Κεφάλαιο 11

Κεφάλαιο 11

Ο Ντάζεϊλτον βημάτιζε νευρικά εδώ και πολλή ώρα. Είχε μετρήσει τα πλακάκια του διαδρόμου τουλάχιστον πέντε φορές· τις πρώτες τέσσερις τα βρήκε τριανταέξι, όμως αργότερα ξετρύπωσε κι ένα τριακοστό έβδομο που κρυβόταν στη γωνία. Ήταν μισοσπασμένο, γεγονός που αναγκαστικά έκανε και το ασημένιο φεγγάρι, που ήταν χαραγμένο πάνω του, μισοφέγγαρο. Οι γωνίες του δεν ήταν τόσο στρογγυλεμένες και το πράσινο χρώμα του δεν ήταν αρκετά φωτεινό, σε σύγκριση με τα υπόλοιπα. Κατά κάποιον τρόπο ένιωθε κι αυτός σαν σπασμένο πλακάκι: διαφορετικός, ανεπαρκής κι αφημένος κάπου στην άκρη, πολύ πιο πίσω από τους άλλους.

---

Όταν λοιπόν, εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό, έξι χρόνια πριν, η μητέρα του ήρθε και κάθισε κοντά του μπροστά στη λιμνούλα και μάλιστα επαίνεσε τον πίνακα που ζωγράφιζε, ένιωσε πως κάτι θα μπορούσε ν' αλλάξει. Τον τελευταίο καιρό ήταν συνέχεια αγχωμένη και έτοιμη να θυμώσει. Κι όμως εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό η Τιτάνια ήταν ήρεμη και χαμογελαστή. Του μίλησε όμορφα κι όταν εκείνος είπε κάτι αστείο, οι δυο τους γέλασαν. Γέλασαν μαζί! Κάτι τέτοιο ήταν ικανό να κάνει όλες του τις στενοχώριες να μοιάζουν ασήμαντες. Για εκείνον ήταν υπέροχη στιγμή, αλλά δυστυχώς δεν κράτησε πολύ. Σιγά-σιγά το γέλιο έσβησε στο αψεγάδιαστο πρόσωπό της και ο Ντάζεϊλτον αντέγραψε τις κινήσεις της, σχεδόν σαν καθρέφτης.

«Μαμά... τι έχεις;», ρώτησε, παρατηρώντας την να κοιτά το νερό σε βαθιά μελαγχολία. Ήταν τότε που η Τιτάνια του μίλησε για τους Μαγικούς Κρυστάλλους που δόθηκαν από τον Φωτεινό Πυρήνα στους Ανθρώπους και τις δυνάμεις που εξουσιάζανε. Δυνάμεις που μπορούσαν να ορίσουν τη μοίρα όλων των ζωντανών πλασμάτων και που θα προκαλούσαν μεγάλο κακό, αν έπεφταν ποτέ σε λάθος χέρια. Πίστευε πως οι Νεράιδες, ως σοφά κι ανώτερα όντα, θα έπρεπε να είναι υπεύθυνες για τους κρυστάλλους και την ορθή χρήση τους, αντί για τους Ανθρώπους. Ο Ντάζεϊλτον δυσκολευόταν να παρακολουθήσει τον συλλογισμό της· τα πιο περίπλοκα ζητήματα πάντα του ήταν δυσκολονόητα, μα ήταν τα λόγια της μητέρας του. Πώς θα μπορούσαν να μην είναι συνετά; Όμως εκεί υπήρχε ένα πρόβλημα: οι Νεράιδες απαγορευόταν να αγγίξουν τους κρυστάλλους. Όταν την ρώτησε γιατί, εκείνη δεν μπήκε σε λεπτομέρειες, παρά του ανέφερε ότι ήταν μια ιστορία απ' τα παλιά τα χρόνια.

Μα στη συνέχεια του αποκάλυψε ότι εκείνος, ως Ανολοκλήρωτος, άρα πιο κοντινός στη φύση των Ανθρώπων δεν πιανόταν σε αυτόν τον περιορισμό. Το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να βρει τη νέα Κρυστέλ και να την οδηγήσει πίσω στο Νοβέλιαν, ώστε να μπορέσει η Τιτάνια να προστατεύσει και να χρησιμοποιήσει τη δύναμη των κρυστάλλων προς όφελος όλων. Ο γιος της ήταν αμήχανος και φοβισμένος, αλλά όταν άκουσε τη γλυκιά της φωνή να λέει: «Μπορώ να βασιστώ πάνω σου, γιε μου;», όλες του οι αντιρρήσεις κάμφθηκαν. Πώς θα μπορούσε να αντισταθεί σε αυτές τις λέξεις; Για πρώτη φορά η μαμά του φαινόταν να τον εμπιστεύεται, να τον έχει πραγματικά ανάγκη. Και δεν θα την απογοήτευε, ακόμα κι αν έπρεπε να πάει ως την άκρη του κόσμου!

