Εμείς μένουμε... Εσύ φεύγεις!!


Βράδυ!! Έξω έκανε αναθεματισμένο κρύο, όμως μέσα στο σπίτι υπήρχε μια γλυκιά ζεστασιά από τα καλοριφέρ που άναβαν στο φουλ. Η Καρολίνα, μια γυναίκα γύρω στα πενήντα πέντε, βρισκόταν στην κουζίνα της και μαγείρευε σιγοτραγουδώντας τα τραγούδια που άκουγε στο τρανζιστοράκι της, δώρο από τον συγχωρεμένο τον άντρα της που έχει χάσει εδώ και οκτώ χρόνια. Πολύ νέα τον έχασε, όμως, ποτέ δεν σκέφτηκε να ξαναπαντρευτεί. Τον λάτρευε τον Αρθούρο και δεν ήθελε κανένας άλλος να πάρει τη θέση του στο κρεβάτι της μα και στη ζωή της. Έτσι από τότε έμεινε μόνη σε αυτό το τεράστιο σπίτι με τη σοφίτα και τον όμορφο κήπο τον στρωμένο με γρασίδι.

Με τον Αρθούρο απέκτησαν ένα γιο, τον Τζόναθαν που πριν μερικούς μήνες έκλεισε τα τριάντα πέντε του χρόνια. Παντρεμένος τώρα πια ζούσε με τη γυναίκα του και τα δύο τους παιδιά μακριά από το πατρικό του σπίτι. Αναγκάστηκε να φύγει όταν βρήκε δουλειά που θα απογείωνε την καριέρα του στα ύψη. Το ότι ο γιος της ζούσε τόσο μακριά από κοντά της ήταν και το μεγάλο αγκάθι στην καρδιά της. Με τον άντρα της να έχει φύγει από τη ζωή και με τον γιο της τόσο μακριά προσπάθησε να γεμίσει τη ζωή της αλλιώς. Τα κατοικίδια τα είχε αποκλείσει γιατί δεν τα άντεχε. Εντελώς αναπάντεχα μια μέρα που είχε πάει για ψώνια είδε στη βιτρίνα ενός καταστήματος μια πορσελάνινη κούκλα. Πολύ όμορφη και με τα ξανθά μαλλάκια της να πέφτουν σε μπούκλες πλαισιώνοντας το πορσελάνινο προσωπάκι της κέρδισε αμέσως την προσοχή της Καρολίνας που την κοιτούσε μαγεμένη.

Χωρίς δεύτερη σκέψη μπήκε στο κατάστημα και την αγόρασε.

Μέχρι να επιστρέψει στο σπίτι την είχε λατρέψει. Δεν την αποχωριζόταν ποτέ. Κοιμόταν; Η κούκλα δίπλα της. Μαγείρευε; Η κούκλα μαζί της στην κουζίνα. Διάβαζε στο σαλόνι της; Η κούκλα στην αγκαλιά της. Της απευθυνόταν σα να μιλούσε σε άνθρωπο. Τη φιλούσε σα να φιλούσε ένα πολύ αγαπημένο της πρόσωπο. Την κανάκευε σαν να ήταν πραγματική της κόρη, που τόσο ήθελε να αποκτήσει και που όμως με τον Αρθούρο μετά το γιο τους δεν κατάφεραν να αποκτήσουν άλλο παιδί. Μέχρι και όνομα της έδωσε, Μάγκι. Το όνομα της μητέρας του Αρθούρο. Μάργκαρετ.

Βρήκε την παρέα που έψαχνε και πραγματικά δεν ένιωθε πια τη ζωή της τόσο άδεια. Όταν την επόμενη φορά που κατέβηκε πάλι στα μαγαζιά για κάτι ψώνια που έπρεπε να κάνει, τυχαία ο δρόμος της την έφερε στο ίδιο μαγαζί απ' όπου είχε αγοράσει την κούκλα. Στη βιτρίνα τώρα υπήρχε μια άλλη κούκλα που αντικατέστησε τη Μάγκι. Η Καρολίνα την είδε και τρελή από χαρά σαν μικρό κοριτσάκι όρμησε στο μαγαζί και την αγόρασε και αυτή. Από τότε μια τρελή μανία την κατέβαλε θέλοντας να αποκτήσει όσες περισσότερες πορσελάνινες κούκλες μπορούσε. Μπαινόβγαινε από μαγαζί σε μαγαζί αγοράζοντας όλες τις κούκλες που έβρισκε. Παράγγελνε να τις φέρουν κι άλλες. Όσες περισσότερες κούκλες αποκτούσε τόσο λιγότερο άδεια της φαινόταν η ζωή της. Με τον καιρό όλο το σπίτι σχεδόν γέμισε με κούκλες. Όπου και να κοιτούσες έπεφτες στο ψυχρό τους βλέμμα. Πολυθρόνες, καναπέδες, τραπέζια, στον ογκώδη μπουφέ που υπήρχε ακουμπισμένος στον τοίχο του σαλονιού, όλα είχαν γεμίσει με τις άψυχες πορσελάνινες κούκλες. Ακόμα και τις κρεβατοκάμαρες είχε γεμίσει με δαύτες. Γεμίζοντας το σπίτι με κούκλες η Καρολίνα ένιωθε μέσα της μια ανεξιχνίαστη πληρότητα. Μια άγρια χαρά πως δεν ήταν πια μόνη.

