Κάλιο αργά παρά ποτέ
Παρασκευή πρωί.
Το ψηφιακό ρολόι ακουμπισμένο στο κομοδίνο έδειξε 6:29, όταν το λεπτό πέρασε και έδειξε 6:30 άρχισε να ουρλιάζει σαν δαιμονισμένο πως έφτασε η ώρα να ξεκινήσει η καινούρια μέρα.
Ένα ντελικάτο γυναικείο χέρι αναδύθηκε βιαστικά από τα πουπουλένια σκεπάσματα και πάτησε με νεύρο το κουμπί που κλείνει το ξυπνητήρι. Ενώ έπρεπε να σηκωθεί και να ετοιμαστεί για τη δουλειά, εντούτοις άλλαξε πλευρό γυρνώντας την πλάτη της στο αντιπαθητικό ηλεκτρονικό ρολόι της, χώθηκε βαθύτερα στα σκεπάσματα και συνέχισε τον μακάριο ύπνο της.
Λίγο πιο πέρα βρισκόταν το μπάνιο. Νερό ακουγόταν να τρέχει μαρτυρώντας πως κάποιος ήταν ήδη ξύπνιος και ετοιμαζόταν να πάει στη δουλειά, και μάλιστα πρέπει να ήταν και ευδιάθετος γιατί σιγοσφύριζε έναν σκοπό.
Αφού τελείωσε με το ντους του, στερέωσε την λευκή απαλή πετσέτα του γύρω από τη μέση του και βγήκε. Αμέσως πρόσεξε πως η κοπέλα του ακόμα κοιμόταν και έσπευσε να την ξυπνήσει.
Την σκούντησε ελαφρά. «Ελένη, ξύπνα μωρό μου θα αργήσεις για την δουλειά».
Η κοπέλα άνοιξε ελαφρώς τα μάτια της και τον κοίταξε.
Ο άντρας της ανταπέδωσε το βλέμμα και άγγιξε το μέρος της καρδιάς του. «Αχ, θεέ μου, ποτέ μου δεν θα συνηθίσω το πόσο εκπληκτικά όμορφη είσαι. Και αυτά τα υπέροχα μπλε μάτια σου» την χάιδεψε στο μάγουλο και την φίλησε στα χείλη. Η κοπέλα του χαμογέλασε.
«Αντώνη, σε ευχαριστώ βέβαια, αλλά νομίζω πως υπερβάλλεις». Και πριν ο Αντώνης προσπαθήσει να αντικρούσει την δυσπιστία της τον ρώτησε τι ώρα είναι.
«6:55» της απάντησε.
Η Ελένη γούρλωσε τα μάτια της και πετάχτηκε πάνω πετώντας τα σκεπάσματα από πάνω της.
«Τίίίίί; Έχω αργήσει τρομερά».
Έτρεξε στο μπάνιο για ένα ντους στα γρήγορα, ντύθηκε και φεύγοντας άρπαξε τα τετράδια των μαθητών της που τα είχε αφήσει διορθωμένα στο τραπέζι. Βγαίνοντας από την πολυκατοικία έτσι βιαστική καθώς ήταν δεν πρόσεξε τον διερχόμενο άντρα και έπεσε πάνω του με αποτέλεσμα όλα τα τετράδια που κρατούσε να διασκορπιστούν στο πεζοδρόμιο.
«Κατάρα» είπε νευριασμένη και έσκυψε να τα μαζέψει ζητώντας συγγνώμη για την απροσεξία της. Ο άντρας ευγενικά προσφέρθηκε να βοηθήσει και έσκυψε στα σκορπισμένα τετράδια. Όταν τελείωσαν με το μάζεμα και στάθηκαν πάλι όρθιοι, ο άντρας έτεινε το χέρι του προς την Ελένη δίνοντάς της τα τετράδια.
«Υποθέτω πως αυτά είναι δικά σου».
«Ναι, σε ευχαριστώ για τη βοήθεια» του είπε και τότε για πρώτη φορά μετά από όλη αυτή την αναστάτωση τα βλέμματά τους συναντήθηκαν και βυθίστηκαν το ένα στο άλλο με ελαφρώς γουρλωμένα μάτια.
«Ελένη;»
«Κώστα;»
«Ναι;» είπαν και οι δυο ταυτόχρονα χωρίς να παίρνουν τα μάτια τους ο ένας από τον άλλο.