Αυτή η σκέψη τον οδήγησε στη Μαγκιλάι και στη γνωριμία του με εκείνη τη δεσποινίδα, που το δίχως άλλο ήταν η Κρυστέλ. Το σακίδιο που φορούσε έκρυβε εντελώς τα ατροφικά του φτερά, κάνοντάς τον να μοιάζει ίδιος με Άνθρωπο κι έτσι να μην τη βάλει σε υποψίες. Στην αρχή του είχε φανεί αρκετά αγενής και κακότροπη, γεγονός που επιβεβαίωνε πανηγυρικά τα λεγόμενα της μαμάς του περί Ανθρώπων. Με τέτοια συμπεριφορά, σίγουρα δεν ήταν ικανή να κουμαντάρει τους κρυστάλλους της και σίγουρα αυτός θα έκανε πολύ καλά που θα την παρέδιδε στη μητέρα του. Θα μπορούσε ακόμα να πει πως θα έσωζε τον κόσμο! Τότε όλοι θα έβλεπαν την αξία του και θα τον αγαπούσαν!

Όσο η κοπέλα ήταν απασχολημένη με εκείνο τον κίτρινο κρύσταλλο, αυτός είχε άπλετο χρόνο να στείλει σήμα στους δικούς του, με τον μαγικό καθρέφτη που του είπαν να μαζέψει και να πάρει μαζί του, ότι την είχε βρει. Όλα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο, ώσπου... κάτι άλλαξε και πάλι. Η Κρυστέλ αρνήθηκε φυσικά να του δώσει τον κρύσταλλο που βρήκε, όμως του μίλησε ευγενικά και κατανοητά, κάτι που πλέον κανείς άλλος δεν έμπαινε στον κόπο να κάνει πίσω στο σπίτι. Σύντομα κατάλαβε πως δεν ήταν ούτε κακιά, ούτε ανάξια, ούτε και τόσο διαφορετική από αυτόν. Όπως κι εκείνος, έτσι κι αυτή ήθελε να κάνει ένα μέλος της οικογένειας της ευτυχισμένο με ένα σπουδαίο κατόρθωμα κι αυτό ήταν όλο. Άσε που όταν της μίλησε για την ιδιαιτερότητά του, δεν τον κοίταξε με αηδία, ούτε βιάστηκε να φύγει μακριά του. Μπορεί να μην την ήξερε, μα διαισθανόταν ότι η δεσποινίς -η Λόλι- του είχε ανοίξει την καρδιά της, χωρίς να περιμένει τίποτα απ' αυτόν. Σαν να μην της κόστιζε τίποτα το να στέκεται εκεί και να του απευθύνει το λόγο. Ίσως έτσι να έκαναν οι φίλοι κι ίσως η Λόλι να ήθελε να γίνει φίλη του. Τότε ήταν που ο Ντάζεϊλτον άλλαξε γνώμη κι αποφάσισε να την αφήσει να φύγει, μα δυστυχώς ήταν ήδη αργά.

---

Και τώρα βρισκόταν εδώ, με όλες αυτές τις σκέψεις να τον τριγυρίζουν και να μην τον αφήνουν σε ησυχία. Η αναμονή, σε συνδυασμό με όλο αυτό το πέταγμα, τον είχε εξαντλήσει, αλλά δεν θα έφευγε αν δεν έβλεπε τη Λόλι κι αν δεν της εξηγούσε. Σε λίγη ώρα, ένα μέλος της προσωπικής κουστωδίας της μητέρας του κατέφθασε με το παράγγελμά της και μια γνωστή φωνή αντήχησε στην κεντρική αίθουσα.

«Η Μεγαλειότητά της πληροφορήθηκε την άφιξη της Κρυστέλ στο Ξέφωτο και ζητά την άμεση μεταφορά της στο παλάτι», είπε με επίσημο ύφος η Βασιλική Συνοδός, απευθυνόμενη στη Ραβάννα.