Ανακάτευε το φαγητό στην κατσαρόλα όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Έτρεξε να απαντήσει.

«Παρακαλώ;» είπε ευγενικά.

«Γεια σου, μητέρα. Ο Τζόναθαν είμαι».

Τα μάτια της έλαμψαν από χαρά και έσφιξε το ακουστικό στο χέρι της από λαχτάρα.

«Αγόρι μου; Τι κάνεις παιδί μου; Να ήξερες πόσο μου λείπεις. Και εσύ και η οικογένεια σου. Τι κάνουν τα αγγελούδια μου;» ρώτησε συγκινημένη.

«Μια χαρά είμαστε μητέρα. Τα παιδιά σε αποζητούν συχνά όμως δεν είναι και τόσο εύκολο να ερχόμαστε πιο συχνά όπως καταλαβαίνεις...»

«Αχ, τα χρυσά μου. Και εμένα μου λείπουν, όμως ναι, αγόρι μου καταλαβαίνω. Είστε τόσο μακριά..»

«Ξέρεις μητέρα....»

«Ναι, αγόρι μου πες μου. Το ξέρεις πως μπορείς να μου λες τα πάντα».

«Ναι, μητέρα το ξέρω. Άκου τότε, πριν λίγο καιρό που μιλήσαμε στο τηλέφωνο σου είχα πει ότι με τη Ρενέ δεν τα πάμε και τόσο καλά. Ότι έχουμε προβλήματα στο γάμο μας».

«Ναι το θυμάμαι πολύ καλά και σε συμβούλευσα να το συζητήσετε και ακόμα αν χρειαζόταν να πάτε σε κάποιον σύμβουλο γάμου».

«Ναι. Τα δοκίμασα όλα μητέρα αλλά τίποτα δε βοήθησε. Και ξέρεις γιατί;»

«Γιατί; Μη μου πεις ότι η Ρενέ...»

«Ναι, μητέρα. Μου είχαν μπει υποψίες και αποφάσισα να βάλω ντετέκτιβ να την ακολουθήσει. Είναι σίγουρο πια. Ο ντετέκτιβ μου έφερε ακράδαντα πειστήρια. Φωτογραφίες με τον εραστή της σε πολύ προσωπικές στιγμές, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ. Τους τσάκωσε στο αυτοκίνητό του εραστή της».

«Μα αυτό είναι φοβερό! Και τώρα;»

«Της έχω ήδη ζητήσει διαζύγιο και φυσικά δέχτηκε. Μου είπε πως από καιρό ήθελε να μου μιλήσει αλλά δεν ήξερε πως» άκουσε τη φωνή του να σπάει και τον λυπήθηκε. Ήταν φανερό πως ακόμα αγαπούσε τη γυναίκα του.

«Αχ, αγόρι μου, λυπάμαι πάρα πολύ. Και δηλαδή τώρα θα φύγεις από το σπίτι σας;»

«Μα, φυσικά. Εννοείται».

«Και που θα πας;»

«Δεν ξέρω ακόμα...σκέφτομαι να..»

«Έλα εδώ Τζόναθαν. Στο σπίτι μας. Μαζί μου. Θα μου δώσεις μεγάλη χαρά. Πιστεύω πως θα σου κάνει πολύ καλό να βρεθείς για λίγο κάπου μακριά από αυτά που σε πόνεσαν. Και που καλύτερα από την αγκαλιά της μανούλας;» του είπε γλυκά.

«Ναι, καλή ιδέα μου ακούγεται. Θα το ήθελα πολύ. Θα διευθετήσω τις εκκρεμότητες μου εδώ και θα έρθω. Να με περιμένεις μητέρα!» της είπε χαρούμενος με αυτή την απρόβλεπτα ευχάριστη τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα.

