14.Αηδία.
<<Με πήρε τηλέφωνο από την τουαλέτα!>> είπε στον Άρη καθώς οδηγούσε γρήγορα για το σπίτι της Ντίνας. <<Ήταν κλειδωμένος εκεί μέσα!>>.
<<Ξέρουμε αν τον κλείδωσαν εκείνοι η αν κλείστηκε μόνος του;>> ρώτησε ο Άρης καθώς κρατιόταν γερά από το κάθισμα του συνοδηγού. <<Δεν ξέρω...>> έκανε εκείνη και έστριψε απότομα κάνοντας το κεφάλι του Άρη να χτυπήσει στο τζάμι. <<Δεν έχει σημασία>>.
<<Είχα σκεφτεί να σου πω να πάμε με την μηχανή μου. Αλλά όταν πάρουμε τον Νίκο από εκεί μέσα δεν θα έχουμε που να τον βάλουμε>> της είπε πιάνοντας το κεφάλι του στο σημείο που χτύπησε. <<Μόνο εσύ μπορείς να κάνεις μια διαδρομή πέντε λεπτών τόσο επικίνδυνη>>.
Η Αμάντα πάτησε απότομα φρένο κάνοντας και αυτήν και τον Άρη να πεταχτούν απότομα μπροστά πριν ξανά κολλήσουν σχεδόν βίαια στις πλάτες των καθισμάτων. Είχαν φτάσει στο σπίτι της Ντίνας. Η Αμάντα πετάχτηκε έξω από το αμάξι και έτρεξε στην πόρτα. Άρχισε να την κοπανάει βίαια με τις γροθιές της και να φωνάζει. <<Ανοίξτε μου! Που είναι ο Νίκος;! Ανοίξτε μου! Τι του έχετε κάνει;>>. Ο Άρης της έπιασε τα χέρια και διέκοψε τα θορυβώδεις χτυπήματα πάνω στην ξύλινη πόρτα της Ντίνας. <<Ηρέμησε Αμάντα...>> της είπε. <<Δίνεις στόχο...Θυμάσαι; Ο πόλεμος αυτός είναι μυστικός. Είδες τι παθαίνει όποιος φωνάζει δημοσίως αυτά τα πράγματα>>. Αναφερόταν προφανώς στην γυναίκα που την έκλεισαν σε ίδρυμα επειδή φώναζε την αλήθεια. Ο ίδιος χτύπησε απαλά δυο φορές την πόρτα. Εκείνη άνοιξε αργά τρίζοντας και φάνηκε από πίσω η Βάσω, η μητέρα Ντίνας. <<Τι συμβαίνει;>> τους ρώτησε χωρίς να τους ανοίξει εντελώς.
<<Που είναι ο αδελφός μου παλιό...!>> άρχισε να φωνάζει η Αμάντα.
<<Ε...Θέλει να πει, είναι εδώ ο Νίκος;>> την διέκοψε ο Άρης και έθεσε την ερώτηση πιο ευγενικά και με ήρεμη φωνή.
<<Ναι...εδώ είναι>> απάντησε με ψυχρό βλέμμα η Βάσω. <<Νομίζω ότι έχει δουλειά τώρα και δεν μπορεί να έρθει...>>.Πήγε να τους κλείσει έξω αλλά ο Άρης έβαλε το πόδι του εμπόδιο στο κλείσιμο της πόρτας. <<Μπορούμε να μπούμε να δούμε τι δουλειά έχει;>> την ρώτησε εκείνος ενώ ταυτόχρονα άνοιγε τέρμα την πόρτα. Η Αμάντα όρμισε μέσα και την ακολούθησε και ο Άρης. <<Πάνω πρέπει να είναι...>> μουρμούρισε εκείνη και έτρεξε προς τις σκάλες για τον πάνω όροφο.
<<Μια στιγμή!>. ακούστηκε μια βαριά, αντρική φωνή. Ο πατέρας της Ντίνας, ο Δημήτρης. Μόνο το σώμα του όμως. Η Αμάντα ένιωθε κάτι εξαγριωμένο να παλεύει μέσα της. Το ένστικτο που της φώναζε ότι η Βάσω και ο Δημήτρης ήταν τώρα πια παράσιτα. Όπως και η κόρη τους. <<<Τι συμβαίνει; Τι θέλουν τα παιδιά;>> ρώτησε ο Δημήτρης την Βάσω.
<<Αμάντα...>> είπε ο Άρης με σταθερή φωνή κοιτώντας ψυχρά τον Δημήτρη. <<Ανέβα πάνω να βρεις τον Νίκο...>>.
