23.Αντίο.
Την ώρα που μαγείρευε η Βίκυ στην κουζίνα, η Αμάντα καθόταν στο σαλόνι με τον Άρη όπως πάντα γαντζωμένο πάνω της. Καθόταν δίπλα της και την κρατούσε σφιχτά με τα χέρια του σε μια θερμή αγκαλιά. Η Αμάντα ακούμπησε το κεφάλι της πάνω στον ώμο του και έκλεισε τα μάτια της απολαμβάνοντας την αγκαλιά του. Από το σφίξιμο που της έκανε, εκείνη μπορούσε άνετα να καταλάβει πως ένιωθε ο Άρης. Ακόμα και έτσι, με την Αμάντα να μην έχει πρόσβαση στο μυαλό του, εκείνη μπορούσε να νιώσει την άγρια, χωρίς όρια αγάπη που της είχε. Φυσικά και δεν μπορούσε να δει τι είχε ο Άρης στο μυαλό του. Η κατάρα το είχε σχεδιασμένο έτσι, εκείνος να ξέρει κάθε της σκέψη και όταν της επέτρεπε εκείνος να μπορούσαν να κάνουν μια συζήτηση βουβή για να μην ακούσει κανένας άλλος. Η μεγαλύτερη επιθυμία της ήταν να μην υπήρχε ποτέ η κατάρα. Εκείνος να την αγαπούσε αληθινά και όχι από υποχρέωση. Και η αγάπη του αντί για '' αγρία και στα ώρυα της τρέλας'' να ήταν απλά αγνή και δυνατή. Η αγάπη τους να είναι δώρο από τον Θεό. Να είναι σαν αγνό λουλούδι με όμορφα χρώματα και όχι ένα μαύρο-κόκκινο τριαντάφυλλο με μεγάλα αγκάθια. Της τράβηξε την προσοχή ένα κελαριστό γελάκι από την κουζίνα. Γύρισε και κοίταξε την μητέρα της να γελάει καθώς ο Κωνσταντίνος την γαργαλούσε παιχνιδιάρικα. Η Αμάντα έτριξε με νευρά τα δόντια της και ο Κωνσταντίνος γύρισε προς αυτήν, της έριξε μια ματιά και όταν είδε πως τον κοιτούσε εκείνη, άρπαξε επίτηδες την μητέρα της στην αγκαλιά του και την φίλησε ορμητικά και πρόστυχα. Τα σώθηκα της Αμάντας άρχισαν να ανακατεύονται και ο Άρης της έπιασε το πίσω μέρος του κεφαλιού της και τράβηξε το πρόσωπο της πάνω στον θώρακα του για να μην το βλέπει άλλο αυτό.
<<Δεν είναι λύση να κλείνω τα μάτια...>> του ψιθύρισε.
<<Εσύ δεν μπορείς να κάνεις τίποτα>> της απάντησε ο Άρης. <<Είμαι η μόνη που μπορεί να κάνει κάτι...>>
<<Δεν θα την ξανά κάνουμε αυτήν την συζήτηση>> το πρόσωπο του Άρη ήταν σκληρό και άγριο. Το θέμα αυτό δεν είχε κανέναν χώρο για διαπραγμάτευση. Αναρωτήθηκε αν θα ήταν καλύτερα οι προγονοί της να την έκαναν πολεμίστρια για να βοηθήσει τους ανθρώπους, από αυτόν που της έστειλε η μάνα της. Ο Άρης χαμογέλασε με τις σκέψεις της κοπέλας και μαλάκωσε το βλέμμα. Αργότερα, την ώρα που η μητέρα της έστρωνε το τραπέζι, η Αμάντα ήταν μόνη της στην κουζίνα και έκοβε σαλάτα.
<<Δεν με πειράζει που θα αργήσω να σε... τελειώσω...>> ο Κωνσταντίνος ξαφνικά βρέθηκε δίπλα της και την τελευταία λέξη την πρόφερε βαθιά και άγρια. <<Μου αρέσει αυτή η κωμωδία που παίζεται εδώ πέρα. Να ξέρεις όμως ότι ανά πάσα στιγμή μπορώ να το τελειώσω αυτό το παιχνίδι. Ξέρεις πως... έχεις μάθει...>> της έβγαλε την γλώσσα του και έγλυψε πρόστυχα τα χείλι του. <<Ξέρεις πόσο εύκολα μπορώ να κάνω την Βίκυ έναν σκλάβο. Βασικά πολύ θα ήθελα πρώτα να διασκεδάσω λίγο. Όσο πιο πολύ καθυστερώ να σε σκοτώσω, τόσο το καλύτερο. Το ζεστό της σώμα κρατάει καλή συντροφιά τα βράδια>>.