«Θα σου τηλεφωνήσω όταν είμαι έτοιμος».

«Εντάξει, αγόρι μου. Θα περιμένω. Καληνύχτα».

Το πολυπόθητο τηλεφώνημα ήρθε ένα μεσημέρι και της έδωσε μεγάλη χαρά. Της ανακοίνωσε πως τακτοποίησε τις εκκρεμότητες του και πως έκλεισε αεροπορικό εισιτήριο για την Παρασκευή.

«Δηλαδή σε δυο μέρες!» είπε η Καρολίνα και δεν το πίστευε.

«Ναι μητέρα. Σε δυο μέρες θα είμαι σπίτι μας».

«Να έρθω να σε πάρω από το αεροδρόμιο;»

«Όχι, μητέρα δε χρειάζεται να ταλαιπωρείσαι. Θα πάρω ταξί».

«Καλά αγόρι μου. Τι ώρα να σε περιμένω την Παρασκευή;»

«Με πρόχειρους υπολογισμούς που έχω κάνει. Θα είμαι εκεί αργά το απόγευμα».

«Ωραία! Θα σε περιμένω. Θα σου φτιάξω και το αγαπημένο σου φαγητό».

«Καταπληκτικά. Μου τρέχουν ήδη τα σάλια. Γεια σου, μητέρα».

«Γεια σου, αγόρι μου».

Η αλήθεια είναι πως ούτε που τον ένοιαζε για το φαγητό. Μετά το χωρισμό του με την Ρενέ το φαγητό ήταν το τελευταίο που σκεφτόταν. Απλά άκουσε τη μητέρα του τόσο ενθουσιασμένη που δεν του πήγαινε η καρδιά να την κακοκαρδίσει.

Οι μέρες πέρασαν και η Παρασκευή που περίμενε με τόση αγωνία η Καρολίνα επιτέλους έφτασε. Σηκώθηκε από νωρίς για να προλάβει όλα όσα είχε να κάνει για να υποδεχτεί το γιο της. Όταν είδε το ταξί να σταματάει έξω από το σπίτι πετάχτηκε έξω γεμάτη χαρά και τρέχοντας πήγε προς τα εκεί. Ο Τζόναθαν εν τω μεταξύ είχε κατέβει από το αμάξι και γελώντας άνοιξε την αγκαλιά του στη μητέρα του που έπεσε μέσα γελώντας και κλαίγοντας μαζί. Τον έσφιγγε στην αγκαλιά της και δεν έλεγε να τον αφήσει.

«Αγόρι μου, επιτέλους».

«Ναι, μητέρα επιτέλους»

Μπήκαν στο σπίτι αγκαλιασμένοι από την πόρτα της κουζίνας στο πλάι.

«Έλα αγόρι μου, πάμε να αφήσεις τη βαλίτσα σου στο δωμάτιο σου, να κάνεις ένα ωραίο ζεστό μπάνιο και να σου βάλω να φας. Μου φαίνεται πως έχεις αδυνατίσει..»

Ο Τζόναθαν απλά της χαμογέλασε βιασμένα. Δεν ήθελε να πιάσουν αυτό το θέμα. «Ναι, μητέρα. Καλό θα μου έκανε να φάω το υπέροχο φαγητό σου» αρκέστηκε μόνο να πει.

Ανέβηκαν τη σκάλα, προσπέρασαν κάποιες άλλες πόρτες δωματίων μέχρι που έφτασαν στο δωμάτιο του Τζόναθαν.

Μόλις μπήκε μέσα έμεινε με ανοικτό το στόμα να κοιτάει γύρω του. Παντού κούκλες. Στα κομοδίνα, πάνω στην τουαλέτα, κάτω στο πάτωμα... παντού!

Η μητέρα του πρόσεξε την αντίδραση του αλλά την εξέλαβε λανθασμένα.

«Σου αρέσει αγόρι μου;» τον ρώτησε χαμογελαστή.

«Τι ακριβώς να μου αρέσει μητέρα;» τραύλισε σα χαμένος «Που γέμισες το δωμάτιο μου κούκλες;»

«Μα γιατί το λες αυτό; Δεν είναι πολύ όμορφες; Αυτές που είναι στο πάτωμα ήταν πάνω στο κρεβάτι σου. Μόλις τους βρω άλλο χώρο θα τις μαζέψω από το πάτωμα».

