Κεφάλαιο 12
Κεφάλαιο 12
«Ώστε την άφησες στην είσοδο», είπε αργά ο ασπρομάλλης άντρας πιέζοντας νευρικά τα ακροδάχτυλά στους κροτάφους του. Η πίεση που είχε μαζευτεί εκεί όλο και αυξανόταν με κάθε νέα πληροφορία που μάθαινε.
«Κοίταξε, φίλε», έκανε αγανακτισμένα ο πράσινος σύντροφός του ακουμπώντας το άδειο καραφάκι τσίπουρο στο τραπέζι με ένα μικρό κρότο. «Ξέρεις πώς έχει η κατάσταση με τους Κρυστάλλους. Δεν θα μπορούσε ποτέ ένας Καλικάντζαρος να μπει στο στόμα του λύκου και να τη γλιτώσει», συνέχισε, λιγότερο έντονα. Κάρφωσε με τα μικρά χρυσά του μάτια τον Άνθρωπο και πρόσθεσε, σχεδόν παραπονεμένα: «Θα σου έκανα ποτέ κάτι τέτοιο, Έντελ;».
Ο γέρος αναστέναξε βαθιά και ήπιε κι αυτός μια γερή γουλιά από το τσίπουρό του. «Με συγχωρείς Σάντριγκορ. Δεν υπονόησα ότι θα παρατούσες τη Λόλι. Μη μου δίνεις σημασία», είπε και άφησε το βλέμμα του να πετάξει στο χώρο. H ταβέρνα "Το Μανιτάρι", με το μαλακό πάτωμα από βρύα, τα τραπεζάκια με τους όζους και τα μυστήρια σύμβολα, τους πνιγηρούς γκριζοπράσινους καπνούς που αναδύονταν από τις σκαλιστές πίπες των συνδαιτυμόνων και την αναπόφευκτη συνειδητοποίηση ότι πράγματι βρίσκεται μέσα σε ένα κανονικό, γιγάντιο μανιτάρι, ήταν για τον Έντελ πάντοτε ντυμένη από μια αλλόκοτη, μια ζεστή ατμόσφαιρα. Ο φιλόξενος μύκητας φύτρωνε στην άκρη του Αστροδάσους, μακριά από ανθρώπινη ή άλλη αδιάκριτη παρουσία, γεγονός ιδιαίτερα βολικό αν έτρεχες από κάπου να κρυφτείς.
Ο Σάντριγκορ σχεδόν έχασε το χρώμα του όταν αναγνώρισε τον Τζέκιλ τον Μπαγάσα, τον ίδιο Καλικάντζαρο που είχε σπάσει τρία από τα μπροστινά δόντια του δικού μας Καλικάντζαρου σε μια μονομαχία καιρό πριν, να σιγοπίνει την μπυρίτσα του κοντά στο μπαρ. Η Φρουρά του Δάσους δεν είχε πάρει ποτέ χαμπάρι τι σόι άτομα βρίσκουν καταφύγιο στο Μανιτάρι και εκείνη τη στιγμή ο Έντελ και ο Σάντριγκορ ήταν ιδιαίτερα ευγνώμονες για αυτό. Τσούγκρισαν τα ποτήρια τους κρατώντας μια σιωπή που πρόδιδε πολλά· μια αμοιβαία αποδοχή και επιβεβαίωση της φιλίας και αφοσίωσης του ενός προς τον άλλο. Το διάφανο ποτό κατέβηκε στο λαιμό του Έντελ καίγοντας τον ελαφρά και δάκρυα ανάβλυζαν στα μελιά του μάτια. «Δεν την παράτησες εσύ. Όχι εσύ, βέβαια. Εγώ. Εγώ την εγκατέλειψα. Κι ας μην ήμουν ποτέ μαζί της στο ταξίδι», ψιθύρισε και πήρε μια βαθιά αναπνοή, ανοιγοκλείνοντας γρήγορα τα βλέφαρά του. «Όπως και με τη Σενίτ», πρόσθεσε.
Ο Σάντριγκορ του μίλησε με ύφος σοβαρό, χωρίς όμως να τον κοιτάζει· το βλέμμα του φαινόταν να πλανάται κάπου μεταξύ ενός αδέξιου Σπηλαιογίγαντα και μιας πολύ διαχυτικής Δρυάδας που κάθονταν στο μπαρ. «Δεν είσαι εσύ Κρυστέλ, Έντελ», τον μάλωσε. «Είμαστε απλά δυο γερόντια. Πώς να προστατέψουμε κανέναν;», συνέχισε με ένα μικρό ειρωνικό γέλιο.