<<Πότε θες;>> η Αμάντα γύρισε και τον κοίταξε κατάματα. <<Πότε θες εσύ και εγώ να τα πούμε μόνοι μας;>>.
Ο Κωνσταντίνος ανασήκωσε το ένα φρύδι με ευχάριστη. <<Ώστε αρχίζει το πάρτι;>> ψιθύρισε.
<<Όχι εδώ μέσα...>> απάντησε ανέκφραστα η Αμάντα. <<Όπου αλλού θέλεις εκτός από εδώ μέσα>>.
<<Θα σε ειδοποιήσω σύντομα για το που και πότε...>> της είπε με ένα γέλιο απέραντης ευχαρίστησης ο Κωνσταντίνος. Μετά έκανε μεταβολή και αποχώρισε για να πάρει την θέση του ο Άρης μετά από λίγο, δίπλα της. Ο Άρης έμεινε να την κοιτάει απογοητευμένος. <<Γιατί;>> την ρώτησε με έναν πόνο που έφτανε ως τα βάθη της ψυχής του. <<Γιατί ψάχνεις απεγνωσμένα τρόπους να πεθάνεις;>>.
Η Αμάντα την κοίταξε με λυπημένα μάτια. <<Σ' αγαπώ...>> του είπε χαμηλόφωνα και εκείνος ως απάντηση την φίλησε με αγωνία.
Η Αμάντα αργά το βράδυ πήγε στο δωμάτιο της για να κοιμηθεί... αν φυσικά μπορούσε. Σύντομα θα τελείωναν όλα. Μέσα στο σκοτάδι και την ησυχία, ακούστηκε η πόρτα να ανοίγει αργά τρίζοντας και η Αμάντα είδε τον Άρη να μπαίνει μέσα. Είδε αμυδρά το χαμόγελο στο πρόσωπο του, πριν γυρίσει και κλειδώσει την πόρτα. <<Τι κάνεις;>> τον ρώτησε εκείνη χαμογελώντας. Ο Άρης γύρισε αργά προς την κοπέλα και την πλησίασε. <<Περνάω λίγο χρόνο με το αντικείμενο της λατρείας μου...>>.
Τύλιξε τα χέρια του γύρο της και την κόλλησε πάνω στο σώμα του τόσο σφιχτά, που η αγωνία του και το πάθος, της λύγισαν τα γόνατα και αφοπλίστηκε εντελώς. Ο Άρης έβαλε το πρόσωπο του μέσα στα μαλλιά της καθώς ανάσαινε βαθιά, άφησε μια ανάσα, τρελαμένης απόλαυσης. Προτού καν προλάβει να αντιδράσει η Αμάντα είχε βρεθεί ξαπλωμένη στο κρεβάτι, κάτω από το γυμνό σώμα του Άρη. Ανάσαινε βαθιά καθώς τα δάχτυλα της έσφιγγαν τις φαρδιές του πλάτες. Το λαχάνιασμα και τα αγκομαχητά της έγιναν θορυβώδη και ο Άρης της έκλεισε ορμητικά το στόμα φιλώντας την, αφήνοντας την χωρίς ανάσα. Τα σώματα τους, ιδρωμένα και καυτά έμειναν κολλημένα το ένα μέσα στο άλλο. Το δέρμα του Άρη κάτω από τα χέρια της ήταν σφιχτό και υπέροχο. Απελπισμένη τον έσφιξε πιο δυνατά πάνω της. Ήταν η τελευταία φορά που τον άγγιζε... Το ήξερα... Το ένιωθε. Και ο Άρης το ένιωθε. Το τέλος θα ερχόταν σύντομα και το ήξεραν και οι δύο. Ο Άρης κάτω από το σώμα του μύριζε το γυμνό, ιδρωμένο κορμί της που έσταζε από ηδονή. Φιλούσε το σώμα της απελπισμένος, γεμάτος πόνο και αγωνία καθώς για τελευταία φορά φώλιαζε για λίγο μέσα της...
Η Αμάντα ήταν ακίνητη, ξαπλωμένη στην αγκαλιά του και ανάσαινε βαθιά και ήρεμα. Δεν είχαν ανταλλάξει μιλιά. Δεν χρειαζόταν. Ο Άρης ένιωθε τι είχε η Αμάντα. Πονούσε... πονούσε πολύ που αυτή η ιστορία ήταν απαραίτητο να τελειώσει με τον θάνατο της. Εκείνος την φίλησε στα μαλλιά και προσποιήθηκε ότι δεν μπορούσε να ακούσει τι σκεφτόταν.