Ο Τζόναθαν κοίταξε τα ανέκφραστα πορσελάνινα πρόσωπα τους και φαινόταν όλες να έχουν το βλέμμα τους καρφωμένο πάνω τους. Όλες...

Ένιωσε τις τρίχες στο σβέρκο του να ορθώνονται και ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί του.

«Όχι» φώναξε «Θέλω να φύγουν από εδώ μέσα. Τώρα!! Να φύγουν και να μην τις ξαναδώ» όρμησε άρπαξε μια κούκλα και άνοιξε το παράθυρο με σκοπό να την πετάξει έξω

«Μηηη...!!» ούρλιαξε η Καρολίνα και έτρεξε κοντά του παίρνοντας την κούκλα από το χέρι του.

«Σε παρακαλώ γιέ μου. Μην το κάνεις αυτό. Θα τις πάρω εγώ τώρα αμέσως από εδώ μέσα. Αν το ήξερα πως θα σε ενοχλούσαν τόσο θα τις μετακινούσα πριν έρθεις. Δώσε μου λίγο χρόνο. Πήγαινε να κάνεις μπάνιο και όταν βγεις δε θα τις βρεις εδώ».

«Πολύ καλά. Θα σου κάνω τη χάρη» της είπε και έφυγε φουριόζος για το μπάνιο.

Μόλις άκουσε την πόρτα του μπάνιου να κλείνει η Καρολίνα με δάκρυα στα μάτια πήγε κοντά στις κούκλες πήρε όσες χωρούσαν στην αγκαλιά της και τις φίλησε όλες μία προς μία.

«Συγγνώμη αγάπες μου. Συγγνώμη. Δεν το εννοούσε ο Τζόναθαν. Απλά ήταν κουρασμένος από το ταξίδι. Θα σας πάω αλλού».

Έτσι, αγκαλιά την αγκαλιά και φιλώντας τις όλες τις μετέφερε αλλού. Σε διάφορα σημεία του σπιτιού που βρήκε λίγο χώρο άδειο.

Όταν ο Τζόναθαν επέστρεψε στο δωμάτιο του και το αντίκρυσε άδειο από τις κούκλες ένιωσε μεγάλη ανακούφιση. «Επιτέλους μόνος» μονολόγησε και έκλεισε την πόρτα.

Όταν ετοιμάστηκε κατέβηκε στην κουζίνα, και τότε πρόσεξε για πρώτη φορά τις κούκλες που ήταν μαζεμένες εκεί. «Είναι οι ίδιες κούκλες που ήταν στο δωμάτιό μου;» ρώτησε τη μητέρα του.

«Ό..όχι» απάντησε κάπως δειλά η Καρολίνα.

«Άλλες είναι αυτές; Και υπάρχουν κι άλλες;» την κοίταξε αυστηρά.

«Γιατί σε ενοχλούν τόσο αγόρι μου; Δεν καταλαβαίνω».

«Περίμενε λίγο» της είπε και έφυγε από την κουζίνα. Έπειτα από λίγο γύρισε με πανιασμένο πρόσωπο και εντελώς φρικαρισμένος. Κοίταξε τη μητέρα του.

«Είναι κυριολεκτικά παντού. Παντού. Πουθενά δεν μπορώ να καθίσω».

«Να έλα κάθισε εδώ» του έδειξε την καρέκλα στο τραπέζι της κουζίνας «Θα σου βάλω να φας κιόλας».

Ο Τζόναθαν κάθισε στην καρέκλα σαν άδειο σακί. Επίτηδες κάθισε με την πλάτη του γυρισμένη προς τις κούκλες. Δεν ήθελε ούτε να τις βλέπει!

«Γιατί;»

«Τι γιατί;»

«Γιατί μάζεψες όλες αυτές τις κούκλες εδώ;»

Η Καρολίνα του έβαλε το πιάτο με το φαγητό μπροστά του και κάθισε απέναντί του.

«Από τότε που έφυγε ο πατέρας σου ένιωθα απίστευτα μόνη. Ήθελα παρέα. Το ξέρεις πως τα κατοικίδια δεν τα αντέχω. Μια μέρα είδα μια κούκλα στην βιτρίνα. Μου άρεσε πολύ και την αγόρασα. Την κούκλα είχα για παρέα από εκείνη τη μέρα. Μια άλλη μέρα είδα άλλη μια κούκλα στη βιτρίνα του ίδιου μαγαζιού και την αγόρασα και αυτή. Και μετά από αυτό ένιωθα μια ακατανίκητη μανία να αγοράσω κι άλλες κούκλες, και όσο περισσότερες αγόραζα τόσο περισσότερο ήθελα να αποκτήσω κι άλλες».