Ο Έντελ κούνησε το κεφάλι πάνω-κάτω, αλλά μετά αριστερά-δεξιά, αφήνοντας έναν αναστεναγμό. Τα μαλλιά και τα γένια του έμοιαζαν σχεδόν λαδιά στον χαμηλό φωτισμό της ταβέρνας, κάνοντας τον να φαίνεται λιγότερο σαν Άνθρωπος μέσα σε αυτή την παράξενα πολυπολιτισμική ταβέρνα. «Ναι, μάλλον όχι», συμφώνησε, «Αλλά αυτός ο δεσμός, Σάντριγκορ, αυτό το παράξενο αίσθημα σαν να με καλούν, σαν να ξέρω οποιαδήποτε στιγμή αν είναι καλά, αν κάτι τρέχει, αν πονάνε, αν πρέπει να είμαι εκεί να τις έχω στην αγκαλιά μου... αυτό το κάλεσμα δεν είναι για την Κρυστέλ, αλλά είναι για τον Φύλακά της, είναι γι' αυτόν που δεν πρέπει να την εγκαταλείψει ποτέ...»
Ο Καλικάντζαρος επιτέλους τον κοίταξε. Φαίνεται πως ο Σπηλαιογίγαντας με τη Δρυάδα είχαν πλέον αποσυρθεί κάπου πιο προσωπικά και καθώς το μαγαζί σιγά-σιγά άδειαζε, ησυχία είχε αρχίσει να απλώνεται στον χώρο. «Μεγάλο το καθήκον, παλιόφιλε... τώρα, δεσμός ξε-δεσμός, προφητείες και κουραφέξαλα, από αυτά δεν ξέρω... αλλά ξέρω πώς είναι να προστατεύεις εκείνους που αγαπάς. Κι όσο για την κουβέντα πριν το...», διέκοψε τη φράση του και σκέφτηκε για λίγα δευτερόλεπτα, «...τρίτο καραφάκι, νομίζω πως η μικρή Λόλι θα έπαιρνε χαμπάρι τις δυνάμεις της ό,τι και να έκανες εσύ. Εσύ ίσα-ίσα την έβαλες στο σωστό δρόμο για να μην τις πετάξει στα σκουπίδια!»
Ο Έντελ χαμογέλασε κάτω από τα μουστάκια του και κοίταξε το πράσινο γκόμπλιν με τρυφερότητα. «Είσαι καλός φίλος, Σάντριγκορ», του είπε και τσουγκρίσανε. Μετά από λίγα λεπτά συντροφικής σιωπής, είπε αποφασιστικά: «Πρέπει να τη βρούμε, Σάντριγκορ. Σύντομα. Είπες οι Τζέργκα δεν γνωρίζουν τίποτα, έτσι;»
Ο Καλικάντζαρος κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Τίποτα απολύτως! Έφαγαν μεγάλη ήττα μετά από το ξόρκι εξαφάνισής μου. Έπρεπε να τους δεις πώς πήγαιναν από 'δώ κι από 'κεί κυνηγώντας την ουρά τους!», γέλασε, αφήνοντας να φανούν τα μεγάλα κιτρινωπά του δόντια. «Αλλά μεταξύ μας τώρα, δε χρειάζεται και πολύ μυαλό για να μαντέψει κανείς ότι μια υποψήφια Κρυστέλ θα βρίσκεται στη Μαγκιλάι. Απορώ, δηλαδή, που δεν το καταλάβανε μονάχοι τους», ξαναείπε ο Καλικάντζαρος αλλάζοντας ύφος. «Είπαμε τούβλα, τούβλα, αλλά όχι κι έτσι. Μου θέλανε και ανάκριση τα κωθώνια, τρομάρα τους...», κατέληξε με ένα κάπως ενοχλημένο ύφος, αλλά αυτό που ήθελε να πει ήταν ξεκάθαρο στον Έντελ.
Ο Άρχοντας των Τζέργκα είχε βάλει στο μάτι τους Μαγικούς Κρυστάλλους και φυσικά γνώριζε τα πάντα γι' αυτούς. Ακόμα κι αν οι απεσταλμένοι του στο δάσος ήταν 'τούβλα', όπως είπε χαρακτηριστικά ο Σάντριγκορ, δεν θα τους έπαιρνε καιρό να συνειδητοποιήσουν μόνοι τους πού πρέπει να ψάξουν, ή να λάβουν εντολή απευθείας από τον Άρχοντα να στηθούν έξω από τη Μαγκιλάι και να περιμένουν μέχρι να βγει η Κρυστέλ έξω. Δόξα τον Φωτεινό Πυρήνα, δεν μπορούσαν να μπουν μέσα!
