω. Αμ δε».
«Τελευταία αδιαφορείς εντελώς για εκείνη», είπε το αγόρι. «Ίσως αν της έδειχνες ότι την νοιάζεσαι, όπως κάνεις και με εμένα-»
«Δεν αδιαφορώ για τη Λόλι, Έντι», τον διέκοψε η Φλώρα. «Και την νοιάζομαι και την αγαπώ, όπως αγαπώ κι εσένα. Αλλά δεν θέλει να της το δείχνω. Ό,τι προσπάθεια και να κάνω να έρθουμε σε επαφή, την απορρίπτει. Ώρες-ώρες δεν ξέρω αν θέλει να την αντιμετωπίζω σαν παιδί, ή σαν μεγάλη. Κι όποτε πάω να της βάλω μυαλό, να σταματήσει επιτέλους να φαντάζεται ανοησίες, μου κλείνει την πόρτα στα μούτρα. Τι άλλο να κάνω πια;», ολοκλήρωσε έχοντας απηυδήσει με την κόρη της.
«Σάμπως εμείς δεν την απορρίπτουμε με την συμπεριφορά μας;», αναρωτήθηκε χαμηλόφωνα ο έφηβος, μα η Φλώρα τον άκουσε και ξεφύσηξε κουρασμένα.
«Η αδερφή σου, Έντι, πρέπει να γίνει ρεαλίστρια, αλλιώς δεν θα τα βγάλει πέρα σε αυτό τον κόσμο. Γι' αυτό επιμένω να της ξεκολλήσω αυτά τα παραμύθια απ' το μυαλό, γιατί όταν μια μέρα αντιμετωπίσει την αληθινή ζωή, δεν θα τα καταφέρει τραβώντας λοξές γραμμές», είπε και διαπίστωσε με δυσαρέσκεια ότι μίλησε μεταφορικά, όπως συνήθιζε η μητέρα της, επηρεασμένη από τις Νεράιδες. Ωστόσο, ο Έντι έδειξε να καταλαβαίνει και συνέχισε. «Το παν στη ζωή αγόρι μου, είναι να τραβάμε ίσιες γραμμές. Να είμαστε σίγουροι γι' αυτό που κάνουμε. Όπως ακριβώς κάνουμε και στην αρχιτεκτονική», ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό της όταν αναφέρθηκε στη δουλειά της, που τόσο αγαπούσε. «Και είμαι πολύ περήφανη που κι εσύ αποφάσισες να ακολουθήσεις την καριέρα του αρχιτέκτονα, Έντι. Εσύ τουλάχιστον θα τραβήξεις ίσιες γραμμές και κυριολεκτικά και μεταφορικά». Στο τέλος γέλασε, αλλά ο γιος της την κοίταξε στενοχωρημένος. «Ξέρω πόσο ανησυχείς για εκείνη. Είμαι σίγουρη ότι ο παππούς την ψάχνει, γι' αυτό λείπει κι αυτός. Αλλά σου υπόσχομαι ότι αν δεν γυρίσει σύντομα, θα πάω στην αστυνομία, εντάξει;», του είπε για να τον παρηγορήσει, κάτι που πέτυχε, μιας κι ο Έντι χαμογέλασε. Έπειτα οι δυο τους πήγαν να φάνε το μεσημεριανό τους. Το βράδυ, ο Έντι έβαλε το τετράδιο της Λόλι κάτω από το μαξιλάρι του, ευχόμενος το άλλο πρωί η αδερφή του να είναι εκεί, μαζί του. Μέχρι και στον ύπνο του την είδε εκείνο το βράδυ και μάλιστα ξύπνησε με ένα έντονο προαίσθημα ότι η Λόλι κινδύνευε.
Αυτό που αγνοούσε το αγόρι ήταν η παρουσία ενός μικροκαμωμένου πλάσματος απ' αλλού φερμένου, που τον παρακολουθούσε, σταλμένο από την ίδια σκοτεινή παρουσία που παρακολουθούσε τη Νεραϊδοβασίλισσα, στοιχειώνοντας εδώ και νύχτες τα όνειρά της.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top