«Αχ, μητέρα δεν το καταλαβαίνεις ότι δεν είναι φυσιολογικό αυτό;»

«Εγώ δε βρίσκω κάτι κακό σε αυτό».

Ξεφύσησε κουρασμένα. «Καλά. Ας το αφήσουμε για την ώρα. Είμαι πολύ κουρασμένος από το ταξίδι. Θα τελειώσω το φαγητό μου και θα πάω να κοιμηθώ».

«Ναι, αγόρι μου, να πας. Ένας καλός ύπνος θα σου κάνει καλό».

Την επομένη το πρωί όταν ο Τζόναθαν ξύπνησε από τη γαργαλιστική μυρωδιά του ξεροψημένου μπέικον. Σηκώθηκε από το κρεβάτι πλύθηκε, ντύθηκε και κατέβηκε στην κουζίνα. Στάθηκε στην πόρτα. Η μητέρα του που δεν τον είχε πάρει χαμπάρι συνέχισε να τη δουλειά της ακούγοντας το τρανζιστοράκι της και σιγοτραγουδούσε κεφάτη. Ο Τζόναθαν χαμογέλασε βλέποντάς την τόσο χαρούμενη. Ήταν εύκολο να καταλάβει πως η χαρά της οφειλόταν στην άφιξή του.

Πάνω που σκεφτόταν να της μιλήσει ή όχι για να μην την τρομάξει γύρισε αυτή και τον είδε. Τα μάτια της έλαμψαν. «Καλημέρα, αγόρι μου! Σου ετοιμάζω σπέσιαλ πρωινό. Κάθισε να σε σερβίρω».

«Οι μυρωδιές του πρωινού με ξύπνησαν» της είπε καθώς καθόταν στην καρέκλα.

«Τώρα θα τα γευτείς κιόλας» του είπε γελώντας βάζοντας μπροστά του ένα πιάτο με μπέικον και αυγά μάτια. «Έχω και έτοιμο καφέ. Θες τώρα;»

«Όχι τώρα. Προτιμώ μετά που θα τελειώσω με το πρωινό».

Η Καρολίνα γέλασε. «Πάντα είχες αυτή τη συνήθεια».

«Κάποια πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ..»

Όταν τελείωσε με το πρωινό του και είδε το πιάτο του άδειο έμεινε έκπληκτος με την όρεξη που έφαγε. Αποδεικνυόταν πως η επιστροφή του εδώ του έκανε πολύ μεγάλο καλό μετά από όλα αυτά που είχε περάσει το τελευταίο διάστημα.

Η μητέρα του πήρε το πιάτο από μπροστά του. «Τώρα να σου βάλω καφέ;»

«Ναι, φυσικά».

Η Καρολίνα γέμισε ένα φλιτζάνι καφέ φίλτρου και του τον έδωσε. Με το φλιτζάνι στο χέρι ο Τζόναθαν σηκώθηκε από την καρέκλα του και πήγε και ακούμπησε στην κάσα της πόρτας.

Από χθες το σκεφτότανε και αποφάσισε να κάνει νύξη του θέματος. Βρήκε τη στιγμή κατάλληλη για να μιλήσει στη μητέρα του.

«Μητέρα;»

«Ναι, αγόρι μου» είπε η Καρολίνα καθώς ήταν χωμένη στο νεροχύτη πλένοντας τα πιάτα.

«Ξέρεις... σκεφτόμουνα... πως πρέπει να διώξεις τις κούκλες» της είπε τελικά και γύρισε το βλέμμα του κοιτώντας τις κούκλες στραβομουτσουνιάζοντας. Και τότε είδε μια κούκλα να γυρνάει το κεφάλι κατά πάνω του και τα χαρακτηριστικά της να αλλάζουν σε θυμό, οργή. Τον κοίταξε με μίσος.

Ο Τζόναθαν έχασε το χρώμα του, τα μάτια του γούρλωσαν από τρόμο και το φλιτζάνι έφυγε από τα χέρια του, έπεσε στο πάτωμα και έσπασε με εκκωφαντικό θόρυβο. Ο καφές εξαπλώθηκε στο πάτωμα δημιουργώντας ένα μεγάλο λεκέ.

Η Καρολίνα γύρισε ξαφνιασμένη.

