Δύο άνθρωποι... μία ζωή!!
Γεννήθηκαν μια μέρα του Οκτώβρη. Ενώ έξω τα δέντρα άφηναν τα ξεψυχισμένα φύλλα τους να πέσουν στο έδαφος, οι δυο γυναίκες έφερναν στον κόσμο ζωή.
Η μια γέννησε κορίτσι και η άλλη αγόρι. Την Αννούλα και τον Μάρκο.
Καθώς τα μικρά μεγάλωσαν και πήγαν στο σχολείο έσμιξαν τα χνότα τους και έγιναν αχώριστα. Ήταν η αιτία οι μητέρες τους να γνωριστούν και να γίνουν φιλενάδες.
«Θα πάμε σήμερα στο Μάρκο μανούλα;» ρωτούσε κάθε τόσο η μικρή. Άλλοτε πήγαιναν και άλλοτε όχι. Εξαρτιόταν πάντα από τις δουλειές που είχε να κάνει η μητέρα της.
Όταν, όμως, τελικά οι μητέρες τα κατάφερναν και τα παιδιά συναντιόντουσαν, τρελός χορός στηνόταν από παιχνίδια και χαρούμενα παιδικά γέλια. Όπως είναι λογικό κάποτε υπήρχαν και οι τσακωμοί, οι φωνές και τα κλάματα. Τότε η Αννούλα σταματούσε να ρωτάει τη μητέρα της αν θα πήγαιναν στο Μάρκο, και καθόταν σκυθρωπή και συννεφιασμένη, ώσπου μια μέρα εμφανιζόταν στην πόρτα τους ο Μάρκος με τη μητέρα του αναζητώντας την Αννούλα.
Την κοιτούσε με τα μεγάλα, φωτεινά του μάτια και με ένα διστακτικό και αμήχανο χαμόγελο.
«Γεια σου, Αννούλα».
Η Αννούλα παρέμενε σοβαρή και με τα χείλη της σουφρωμένα.
«Συγ...γνώμη, δεν το ήθελα να σε πετάξω από την τραμπάλα».
Σαν άκουσε τα λόγια του, η ματιά της γλύκανε, το χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη της αστραφτερό και τότε έπεσε στην αγκαλιά του γελώντας.
«Σε συγχωρώ. Έλα να παίξουμε».
Και τότε καινούριος κύκλος από γέλια, παιχνίδια, τσακωμούς και κλάματα άνοιγε, μέχρι την επόμενη φορά που ο φταίχτης θα ζητούσε συγγνώμη για αποκατάσταση της σχέσης τους.
Και έτσι κύλησαν τα χρόνια μέχρι που τα παιδιά έγιναν έφηβοι και άρχισαν τα πρώτα σκιρτήματα της καρδιάς τους. Το σώμα και τα ένστικτα τους ξύπνησαν αποζητώντας λύτρωση. Κάτω από τον λαμπερό ήλιο έδωσαν το πρώτο τους φιλί και αντάλλαξαν όρκους παντοτινής αγάπης.
Οι μητέρες τους τα έβλεπαν και τα καμάρωναν, και όλο το συζητούσαν πως ίσως κάποια μέρα γινόντουσαν και συμπεθέρες.
Πέρασαν κάποια χρόνια ακόμα και τα παιδιά έδειχναν το ίδιο ερωτευμένα.
Μέχρι που μια μέρα...
«Είσαι σίγουρη;»
«Ναι, πήγα σε γιατρό. Είμαι έγκυος Μάρκο».
«Δηλαδή θα αποκτήσουμε μωρό;»
«Ε, έτσι γίνεται συνήθως μετά από εγκυμοσύνη. Αποκτάς μωρό».
«Δεν είναι αστείο Άννα. Καθόλου αστείο. Μα είμαστε μόλις είκοσι χρονών. Πως θα γίνουμε γονείς; Εγώ δεν έχω καλά καλά μια σταθερή δουλειά».
«Και τι θες να γίνει Μάρκο;»
«Ίσως αν βρίσκαμε τα λεφτά και να πηγαίναμε σε ένα γιατρό να...»