<<Και εσύ;>> ρώτησε διστακτικά εκείνη.
<<Θα είμαι μια χαρά...>> απάντησε με σιγουριά εκείνος. <<Ανέβα πάνω...>>.
Η Αμάντα έτρεξε στις σκάλες και της ανέβηκε με βαριά, θορυβώδη, γρήγορα βήματα. Μόλις έφτασε στον δεύτερο όροφο έμεινε ακίνητη για να ακούσει κάποιον θόρυβο η την φωνή του Νίκου. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Ακουγόταν μόνο η πανικόβλητη καρδιά της που κόντευε να σπάσει. Αντίκρισε την Ντίνα να κάθεται όρθια και να περιμένει κάτι έξω από μια κλειστή πόρτα. Η Αμάντα την είχε ήδη πλησιάσει και την κοίταξε βαθιά στα μάτια. <<Είναι καλά;>> την ρώτησε, όχι με μίσος και έχθρα. Την ρώτησε σαν να την ικέτευε να είναι καλά. Η φωνή της είχε τον πόνο και αγωνία μι' ας αδελφής που πεθαίνει να μάθει αν είναι καλά ο αδελφός της. <<Που είναι; Μίλα! Τι με κοιτάς έτσι; Μίλα! Είναι καλά;>>.
<< Είναι μέσα. Έχει κλειδωθεί>> της έδειξε την πόρτα. Η Ντίνα την χτύπησε απαλά δύο φορές και είπε. <<Νίκο...βγες από εκεί. Δεν θα σου κάνω κακό>>.
<<Είσαι τρελή!>> της φώναξε ο Νίκος μέσα από την πόρτα. <<Και εσύ και το σόι σου! Φύγε!>>.
<<Νίκο!>> φώναξε ανακουφισμένη η Αμάντα. <<Άνοιξε μου. Ήρθαμε να σε πάρουμε από' δω>>. Πριν ολοκλήρωσει ακούστηκε το κλειδί να γυρνάει στην πόρτα και να ανοίγει τέρμα με φόρα. Φάνηκε ο Νίκος που ήταν κίτρινος σαν το λεμόνι από τον φόβο και ρίχτηκε στην αγκαλιά της Αμάντας. <<Δόξα τον Θεό που ήρθες>> της είπε χωρίς να την αφήσει. <<Δεν έχω τρομάξει πιο πολύ στην ζωή μου...>>.
<<Όλα θα πάνε καλά...>> του ψιθύρισε εκείνη. <<Τελείωσε τώρα>>. Καθώς τον είχε αγκαλιά στένεψε με περιέργεια τα μάτια της. Αναρωτήθηκε τι μπορεί να είδε και να τρόμαξε τόσο πολύ. Ο Νίκος σπάνια παραδεχόταν τον φόβο του. <<Πάμε να φύγουμε από εδώ...>> της είπε στο αυτί και κινήθηκαν προς τις σκάλες. <<Νικό...>> μουρμούρισε διστακτικά η Ντίνα. Εκείνος γύρισε και της έριξε ένα φαρμακερό βλέμμα. Άνοιξε το στόμα του να της μιλήσει, αλλά μετά το έκλεισε και κούνησε αρνητικά, απογοητευμένος και φοβέρα αηδιασμένος, το κεφάλι του σαν να λέει, ''δεν αξίζει ο κόπος''. Της έριξε και η Αμάντα μια ματιά πριν ξανά αγκαλιάσει τον Νίκο και τον κατευθύνει στις σκάλες. <<Είναι καλά>> σκέφτηκε η Αμάντα προς τον Άρη για να τον καθησυχάσει.
<<Το ξέρω>> της απάντησε. <<Σε άκουγα. Παρακολουθούσα>>. Εκείνη, κρατώντας ακόμα τον Νίκο που έτρεμε ελαφρά και ήταν ακόμα κίτρινος, κινήθηκε προς την εξώπορτα. Τα μάτια της Βάσως και του Δημήτρη παρακολουθούσαν έντονα. <<Κύριοι...>> τους είπε ο Άρης με ψεύτικη ευγένεια. <<Καλό σας βράδυ>>. Γύρισε από την άλλη και πήγε να ακολουθήσει τα παιδιά, αλλά έμεινε ακίνητος και ξανά στράφηκε στην Βάσω και τον Δημήτρη. <<Η μήπως υπάρχει κάποιο πρόβλημα;>> τους ρώτησε προκαλώντας τους. Άπλωσε ταυτόχρονα το χέρι του προς τον Δημήτρη. <<Μας δίνετε την άδεια για να φύγουμε;>> ρώτησε κρατώντας το χέρι του τεντωμένο σαν να περιμένει χειραψία από τον Δημήτρη. Ο Δημήτρης το κοίταξε σοβαρός και με έκφραση που φανέρωνε αγωνία. Έμοιαζε σαν να βλέπει ένα θανατηφόρο όπλο αντί για το χέρι του Άρη. <<Μπορούμε να φύγουμε;>> επανέλαβε ήρεμα.
