Κεφάλαιο 10

Κεφάλαιο 10

Η κραυγή αντήχησε στα τοιχώματα της σπηλιάς, προκαλώντας ένα μέχρι τότε καλά κρυμμένο κοπάδι νυχτερίδων να πετάξει τρομαγμένο. Ο Ντάζεϊλτον σταμάτησε απότομα και έχασε την ισορροπία του, καταλήγοντας κάτω άχαρα με ένα σκαστό 'παφ'. Κούνησε το κεφάλι και ανοιγόκλεισε τα φτερά του στιγμιαία, στην προσπάθειά του να διώξει το περίεργο αίσθημα ηλεκτρισμού που τον είχε διαπεράσει. Η κοπέλα τον κοίταξε αγριεμένα, με τα μάτια της να λάμπουν αγέρωχα στο φως των παλαμών της και τα μαλλιά της να πλαισιώνουν το πρόσωπό της σαν λεοντή. Το σώμα της είχε μαζευτεί, τα χέρια της κατέληγαν σε σφιχτές κόκκινες γροθιές και εκείνη τη στιγμή ο Νεράιδος φοβήθηκε.

«Δ-Δ-Δεσποινίς;»

«Μην... με... αγγίζεις!», ούρλιαξε ξανά η Λόλι, ενώ το στήθος της ανεβοκατέβαζαν βαθιές, οργισμένες αναπνοές. Μέσα στο νου της, όλα τα εξωτερικά ερεθίσματα εκτός του άντρα μπροστά της, καθώς και όλες οι λογικές της σκέψεις είχαν αντικατασταθεί με μία μόνο, η οποία επαναλαμβανόταν σαν ψαλμωδία ξανά και ξανά και ξανά: προδοσία, προδοσία, προδοσία... Ένιωσε τη ζέστη από τις παλάμες της να σκαρφαλώνει στα χέρια, στο στήθος και να καταλήγει στο λαιμό της, από όπου ξεριζώθηκε μια ακόμα κραυγή. Με μια απότομη κίνηση η κοπέλα εξαπέλυσε μια δέσμη φλογερής λάμψης προς την κατεύθυνση του Νεράιδου. Μα πώς...;, σκέφτηκε εκείνος καθώς απέφυγε επιδέξια την επίθεση, αλλά δεν άργησε να καταλάβει. Είχε ακούσει για πόσο επικίνδυνα πράγματα ήταν ικανοί οι κρύσταλλοι, ειδικά αν 'ένιωθαν' πως απειλούνται. Ακόμα κι αν εκείνη που τους κρατούσε δεν είχε καταλάβει τίποτα, οι ίδιοι ανίχνευσαν τον επερχόμενο κίνδυνο και τώρα αμύνονταν ελέγχοντάς την. Ο Ντάζεϊλτον δεν περίμενε ότι θα αναγκαζόταν να τους αντιμετωπίσει μόνος, όμως έσφιξε τα δόντια και δεν έκανε πίσω. Μπορεί να ήταν πάντοτε το αμήχανο μέλος της οικογένειας και να προτιμούσε τη ζωγραφική και τη βοτανολογία από τις πολεμικές ασκήσεις και τη γυμναστική, αλλά ήξερε ένα-δύο πράγματα περί μάχης· εξάλλου, η κοπελίτσα μπροστά του ήταν παντελώς απαίδευτη και ξεκάθαρα ανίκανη να συγκρατήσει κάθε λογική σκέψη. Και αυτό ήταν ένα ακόμα πράγμα που αναγνώριζε ο Ντάζεϊλτον ως αδύναμο σημείο σε μια σύρραξη.

Χωρίς μεγάλη προσπάθεια, με ένα γρήγορο τίναγμα των κατά τα άλλα σχεδόν αχρησιμοποίητων φτερών του, βρέθηκε πίσω από τη Λόλι και εγκλώβισε τα χέρια της με μια δυνατή λαβή. Σαν να είχε πιάσει αστραπή, ένα ηλεκτρικό σοκ τον διαπέρασε όπως και πριν, και για μια στιγμή τα χέρια του τινάχτηκαν πίσω· καθώς η κοπέλα είχε όμως αποπροσανατολιστεί, η ισχύς της επίθεσής της είχε επίσης μειωθεί και ο Νεράιδος την ξανάκλεισε σε μια σφιχτή αγκαλιά, κρατώντας την αυτή τη φορά από τα μπράτσα. «Ηρεμήστε, δεσποινίς! Δεσποινίς, σας παρακαλώ! Δεν θέλω να σας κάνω κακό, αλήθεια!», την προέτρεπε μάταια. «Λόλι, σε παρακαλώ, άκουσέ με!», της φώναξε στο τέλος και για μια στιγμή έμειναν και οι δύο εντελώς ακίνητοι.

«Προδότη», σφύριξε εκείνη μέσα από τα δόντια της, ενώ ταυτόχρονα συνέχιζε απεγνωσμένα να προσπαθεί να ελευθερωθεί. Το φλογερό φως στα χέρια της φούντωνε αντί να αδυνατίζει.