Ο άντρας εξέπνευσε με ανακούφιση, μιας και η διαίσθησή του τού έλεγε ότι η Λόλι δε βρισκόταν πια στην Μαγκιλάι. Πού βρισκόταν κι αν ήταν καλά, ο Έντελ δεν γνώριζε, μα τουλάχιστον προς το παρόν δεν κινδύνευε από δαύτους. «Αν ακολουθήσουμε το... κάλεσμα αυτό που λέω, ίσως να έχουμε μια ελπίδα να τη βρούμε πρώτοι εμείς», είπε.
«Και... λέει τίποτα το ραντάρ;», ρώτησε παιχνιδιάρικα ο Καλικάντζαρος.
Ο Έντελ χαμογέλασε πλατιά. «Αυτή τη στιγμή δεν καταγράφει τίποτα, όχι. Απλά με έφερε ως το Σταυροδρόμι των Πυλών, όπου συναντηθήκαμε. Αλλά είμαι σίγουρος ότι θα ξανανιώσω κάτι... ελπίζω απλά να μην είναι πολύ αργά».
«Και από πού θα ξεκινήσουμε;», ρώτησε ο Σάντριγκορ, δείχνοντας να αγνοεί το τελευταίο σχόλιο του φίλου του.
Ο Έντελ έμεινε σκεπτικός για λίγες στιγμές, με τη γροθιά κάτω από το πιγούνι του. «Η Τιτάνια είχε σταθεί στο πλευρό μας τότε... Θα ήθελα να ρίξω μια ματιά στον Αδαμάντινο Οφθαλμό, στη βιβλιοθήκη της. για να πω την αλήθεια».
Ο Σάντριγκορ άνοιξε διάπλατα τα μάτια του και σχεδόν πνίγηκε με το τσίπουρό του. «Τ-Τιτάνια; Στις... Νεράιδες!; Απαπαπαπα, στις ψηλομύτες μύγες θες να πάμε; Γιατί δεν άκουσες ποτέ τη Σενίτ που σου έλεγε ότι η νεραιδομαγεία είναι τσαρλατανιά; Αν δεν ήξερε αυτή, που μεγάλωσε μαζί τους, τότε ποιος;»
Ο Άνθρωπος έκανε έναν αποδοκιμαστικό ήχο με τη γλώσσα του και είπε: «Το αν τις συμπαθείς ή όχι είναι άλλη ιστορία, Σάντριγκορ. Όμως αποτελούν υπολογίσιμη δύναμη στην Μυθυφήλιο και η Τιτάνια έχει απεριόριστες γνώσεις».
«Και απεριόριστα μεγάλη μύτη», τον διέκοψε μουρμουρίζοντας το γκόμπλιν.
«Κάπως θα μπούσε να μας βοηθήσει... αν της μιλήσουμε με τρόπο, βέβαια», συνέχισε ακάθεκτος ο Έντελ.
Ο Σάντριγκορ φάνηκε να σκέφτεται για λίγα λεπτά. Με μια κωμική γκριμάτσα, έβγαλε έξω τη γλώσσα του σε μια τελευταία προσπάθεια αντίστασης και είπε: «Οκέι Έντελ. Οι γερόλυκοι σε νέες περιπέτειες!»
Ο Έντελ γέλασε και ήπιε μονορούφι το ποτό που του είχε μείνει· όντως, ένιωσε τη φλόγα της περιπέτειας να ξυπνάει μέσα του για μια ακόμη φορά!
---
Οι δύο φίλοι βγήκαν διακριτικά στην πίσω μεριά του Μανιταριού, όπου τους περίμενε το άλογο του Έντελ. Ο Σάντριγκορ, φυσικά, δεν έχασε ευκαιρία να αστειευθεί: «Έι Νέμπο! Τι γίνεσαι φιλαράκι;», ρώτησε παιχνιδιάρικα. «Βλέπω η βιταμινούλα Α σε ωφέλησε! Τρως καροτάκια με την ψυχή σου, ε; Γούτσου-γούτσου-γούτσου... Ααα!» Ίσα που πρόφτασε να τραβήξει το χέρι του πριν το 'λυσσαλέο ζώον' τον δαγκώσει. Ο Καλικάντζαρος έτρεξε στο πλάι του φίλου του και του είπε στ' αυτί: «Το άλογο σου ακόμα θέλει να με σκοτώσει».