<<Δεν χρειαζόμαστε άδεια από κανέναν!>> φώναξε η Αμάντα από την πόρτα, κρατώντας ακόμα τον Νίκο. <<Πάμε να φύγουμε>>.
<<Ας μη χάνουμε την ευγένεια μας Αμάντα...>> απάντησε ο Άρης με ένα μυστήριο χαμόγελο. <<Αν ο κύριος Δημήτρης έχει αντικρίσει μπορεί να μας το πει...>>.
<<Φύγετε από' δω...>> μούγκρισε μέσα από τα δόντια του ο Δημήτρης.
<<Χαίρομαι που δεν έχεις καμιά αντίρρηση>> του είπε ο Άρης. <<Θα ήταν κρίμα να χαλάσουμε οι καρδιές μας>>.
<<Έξω...>> απάντησε εκείνος.
<<Τι θα έλεγες για μια χειραψία;>> ρώτησε ήρεμα και προκλητικά ο Άρης.
<<Χειραψία;>> ξεροκατάπιε ο Δημήτρης κοιτώντας ακόμα το απλωμένο του χέρι.
<<Ναι>> του ψιθύρισε. <<Για καληνύχτα...Η για το τελικό αντίο>>.
Δυο σταγόνες ιδρώτα στάλαξαν στο μέτωπο του Δημήτρη. <<Φύγετε...>> τους είπε με κάτι σαν αγωνία που η Αμάντα δεν μπορούσε να καταλάβει τον λόγο. Τα μάτια του στένεψαν και μια ιδέα φόβου φάνηκε να καθρεφτίζεται εκεί. <<Πως αλλιώς θέλεις να το πω; Έξω...>>.
<<Εντάξει...>> ο Άρης μάζεψε το χέρι του. <<Ίσως κάποια άλλη στιγμή...>>. Πλησίασε τα παιδιά που ήδη είχαν βγει έξω και έφυγε χτυπώντας δυνατά πίσω του την πόρτα.
<<Τι έγινε εκεί μέσα Νίκο;>> απέτισε να μάθει η Αμάντα. <<Τι πήγαν να σου κάνουν;>>.
<<Δεν...δεν κατάλαβα ακριβώς>> ψιθύρισε τρέμοντας ο Νίκος.
<<Πες μας με λεπτομέρειες τι έγινε>> είπε ο Άρης.
<<Πάμε να κάτσουμε κάπου>> παρακάλεσε εκείνος. <<Δεν με κρατάν τα πόδια μου. Πρέπει να πιώ και οπωσδήποτε κάτι>>.
<<Έχει ένα μπαρ εδώ κοντά. Καλύτερα να μην πάμε τώρα σπίτι. Οι γονείς μας αν σε δούνε έτσι θα αρχίσουν τις ερωτήσεις>> είπε η Αμάντα, και με τον Άρη έπιασαν τον αριστερά και δεξιά τον Νίκο στηρίζοντας τον. Μέσα στο μπαρ η μουσική δεν ήταν ενοχλητική ούτε πολύ δυνατή. Ο φωτισμός ήταν χαμηλός και δεν έχει πολύ κόσμο. Κάθισαν στο μπαρ, σε τρείς ανυψωμένες καρέκλες και κοίταξαν και οι δύο τον Νίκο αμίλητοι. Ο μπάρμαν τους πλησίασε πίσω από το μπαρ και τους ρώτησε τι θα πάρουν. <<Ένα διπλό ουίσκι>> είπε ο Νίκος. <<Τι έκανε λέει;>> έκανε η Αμάντα.
<<Ας τον>> είπε ο Άρης. <<Θα ''λυθεί'' η γλώσσα του πιο εύκολα αν πιεί λίγο. Έχω την υποψία ότι δεν είναι πολύ εύκολο να πει αυτό που έγινε...>>.