Η Αρχιέρεια εξεπλάγη απ΄ τον επιτακτικό τόνο της νεαρής. «Πες στην κυρά σου ότι δεν είμαι υπηρέτριά της. Αν θέλει την Κρυστέλ, μπορεί να έρθει να την πάρει μόνη της», είπε και στράφηκε προς το σχεδόν ολόγιομο Φεγγάρι, που δέσποζε έξω απ' το ολοστρόγγυλο παράθυρο του Ναού της Σελήνης. Πίσω από την πλάτη της, η Συνοδός είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. «Τι περιμένεις λοιπόν; Πήγαινε», ξαναμίλησε η Ραβάννα, γυρίζοντας λίγο το κεφάλι της προς το μέρος της κι αυτή τη φορά η Νεράιδα πήρε το δρόμο της.

«Γεια σου Ζάιλα!», τη χαιρέτησε ο Ντάζεϊλτον, όταν πέρασε από μπροστά του, αλλά αυτή ούτε που μπήκε στον κόπο να τον κοιτάξει. Ίσως ήταν πολύ σοκαρισμένη για να μιλήσει. Εδώ που τα λέμε κι ο ίδιος ήταν λίγο σοκαρισμένος. Κανείς, ούτε καν ο Βασιλιάς Όμπερον δεν τολμούσε να μιλήσει έτσι στη Βασίλισσα Τιτάνια.

---

Όταν η Λόλι άρχισε να συνέρχεται, το μυαλό της ήταν θολό, όπως και η όρασή της και δεν ήταν σίγουρη για το αν ήταν ξύπνια, ή βρισκόταν σε κάποιο παράξενο όνειρο. Το μόνο που ήξερε ήταν πως ξάπλωνε σε κάτι μαλακό. Ανοιγόκλεισε μια-δυο φορές τα μάτια της και τελικά κατάφερε να διακρίνει το χώρο που την περιέβαλε: βρισκόταν σε ένα δωμάτιο με καμπυλωτούς τοίχους στο χρώμα του σμαραγδιού. Η μόνη πηγή φωτός ήταν η λάμψη των άστρων και της σελήνης, που έμπαινε από το παράθυρο πίσω της και αντανακλούσε στους τοίχους. Σίγουρα είναι όνειρο, σκέφτηκε το κορίτσι, μα τότε το ένιωσε: ένας πόνος από έγκαυμα, λες και την είχαν βουτήξει σε βραστό νερό, την έκανε να μορφάσει.

Έντρομη κοίταξε προς τα χέρια της και διαπίστωσε ότι δύο ξύλινα βραχιόλια, που θύμιζαν πολύ χειροπέδες, ήταν περασμένα στους καρπούς της. Με μεγάλη προσπάθεια σήκωσε το κεφάλι της και αντίκρισε την ψηλόλιγνη μορφή μιας γυναίκας να στέκεται στο μισοσκόταδο, μπροστά στο κρεβάτι της. Όταν η γυναίκα την πλησίασε, η Λόλι μαζεύτηκε αβέβαιη για τις προθέσεις της. «Μη φοβάσαι», της είπε γαλήνια η γυναίκα, χωρίς ωστόσο να προδίδει οποιοδήποτε ίχνος παρηγοριάς, ή στοργής. «Δεν θέλουμε το κακό σου» συνέχισε φτάνοντας στο πλάι της. Στο ψυχρό φως του φεγγαριού. το χλωμό τριγωνικό της πρόσωπο φάνταζε σχεδόν διάφανο, κάνοντας τα καταπράσινα μάτια της να τραβάνε όλη την προσοχή. Τα μαλλιά της ήταν επίσης πράσινα κι έφταναν κάτω από τη μέση της (ή τουλάχιστον τόσο μπορούσε να τα δει η Λόλι απ' τη θέση που βρισκόταν τώρα) και φορούσε ένα στεφάνι από νυχτολούλουδα. Η φουξομάλλα είχε την εντύπωση ότι κάτι της είχε ξεφύγει, μα συνέχισε να παρατηρεί την άγνωστη, καθώς απομακρύνθηκε κι επέστρεψε με ένα ποτήρι νερό. Ο ασημένιος χιτώνας της ήταν εντυπωσιακός, αλλά αυτό που έκανε εντύπωση στη Λόλι περισσότερο απ' όλα ήταν τα φτερά στην πλάτη της. Φτερά σαν αυτά που έχουν οι... Νεράιδες...