«Τι έγινε αγόρι μου; Με τρόμαξες» τον κοίταξε πιο προσεκτικά «Τι συμβαίνει Τζόναθαν; Γιατί χλόμιασες; Έγινες άσπρος σαν το πανί» τον πλησίασε αναστατωμένη. «Μήπως δε νιώθεις καλά;»

«Μητέρα κάτι φοβερό έγινε μόλις τώρα; Όταν σου είπα να δώσεις τις κούκλες, μια από αυτές γύρισε και με κοίταξε θυμωμένη, πολύ θυμωμένη. Με μίσος».

Η Καρολίνα γέλασε. «Έλα, αγόρι μου, και τρόμαξα. Γίνονται αυτά τα πράγματα;»

«Και όμως μητέρα. Με κοίταξε».

Η Καρολίνα κοίταξε τις κούκλες. Ήταν όπως πάντα. Κοιτούσαν μπροστά με το υπέροχο πορσελάνινο μουτράκι τους. Πήγε κοντά τους.

«Ποια ήτανε που και καλά σε κοίταξε;»

«Αυτή που φοράει το κόκκινο φόρεμα και την κόκκινη κορδέλα στα μαλλιά».

«Ωωωω, μα αυτή είναι η πρώτη που απόκτησα» την πήρε στην αγκαλιά της και κόλλησε το μάγουλο της στο μάγουλο της κούκλας «είναι η αγαπημένη μου. Της έχω βγάλει και όνομα. Μάγκι τη λένε».

«Της έδωσες το όνομα της γιαγιάς; Μα αυτό είναι εξωφρενικό. Έδωσες το όνομα της γιαγιάς σε μια κούκλα;» αναφώνησε με φρίκη ο Τζόναθαν.

«Καλά, δεν είναι και η οποιαδήποτε κούκλα» υπερασπίστηκε τον εαυτό της η Καρολίνα.

«Ουφ, τέλος πάντων. Αυτό το προσπερνάω. Αλλά πρέπει να το σκεφτείς σοβαρά να διώξεις τις κούκλες» της είπε αυστηρά.

Η Καρολίνα έσκυψε το κεφάλι και δε θέλησε να συνεχίσει την συζήτηση.

Το βράδυ όταν ο Τζόναθαν πήγε για ύπνο ένιωθε ένα ανεξήγητο πλάκωμα στο στήθος. Ο ύπνος του ήταν άστατος. Μέσα στον ύπνο του άκουγε ένα παιδικό τραγούδι από μια παιδική φωνούλα, πολύ ψιλή και ένα έντονο κλακ κλακ. Πετάχτηκε από τον ύπνο του. Κάθιδρος και με ανάσα λαχανιασμένη. Αποφάσισε να πάει στην κουζίνα να πιει νερό. Όταν βγήκε από το δωμάτιο του άναψε το φως του διαδρόμου για να βλέπει να κατέβει τη σκάλα. Στην πόρτα της κουζίνας είδε την κούκλα με το κόκκινο φόρεμα.

«Τι γυρεύει αυτή εδώ;» αναρωτήθηκε. «Η μητέρα μου θα την άφησε» Δεν ήθελε να την αγγίξει. Την προσπέρασε. Ήπιε το νερό που ήθελε και επέστρεψε στο κρεβάτι του. Όλο το υπόλοιπο βράδυ το πέρασε ξάγρυπνος με στημένο αυτί όμως δεν άκουσε τίποτα.

Το επόμενο πρωί που κατέβηκε στην κουζίνα η μητέρα του τον είδε κάπως κουρασμένο.

«Δεν κοιμήθηκες καλά το βράδυ;»

«Η αλήθεια είναι πως όχι».

«Άμα θες φάε το πρωινό σου και πήγαινε να κοιμηθείς».

«Εντάξει. Όμως πρώτα θα ήθελα να συζητήσουμε για τις κούκλες».

Η μητέρα του ξεφύσησε ενοχλημένη.

«Μα άκου πρώτα».

«Καλά σε ακούω».

«Αφού τώρα θα έχεις εμένα για παρέα, δεν τις χρειάζεσαι όλες αυτές τις κούκλες».

«Μα Τζόναθαν.. δε θέλω να καταλήξουν στα σκουπίδια..»

«Μα ποιος μίλησε για σκουπίδια; Εγώ λέω ή να τις πουλήσεις ή να τις χαρίσεις».

«Ναι, όμως εσύ για πόσο θα μείνεις εδώ; Άμα φύγεις, πάλι θα μείνω μόνη».