<<Κυρίως είναι δύσκολο να σκέφτομαι αυτό που έγινε>> έκανε αηδιασμένος ο Νίκος. <<Μακάρι να μπορούσα να διαγράψω από την μνήμη μου αυτό που... πήγα να πάθω>>. <<Τι πήγες να πάθεις;>> ρώτησαν με αγωνία ταυτόχρονα ο Άρης και η Αμάντα.
<<Ε...>> έκανε αμήχανα ο μπάρμαν που περίμενε να πάρει παραγγελία. <Τι θα πάρετε οι υπόλοιποι;>>.
<<Βάλε ότι να νε>> απάντησε βιάστηκα η Αμάντα. <<Βάλε έναν χυμό. Δεν με νοιάζει>>.
Στράφηκε ξανά στον Νίκο. <<Λοιπόν;>> είπε με μια δυνατή αγωνία να καψαλίζει τα εσωτερικά της όργανα.
<<Να έρθει το ουίσκι πρώτα>> απάντησε εκείνος. Όταν ο μπάρμαν έφερε αθόρυβα την παραγγελία και έφυγε ο Νίκος άρπαξε το ποτήρι και ήπιε μια γερή δόση ουίσκι. Έπινε και τους κοιτούσε και μετά ξανά έπινε χωρίς να τους πει τίποτα. <<Σταμάτα να πίνεις και λέγε>> είπε η Αμάντα. <<Θα ζαλιστείς και δεν θα μπορέσεις να μας πεις τίποτα>>.
<<Δεν με πιάνει εμένα το ποτό>> έκανε σίγουρος ο Νίκος. Μόλις τελείωσε το διπλό ουίσκι το αρρωστημένο κίτρινο είχε χαθεί από το πρόσωπο του και την θέση του είχε πάρει ένα έντονο ροζ. <<Γκαρσόν...>> μουρμούρισε με μισόκλειστα, ζαλισμένα μάτια ο Νίκος. <<Πιάσε ένα από τα ίδια για να ξεχάσω...>>.
<<Μ' αρέσει που δεν τον πιάνει το ποτό>> είπε ο Άρης. <<Αν τον έπιανε τώρα θα κοιμόταν>>.
<<Έτοιμος είναι...>> απάντησε η Αμάντα.
<<Γκαρσόν!>> ο Νίκος χτύπησε το χέρι του πάνω στο μπάρ. <<Ένα τετραπλό από αυτό που πείρα πριν...>>.Στένεψε τα μάτια του με μια γκριμάτσα βαθιάς δυστυχίας. <<Θέλω να το γιορτάσω που χωρίζω...Κρίμα...Την ήθελα τόσο πολύ...Γιατί έπρεπε να τρελαθεί;>>.
<<Λέγε επιτέλους τι έγινε!>> αγανάκτησε η Αμάντα.
<<Μου είπε η Ντίνα να πάω σπίτι της...>> μούγκρισε ο Νίκος και έκλεισε τα μάτια του ζαλισμένος. <<Πήγα...Με περίμενε εκεί με τους γονείς της. Τους χαιρέτησα ευγενικά και εκείνοι με αγνόησαν. Η μητέρα της διπλοκλείδωσε την πόρτα και η Ντίνα μιλούσε με τον πατέρα της. ''Μπράβο σου...'' της είπε ο Δημήτρης και με κοίταξε με μια περίεργη...λαιμαργία. Τότε κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά. ''Είναι τέλειος για τον σκοπό μας...'' της είπε και με πλησίασε. Με περιεργάστηκε με...δεν μπορώ να το εξηγήσω ακριβώς...Ήταν σαν ξελιγωμένος με μια έννοια που δεν μπορώ να καταλάβω. Κοκάλωσα εγώ και άρχισα να νιώθω περίεργα. ''Μπορούμε να αρχίσουμε;'' ρώτησε η Βάσω. Η Ντίνα έκλεισε όλα τα παράθυρα για να μην φαινόμαστε έξω. ''Τι συμβαίνει;'' τόλμησα να ρωτήσω. Με ξανά αγνόησαν. ''Ας τελειώνουμε με αυτό...Ποιός θα το κάνει;'' είπε η μάνα της.
''Θα το κάνω εγώ'' απάντησε ο πατέρας της και με πλησίασε...>>.
Ο Νίκος κούνησε αρνητικά το κεφάλι φανερά αηδιασμένος με αυτό που σκεφτόταν. <<Θέλω να κάνω εμετό...>> μούγκρισε πνιχτά.
