Κεφάλαιο 1

⚠️ Προς αναγνώστες από mirror sites, όπως το teenfic: ⤵️

Εγώ, η Στυλιανή Κανταρτζή, ως μοναδική διαχειρίστρια του προφίλ EstelleLuminesCent και συγγραφέας του παρόντος βιβλίου, δηλώνω υπεύθυνα ότι ουδεμία σχέση έχω με την αναδημοσίευσή του στο teenfic κι άλλους παρόμοιους ιστότοπους κι απαιτώ την άμεση και μόνιμη διαγραφή του από αυτούς, καθώς η παράνομη παρουσία του εκεί αποτελεί παραβίαση του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Αν διαβάζετε δικό μου κείμενο σε ιστοσελίδες πέραν του Wattpad, σας ενημερώνω ότι βρίσκεστε σε έναν παράνομο ιστότοπο που παραβιάζει τα πνευματικά δικαιώματα των συγγραφέων, κλέβει τη δουλειά τους και πιθανότατα εκθέτει τη συσκευή σας σε κακόβουλα λογισμικά κι επικίνδυνους ιούς. Εγκαταλείψτε άμεσα αυτόν τον ιστότοπο, καταγγείλτε τον στη δίωξη ηλεκτρονικού εγκλήματος και διαβάστε τις ιστορίες μου στο Wattpad.

⚠️ To readers from mirror sites such as teenfic: ⤵️

I, Styliani Kantartzi, as the sole administrator of the EstelleLuminesCent profile and the author of this book, declare responsibly that I have nothing to do with its republishing on teenfic and other similar websites and I demand its immediate and permanent deletion, as its illegal presence there is a violation to the law of copyright. If you are reading my literary work on websites other than Wattpad, I am informing you that you are on an illegal web page that violates authors' copyrights, steals their work, and probably exposes your device to malware and dangerous viruses. Please leave this site immediately, notify cybercrime prosecution and read my stories on Wattpad.

Κεφάλαιο 1

Κάθε ιστορία έχει μιαν αρχή. Για τις περισσότερες είναι το «Μια φορά κι έναν καιρό...». Άλλες πάλι ξεκινούν με την εξιστόρηση κάποιου μύθου για τη δημιουργία του κόσμου, κάποιον πανάρχαιο χρησμό, ή ακόμα και κάποιο επικό ποίημα. Ωστόσο, η δική μας ιστορία ξεκινά κάπως διαφορετικά... Ξεκινά με μια κοπέλα να τρέχει βαθιά μέσα στο δάσος, ενώ ταυτόχρονα βρίσκεται σε μια εσωτερική, σχεδόν διπολική διαφωνία.

-'Κάθε αρχή και δύσκολη', λαϊκή σοφία...

-Έλα όμως που αυτό δεν ισχύει! Κάποιες δύσκολες αρχές εξακολουθούν να είναι δύσκολες κι όταν δεν είναι πλέον αρχές!

-Μπα, σκέφτηκε η Λόλι καθώς διέσχιζε το λασπωμένο μονοπάτι. Δεν είναι ώρα για αμπελοφιλοσοφίες! Πρέπει να τρέξω, συνέχισε, αλλά ένας κεραυνός της έκοψε τη σκέψη στα δύο. Το δάσος φαινόταν τόσο σκοτεινό και μυστηριώδες μ' αυτό τον καιρό. Σύντομα άνοιξε το βήμα της για να φτάσει στο ποτάμι πιο γρήγορα. Άραγε η μικρή ξύλινη γέφυρα που έφτιαξε ο παππούς της θα ήταν ακόμη εκεί, ή θα την είχε πάρει το νερό;

Οι σκοτεινές και αγχωτικές αυτές σκέψεις μπορεί να πήγαιναν ασορτί με τον καιρό, όμως η Λόλι ήταν πάντοτε ένα αντισυμβατικό κορίτσι· πράγμα άλλωστε φανερό από τα φωτεινά φούξια της μαλλιά και τα σκισμένα μαύρα της ρούχα... τα οποία ίσως δεν ήταν καλή ιδέα να φορέσει σε ένα υγρό και παγωμένο δάσος στο βουνό. Στη βαρκούλα-στη βαρκούλα θα ανέβω να σε βρω/Ομορφούλα-ομορφούλα, μού 'χεις κάψει το μυαλό... άρχισε να τραγουδάει από μέσα της, με την ελπίδα αφενός το λαϊκό άσμα να την εμψυχώσει, αφετέρου να βρεθεί όντως καμιά καταραμένη βάρκα για να περάσει το ποτάμι. Η κοπέλα έριξε μια ματιά γεμάτη παράπονο στα σκοροφαγωμένα ερείπια της περήφανης γέφυρας του παππού της, που μισοκρεμόταν από σάπιους μεντεσέδες στην άκρη του νερού.