«Πως είσαι;» ρώτησαν τελικά πάλι ταυτόχρονα και χαμογέλασαν.
«Είμαι καλά» είπε πρώτη η Ελένη και τυλίχτηκε πιο σφιχτά στο παλτό της. Έκανε τόσο πολύ κρύο εκείνο το πρωί.
«Κρυώνεις» διαπίστωσε ο Κώστας «έχεις ώρα να τα πούμε λίγο; Θες να πάμε τώρα για ένα καφέ; Ξέρω μια πολύ ωραία καφετέρια εδώ κοντά».
«Ω, θα ήταν υπέροχα, όμως πρέπει να πάω στη δουλειά. Έχω ήδη αργήσει».
«Ναι, καταλαβαίνω» είπε απογοητευμένος και η Ελένη το πρόσεξε. Βαθιά μέσα της ένιωσε πως δεν θα είχε άλλη ευκαιρία και εκείνη τη στιγμή, για πρώτη φορά στη ζωή της αποφάσισε να κάνει μια τρέλα στη ζωή της. Πάντα στη ζωή της υπήρξε ευσυνείδητη και υπεύθυνη απέναντι στους άλλους. Ας γινόταν για μια φορά ευσυνείδητη και υπεύθυνη απέναντι στον εαυτό της και τις επιθυμίες της.
«Ξέρεις κάτι; Θα πάρω τηλέφωνο να πω ότι είμαι άρρωστη και πως δεν θα πάω».
Τα μάτια του Κώστα έλαμψαν από χαρά. Βάσει του παρελθόντος τους ποτέ δεν θα τολμούσε να της προτείνει να βρεθούν μια άλλη μέρα. Ή τώρα θα ήταν ή ποτέ.
Μπαίνοντας στην καφετέρια μια γλυκιά ζεστή θαλπωρή τους αγκάλιασε και την αποδέχτηκαν με ευγνωμοσύνη. Κάθισαν στο πρώτο άδειο τραπέζι που βρήκαν μπροστά τους και παρήγγειλαν τον καφέ τους.
Για αρκετή ώρα περιδιάβαζαν σε ασφαλή μονοπάτια μιλώντας κυρίως για το παρόν, αποφεύγοντας την όποια αναφορά στο πικρό παρελθόν.
«Λοιπόν; Διορίστηκες;»
«Ναι. Πριν από ενάμισι χρόνο περίπου».
«Πολύ χαίρομαι. Θυμάμαι πόσο αγχωμένη ήσουν για αυτό το ζήτημα. Για το αν και πότε θα διοριζόσουν».
Μια λάμψη θυμού διαπέρασε τα μάτια της κάνοντας τα ελαφρώς πιο σκούρα.
«Πότε ακριβώς θυμάσαι να είχα αυτό το άγχος; Πριν ή μετά που σας έπιασα με την αδερφή μου στο κρεβάτι;»
Ο Κώστας την κοίταξε σαν να την κοιτούσε για πρώτη φορά. Θυμός τον κατέκλυσε και άρχισε να μιλάει με φόρα. Δεν ήθελε να τον διακόψει. Ήθελε να τον ακούσει. Να βγει επιτέλους η αλήθεια στο φως.
«Ποτέ δεν μου έδωσες την ευκαιρία να σου πω πως έγιναν τα πράγματα. Απλώς με πέταξες από τη ζωή σου. Εκείνο το βράδυ που τσακωθήκαμε τόσο άσχημα και έφυγες τρέχοντας, αφού σε πήρα αμέτρητες φορές τηλέφωνο και δεν απαντουσες πήγα στο σπίτι σου να σε περιμένω να γυρίσεις ώστε να μιλήσουμε και να τα ξαναβρούμε, αλλά όπως φαίνεται η μέγαιρα η αδερφή σου είχε άλλα σχέδια. Αυτή μου είχε ανοίξει τότε να μπω. Της είπα τι έγινε και μου πρότεινε ένα ποτό για να χαλαρώσω όπως είπε. Μετά από εκείνο το ποτό ειλικρινά δεν θυμάμαι τίποτα. Είμαι σίγουρος πως κάτι είχε ρίξει μέσα. Και όπως θυμάμαι το σκηνικό μετά που συνήλθα και εσύ μπήκες στο δωμάτιο, προφανώς θα με είχε κουβαλήσει μέχρι το δωμάτιο της, με ξεγύμνωσε, με έχωσε στο κρεβάτι της και τα υπόλοιπα τα ξέρεις. Α, αυτό που δεν ξέρεις είναι πως για αρκετό διάστημα αργότερα η αδερφή σου με κυνηγούσε μέχρι που βαρέθηκε ή θα βρήκε κάποιον άλλο να του καταστρέψει και αυτουνού τη ζωή» πήρε μια βαθιά ανάσα «Αυτά ήταν όλα όσα ήθελα να πω».