«Αυτό ποτέ» του ούρλιαξε.
Από τα μάτια της έτρεχαν καυτά δάκρυα και τα σκούπισε άτσαλα με τρεμάμενα χέρια.
«Αυτό ποτέ..» ψιθύρισε βάζοντας το χέρι στην κοιλιά της.
Του γύρισε την πλάτη της και έφυγε τρεχάτη για το σπίτι της.
Τις επόμενες μέρες η Άννα τις πέρασε κλειδωμένη στο δωμάτιο της να κλαίει. Δεν ήθελε να δει κανέναν. Δεν ήθελε να μιλήσει σε κανέναν. Το μόνο που ήθελε ήταν ο Μάρκος να αντιδρούσε αλλιώς στον ερχομό του μωρού τους...
Απροειδοποίητα ένα βράδυ κτύπησε η πόρτα του σπιτιού τους. Η μητέρα άνοιξε και με έκπληξη αντίκρυσε το Μάρκο με τους γονείς του.
Ο Μάρκος κρατούσε στα χέρια μια ανθοδέσμη και στα χείλη του ανθούσε ένα τεράστιο χαμόγελο.
Η μητέρα χαμογέλασε σαν τους είδε
«Γιατί τέτοια επισημότητα;» τους ρώτησε.
«Κυρία Ευαγγελία ήρθα να ζητήσω το χέρι της κόρης σας».
Μόνο που δεν πήδησε από τη χαρά της η Ευαγγελία. Τους πέρασε στο σπιτικό της, τους βόλεψε στους καναπέδες και έτρεξε να ειδοποιήσει την κόρη της.
«Άννα, άνοιξέ μου κοριτσάκι μου. Μεγάλη χαρά μπήκε στο σπιτικό μας.
Η Άννα άνοιξε την πόρτα απορημένη και η μητέρα της χίμηξε στην αγκαλιά της.
«Καλώς τα δέχτηκες κοριτσάκι μου. Η ώρα η καλή».
«Τι λες μητέρα;»
«Ο Μάρκος κορίτσι μου. Είναι εδώ. Ήρθε με τους γονείς του και σε ζήτησε σε γάμο».
«Αλήθεια μητέρα;» ρώτησε η Άννα ενθουσιασμένη. Τρελή από χαρά.
«Φυσικά. Άντε φόρεσε κάτι όμορφο και έλα».
Έπειτα από λίγο εμφανίστηκε η Αννούλα φορώντας ένα όμορφο φόρεμα και το πιο λαμπερό της χαμόγελο.
Ο Μάρκος την πλησίασε και της πρόσφερε την ανθοδέσμη.
«Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα Άννα» της ψιθύρισε, «σας θέλω στη ζωή μου. Και εσένα, και το παιδί μας».
Πόσο πιο ευτυχισμένη να νιώσει η Άννα;
«Το ξέρουν οι γονείς σου;»
«Ναι τους το είπα. Η μητέρα σου;»
«Όχι ακόμα».
«Έλα. Θα της το πούμε τώρα».
Και της είπαν τα νέα και η καημένη η Ευαγγελία μέχρι το ταβάνι πετάχτηκε από τη χαρά της.
«Όμως, βέβαια, δε συμφωνώ που το παιδί πιάστηκε εκτός γάμου, αλλά αυτό θα μείνει μεταξύ μας. Ο γάμος να γίνει σύντομα ώστε να μην καταλάβει κανείς τίποτα. Και στην ανάγκη θα πούμε πως γεννήθηκε λιγάκι πρόωρα».
Δεν τους πήγε η καρδιά να της χαλάσουν το χατίρι και έτσι ο γάμος έγινε τον επόμενο κιόλας μήνα. Κανείς δεν ξαφνιάστηκε στην αναγγελία του γάμου τους. Όλοι το περίμεναν πως αυτό θα γινόταν μια μέρα. Και έπειτα από μερικούς μήνες, η Αννούλα έφερε στον κόσμο ένα υγιέστατο αγοράκι. Η χαρά όλων ήταν απερίγραπτη. Ένας εγγονός! Το πρώτο τους εγγονάκι!