Ξάφνου, εκεί που ήταν έτοιμη να ρίξει μια εμπνευσμένη και αρκετά ακατάλληλη για ανηλίκους βρισιά στην πλάση και την ύπαρξη, ένιωσε κάτι τραχύ να αγγίζει τον γυμνό της αστράγαλο. Χωρίς να είναι σίγουρη για το αν αυτό που την έλουζε ήταν βροχή, ή κρύος ιδρώτας, έβγαλε μια δυνατή τσιρίδα κι όλα τα πουλιά που φώλιαζαν γύρω απ' το ποτάμι άρχισαν να φτεροκοπάνε τρομοκρατημένα, θυμίζοντας μαύρες νυχτερίδες στο μουντό συννεφιασμένο ουρανό. Κι εκεί που ήταν έτοιμη να τρέξει ίσια μέσα στο νερό, ακόμη κι αν θα πνιγόταν σε τρία -το πολύ τέσσερα- βήματα, άκουσε από κάτω χαμηλά μια ψιλή βραχνή φωνή να της λέει: «Σιγά κοπελιά! Μας ξεκούφανες!»

Έντρομη, έσκυψε και κοίταξε τον Καλικάντζαρο που της μιλούσε: θύμιζε εκείνες τις φιγούρες που πουλούσαν στο γκόθικ μαγαζί που σύχναζε και για να λέμε και του στραβού το δίκιο, δεν έμοιαζε διόλου τρομακτικός και η κοπέλα ντράπηκε που αντέδρασε σαν πεντάχρονο. «Συγγνώμη κύριος, αλλά με κοψοχόλιασες...», είπε, προσπαθώντας να μην ακουστεί καθαρά η τελευταία λέξη.

«Ήθελα μόνο να δω τι γυρεύει ένα κοριτσάκι σαν εσένα, με τέτοιο παλιόκαιρο, μέσα στο δάσος».

«Να περάσει απέναντι», απάντησε ενοχλημένη η Λόλι «Αλλά η γέφυρα του παππού μάλλον τα 'παιξε...»

«Η γέφυρα του παππού!;», επανέλαβε αυτός ξαφνιασμένος. «Δηλαδή, είσαι η εγγόνα του Έντελ! Λορελάι, σωστά;»

«Ναι, Λόλι με φωνάζουν», έκανε αυτή κάπως πιο ήρεμη. Απ' ό,τι φαινόταν, ο παππούς της δεν έκανε διακρίσεις· γινόταν φίλος με όλα τα πλάσματα.

«Αλήθεια, τι γίνεται ο γερο-Έντελ; Ακόμα να ψοφοκοπήσει;»

«Κρατιέται μια χαρά!», έκανε αντιδραστικά η Λόλι «Καλύτερα από σένα, πάντως...», μουρμούρισε μέσα απ' τα δόντια της.

«Ρε τον μπαγάσα τον γερο-Έντελ!», ο Καλικάντζαρος συνέχιζε το βιολί του, ενώ η καταιγίδα δυνάμωνε. «Δωσ' του τα χαιρετήματά μου όταν τον δεις. Αλλά, για κάτσε, για μια στιγμή... Εσύ, μικρό παιδί, τι θες εδώ;»

«Δεν είμαι μικρό παιδί, κύριος! Αν θες να ξέρεις, πριν από δύο βδομάδες έκλεισα τα 23», αποκρίθηκε η Λόλι νευριασμένη.

Αυτός έδειξε να σκέφτεται με περίσσια σοβαρότητα αυτό που μόλις άκουσε. «Μόνο 23;», απόρησε στο τέλος. «Εμείς οι γκομπλιναίοι δεν ενηλικιωνόμαστε μέχρι τα 44 και μέχρι τότε είμαστε αναγκασμένοι να μένουμε με τις μάνες μας! Όχι ότι μας κακοπέφτει, δηλαδή! Ύπνος, φαΐ, όλα τζαμπέ! Βέβαια, υπάρχουν και οι επαναστάτες, σαν του λόγου μου, που από πιο μικροί αρχίσανε να σουρτουκεύουν στην Μυθυφήλιο, αλλά τώρα τι να λέμε; Δεν είναι όλοι γενναίοι σαν εμένα! Όχι να το παινευτώ, αλλά ήμουν από τους πρώτους που-»

«Τέλος πάντων», τον διέκοψε η Λόλι, που όση ώρα ο Καλικάντζαρος φλυαρούσε, είχε γίνει μούσκεμα απ' τη βροχή. «Πρέπει να περάσω οπωσδήποτε απέναντι. Θα...», έκανε μια μικρή παύση και κοίταξε το τοπίο. «...θα πάω απ' τα βραχάκια εκεί πέρα».

«Τότε, καλή τύχη σ' εσένα και καλή όρεξη στα ψάρια», απάντησε αυτός γελώντας εμπαικτικά κι απελπίζοντας την κοπέλα ακόμα περισσότερο.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top