«Μη στεναχωριέσαι και βλέπω να μένω για αρκετό καιρό εδώ. Θα αρχίσω να ψάχνω και για δουλειά για κάπου εδώ κοντά».

«Αλήθεια παιδί μου;» πήγε κοντά του και τον αγκάλιασε. «Αχ, με κάνεις τόσο ευτυχισμένη!!».

Το ίδιο βράδυ ο Τζόναθαν είχε τον ίδιο άστατο ύπνο. Πάλι τον ύπνο του τον διατάρασσε το παιδικό τραγούδι. Και αυτή η παιδική υποτίθεται φωνούλα είχε μέσα κάτι το εχθρικό... κάτι το υποχθόνιο... και αυτό το ανατριχιαστικό κλακ κλακ...

Πάλι ξύπνησε λουσμένος στον ιδρώτα και με το στόμα αφόρητα στεγνό. Αποφάσισε για άλλη μια φορά να κατέβει για νερό. Βγήκε από το δωμάτιο του και άναψε το φως του διαδρόμου και της σκάλας. Όταν κατέβηκε στη σκάλα στη βάση της είδε και πάλι την κούκλα με το κόκκινο φόρεμα. Μα τι παράξενο;; Σημείωσε νοερά στο μυαλό του αύριο να θυμηθεί να ρωτήσει τη μητέρα του γι' αυτό.

Προχώρησε, πήγε στην κουζίνα ήπιε νερό και επέστρεψε στο κρεβάτι του μα ύπνος δεν του κόλλαγε. Έμεινε άγρυπνος όλο το υπόλοιπο βράδυ.

Το επόμενο πρωί σχεδόν σερνότανε. Όταν κατέβηκε στην κουζίνα η μητέρα του έδειξε μεγάλη ανησυχία για την υγεία του.

«Είμαι εντάξει, μην ανησυχείς» την καθησύχασε.

«Μα γίνεται αγόρι μου να μην ανησυχώ. Γίνεται να μην κοιμάσαι τα βράδια;»

«Εντάξει. Θα κοιμηθώ λίγο μετά και θα είμαι μια χαρά». Που να τολμήσει να της πει το λόγο που δεν κοιμόταν τα βράδια. Ντρεπόταν αφάνταστα να της ομολογήσει πως ένα παιδικό τραγούδι τον κρατούσε ξάγρυπνο τα βράδια.

«Λοιπόν; Το σκέφτηκες καθόλου το θέμα που συζητούσαμε χθες;»

«Για τις κούκλες λες;»

«Ναι».

«Ε, ναι, το δουλεύω. Θέλω λίγο να το μελετήσω. Να δω σε τι χέρια θα πέσουν οι αγαπημένες μου κουκλίτσες. Λίγες μέρες χρειάζομαι μόνο».

«Καλά εντάξει. Τις έχεις. Και να σε ρωτήσω κάτι άλλο; Μήπως το βράδυ πριν κοιμηθείς μετακινείς κάποια κούκλα;»

«Πως σου ήρθε αγόρι μου και με ρωτάς κάτι τέτοιο;»

«Ε, τίποτα. Απλώς ρωτάω. Έτσι από περιέργεια». Παραξενεύτηκε η Καρολίνα. Ποτέ άλλοτε ο γιος της δεν ήταν περίεργος. Ωστόσο απάντησε στην ερώτησή του.

«Όχι, αγόρι μου. Δεν μετακινώ καμία κούκλα πριν κοιμηθώ».

Ο Τζόναθαν ταράχτηκε μα δεν το έδειξε. Να έλεγε άραγε στη μητέρα του αυτό που έβλεπε κάθε βράδυ; Το σκέφτηκε για λίγο και τελικά αποφάσισε να μην της πει τίποτα.

Το βράδυ ο ύπνος του ήταν χειρότερος από ποτέ. Η παιδική φωνούλα τον καθήλωνε στον ύπνο του... και το κλακ κλακ ακουγόταν πιο έντονα. «Εσύ θα φύγειιιιςςςς.......» άκουσε ξάφνου μέσα στον ύπνο του ταράζοντάς τον ακόμα περισσότερο.