Η Άννα με τον Μάρκο δεν χόρταιναν να το κοιτάζουν καθώς κοιμόταν στην κούνια του. Είχαν μετακομίσει στο δικό τους σπιτικό. Μικρό βέβαια, αλλά η Αννούλα το είχε πεντακάθαρο και τον μικρό κήπο περιποιημένο. Με όλα αυτά που είχε να κάνει όλη μέρα και με το παιδί, λογικό ήταν να μην δουλεύει. Μα και ο Μάρκος έτσι το προτιμούσε. Ήθελε να γυρίζει από την δουλειά και η γυναίκα του να τον περιμένει εκεί με ένα πιάτο σπιτικό φαγητό.
Ο ίδιος δούλευε τώρα πια μεροκάματο σε ένα εργοστάσιο υφαντουργίας. Είχαν όλα τα απαραίτητα και ήταν ευχαριστημένοι με αυτό.
Όταν ο Χριστόφορος, έτσι είχαν βαφτίσει το αγοράκι τους, στο όνομα του πατέρα του Μάρκου, έκλεισε δύο χρονών η Άννα εξέφρασε την επιθυμία της στον Μάρκο να αγοράσουν αυτοκίνητο.
«Τώρα που το παιδί μεγάλωσε, θα μπορούσαμε να πηγαίνουμε εκδρομές τις Κυριακές που δεν δουλεύεις».
«Μα Άννα, με τι λεφτά;»
«Θα μπορούσαμε να πάρουμε ένα δάνειο».
«Και πως θα το πληρώνουμε; Τα λεφτά που παίρνω, ίσα που καλύπτουν τις ανάγκες μας».
«Θα μπορούσες να δουλεύεις υπερωρίες στο εργοστάσιο».
Ο Μάρκος το σκέφτηκε και τελικά συμφώνησε πως δεν ήταν άσχημη ιδέα να έχουν ένα αυτοκίνητο για τις εκδρομές τους. Έτσι πήρανε το δάνειο και άρχισε τις υπερωρίες στο εργοστάσιο. Σε λίγο καιρό στο δρόμο έξω βρισκόταν παρκαρισμένο το δικό τους ολοκαίνουριο γυαλιστερό αυτοκίνητο, που όμως τελικά μαράζωνε εκεί στην άκρη του δρόμου γιατί ο Μάρκος ένιωθε πολύ κουρασμένος για να πηγαίνει εκδρομές τις Κυριακές. Ήθελε να μένει στο σπίτι και να ξεκουράζεται.
Η Άννα μαράζωνε και αυτή όπως το αυτοκίνητο. Προσπαθούσε να πείσει τον Μάρκο για μια εκδρομή αλλά τίποτα.
«Ωχού, ρε γυναίκα. Σου είπα δεν μπορώ. Είμαι κουρασμένος. Μία μέρα έχω να ξεκουραστώ. Εσύ καλά κάθεσαι όλη μέρα στο σπίτι. Φυσικά και θες εκδρομούλες. Μια χαρά ξεκούραστη είσαι. Και αύριο σπίτι θα είσαι. Θα ξυπνήσεις από τις 5 το πρωί για να πας στη φάμπρικα; Όχι, βέβαια. Εγώ τα τραβάω όλα. Και τώρα τράβα στην κουζίνα σου να μαγειρέψεις για το μεσημέρι. Θέλω κάτι με κρέας».
Η Άννα άκουγε και δεν το πίστευε. Τέτοια βαριά λόγια δεν τα περίμενε από τον γλυκό της Μάρκο. Καταπίνοντας την πίκρα της πήγε στην κουζίνα της να μαγειρέψει. Εκεί, στο βασίλειό της μπορούσε να χύσει αθέατη τα δάκρυα που τόση ώρα την έπνιγαν. Ήταν τόσο άδικος. Γιατί αυτή λίγα κάνει όλη μέρα; Ήθελε απλώς να ξεσκάσει λίγο. Να δει και κάτι άλλο πέρα από τους τέσσερις τοίχους του σπιτιού της. Κάθε μέρα η ίδια ρουτίνα. Δεν άντεχε άλλο. Ένιωθε να ασφυκτιεί. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο, παρά μόνο υπομονή. Υπομονή! Μέχρι που δεν άντεξε άλλο. και μια μέρα πήρε το Χριστόφορο από το χέρι και πήγε στη μητέρα της. Της εξομολογήθηκε το παράπονό της κλαίγοντας. Ήταν σίγουρη πως η μητέρα της θα την υποστήριζε, πως θα έβλεπε ότι είχε δίκιο. Αλλά τελικά..