<<Αμάντα...>> η φωνή του Άρη ακουγόταν σπασμένη. Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε χωρίς να ρωτήσει τίποτα. <<Συγνώμη...>> ο πόνος στην φωνή του ήταν απέραντος. <<Συγνώμη...>>.
<<Γιατί;>> ρώτησε η Αμάντα μπερδεμένη. <<Τι εννοείς;>>. Και τότε, ξαφνικά, ένιωσε έναν έντονο πόνο σαν δυνατό, βάθη τσίμπημα στο δεξί της μπράτσο. Γύρισε και κοίταξε. Αντίκρισε σοκαρισμένη ότι ο Άρης είχε μπήξει στο μπράτσο της μια μεγάλη σύριγγα. Έσπρωξε όλο το υγρό της σύριγγας μέσα στο σώμα της. <<Άρη...>> της ξέφυγε από τα χείλι καθώς ένα δάκρυ της έπεφτε από το μάτι της, γλιστρώντας από το μάγουλο της στον λαιμό της. Ήταν ξανά προδομένη, ξανά πονεμένη από τα χέρια που λάτρευε πιο πολύ στον κόσμο. Ένιωσε το υγρό να απλώνεται μέσα της με τον ίδιο τρόπο που απλωνόταν ένα βαθυκόκκινο χρώμα σε ένα ποτήρι με νερό. <<Δεν θα σου κάνει κακό...>> της υποσχέθηκε ο Άρης. <<Θα σε μουδιάσει, θα σε κρατήσει ακίνητη και μετά θα σε κοιμίσει για αρκετή ώρα... Αρκετή ώρα, μέχρι να τελειώσουν όλα...>>. Έσκυψε από πάνω της και άρχισε να κλαίει σπαρακτικά, διαλυμένος από τον πόνο. Εκείνη δεν μπορούσε να κουνηθεί. <<Συγνώμη...>> της ψιθύρισε ενώ στάλαξαν στο πρόσωπο της μερικές σταγόνες από δάκρια. <<Δεν γεννηθήκαμε για να είμαστε μαζί Αμάντα. Κάποτε στο είχα πει. Δεν ήρθαμε σε αυτόν τον κόσμο για να ζήσουμε μαζί ευτυχισμένοι και ερωτευμένοι. Ο λόγος που ήρθα εδώ είναι για να... πεθάνω εγώ αντί για σένα. Ο λόγος που σου ζήτησα να αρραβωνιαστούμε είναι για να μπορώ να είμαι και εγώ εδώ μέσα. Να ζω μαζί σου και να μπορώ να σε προστατεύω. Όχι βέβαια ότι δεν ήταν πάντα ένα από τα πιο απελπισμένα όνειρα μου να σε έχω μια φορά δική μου, να μου ανήκεις, να σε έχω γυναίκα μου. Ξέρω όμως ότι αυτό είναι αδύνατον. Θα πάω εγώ να συναντήσω τον αρχηγό των παρασίτων αντί για σένα. Θα τρέξει το δικό μου αίμα για να σας σώσει όλους...>>. <<Δεν μπορείς>> σκέφτηκε απελπισμένη η Αμάντα. <<Μόνο το δικό μου αίμα μπορεί να το κάνει αυτό. Μόνο το δικό μου αίμα μπορεί να σκοτώσει τα παράσιτα και να ελευθερώσει τους ανθρώπους>>.
<<Αυτό είναι αλήθεια...>> της ψιθύρισε στο αυτί ο Άρης. <<Μόνο το δικό σου αίμα μοναδική μου Αμάντα. Κυλάει όμως στις φλέβες μου και το δικό σου αίμα που μπορεί να κάνει αυτήν την δουλεία εξίσου καλά με εσένα την ίδια...>>. Δεν πρόλαβε η Αμάντα να ρωτήσει ένα αδύναμο, ξεψυχισμένο <<πως;>> και ο Άρης έπιασε το χέρι της και πλησίασε την χαρακωμένη της παλάμη στο στόμα του. Της φίλησε τρυφερά την πληγή και μερικά δάκρια μούσκεψαν την παλάμη της. <<Το θυμάσαι αυτό;>> της ψιθύρισε. <<Θυμάσαι πώς έτρεξε το αίμα σου στις φλέβες μου; Τώρα κατάλαβες γιατί...>>. <<Όχι!>> σκέφτηκε απελπισμένη η Αμάντα. <<Όχι! Σε παρακαλώ! Μην το κάνεις αυτό. Σε ικετεύω...>>. <<Σσσς... Μην με ικετεύεις>> της ψιθύρισε. <<Δεν έχει κανένα νόημα. Το τέλος αυτής της ιστορίας έχει παρθεί. Αν πρέπει κάποιος να πεθάνει, προτιμώ δέκα χιλιάδες φορές να είμαι εγώ αυτός ο κάποιος από σένα...>>. Η καρδιά της Αμάντας έσπασε σε χιλιάδες κομμάτια. <<Δεν μπορώ να σου δώσω αυτό που θέλεις καρδιά μου. Δεν μπορώ να είμαι εγώ αυτός ο αγνός έρωτας που λαχταράς... Όχι, με την αρχαία κατάρα να βαραίνει τους ώμους μου...>>.