«Έλα Σάντριγκορ. Έχουμε δρόμο μπροστά μας», απάντησε ήρεμα ο Έντελ και σε λίγο ήταν έτοιμοι να φύγουν.
«Πες του τουλάχιστον να πηγαίνει με 40. Ξέρεις ότι αντραλίζομαι...», μουρμούρισε ο Σάντριγκορ από το πίσω μέρος της σέλας.
---
«Πώς!;» Η φωνή της Ραβάννας ακούστηκε σε όλο τον ναό, καθώς απαιτούσε εξηγήσεις
«Πώς είναι δυνατόν να μας κάλεσες προτού βρεθούν και οι τρεις;»
Ο Νεράιδος μπροστά της έτρεμε ολόκληρος «Δ-Δεν ήξερα... μετά το κατάλαβα... Ν-Νόμιζα ότι ο κίτρινος ήταν ο τελευταίος».
«'Νόμιζες;' Έπρεπε να είσαι σίγουρος πριν κάνεις την κίνησή σου! Το μυαλό σου πού το είχες, μου λες!;»
Οι θυμωμένες κι ανήσυχες φωνές των άλλων Νεραϊδών δεν άργησαν να γεμίσουν την αίθουσα. «Ανολοκλήρωτος είναι. Δεν έχει μυαλό», είπε ειρωνικά μία απ' αυτές, αλλά η Αρχιέρεια στράφηκε μεμιάς προς το μέρος της.
«Σιβέλ, αρκετά!», φώναξε εξαγριωμένη, κλείνοντας το στόμα και αυτής και των υπολοίπων. Έπειτα, με μια βαθιά εισπνοή, ανέκτησε τη συνηθισμένη της ψυχραιμία. «Ακούστε με. Αυτή τη στιγμή δεν έχει νόημα να προσπαθούμε να ξεμπλέξουμε έναν άλυτο κόμπο. Μπορείτε να αποσυρθείτε»,
«Μα τι θα πούμε στη Βασίλισσα;» Ο Ντάζεϊλτον τινάχτηκε τρομαγμένος στην αναφορά του ονόματος της μητέρας του, μα καμιά δεν το πρόσεξε.
«Θα το συζητήσουμε το πρωί...» Η σύναξη διαλύθηκε ησύχως και οι ιέρειες έφυγαν, αφήνοντας τη Ραβάννα μόνη με τον πρίγκιπα, ο οποίος είχε σκύψει το κεφάλι του ντροπιασμένος. «Όπως καταλαβαίνεις...», είπε η Ραβάννα με τη χαρακτηριστική ήρεμη φωνή της. «...αυτό που έκανες τα θέτει όλα σε κίνδυνο. Ήταν πολύ απερίσκεπτο εκ μέρους σου».
«Συγγνώμη...», ψέλλισε αυτός. «Δεν ήθελα να έρθουν έτσι τα πράγματα. Δεν ήθελα να δυσαρεστήσω κανέναν!» Όταν τελείωσε, ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Ακόμη και η Ραβάννα δεν μπορούσε να μείνει κάθετη μπροστά σε αυτό.
«Το ξέρω, Ντάζεϊλτον», του είπε, βάζοντας το χέρι της στον ώμο του. Αυτός σήκωσε δειλά το βλέμμα του στο πρόσωπό της. «Είμαι σίγουρη ότι είχες αγαθές προθέσεις, όμως τα πράγματα δεν πάνε πάντα όπως θα θέλαμε να πάνε... Για το κορίτσι ανησυχώ...», συμπλήρωσε γνέφοντας προς το δωμάτιο της Λόλι.
«Μπορώ να τη δω;», ρώτησε ο Ντάζεϊλτον γεμάτος ελπίδα.
Εκείνη φάνηκε να το σκέφτεται. «Μόνο για λίγο», είπε τελικά.