«Έχει δίκιο παιδί μου ο άντρας σου. Πρέπει να τον καταλάβεις και να του συμπαρασταθείς. Σταμάτα να του γκρινιάζεις».
Έφυγε ακόμα πιο στεναχωρημένη. Ακόμα πιο πικραμένη. Κανένας δεν καταλάβαινε την ανάγκη της, την επιθυμία της.
Κουτσά στραβά πέρασαν άλλα δύο χρόνια και η Αννούλα ανακοίνωσε στον Μάρκο πως ήταν και πάλι έγκυος. Αγκάλιασε την Αννούλα χαρούμενος και την στριφογύρισε στον αέρα γελώντας. Ένιωσε και πάλι ευτυχισμένη, ολοκληρωμένη.
Αυτή τη φορά η Αννούλα έφερε στον κόσμο ένα κοριτσάκι που έφερε μαζί της και μεγάλη χαρά για όλους.
Τα έξοδα στο σπίτι μεγάλωσαν κατά πολύ. Δεν τα έβγαζαν πέρα και ο Μάρκος αναγκάστηκε να πουλήσει το αυτοκίνητο για να ξεχρεώσουν το δάνειο που κρεμόταν πάνω από το κεφάλι τους. Αν και η Αννούλα είχε δεχτεί την απόφαση του Μάρκου εντούτοις έκλαψε πικρά για το αυτοκίνητο και για τις εκδρομές που δεν θα έκαναν ποτέ.
Το κοριτσάκι το ονόμασαν Ευαγγελία και η χαρά που πήρε η γιαγιά της ήταν απερίγραπτη.
Οι ευθύνες του Μάρκου σαν πατέρας είχαν αυξηθεί. Έπρεπε να φροντίζει την οικογένειά του μόνος του. Όλοι περίμεναν από αυτόν. Ένιωθε βαρύ το φορτίο στις πλάτες του. Αν και αγαπούσε την οικογένειά του ωστόσο δεν άντεχε άλλο να ζει έτσι. Δουλειά από το πρωί μέχρι το βράδυ, γιατί συνέχιζε τις υπερωρίες, ύπνος και το πρωί πάλι από την αρχή. Κάθε μέρα το ίδιο. Μόνο η Κυριακή του έμενε να κάνει κάτι διαφορετικό όμως η κούραση όλης της εβδομάδας δεν τον άφηνε. Το μόνο που έκανε ήταν να κάθεται στην πολυθρόνα με μια εφημερίδα στο χέρι. Τα παιδιά αφού δεν τον έβλεπαν όλη την εβδομάδα, η Κυριακή ήταν η μέρα που αποζητούσαν έντονα την προσοχή του. Ήθελαν να τα πάρει αγκαλιά, να παίξουν, να τα κανακέψει. Ο ίδιος πάλι, το μόνο που ήθελε ήταν η ησυχία του.
«Ω, μα αφήστε με επιτέλους» τα έδιωχνε σχεδόν πάντα από κοντά του «θέλω να διαβάσω την εφημερίδα μου». Τα παιδιά πήγαιναν κλαίγοντας στην αγκαλιά της μητέρας τους και αυτή τα παρηγορούσε με φιλιά και γλυκόλογα.
Όταν τα παιδιά τους έγιναν έφηβοι στο κεφάλι των δύο γονιών φάνηκαν και οι πρώτες άσπρες τρίχες. Το μέτωπο του Μάρκου χάραζαν βαθιές ρυτίδες που δεν ταίριαζαν με την ηλικία του. Για την Άννα η μόνη χαρά και παρηγοριά ήταν τα παιδιά της.