<<Δεν με νοιάζει>> η απελπισία της φούντωνε άγρια. Δεν μπορούσε να κουνηθεί, ούτε να μιλήσει. Μόνο κοιτούσε με κενό βλέμμα το ταβάνι και ο πόνος της ξέσκιζε τα σώθηκα. <<Δεν με ενδιαφέρει Άρη>> σκέφτηκε πανικόβλητη. <<Μην το κάνεις αυτό. Αγάπησε με όπως θέλεις. Αν θέλεις μίσησε κιόλας. Μην το κάνεις αυτό... Σε παρακαλώ...>>.
Ο Άρης θρηνούσε σπαρακτικά σκυμμένος από πάνω της. <<Δεν γίνετε... Πρέπει να το κάνω>>.
<<Όχι Άρη...>> ο πόνος ήταν τόσο δυνατός που σχεδόν μπορούσαν να τον αγγίξουν.
<<Μην φοβάσαι...>> της ψιθύρισε στο αυτί καθώς συνέχισε να κλαίει. <<Εσύ θα γίνεις ευτυχισμένη. Να είσαι σίγουρη γι' αυτό...>>.
<<Αν δεν είσαι εσύ δίπλα μου, δεν βλέπω πως>>.
<<Άκου που σου λέω...>>.
<<Δεν με νοιάζουν αυτά που λες! Οι βλακείες περί ευτυχίας χωρίς εσένα! Απαιτώ να μείνεις! Απαιτώ να μην πεθάνεις! Σε διατάζω αν χρειαστεί...>>.
<<Λυπάμαι Βασίλισσα μου...>> της είπε χαμηλόφωνα εκείνος. <<Έχω πάρει μια διαταγή εδώ και αιώνες που δεν μπορώ να αγνοήσω>>.
<<Λυπήσου με...>> αν μπορούσε να πέσει στα γόνατα και να τον ικετέψει θα το έκανε. <<Μην φύγεις... θα βρούμε τρόπο να είμαστε μαζί>>. Τα καυτά δάκρια του Άρη συνέχισαν να πληθαίνουν. <<Δεν υπάρχει τρόπος... Υπάρχει μόνο αυτό... θάνατος>>.
<<Άρη...>>.
Εκείνος σηκώθηκε από δίπλα της και της έντυσε το γυμνό της σώμα με τις πιτζάμες της. Μετά ντύθηκε και ο ίδιος και γύρισε να κοιτάξει την ώρα, στο ρολόι του κομοδίνου της. <<Πρέπει να φύγω...>> της είπε. <<Έχω να λογαριαστώ με τον πεθερό μου...>>.
Έσπασαν κι' άλλα κομμάτια από την καρδιά της. <<Συγνώμη...>> της είπε. <<Λίγο μαύρο χιούμορ της τελευταίας στιγμής>>.
Την πλησίασε και κοίταξε το πρόσωπο της για τελευταία φορά. <<Δεν θα πειράξω τον πατέρα σου...>> της υποσχέθηκε. <<Μετά από αυτό όλα θα είναι φυσιολογικά. Θα είναι όλα όπως παλιά, πριν εμφανιστώ εγώ>>.
Η Αμάντα δεν απάντησε. Το μόνο που ένιωθε ο Άρης από εκείνη ήταν ένας οξύς, οδυνηρός πόνος. <<Συγχωράμε...>> την ικέτεψε. Την πλησίασε και την φίλησε στα χείλι με κομμένη ανάσα. <<Σ' αγαπώ>> της ψιθύρισε. Έμπλεξε τα χέρια του ανάμεσα στα μαλλιά της και έμεινε κοντά της για λίγο ακόμα. Μετά την άφησε και πήγε ως την πόρτα. Την ξεκλείδωσε και έμεινε με την πλάτη γυρισμένη προς την Αμάντα. <<Σε λίγο θα έχεις κοιμηθεί... Όταν θα ξυπνήσεις θα έχουν τελειώσει όλα... Να με θυμάσαι καμιά φορά...>> είπε με ραγισμένη φωνή και έφυγε αφήνοντας την μόνη της.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top