Κλειδωμένη Καρδιά

ΘΕΜΑ: Φίλησα τον εφιάλτη μου
Μια μεταφυσική - μίνι - ιστορία αγάπης!

*********************************************************************************

Η Σοφί κλώτσησε το λάστιχο του αυτοκινήτου της, λες και με αυτόν τον τρόπο θα γέμιζε το ντεπόζιτο με βενζίνη για να μπορέσει να γυρίσει πίσω. Κούνησε λυπημένη το κεφάλι της πέρα δώθε και αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη της με το κινητό της, παρόλο που είχε ήδη ελέγξει πως δεν είχε σήμα.
«Να πάρει!» φώναξε.
«Μπορώ να βοηθήσω;»
Η Σοφί γύρισε ξαφνιασμένη πίσω για να εντοπίσει την πηγή της φωνής και έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Παρά το κρύο και την ελαφριά βροχή, ο νεαρός που στεκόταν πίσω της και χαμογελούσε, φορούσε ένα κοντομάνικο μπλουζάκι και ένα τζιν παντελόνι. Τα μαλλιά του ήταν καστανά και δεν έμοιαζαν καθόλου υγρά και τα μάτια του επίσης καστανά, ενώ στα χείλη του είχε γαντζωθεί ένα χαμόγελο.
«Τι πράγμα;» έκανε ανόητα η Σοφί, ισιώνοντας με τα χέρια άτσαλα τις ξανθές τις μπούκλες.
«Λέω, μήπως μπορώ να σε βοηθήσω;» επανέλαβε ο νεαρός ακόμα χαμογελώντας. «Μου φαίνεται πως έχεις πρόβλημα».
«Τεράστιο, όπως βλέπεις. Και εδώ στην ερημιά δεν έχει καν σήμα!»
Ο νεαρός έβγαλε το κινητό του από την τσέπη – η Σοφί παραξενεύτηκε μόλις είδε στα χέρια του την πεπαλαιωμένη συσκευή, ενώ θα περίμενε κάτι πιο... μοντέρνο – και της το πρόσφερε. «Εγώ πάντα έχω σήμα» είπε σχεδόν αυτάρεσκα.
Η Σοφί πήρε το κινητό του από τα χέρια του και κοίταξε την οθόνη. Παρά το γεγονός ότι το τηλέφωνό του θεωρούνταν υπερσύγχρονο την προηγούμενη δεκαετία, το σήμα του ήταν άψογο και μόλις η Σοφί κάλεσε την οδική βοήθεια, μια φωνή της απάντησε από την άλλη μεριά.
Του επέστρεψε το τηλέφωνο ικανοποιημένη και λιγότερο εκνευρισμένη από πριν. Είχε επίσης και μια όρεξη που είχε να νιώσει βδομάδες και ανατρίχιασε όταν κατάλαβε ότι γι' αυτό έφταιγε ο μυστήριος νέος. «Πως σε λένε;» ρώτησε και για λίγο ένιωσε και πάλι πέντε χρονών.
«Μάικ» της είπε εκείνος. «Μάικ Ρόμπερτς».
«Σοφί Κρέμερ» απάντησε η κοπέλα. «Χάρηκα για τη γνωριμία».
«Παρομοίως. Σοφί... έχεις τρόπο να πας σπίτι;»
«Θα περπατήσω, υποθέτω».
«Μπορώ να σου κάνω παρέα;»
Η Σοφί το σκέφτηκε λίγο και δέχτηκε.