Η Ελένη απλώς τον κοιτούσε αποσβολωμένη προσπαθώντας να αφομοιώσει όλα όσα είχε ακούσει. Είχε χλομιάσει και ένιωθε πως από στιγμή σε στιγμή θα λιποθυμούσε. Θυμήθηκε πως τότε η αδερφή της κλαίγοντας την έπεισε πως όλο το φταίξιμο ήταν του Κώστα, πως την είχε μεθύσει και την χρησιμοποίησε όπως αυτός ήθελε. Η Ελένη τότε το θεώρησε δεδομένο πως θα πίστευε την αδερφή της. Δεν είχε πονηρευτεί τότε πως το μήνυμα που της είχε στείλει νωρίτερα για να επιστρέψει αμέσως στο σπίτι έκρυβε κάτι τόσο βρόμικο και απεχθές. Έτσι, μπρος στην εικόνα με την οποία είχε έρθει αντιμέτωπη με τους δύο στο κρεβάτι ξέχασε και μήνυμα και όλα. Διαγράφηκαν όλα από το μυαλό της. Χωρίς δεύτερη σκέψη πέταξε τον Κώστα έξω από τη ζωή της και δίχως να του επιτρέψει την όποια εξήγηση, και τον απείλησε από πάνω πως αν ξαναεμφανιζόταν στη ζωή της θα τον κατήγγελλε στην αστυνομία.
Και να όμως που τρία χρόνια αργότερα ξαναβρίσκονταν και η αλήθεια επιτέλους έλαμπε σαν τον καλοκαιρινό ήλιο. Κάλιο αργά παρά ποτέ δε λένε;
Μετά τον καφέ πήγαν στο μέρος που σύχναζαν να πηγαίνουν όταν ήταν είκοσι δύο χρόνων και τρελά ερωτευμένοι. Ήταν ένα μικρό ύψωμα λίγο έξω από την πόλη κατάμεστο από δέντρα και παγκάκια για τους περαστικούς. Πάντα προτιμούσαν ένα συγκεκριμένο παγκάκι από όπου το ηλιοβασίλεμα ήταν πιο εντυπωσιακό από οποιοδήποτε άλλο παγκάκι που υπήρχε εκεί γύρω. Φυσικά αυτή η θεωρία είναι γελοία αλλά οι δυο νέοι πίστευαν σε αυτήν με όλη τους τη δύναμη. Μάλιστα τότε έλεγαν πως το υπέροχο αυτό ηλιοβασίλεμα είναι σχεδόν τόσο υπέροχο όσο η σχέση τους. Ναι, αυτό έλεγαν και γελούσαν ευτυχισμένοι.
Κάθισαν στο παγκάκι τους μέχρι την ώρα του ηλιοβασιλέματος. Στη διάρκεια αυτών των ωρών μίλησαν για όλα. Η Ελένη έμαθε πως από τότε ο Κώστας δεν είχε κάνει κάποια σταθερή σχέση με κάποια κοπέλα. Αυτό τη στεναχώρησε από τη μια αλλά από την άλλη την χαροποίησε κιόλας. Θέλοντας να είναι καθαρή απέναντι του του μίλησε για τον Αντώνη και πρόσεξε πως αυτό δεν του άρεσε και τόσο. Αυτό κατά βάθος της άρεσε. Τώρα πια είχε σιγουρευτεί. Τον αγαπούσε ακόμα..
Μετά το ηλιοβασίλεμα άρχισε να σκοτεινιάζει και αποφάσισαν πως ήρθε η ώρα να επιστρέψουν. Σε όλη τη διαδρομή η Ελένη σκεφτόταν πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή της αν απλά τον είχε αφήσει να της μιλήσει. Όλα όσα πίστευε τόσα χρόνια ήταν αισχρά ψέματα και μάλιστα όλα από την ίδια την αδερφή της. Ένιωσε τόσο θυμό μέσα της.