---
Όταν η Λόλι άκουσε φωνές απ' έξω, ανησύχησε. 'Όταν δε αναγνώρισε τη φωνή του Ντάζεϊλτον, γύρισε την πλάτη της στην πόρτα, με την ελπίδα ότι έτσι δεν θα χρειαζόταν να του μιλήσει. Σε ένα λεπτό, ο αδέξιος Nεράιδος μπήκε μέσα. Το φεγγάρι κόντευε πια να δύσει και το δωμάτιο ήταν πολύ σκοτεινό, όμως τα μαλλιά της φωσφορίζανε στο ημίφως, γεγονός που τον βοήθησε να την εντοπίσει αμέσως. «Δεσποινίς;», στην αρχή μίλησε με το ύφος που είχε όταν την πρωτοσυνάντησε, όταν όμως δεν έλαβε απάντηση, ο τόνος του έγινε λίγο πιο σοβαρός. «Λόλι;», ξαναείπε μάταια. Η κοπέλα ήταν ακίνητη σαν άγαλμα. «Λυπάμαι πολύ γι' αυτό που έγινε. Δεν ήθελα να σε κοροϊδέψω, αλλά πρέπει να με καταλάβεις. Οι Ανώτεροι μπορούν να σε βοηθήσουν περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο. Αν οι κρύσταλλοι μείνουν εδώ θα είναι ασφαλείς, το ίδιο κι εσύ! Δεν θα χρειαστεί να ανησυχήσεις ξανά γι' αυτούς, ή τον λαό σου. Η μαμά μου με διαβεβαίωσε πως όλα θα πάνε μια χαρά». Και πάλι καμία αντίδραση. «Ό,τι έκανα το έκανα για όλους μας», δήλωσε με όση βεβαιότητα είχε.
Η Λόλι είχε αποφασίσει να μην τον κατηγορήσει, να μην του ζητήσει εξηγήσεις, μα όσο περισσότερο τον άκουγε, τόσο πιο δύσκολο της ήταν να διαχειριστεί την οργή που κόχλαζε μέσα της. «Για τον εαυτό σου το έκανες», μουρμούρισε μέσα απ' τα δόντια της. Ο Ντάζεϊλτον έμεινε άφωνος. Τα λόγια της τον πόνεσαν, ακριβώς όπως πριν που τον είχε αποκαλέσει προδότη. «Όλα τα έκανες για τον εαυτό σου και για το συμφέρον σου. Στιγμή δε νοιάστηκες για μένα, για το λαό μου...»
«Δεν είναι αλήθεια αυτό που λες».
«Δεν είναι; Κοίταξέ με...» Όταν τελικά στράφηκε προς το μέρος του, τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα θυμού. «Είμαι φυλακισμένη εδώ μόνο και μόνο επειδή έκανα το λάθος να σ' εμπιστευθώ. Και να σκεφτείς ότι σε είχα για αθώο κι αφελή...», πρόσθεσε γελώντας σαρκαστικά. «...αλλά τελικά η αφελής ήμουν εγώ. Για να μην πω, τελείως ηλίθια».
«Λόλι... εγώ-»
«Φύγε». Με αυτό το τελευταίο, οι δύο κρύσταλλοι άρχισαν να σπινθηρίζουν και να στέλνουν μικροσκοπικούς κεραυνούς ο ένας στον άλλο, σαν να αποζητούσαν τον τρίτο σύντροφό τους. Η κοπέλα ένιωσε πόνο, σαν να τη χτυπούσε ηλεκτρικό ρεύμα, όταν όμως ο Ντάζεϊλτον πήγε να τη βοηθήσει, του γύρισε ξανά την πλάτη. Λυπημένος έκανε όπως του είπε. Όταν βγήκε από το δωμάτιο, του φάνηκε ότι την άκουσε να κλαίει.
---
Στο παλάτι, η Τιτάνια είχε μόλις πληροφορηθεί τις προθέσεις της Ραβάννας και δεν της άρεσε καθόλου αυτό που άκουσε. «Η αυθάδειά της δεν έχει όρια!», φώναξε οργισμένη. «Πώς τολμά να με προσβάλει με αυτό τον τρόπο!;»
«Σας παρακαλώ Μεγαλειοτάτη, μην ταράζεστε», ικέτευσε η Ζάιλα, βλέποντας την κυρά της να περιφέρεται στην αίθουσα του θρόνου, προσπαθώντας να εκτονώσει το θυμό της.
«Μου φαίνεται, η Ραβάννα έχει πάρει πολύ αέρα τελευταία και ξεχνάει ποια είναι η Βασίλισσα. Ζήτησα την Κρυστέλ και θα την έχω!», ξαφνικά σταμάτησε και κοίταξε τη Συνοδό σκεπτική. «Είπες, είδες εκεί το γιο μου;», ρώτησε πολύ πιο ήρεμα από πριν.
«Μάλιστα Μεγαλειοτάτη».
«Λαμπρά!», αναφώνησε η Βασίλισσα και τίναξε με αυταρέσκεια τα στιλπνά γαλάζια μαλλιά της. «Αφού η Φεγγαροφώτιστη Αρχιέρειά μας δεν θέλει να φέρει το κορίτσι σ' εμένα, μπορεί να το κάνει ο Ντάζεϊλτον. Αρκεί απλώς να του το ζητήσω...»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top