Πέρασαν δύο μέρες από εκείνο το βράδυ και η Σοφί ξαναείδε τον Μάικ στο μαγαζί με ρούχα όπου και δούλευε. Εκείνο το γεμάτο υγρασία απόγευμα η κοπέλα είχε χαιρετήσει τον Μάικ ένα στενό κάτω από το σπίτι της, μιας και την τελευταία στιγμή αποφάσισε πως δεν ήταν και απόλυτα σοφό να πει τόσο αβίαστα σε έναν ξένο το πού έμενε. Όσο καλό παιδί και να έμοιαζε ο Μάικ, η Σοφί είχε μάθει να είναι καχύποπτη. Δεν ζούσε σε κανένα παραμύθι.
Ο Μάικ είχε εμφανιστεί στο μαγαζί που δούλευε η κοπέλα με δύο καφέδες και την προσκάλεσε να κάνει κοπάνα. Ήταν η πρώτη της κοπάνα μετά από πολύ καιρό. Η τελευταία της ήταν πριν τρία χρόνια, όταν είχε κάνει κοπάνα από το σχολείο για να βγει ραντεβού με το τότε αγόρι της, τον Τζέικομπ. Στην ανάμνηση του Τζέικομπ ένιωσε τα νεύρα της να τεντώνονται αλλά προσπάθησε να μην το καταλάβει ο Μάικ. Ο νεαρός ήταν πολύ ευγενικός μαζί της για να χαλάσει από τώρα την ατμόσφαιρα μεταξύ τους.
«Έφερα καφέ» σχολίασε ευχαριστημένος ο Μάικ. «Πάμε να πιούμε».
Δουλεύω!» του είπε. «Και με την ευκαιρία, πώς ήξερες ότι δουλεύω εδώ;»
«Έλα, Σοφί, πολλά ρωτάς. Πάμε στην πλατεία για λίγο!»
Η Σοφί μετά από λίγο τελικά πείστηκε και μαζί με τον Μάικ πήγε στην πλατεία. Ο Έντ, το παιδί που δούλευε μαζί της στο μαγαζί δεν χάρηκε ιδιαίτερα όταν του είπε πως θα έφευγε για λίγο, αλλά δέχτηκε να την καλύψει, παρά το θυμωμένο βλέμμα που έριξε στον Μάικ. Τελείωσε τον καφέ της και έκπληκτη διαπίστωσε πως ο Μάικ εκτός από ευγένεια είχε και αστείρευτο χιούμορ. Ήταν και ρομαντικός και για λίγο η Σοφί ένιωσε πως ζούσε σε μια άλλη εποχή, μια εποχή που οι άντρες φέρονταν διαφορετικά, μια εποχή που ένας άντρας δεν θα σε απατούσε με την ίδια σου την αδερφή. Σε μια εποχή, που ούτε η αδερφή σου θα σου έκλεβε τον σύντροφο, για να πούμε την αλήθεια.
Η Σοφί ένιωσε πιο ανάλαφρη, πιο ελαφριά μετά τη συνάντηση με τον Μάικ. Γύρισε στη δουλειά της χαρούμενη, τόσο χαρούμενη που ακόμα και το αφεντικό της την ρώτησε τι στο καλό συνέβαινε.
Η Σοφί απλά χαμογέλασε.