Μια μέρα που τα παιδιά ήταν σχολείο και ο Μάρκος δουλειά μια γειτόνισσα ήρθε σχεδόν τρέχοντας στο σπίτι τους.
«Αννούλα, τρέξε Αννούλα».
Βγήκε έξω αλαφιασμένη. Σκουπίζοντας τα χέρια στην ποδιά της.
«Τι συμβαίνει κυρα-Ευτέρπη».
«Τρέξε κόρη μου. Η μάνα σου».
Η Άννα την άρπαξε από τους ώμους «Τι έπαθε η μάνα μου κυρα-Ευτέρπη; Μίλα».
«Την κτύπησε αυτοκίνητο».
Η Αννούλα ένιωσε να χάνει τον κόσμο της.
«Τι λες κυρα-Ευτέρπη. Ξέρεις τι λες; Η μάνα μου; Η δική μου η μάνα έπαθε κάτι τέτοιο;»
Η κυρα-Ευτέρπη μόνο κούνησε με θλίψη το κεφάλι της.
«Και που είναι τώρα;»
«Είναι στο δρόμο για το νοσοκομείο».
Σαν τρελή μπήκε στο σπίτι, πήρε λεφτά για το ταξί, κλείδωσε και έφυγε για το νοσοκομείο.
Εκεί ρώτησε τον πρώτο γιατρό που συνάντησε.
«Λυπάμαι, κορίτσι μου, αλλά η μητέρα σου έφυγε πριν φτάσει ακόμα στο νοσοκομείο».
Ο πόνος την κτύπησε τόσο δυνατά που έχασε τις αισθήσεις και έπεσε στο πάτωμα. Ο Μάρκος αργότερα ήρθε και την πήρε για να επιστρέψουν στο σπίτι τους. Η Αννούλα ένα ράκος, τα είχε εντελώς χαμένα. Ούτε να επικοινωνήσει με τους γύρω της δεν ήταν ικανή. Η κηδεία ήταν ό,τι πιο τραγικό έζησε η οικογένεια. Ο πατέρας της Αννούλας ήταν τόσο ήρεμος και ψύχραιμος που τρόμαζες. Τίποτα καλό δεν προμήνυε η στάση του. Η Αννούλα σπάραζε στην αγκαλιά του Μάρκου και τα παιδιά βρήκαν καταφύγιο από τον πόνο στη δική της αγκαλιά. Ήταν η πρώτη φορά που όλη η οικογένεια ήταν αγκαλιασμένη, αλλά δυστυχώς αυτό ήταν απόρροια ενός θανάτου.
Η Αννούλα κάθε μέρα πήγαινε και κρατούσε συντροφιά στον πατέρα της. Του μαγείρευε και τον φρόντιζε σε ό,τι χρειαζόταν. Της μιλούσε για τη μητέρα της σαν να ήταν ακόμα εκεί. Σαν να μην είχε πεθάνει. Αυτό τρομοκρατούσε την Αννούλα. Δεν ήταν φυσιολογικά πράγματα αυτά. Όπως επίσης την τρόμαζε το γεγονός ότι δεν έτρωγε σχεδόν καθόλου.
Έπειτα από εφτά μήνες έχασε και τον πατέρα της.
Από τότε πέρασαν πέντε χρόνια και τα μαύρα έντυναν ακόμα το κορμί της.
«Βγάλε πια αυτά τα μαύρα. Φτάνει πια. Τους τίμησες τους γονείς σου. Βγάλε τα πια. Δεν το βλέπεις πως δεν κάνει καλό στα παιδιά; Μα ούτε και εγώ αντέχω να σε βλέπω άλλο μες στα μαύρα».
Η Αννούλα τίποτα δεν άκουγε. Τα μαύρα δεν τα έβγαζε. Η μόνη χαρά που γεύτηκε αυτά τα πέντε χρόνια ήταν που τα παιδιά της πέρασαν στο πανεπιστήμιο. Μα ακόμα και τότε τα μαύρα δεν τα έβγαλε. Ο Μάρκος απελπίστηκε και σταμάτησε να ασχολείται μαζί της. Είχαν απομακρυνθεί πια σαν ζευγάρι όμως την Αννούλα δε φαινόταν να την απασχολεί και τόσο.