Και ενώ ο Τζόναθαν ήθελε απεγνωσμένα να ξυπνήσει εντούτοις δεν μπορούσε. Χτυπιότανε στο κρεβάτι του μέχρι που τελικά έπεσε από αυτό και κατάφερε να ξυπνήσει. Ήταν λουσμένος στον ιδρώτα. Οι πιτζάμες του κολλούσαν στο σώμα του. Έκανε ένα ζεστό μπάνιο, φόρεσε καθαρές πιτζάμες και αποφάσισε να πάει να πιει λίγο νερό. Άναψε το φως του διαδρόμου και της σκάλας και προχώρησε. Τότε πρόσεξε πως η ίδια κούκλα βρισκόταν τρία με τέσσερα σκαλιά πιο κάτω από την κορυφή της σκάλας. Ένιωσε να ανατριχιάζει ολόκληρος. Ξεχνώντας το νερό έκανε μεταβολή και πήγε πίσω στο δωμάτιο του κλειδώνοντας την πόρτα του. Για άλλη μια νύχτα δεν έκλεισε μάτι.

Το επόμενο πρωί όταν τον είδε η μητέρα του τρόμαξε. «Μα τι έπαθες παιδάκι μου και δεν κοιμάσαι; Τα μάτια σου απέκτησαν έντονους μαύρους κύκλους και σαν να βαθούλωσαν. Μα δεν γίνεται αυτό. Μέχρι που θα πάει αυτή η κατάσταση;»

«Μέχρι να τις ξεφορτωθείς τις κούκλες» ήθελε να της πει αλλά το μετάνιωσε. Ικανή την είχε να μουλαρώσει και να μην τις έδινε τελικά. Το είχε σχεδόν αποφασίσει, θα το άφηνε έτσι.

«Είμαι εντάξει μητέρα. Θα μου περάσει».

Το βράδυ πριν πάει να κοιμηθεί η μητέρα του του έδωσε να πάρει ένα ελαφρύ υπνωτικό.

«Πήγα και τα πήρα σήμερα από το φαρμακείο. Εξήγησα στο φαρμακοποιό την περίπτωσή σου και μου είπε να πάρεις ένα από αυτά. Είναι φυτικό. Από βότανα. Θα σε βοηθήσει να χαλαρώσεις και να κοιμηθείς επιτέλους σαν άνθρωπος. Δεν πρόκειται να σου κάνουν κακό».

Τον έπεισε να πάρει ένα πριν κοιμηθεί. Πήρε μαζί του και ένα ποτήρι νερό. Και όντως πριν ξαπλώσει έβαλε ένα χάπι στο στόμα του και το κατάπιε με τη βοήθεια του νερού.

Το επόμενο πρωί ο Τζόναθαν δεν ξύπνησε τόσο πρωί. Η μητέρα του σκέφτηκε πως ήταν φυσιολογικό μετά από τόσες μέρες που είχε να κοιμηθεί.

Όταν πέρασε και το μεσημέρι η Καρολίνα αποφάσισε να πάει να τον ξυπνήσει. Τουλάχιστον να έτρωγε κάτι και ας ξανακοιμότανε.

Άνοιξε την πόρτα, το βλέμμα της πάγωσε και τα μάτια της γούρλωσαν τόσο πολύ που σε λίγο θα πετάγονταν από τις κόγχες τους. Έβαλε τα χέρια στο στόμα και έβγαλε μια σπαραχτική κραυγή. Ο Τζόναθαν στο κρεβάτι του ήταν κατακρεουργημένος, το στρώμα του είχε μουλιάσει τόσο πολύ από το αίμα του που έσταζε με ένα απαίσιο πλατς, πλατς. Η Καρολίνα με μάτι τρελής κοίταξε ολόγυρα στο δωμάτιο και τότε την είδε. Την κούκλα με το κόκκινο φόρεμα μέσα στα αίματα και με ένα κουζινομάχαιρο στα χέρια. Έντρομη έκανε ένα βήμα πίσω και τότε είδε κάτι γραμμένο στον τοίχο με το αίμα του γιού της.

Εμείς μένουμε.. εσύ φεύγεις!!

Το στόμα της άνοιξε διάπλατα, τα χέρια της ανέβηκαν στα μαλλιά της και άρχισε να τα τραβάει με δύναμη ξεριζώνοντας ολόκληρες τούφες.

«Σκότωσα το γιο μου, σκότωσα το γιο μου!» αναφώνησε.

Έκανε μεταβολή και βγήκε από το δωμάτιο, κατέβηκε τη σκάλα άνοιξε την πόρτα της κουζίνας και βγήκε από το σπίτι τρέχοντας και ουρλιάζοντας «Σκότωσα το γιο μου, σκότωσα το γιο μου!»

Έτρεχε μέχρι που έφτασε σε μια διασταύρωση χωρίς να προσέξει τη νταλίκα που ερχόταν...

ΤΕΛΟΣ

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top