Ο Μάικ ακολούθησε τη Σοφί σε διάφορες εξορμήσεις τις επόμενες μέρες και οργάνωσε και μερικές ο ίδιος. Την πήγε στο αγαπημένο της μουσείο, στις αγαπημένες της ταινίες στο σινεμά, στις αγαπημένες της θεατρικές παραστάσεις καθώς και πήγε μαζί του απρόσκλητη σε ένα πάρτι, απλά για να σπάσει πλάκα και να περάσει καλά.
Κάθονταν μαζί της κάτω από την σκιά ενός δέντρου στο πάρκο, όταν αποφάσισε να την ρωτήσει για το μεγαλύτερό της όνειρο.
«Γιατί δεν κάνεις αίτηση στην Ακαδημία Χορού, Σοφί;»
Η φωνή του ακούστηκε απαλή και ήρεμη, αλλά η Σοφί τον κοίταξε έκπληκτη. «Πώς το ξέρεις εσύ αυτό;» του είπε. «Δεν το έχω πει σε κανέναν».
Ο Μάικ γέλασε. «Σοφί, σε είδα πως κοιτούσες τις χορεύτριες στο τελευταίο θεατρικό που πήγαμε» της είπε. «Θέλεις να ανέβεις στην πίστα και να χορέψεις μέχρι να μην νιώθεις τα πόδια σου από αυτόν τον γλυκό πόνο, έχω δίκιο;»
Η Σοφί τον κοίταξε έκπληκτη χωρίς να μιλάει.
«Θέλεις πολύ να γίνεις χορεύτρια, αλλά φοβάσαι τους γονείς σου. Θα πουν ότι παράτησες την ιατρική για να γίνεις χορεύτρια και θα νιώσουν απογοητευμένοι και δεν θέλεις να τους απογοητεύσεις».
«Μάικ...»
«Άκουσέ με, Σοφί» της είπε. «Η ζωή είναι μικρή για να μην κυνηγάς τα όνειρά σου. Είναι μικρή για να μην ψάχνεις να βρεις λόγους να είσαι ευτυχισμένη».
«Με τέτοια ρίχνεις τις κοπέλες;» του αστειεύτηκε το κορίτσι. «Το έκανε και ο πρώην μου και είχε τεράστια επιτυχία».
Ο Μάικ γέλασε και τα μάτια του φωτίστηκαν. «Σχετικά με αυτό, να θυμάσαι πως δεν είμαστε όλοι κόπανοι. Μερικοί ναι, μερικοί όχι, το θέμα είναι να έχουμε μια ευκαιρία να σας δείξουμε ότι... αξίζουμε».
Σε κάθε λέξη που πρόφερε, έριχνε το κεφάλι του μερικά εκατοστά πιο κοντά στη Σοφί, μέχρι που στο τέλος η κοπέλα δεν άντεξε. Έκλεισε τα μάτια της και τον άφησε να τη φιλήσει, να τη φιλήσει όπως κανείς.
Δεν είχε φιλήσει κάποιον εδώ και δύο χρόνια περίπου, μετά τον Τζέικομπ δεν είχε όρεξη ούτε να ακούει τη λέξη «άντρες».
Ο Μάικ όμως ήταν διαφορετικός.
Ήταν ρομαντικός, γλυκός, ευαίσθητος και ιππότης. Ό, τι θα ήθελε κάθε κοπέλα από το αγόρι της.
Παρόλα αυτά ο φόβος της έσφιξε ξανά την καρδιά και απομακρύνθηκε από κοντά του απότομα.
«Μάικ...»
«Δεν πειράζει» της είπε. «Καταλαβαίνω. Όμως πρέπει να φύγω» δήλωσε σκεπτικός. «Η ώρα πέρασε και...»
«Μα είναι-»
Ο Μάικ την έκοψε ακουμπώντας το δάχτυλό του στα χείλη της. «Πρέπει να φύγω» επανέλαβε.
«Να σε συνοδεύσω εγώ μέχρι το σπίτι σου;» έκανε η Σοφί και σηκώθηκε όρθια.
«Όχι!»
Η φωνή του Μάικ την τρόμαξε με αποτέλεσμα να τιναχτεί και να τον κοιτάξει δύσπιστα. «Εννοώ... δεν είναι ανάγκη. Μένω σε κακόφημη γειτονιά, Σοφί, δεν θέλω να τριγυρνάς εκεί πέρα».
Η κοπέλα ένιωσε για λίγο άσχημα αλλά δεν είπε τίποτα πέρα από ένα κοφτό «Εντάξει».
Ο Μάικ ξεκίνησε να περπατάει, αλλά τελευταία στιγμή έκανε μεταβολή και έκλεισε την Σοφί στην αγκαλιά του. «Σοφία» είπε απαλά. «Κάνε την αίτηση στην Ακαδημία, ναι;»
«Τι σε έπιασε;» έκανε η κοπέλα γελώντας.
«Απλώς κάνε την αίτηση» της είπε ξανά. «Υποσχέσου το».
«Εντάξει, εντάξει, αν σημαίνει τόσα πολλά για σένα, θα την κάνω!»
«Ωραία» είπε εκείνος ικανοποιημένος.
«Μάικ;»
«Ναι;»
«Χαίρομαι που δεν είσαι σαν τον Τζέικομπ».

Η Σοφί είχε να δει και να μάθει νέα του Μάικ μια εβδομάδα. Το κινητό του έλεγε συνεχώς ότι ο αριθμός δεν υπάρχει, δεν τον είχε πετύχει πουθενά και δεν είχε την διεύθυνσή του για να πάει να δει. Πιθανότατα θα είχε γρίπη και θα είχε διαλύσει το κινητό του από την πολλή χρήση. Ήταν και παλιό...
Ένα μήνα μετά, η Σοφί περπατούσε ανάμεσα στις ταφόπλακες κρατώντας ένα μπουκέτο λουλούδια που προόριζε για τον τάφο του θείου της. Τα ακούμπησε στο μνήμα και στάθηκε για λίγο εκεί. Του είπε για τον Μάικ, πόσο απότομα είχε μπει στη ζωή της και πόσο απότομα είχε βγει. Αποφάσισε πως ο Μάικ δεν ένιωθε τελικά κάτι για εκείνη και την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια, πληγώνοντάς την ακόμα μια φορά. Ήταν αποφασισμένη να μην ξανανοίξει την καρδιά της σε κανέναν.
Λίγο πιο δίπλα από το μνήμα του θείου της, καθόταν μια μαυροφορεμένη γριούλα που έκλαιγε βουβά. Η καρδιά της Σοφί αναπήδησε και χωρίς δεύτερη σκέψη πήγε κοντά στη γυναίκα και της πρόσφερε ένα χαρτομάντιλο.
Η γυναίκα την κοίταξε και για κάποιον άγνωστο λόγο, η κοπέλα ανατρίχιασε.
«Σε ευχαριστώ, κορίτσι μου» της είπε. Η Σοφί χαμογέλασε, αλλά όταν το βλέμμα της έπεσε στην ταφόπλακα, ένιωσε τη γη να φεύγει από τη θέση της. 