«Πώς αισθάνεσαι;», ρώτησε η Ραβάννα, δίνοντάς της το ποτήρι. Η Λόλι το κράτησε με τρεμάμενα χέρια, καθώς πονούσε ακόμη. «Μην ανησυχείς», της είπε, σαν να διάβασε τη σκέψη της. «Ο πόνος σύντομα θα υποχωρήσει».

«Τι μου συνέβη;», κατάφερε να ρωτήσει η Λόλι κι ένιωσε ένα τσούξιμο στο λαιμό της, σαν να ούρλιαζε προηγουμένως. Και τότε τα θυμήθηκε όλα! Ο Ντάζεϊλτον, ο κίτρινος κρύσταλλος, το κόκκινο φως στα χέρια της... η ενέδρα! «Είμαι αιχμάλωτή σας», διαπίστωσε με πικρία.

«Είσαι φιλοξενούμενη», διόρθωσε η Νεράιδα. «Μπορεί ο τρόπος που σε φέραμε εδώ να μην ήταν ο καλύτερος, μα δεν υπήρχε άλλη λύση, Λορελάι».

«Με ξέρεις;», ρώτησε με δισταγμό η Λόλι.

«Ήξερα τη γιαγιά σου», απάντησε η Αρχιέρεια και για ένα μόνο δευτερόλεπτο, η κοπέλα θα ορκιζόταν πως την είδε να χαμογελά, πριν σοβαρέψει για τα καλά. «Η πρόθεσή σου να αναλάβεις την ευθύνη των κρυστάλλων, αν και αξιοθαύμαστη, δεν παύει να είναι ατελέσφορη. Καλύτερα να σταματήσεις τώρα, όσο έχεις ακόμη καιρό».

«Να σταματήσω;», απόρησε η Λόλι κι ανακάθισε στο κρεβάτι της. «Ώστε γι' αυτό με φέρατε εδώ; Νομίζετε ότι θα τα παρατήσω τόσο εύκολα;»

«Αν σκεφτείς λογικά, θα δεις ότι οι Νεράιδες είναι οι πλέον κατάλληλες για τη φύλαξη και διατήρηση της μαγείας. Στόχος μας ήταν και είναι μόνο το κοινό καλό».

«Αυτό, ή να επιβληθείτε στους άλλους;»

«Δεν είσαι φτιαγμένη για κάτι τέτοιο», μονολόγησε η Ραβάννα, κόβοντας τον αέρα της μικρής «Κανένας Άνθρωπος δεν είναι φτιαγμένος γι' αυτή την ευθύνη».

«Πώς το λες αυτό; Πώς με κρίνεις; Δεν ξέρεις τι έχω μέσα μου», διαφώνησε η Λόλι, χωρίς να υπολογίζει τη δύσκολη θέση της.

Η Ραβάννα τότε κάρφωσε το βλέμμα της πάνω της. «Λάθος. Εσύ δεν ξέρεις πού πας να μπλεχτείς», είπε αυστηρά. «Το να είσαι Κρυστέλ δεν είναι παρά ένας συνεχής αγώνας. Ένας αγώνας στον οποίο δίνεις και δίνεσαι ολοκληρωτικά. Οι κρύσταλλοι σου προσφέρουν μεγάλες δυνάμεις, μα το τίμημα είναι εξίσου μεγάλο. Μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο χάνεσαι. Μπορεί να νομίζεις ότι γίνονται κομμάτι σου, μα στην πραγματικότητα εσύ γίνεσαι δικό τους κομμάτι και η ίδια σου η ζωή εξαρτάται πλήρως απ' αυτούς. Η επαφή μαζί τους άλλαξε τη Σενίτ για πάντα και τελικά... την οδήγησε στην πτώση...» Όταν τελείωσε, η έκφραση στο πρόσωπό της ήταν θλιμμένη. «Δεν ήταν δικό μου θέλημα να βρεθείς εδώ, αλλά έχεις μια μοναδική ευκαιρία να σωθείς. Φέρσου έξυπνα και εκμεταλλεύσου την. Η Τιτάνια μπορεί να έχει εγωιστικά κίνητρα, αλλά θα κάνει το καλύτερο δυνατό. Πίστεψέ με, δεν θέλεις να τα βάλεις μαζί της».

Η Λόλι κοίταξε απογοητευμένη την Αρχιέρεια και στη συνέχεια έβγαλε με τρόπο τους δύο κρυστάλλους απ' την τσέπη της. Η Ραβάννα αντιλήφθηκε αυτή της την κίνηση αμέσως. «Πού είναι ο τρίτος;», ρώτησε.

«Δεν πρόλαβα να τον βρω...»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top