Μετά από μήνες, ένα μεσημέρι, την επισκέφτηκε η κυρα-Ευτέρπη.
«Ποιος καλός άνεμος σε έφερε από το σπίτι μου κυρα-Ευτέρπη;» τη ρώτησε καλοσυνάτα η Αννούλα.
«Πολύ φοβάμαι κόρη μου πως δεν είναι και τόσο καλός ο άνεμος που με έφερε στο σπιτικό σου» την κοίταξε με θλίψη στα μάτια.
«Μα τι συμβαίνει κυρα-Ευτέρπη; Με τρομάζεις; Μα έλα κάθισε. Να σου φτιάξω και έναν καφέ».
Έψησε τους καφέδες και τους ακούμπησε πάνω στο τραπέζι.
Η κυρα-Ευτέρπη σήκωσε το φλιτζάνι στα χείλη της. «Στην υγειά σου κόρη μου».
«Θα μου πεις τώρα τι συμβαίνει;»
«Να σου ξεκαθαρίσω πρώτα πως με τα μάτια μου δεν είδα τίποτα. Μόνο λόγια έχω ακούσει και το θεώρησα καθήκον μου να έρθω να σε ενημερώσω γιατί πιστεύω πως έχεις κάθε δικαίωμα να το ξέρεις».
«Μα τι συμβαίνει επιτέλους;» η Αννούλα είχε αρχίσει να ανησυχεί πραγματικά.
Η κυρα-Ευτέρπη πήρε μια βαθιά ανάσα. «Δεν μου είναι και πολύ εύκολο να ξεστομίσω τέτοιο πράγμα. Μου είπαν ότι είδαν τον άντρα σου με κάποια άλλη γυναίκα».
Το φλιτζάνι έσπασε με δυνατό κρότο στο πάτωμα και η Αννούλα λύθηκε στο κλάμα. Ο Μάρκος της; Της έκανε τέτοιο πράγμα;
«Ησύχασε Αννούλα μου, δεν το ξέρουμε στα σίγουρα. Σου είπα. Μόνο λόγια άκουσα. Με τα μάτια μου δεν είδα τίποτα. Μπορεί να είναι και ψέματα. Έλα ησύχασε» και τη χάιδεψε στην πλάτη.
«Αποκλείεται να είναι ψέματα κυρα-Ευτέρπη. Δεν υπάρχει λόγος να πουν κάτι τέτοιο αν δεν ισχύει. Και πολύ φοβάμαι πως ευθύνομαι και εγώ σε μεγάλο βαθμό».
«Μα τι λόγια είναι αυτά; Σε τι μπορεί να ευθύνεσαι εσύ; Στάθηκες δίπλα του τόσα χρόνια κερί αναμμένο. Τι άλλο να ζητήσει ένας άντρας;»
«Και όμως κυρα-Ευτέρπη αυτά δεν είναι αρκετά για έναν άντρα. Άσε και ξέρω εγώ».
Σαν ήρθε η ώρα να φύγει την χαιρέτισε ζεστά και με ένα ευχαριστώ.
Η Αννούλα ήξερε τι έπρεπε να κάνει για να κερδίσει και πάλι τον άντρα της. Δεν τον αδικούσε που γύρεψε αλλού την γυναικεία αγκαλιά που του έλειπε και γι' αυτό τον είχε ήδη συγχωρέσει.
Έβγαλε τα μαύρα, έκανε ένα ωραίο μπάνιο και αρωματίστηκε. Έφτιαξε τα μαλλιά της όσο πιο όμορφα μπορούσε και βάφτηκε ελαφρά.
Όταν ο Μάρκος επέστρεψε στο σπίτι και την είδε του έπεσε το σαγόνι στο πάτωμα.
«Άννα!» είπε με θαυμασμό.