Μάικλ Ρόμπερτς
1986 – 2006
Στον αγαπημένο μας υιό.

Η Σοφί ένιωσε να ζαλίζεται. «Μάικ...» ψέλλισε.
«Ήξερες τον γιό μου;» ρώτησε ξαφνικά η γυναίκα.
Η Σοφί την κοίταξε έκπληκτη, καθώς η γυναίκα έβγαζε μια φωτογραφία από το πορτοφόλι της και της την έδωσε.
«Ήταν καλό αγόρι...» είπε σκεπτική. «Μπορεί να μην είχα πολλά να του προσφέρω, αλλά τον μεγάλωσα σωστά. Από πού τον ήξερες, μικρή μου;»
Η Σοφί κατάπιε με δυσκολία. Η φωτογραφία έμοιαζε να της καίει το δέρμα. Ο Μάικ την κοιτούσε μέσα από τον φακό, φορώντας ένα απλό μπλουζάκι. Χαμογελούσε.
«Με...» ξεκίνησε η Σοφί. «Με βοήθησε όταν αντιμετώπιζα ένα πρόβλημα».
«Έτσι ήταν ο γιός μου...» είπε η γυναίκα και η Σοφί της επέστρεψε την φωτογραφία. Η γυναίκα σηκώθηκε και κοίταξε τη Σοφί. «Θα σε ξαναδώ, υποθέτω».
Η Σοφί έμεινε μερικά λεπτά να χαζεύει το όνομα στο μνήμα και ένιωσε πως τα γράμματα χόρευαν.
«Το έμαθες, ε;»
Η φωνή του Μάικ ακούστηκε πολύ κοντά της. Αναπήδησε. Ο Μάικ την κοίταζε χαμογελαστός, φορώντας ένα απλό μπλουζάκι. Εκείνο της φωτογραφίας.
«Δεν ήξερα πώς να στο πω. Επιπλέον, η δουλειά μου δεν ήταν να στο πω».
«Νομίζω πως τρελαίνομαι» είπε η κοπέλα και έτριψε τα μάτια της.
«Όχι, δεν τρελαίνεσαι» τη διαβεβαίωσε. «Αλλά θα τρελαθείς αν δεν ανοίξεις την καρδιά σου, Σοφί».
«Θεέ μου!»
Ο Μάικ γέλασε. «Πέρασες στην Ακαδημία, έμαθα, ε;»
«Πού το έμαθες;» Η Σοφί ένιωθε μια επιθυμία να λιποθυμήσει.
«Πάντως όχι από το ίντερνετ» είπε γελώντας.
«Μάικ... γιατί; Γιατί σε μένα;»
«Κινδύνευες να κλείσεις την καρδιά σου στην αγάπη και τα όνειρα, Σοφί... δεν μπορούσα να σε βλέπω να το κάνεις αυτό».
Η κοπέλα δεν μίλησε.
«Μην τρομάζεις, σε παρακαλώ» της είπε ο Μάικ. «Ήθελα απλά να σου δείξω πως δεν πρέπει να κλειδώσεις την καρδιά σου. Ο κόσμος δεν είναι γεμάτος Τζέικομπ. Να το θυμάσαι αυτό».
Η Σοφί δεν το κατάλαβε, αλλά έκλαιγε. Ο Μάικ την σκούπισε τα δάκρια με το χέρι του και τη φίλησε στο μέτωπο.
«Πρέπει να πηγαίνω. Θα σε έχω το νου μου». Έκανε μεταβολή, αλλά σαν να το μετάνιωσε. Γύρισε και κοίταξε τη Σοφί γελώντας. «Εκείνος ο τυπάκος που δουλεύει στο μαγαζί σου...» ξεκίνησε να λέει αλλά σταμάτησε. «Μπα, καλύτερα να στα πει ο ίδιος». Χαμογέλασε και την κοίταξε. Έπειτα συνέχισε το δρόμο του. Μέχρι να φτάσει στα δέκα μέτρα μακριά της, η μορφή του είχε εξαϋλωθεί και η Σοφί δεν έκλαιγε πια.


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top