Πριν χωριστούν ο Κώστας ζήτησε το τηλέφωνο της και αν γινόταν να ξαναβρεθούν την επομένη. Η Ελένη δέχτηκε με χαρά και ζήτησε με τη σειρά της το δικό του.
Όταν αργότερα επέστρεψε στο σπίτι της, με το ζόρι μιλούσε στον Αντώνη. Ήταν διαρκώς αφηρημένη. Ξανά και ξανά στο μυαλό της έπαιζε η σημερινή μέρα. Όλα όσα έμαθε από το μακρινό παρελθόν και όλα όσα έζησε στο παρόν με τον Κώστα.
«Μα τί έχεις αγάπη μου;» τη ρωτούσε κάθε τόσο ο Αντώνης και πάντα η απάντηση που έπαιρνε ήταν η ίδια. «Τίποτα». Ώσπου, σταμάτησε να τη ρωτάει.
Όταν πια πήγαν για ύπνο και πριν κλείσει το φως από το αμπαζούρ γύρισε στον Αντώνη και του είπε
«Αύριο που είναι Σάββατο θα πάω επίσκεψη στην αδερφή μου».
Αυτός την κοίταξε ξαφνιασμένος «Τόσο μακριά; Είναι τουλάχιστον 2 με 3 ώρες δρόμο» της είπε σε μια προσπάθεια να της αλλάξει γνώμη.
Τον κοίταξε με ύφος «μη μου φέρνεις αντίρρηση» και του είπε «Δεν με νοιάζει, εγώ θα πάω».
Ο Αντώνης βλέποντας πως δεν υπήρχε περίπτωση να την μεταπείσει προσφέρθηκε να την πάει ο ίδιος. Τουλάχιστον δεν θα έμενε πίσω και να ανησυχεί για την ασφάλεια της.
«Σ' ευχαριστώ αλλά προτιμώ να πάω μόνη μου».
«Είναι τόσο σημαντικό;»
«Ναι. Είναι όλη μου η ζωή» του απάντησε γυρνώντας του την πλάτη στην προσπάθεια της να βολευτεί στο μαξιλάρι της στέλνοντάς του επίσης το μήνυμα πως η συζήτηση είχε τελειώσει.
«Εντάξει» της είπε παραιτημένος «Να προσέχεις».
Την επομένη σηκώθηκε νωρίς. Έφτιαξε καφέ και για τους δυο, ντύθηκε και έφυγε. Ο Αντώνης ακόμη κοιμόταν. Και αυτό ήθελε. Να φύγει πριν ξυπνήσει. Φοβόταν μήπως την ρωτούσε τίποτα και τί θα του έλεγε;
Οπότε έτσι ήταν καλύτερα. Τον καλημέρισε με ένα ποστ κολλημένο στο ψυγείο, ενημερώνοντας τον επίσης πως υπήρχε έτοιμος καφές στην καφετιέρα.
Μπήκε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε. «Τι ωραία» σκέφτηκε ευχαριστημένη «δεν έχει ούτε κίνηση στο δρόμο».
Δύο ώρες αργότερα στεκόταν έξω από την πόρτα του σπιτιού της αδερφής της, όμως δεν το έπαιρνε απόφαση να κτυπήσει το κουδούνι. Σήκωνε το χέρι της προς το κουδούνι μα το κατέβαζε πάλι χωρίς να πατήσει το κουμπί. Μέχρι που τελικά το αποφάσισε, πήρε μια βαθιά ανάσα και πάτησε το κουμπί. Ένα χαρμόσυνο ντινγκ-ντονγκ ακούστηκε που όμως δεν ταίριαζε με τον λόγο της επισκέψεως της.
Στεκόταν εκεί και περίμενε να της ανοίξουν με κομμένη την ανάσα και με την καρδιά της να κλωτσά στο στήθος της.
Στην αρχή επικρατούσε απόλυτη ησυχία μέσα στο σπίτι και πλησίασε το αυτί της στην πόρτα, είναι δυνατόν να απουσίαζαν; Αυτό δεν το είχε σκεφτεί, μετά όμως άκουσε ομιλίες και ανακουφίστηκε. Ευτυχώς δεν είχε κάνει άδικα όλη αυτή τη διαδρομή.