«Είναι για το καλό όλων μας», της απάντησε εκείνος κοφτά και αποφασισμένα, καθώς αυτή ήταν από τις σπάνιες φορές στη ζωή του που ήταν σίγουρος για την απόφαση του και το να κάνει πίσω δεν αποτελούσε επιλογή. «Τη δύναμη αυτή πρέπει να τη χειριστούν οι Ανώτεροι από μας, Λόλι», συνέχισε, ενώ η κοπέλα στα χέρια του ήταν πάλι έτοιμη να λιποθυμήσει από την καταπόνηση.

Ξαφνικά, ένας διαπεραστικός ήχος σαν από κάποιο πνευστό όργανο ακούστηκε από την έξοδο της σπηλιάς και προτού προλάβει η Λόλι να διαμαρτυρηθεί, μπροστά τους εμφανίστηκε ένα πολύ περίεργο θέαμα· ένα τάγμα από Νεράιδες με φτερά διπλάσιου μεγέθους από του Ντάζεϊλτον, αστραφτερούς και συνάμα βελούδινος χιτώνες, αυτιά μυτερά γεμάτα ασημένια σκουλαρίκια και μαχαίρια ακόμα πιο μυτερά περασμένα στα δερμάτινά τους ζωνάρια. Όλες καβαλούσαν από ένα μεγαλοπρεπές Σερμιόφελ, ένα πλάσμα σε μέγεθος αλόγου, που έμοιαζε με γάτα, όμως αντί για γούνα, το σώμα του καλυπτόταν από λέπια. Επίσης είχε φτερά παρόμοια με ετούτα των Δράκων κι η ουρά του ήτανε φιδίσια. Σύντομα η ομάδα τους περικύκλωσε μέσα στη σπηλιά. Εάν η σκέψη της Λόλι ήταν καθαρή, θα αντιλαμβανόταν πως ο ήχος που προανήγγειλε την άφιξή τους ήταν ένα βούκινο από καβούκι σπάνιας κροκιάς χελώνας. Ο Ντάζεϊλτον ξεροκατάπιε, και έγνεψε ελαφρά στην αρχηγό της ομάδας, χωρίς να χαλαρώνει τη λαβή γύρω από τη Λόλι.

"Αρχιέρεια Ραβάννα", ψιθύρισε γεμάτος σεβασμό, απευθυνόμενος στη γυναικεία μορφή που είχε κατεβεί από το Σερμιόφελ της και τους πλησίαζε με αργά αλλά σταθερά βήματα.

Αυτή αναγνώρισε την ευγενική του χειρονομία αγγίζοντας το αιθέριό της χέρι πρώτα στην καρδιά και μετά στο μέτωπο. "Η Κρυστέλ..;", είπε, στρέφοντας το λεπτό της πρόσωπο προς τη κοπέλα και η φωνή της έμοιαζε περισσότερο με θρόισμα από καμπανούλες αντί για ανθρώπινη λαλιά.

"Ν-Ναι", απάντησε δειλά ο Νεράιδος.

Η γυναίκα πλησίασε ακόμα περισσότερο και γνέφοντας προς το φως που περιέκλειε τη Λόλι, παρατήρησε: "Αμυντικός μηχανισμός;"

"Υποθέτω..."

"Μάλιστα. Πάνω λοιπόν", έκανε αυτή, με έναν τόνο που δε σήκωνε αντίρρηση. Τότε έβγαλε δυο ξύλινα κυλινδρικά αντικείμενα από το σάκο στη ζώνη της και με μεγάλη προσοχή πέρασε το καθένα γύρω από τους καρπούς της εξαντλημένης Λόλι, ενώ ο Ντάζεϊλτον κρατούσε τα μπράτσα της όσο γινόταν πιο ψηλά. Αμέσως, το φως καταλάγιασε σε ένα θαμπό τρέμουλο σαν ομίχλη, παίρνοντας μαζί του και τη μέχρι τότε αντίσταση της κοπέλας. Ο Ντάζεϊλτον την ένιωσε να σωριάζεται σαν πάνινη κούκλα στην αγκαλιά του· δεν χρειαζόταν πλέον να τη συγκρατεί για να μη του κάνει κακό, αλλά τη βαστούσε για να μην πέσει η ίδια.

"Στο Ξέφωτο", ακούστηκε καμπανίζοντας η φωνή της Αρχιέρειας και ο Νεράιδος σήκωσε την κοπέλα στα χέρια του, τίναξε τα φτερά του και ακολούθησε το τάγμα με βαριά καρδιά.

Η αναπνοή της Λόλι είχε μαλακώσει στον ώμο του. Στα αυτιά του ηχούσε ακόμα η λέξη 'προδότη!' και με θυμηδία παρατήρησε πως αυτός ήταν ο μόνος που πετούσε χωρίς υποζύγιο.

---

Την ίδια στιγμή, ο καλπασμός ενός στικτού αλόγου ανατάραζε το δάσος και τα λευκά μαλλιά του καβαλάρη του πλέκονταν στις φυλλωσιές· οι αρθρώσεις του είχαν ασπρίσει καθώς έσφιγγε το χαλινάρι και ήλπιζε με όλη του την ψυχή να είχε την ικανότητα να πετάξει κι εκείνος σαν τα πουλιά και τις Νεράιδες. Λόλι μου... όχι κι εσύ. Ποτέ ξανά!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top