Η Αννούλα γέλασε και ρίχτηκε στην αγκαλιά του. Αυτός την δέχτηκε με όλη του την καρδιά. Από εκείνο το βράδυ και έπειτα ο Μάρκος δεν χρειάστηκε να γυρέψει αλλού αυτό που του έλειπε από το κρεβάτι του.
Οι πύλες του πανεπιστημίου ήταν ορθάνοικτες για να υποδεχτούν τους γονείς των τελειόφοιτων. Θα γινόταν η ορκωμοσία του Χριστόδουλου. Ο Μάρκος με την Αννούλα φουσκωμένοι από περηφάνια κάθισαν μπροστά για να παρακολουθήσουν από κοντά την τελετή. Ο Χριστόδουλος ήταν ο αριστούχος του τμήματός του και αυτός που διάβασε τον όρκο. Οι δυο γονείς παρακολούθησαν την όλη διαδικασία δακρυσμένοι.
Τώρα πια ο Χριστόδουλος θα άνοιγε τα φτερά του στο μέλλον του.
Έπειτα από δύο χρόνια πήρε το πτυχίο της και η Ευαγγελία. Δεν ήταν η αριστούχος αλλά οι γονείς της ήταν το ίδιο περήφανοι.
«Μακάρι να ζούσαν οι παππούδες σου να σε καμάρωναν» της είπε.
«Είμαι σίγουρη πως θα με βλέπουν από εκεί ψηλά και θα με καμαρώνουν» είπε η μικρή με σιγουριά και η καρδιά της Αννούλας σφίχτηκε από λαχτάρα για τους γονείς της. Της έλειπαν τόσο πολύ.
Μέσα στα επόμενα χρόνια ο Χριστόδουλος έφερε στο σπίτι τη γυναίκα που θα παντρευόταν. Την Καλλιόπη. Όμορφη και με καλούς τρόπους. Η Αννούλα με τον Μάρκο την καλοδέχτηκαν και τους έδωσαν την ευχή τους. Σε λίγους μήνες έγινε και ο γάμος των παιδιών με δόξα και τιμή. Όλοι είχαν να το λένε για το πόσο όμορφο και ταιριαστό ζευγάρι ήταν. Η Καλλιόπη έμεινε αμέσως έγκυος και σε λιγότερο από ένα χρόνο έζησαν την ευτυχία να αποκτήσουν εγγονάκι. Ήταν κοριτσάκι και το ονόμασαν Μαριάννα για να τιμήσουν και τις δύο γιαγιάδες. Μαρία έλεγαν τη μητέρα της Καλλιόπης.
Τώρα με το εγγονάκι, η ζωή τους απόκτησε φρέσκια ανάσα. Πιο δροσερή. Πιο μυρωδάτη. Ειδικά για την Αννούλα που αυτή το φρόντιζε αφού η Καλλιόπη δούλευε.
«Αχ, άλλαξαν οι καιροί» μονολογούσε κάθε τόσο «τώρα οι γυναίκες το έχουν εύκολο να αφήνουν τα παιδιά τους και να τρέχουν στη δουλειά».
Λόγια που δεν έκρυβαν καμία κακία. Ίσα ίσα που λάτρευε να κρατά το εγγονάκι της.
Τον επόμενο χρόνο έντυσαν και την Ευαγγελία νυφούλα με ένα πολύ καλό παιδί και δουλευταρά. Τον Μιχάλη. Η μόνη πίκρα που έμεινε από αυτήν την ιστορία ήταν πως ο Μιχάλης ήταν από άλλη πόλη και η Ευαγγελία όπως ήταν φυσικό ακολούθησε τον άντρα της. Έπειτα από δύο χρόνια απέκτησαν και το πρώτο τους παιδί. Αγοράκι. Και το έβγαλαν στο όνομα του πατέρα του Μιχάλη. Θεόδωρο.
Η Αννούλα στεναχωριόταν που δεν μπορούσε να βλέπει τον Θοδωράκι όποτε ήθελε αλλά αυτό ήταν κάτι που δεν θα άλλαζε.