Η πόρτα άνοιξε αποκαλύπτοντας την αδερφή της. Φορούσε ακόμα τις πιτζάμες της και μια χοντρή, αφράτη ρόμπα από πάνω, ήταν ελαφρώς αναμαλλιασμένη και μουτζουρωμένη από χθεσινοβραδινό μακιγιάζ προφανώς. Στο χέρι της κρατούσε μία κούπα καφέ που άχνιζε.
«Καλημέρα, Σοφία».
«Καλημέρα» της ανταπέδωσε κάπως μαγκωμένη. Ήταν φανερό πως είχε ξαφνιαστεί και όχι ευχάριστα. Δεν την περίμενε φυσικά, και η Ελένη επίτηδες δεν είχε μπει στον κόπο να της τηλεφωνήσει. Αυτό επιθυμούσε, τον αιφνιδιασμό και τα είχε καταφέρει. Στάθηκε αγέρωχη μπροστά της με εχθρικό ύφος.
Μετά από αυτό η Σοφία αποφάσισε να ακολουθήσει επιθετική στάση.
«Τι θες εσύ εδώ;»
«Δεν θα μου προτείνεις να περάσω μέσα;»
«Έχεις να μου πεις πολλά;»
«Η αλήθεια είναι πως όχι».
«Ε, τότε δεν χρειάζεται».
«Ωραία λοιπόν θα στα πω εδώ».
«Ακούω».
«Να σου πω αρχικά πως τώρα πια ξεδιάλυναν πολλά».
«Τι εννοείς;» την ρώτησε απορημένη
«Ο λόγος που απομακρύνθηκες από εμένα, ενώ ήμασταν τόσο δεμένες. Έφυγες από το σπίτι. Μετακόμισες αλλού. Δεν με ενημέρωσες που πήγαινες. Σε έπαιρνα τηλέφωνο δεν απαντούσες. Γενικά εξαφανίστηκες από όλους μας. Εμφανίστηκες μόνο και μόνο επειδή χρειαζόσουν τους γονείς μας για ενίσχυση στα έξοδα του γάμου σου και εμένα ούτε που με κάλεσες» κοίταξε γύρω της και άφησε ένα ειρωνικό γελάκι «καλά τα κατάφερες, τον τύλιξες τον πλούσιο, αλλά από ότι μου είπαν οι γονείς μας είναι γέρος. Και αφού είναι πλούσιος τα λεφτά του μπαμπά και της μαμάς τι τα ήθελες;»
Τώρα τα μάτια της Σοφίας τώρα πετούσαν σπίθες.
«Να μην σε νοιάζει και σκάσε επιτέλους» έτρεμε ολόκληρη από τα νεύρα της « φύγε τώρα από το σπίτι μου».
«Δεν τελείωσα ακόμα».
«Δεν με νοιάζει θέλω να φύγεις τώρα» αγριοφώναξε και έσπρωξε την πόρτα να κλείσει όμως η Ελένη την πρόλαβε και τη χαστούκισε δυνατά.
«Τρελάθηκες;» της ούρλιαξε πιάνοντας το μάγουλό της.
«Καθόλου. Στο χρωστούσα εδώ και πολύ καιρό».
«Από πού κι' ωσπού μωρή;»
«Ένα θα σου πω και θα τα καταλάβεις όλα. Χθες συνάντησα τον Κώστα».
Στο άκουσμα αυτού του ονόματος η Σοφία λούφαξε ένοχα κάνοντας την Ελένη να χαμογελάσει και να καταλάβει ακόμα περισσότερα.
«Γεια χαρά αδερφούλα. Καλή ζωή» της είπε ειρωνικά καθώς έφευγε γυρνώντας της την πλάτη. Μπήκε στο αυτοκίνητο της και έφυγε σανιδώνοντάς το. Δεν ήθελε να ξαναπατήσει το πόδι της εδώ αν και ήταν μια πολύ όμορφη πόλη.
Επιστρέφοντας στο διαμέρισμα της βρήκε τον Αντώνη στην κουζίνα να τρώει πίτσα.
«Νωρίς γύρισες» της είπε και χαμογέλασε «έλα κάθισε να φας και εσύ».