«Σταμάτα πια να στεναχωριέσαι τόσο. Και εγώ δε νομίζεις δε θα ήθελα να τον βλέπω πιο συχνά; Αλλά αυτό είναι αδύνατον και πρέπει επιτέλους να το πάρουμε απόφαση. Ευτυχώς να λέμε που έχουμε την Μαριάννα μας» την αγκάλιασε και τη φίλησε απαλά.
Ήταν ευτυχισμένοι που έβλεπαν τα εγγονάκια τους να μεγαλώνουν. Όπου να' ναι τελείωναν το δημοτικό.
Η Αννούλα είχε αρχίσει να ανησυχεί για την υγεία του Μάρκου. Δεν τον έβλεπε και πολύ καλά τον τελευταίο καιρό. Έδειχνε εξαντλημένος και καταπονημένος ενώ δεν θα έπρεπε. Έβηχε και κάποιες φορές έβγαζε αίμα. Τελικά τον έπεισε και πήγαν για εξετάσεις. Τα αποτελέσματα δεν ήταν καλά. Ο Μάρκος διαγνώστηκε με καρκίνο στον πνεύμονα και η Αννούλα ένιωσε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της. Όμως ούτε στιγμή δεν έχασε την πίστη της. Ο Μάρκος της ήταν δυνατός, θα τα κατάφερνε. Όμως...
Μετά από κάποιο καιρό η υγεία του επιδεινώθηκε και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Η Αννούλα δεν έφευγε από το πλευρό του. Έρχονταν και τα παιδιά τους και τον έβλεπαν.
Οι γιατροί δεν του έδιναν πια καμία ελπίδα. Σιγά σιγά η Αννούλα αποδέχτηκε το γεγονός ότι θα τον έχανε. Ποτέ όμως δεν τον άφησε να το δει. Αντιθέτως, του έδινε κουράγιο και δύναμη για να συνεχίσει τη μάχη του. Και αυτή πάντα στο πλευρό του... να του κρατάει το χέρι και να τον κοιτά με λατρεία.
Όταν πια έφτασε στα τελευταία του και η Αννούλα ήταν μόνη μαζί του στο δωμάτιο θέλησε να της μιλήσει.
Η φωνή του έβγαινε σχεδόν ψιθυριστή, με κόπο. Την κοιτούσε με αγάπη.
«Αννούλα μου, αγαπημένη μου Αννούλα. Θέλω να σου εξομολογηθώ κάτι. Ήταν τότε που ακόμα φορούσες μαύρα και....»
«Σσσς, ησύχασε. Δεν χρειάζεται να μου πεις τίποτα. Τα ξέρω».
«Τα ξέρεις; Μα πως;»
«Ήρθαν και μου τα είπανε. Καλή της ώρα εκεί που βρίσκεται. Έσωσε την αγάπη μας Μάρκο» του χαμογέλασε «και ξέρεις πότε το έμαθα;»
«Πότε;»
«Την ημέρα που επέστρεψες στο σπίτι και με είδες χωρίς τα μαύρα ρούχα».
Ο Μάρκος γέλασε απαλά μορφάζοντας συγχρόνως από τον πόνο.
«Να ξέρεις πως από εκείνη την νύχτα δεν ξαναγύρισα να κοιτάξω άλλη γυναίκα».
«Το ξέρω, αγάπη μου, το ξέρω».
«Θέλω να ξέρεις πως αν είχα την ευκαιρία να ξαναζήσω, πάλι εσένα θα διάλεγα. Εσένα και μόνο εσένα...» ήταν τα τελευταία του λόγια.
«Το ξέρω, καλέ μου, και εγώ εσένα θα διάλεγα και πάλι. Εσένα και μόνο εσένα».
Έγειρε το κεφάλι της πάνω στο στήθος του και έκλαψε με όλη τη δύναμη της ψυχής της για τον μοναδικό άντρα που αγάπησε ολοκληρωτικά.
Μέχρι και σήμερα κάθε μέρα επισκέπτεται τον τάφο του αφήνοντας ένα λουλούδι. Έπειτα κάθεται εκεί στην ακρούλα και αρχίζει να του λέει τα νέα της...
ΤΕΛΟΣ
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top