Κάθισε μαζί του μιας και η αλήθεια είναι πως πεινούσε πάρα πολύ. Αφού τελείωσαν η Ελένη του είπε ότι ήθελε να του μιλήσει. Και του τα είπε όλα. Και επίσης ότι ήθελε να χωρίσουν συνοδευόμενο με όλα τα κλισέ, ότι λυπάται πολύ, ότι θα έβρισκε ένα καλό κορίτσι που θα τον αγαπούσε ολοκληρωτικά και θα ήταν ευτυχισμένος, κοντολογίς όλα αυτά τα κουροφέξαλα που λένε όλοι όταν παρατάνε τον άλλο στα κρύα του λουτρού. Ήταν πολύ άδικο για τον Αντώνη γιατί την ήθελε και ήταν ερωτευμένος μαζί της αλλά και ποιος είπε πως η ζωή είναι δίκαιη; Αυτά έχει ο έρωτας! Τις περισσότερες φορές κάποιος χάνει και κάποιος κερδίζει.
Ο Αντώνης δεν είχε άλλη επιλογή από το να το αποδεχτεί και να τραβηχτεί στην άκρη. Την ίδια κιόλας μέρα η Ελένη μάζεψε τα πράγματα της και πήγε στους γονείς της.
Την επόμενη μέρα συναντήθηκε με τον Κώστα και πήγαν για καφέ. Κάθισαν και έδωσαν την παραγγελία τους.
Ο Κώστας την κοιτούσε με ύφος που ήθελε να πει κάτι αλλά δεν τολμούσε.
«Έλα, πες το» του είπε και χαμογέλασε.
«Δεν ξέρω όμως πως θα το πάρεις».
«Πες το και βλέπουμε» τον ιντρίγκαρε.
«Θα ήθελα να ξέρω τι είπες στον Αντώνη για να έρθεις εδώ».
Τον κοίταξε τρυφερά. «Δεν υπάρχει πια Αντώνης. Χωρίσαμε» του ανακοίνωσε και η ματιά του έλαμψε.
Μετά τον καφέ πήγαν σινεμά και κάθισαν στις πίσω πίσω θέσεις. Δεν είχε μαζευτεί αρκετός κόσμος. Στη διάρκεια της ταινίας ο Κώστας βρήκε ευκαιρία και της έπιασε το χέρι. Σιγά σιγά την έφερε κοντά του μέχρι που τα χείλια τους πλησίασαν επικίνδυνα πολύ.
Την κοίταξε βαθιά στα μάτια. «Θέλω να το πιάσουμε από εκεί που το αφήσαμε» της είπε και η κοπέλα συγκατάνευσε. Τότε την φίλησε με πάθος και από τότε δεν αποχωρίστηκαν ποτέ ξανά.
Έξι μήνες αργότερα
«Μα είναι τώρα σοβαρά πράγματα αυτά;» τον ρώτησε ενοχλημένη.
«Μα γιατί; Είναι τόσο ωραίο. Θα 'χει πλάκα».
«Δηλαδή για σένα είναι απλώς μια πλάκα;» τον ρώτησε και τον κάρφωσε άγρια με τη ματιά τησ.
«Όχι, βέβαια» της είπε και την αγκάλιασε. «Έλα, σε παρακαλώ. Εσύ θα διαλέξεις όλα τα υπόλοιπα».
Η Ελένη ένιωσε να δυσφορεί. «Και άσε που δεν είναι πέντε τα χρόνια».
«Αφού σου είπα πως θέλω να το πιάσουμε από εκεί που το αφήσαμε. Άρα πέντε είναι τα χρόνια».
Η Ελένη χαμογέλασε. Είχε δίκιο. Με αυτή τη μέτρηση ήταν σωστά. Την έσφιξε περισσότερο πάνω του. «Σε παρακαλώ. Κάντο για μένα».
Το σκέφτηκε για λίγο και τελικά υποχώρησε. «Καλά, ας είναι. Θεέ μου τι ντροπή!»
Ο Κώστας γέλασε. «Ω, έλα τώρα, θα τους αρέσει θα το δεις».
«Τέλος πάντων. Τί να κάνω που σε αγαπώ τοσο πολυ!» Του είπε και τον φίλησε με πάθος. Τα χέρια της κατέβηκαν στα κουμπιά του τζιν παντελονιού του...
Λίγο καιρό αργότερα συγγενείς και φίλοι έλαβαν το πιο κάτω:
ΤΕΛΟΣ
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top