<<Λέγε...>> παρακάλεσε η Αμάντα. <<Έλα...πες Νίκο...>>.Άγγιξε απαλά το πρόσωπο του προσπαθώντας να τον συνεφέρει. <<Συνέχισε. Τι πήγε να σου κάνει;>>.
Το σώμα του Άρη τσιτώθηκε. Φαινόταν να έχει καταλάβει τι πήγε να κάνει ο Δημήτρης. <<Με έπιασε από το κεφάλι και με πλησίασε...Το κράτημα του ήταν πολύ δυνατό... και τότε...>> ο Νίκος κούνησε πάλι το κεφάλι. <<Δεν αντέχω...Θέλω να ξεράσω...>>.
<<Λέγε Νίκο...>> επέμενε η Αμάντα.
<<Πήγε να κολλήσει το στόμα του στο δικό μου...>> η αηδία του Νίκου κορυφώθηκε. <<Πήγε να με φιλήσει στο στόμα...Μπροστά στην γυναίκα του και την κόρη του...Πάλεψα να ξεφύγω αλλά δεν με άφηνε...Άρχισα να ζητάω βοήθεια από την Ντίνα...Εκείνη με κοιτούσε με ανέκφραστα και ψυχρά μάτια. Λίγο πριν με φιλήσει πετάχτηκε η Ντίνα. ''Μια στιγμή...'' είπε. ''Άφησε με να το κάνω εγώ...''.Ο Δημήτρης με άφησε και την κοίταξε.
''Είσαι σίγουρη;'' την ρώτησε.
''Θα το κάνω εγώ...'' είπε εκείνη. ''Απλά άφησε με λίγο μόνη μαζί του...Τον θέλω. Δηλαδή όχι ακριβώς εγώ. Η Ντίνα... αυτό το σώμα ποθεί αυτό το αγόρι, για τελευταία φορά''.
''Μην μου πεις ότι σε άγγιξαν και εσένα οι ανθρώπινες αδυναμίες...'' της είπε ο Δημήτρης.
''Αν έμπαινες και εσύ σε εφηβικό σώμα θα καταλάβαινες'' απάντησε η Ντίνα.
''Καλά'' μας έδωσε την άδεια η Βάσω. ''Έχεις μια ώρα στην διάθεση σου''.
Η Ντίνα με άρπαξε χαρούμενη από το χέρι και με ανέβασε στον πάνω όροφο. ''Τι συμβαίνει;!'' την ρώτησα τρέμοντας εγώ μόλις φτάσαμε πάνω. ''Τι γίνετε Ντίνα;!''.
''Κάτσε και απολαυσε το'' μου απάντησε εκείνη και με έσπρωξε άγρια μέσα στο δωμάτιο της. ''Αυτή είναι η τελευταία σου φορά. Άγγιξε το σώμα της κοπέλας που ποθείς όσο προλαβαίνεις''. Με έσπρωξε στο κρεβάτι και μου όρμισε. Σηκώθηκα πάνω και της ξέφυγα με το ζόρι. ''Τι έχεις πάθει;!'' της φώναξα έξαλλος. ''Οι γονείς σου είναι κάτω και εσύ θέλεις να το κάνουμε εδώ πάνω;! Τι σας συμβαίνει όλους;! Ο πατέρας σου πήγε να με φιλήσει πριν;''.
''Άκου Νίκο'' μου είπε. ''Τους υποσχέθηκα ότι θα το κάνω εγώ. Νομίζω ότι είναι καλύτερα από το να το κάνει εκείνος εκεί κάτω...Δεν έχω ώρα όμως για εξηγήσεις. Έχουμε μόνο μια ώρα στην διάθεση μας. Δεν θέλω να ξοδευτεί με λόγια''. Με πλησίασε και εγώ έκανα πίσω. Με κόλλησε στον τοίχο και άρχισε να τρίβει το σώμα της πάνω μου με ένα πάθος που δεν άνηκε στην Ντίνα μου. Με αηδίασε και με έκανε να την αισθάνομαι ξένη. Καθώς χάιδευε με λύσσα και έπιανε ότι προλάβει εγώ την κοίταξα βαθιά στα μάτια. ''Σε παρακαλώ'' της είπα. ''Πες μου, τι έχεις πάθει; Έχεις πάρει καμιά περίεργη ουσία;''. Καθώς την κοιτούσα ηρέμησε και άκουγα την καρδιά της. Ανέβεναν οι χτύποι της. Αυτό πάθαινε η Ντίνα όταν μέναμε μόνοι μας. ''Νίκο'' μου ψιθύρισε. ''Η Ντίνα έχει απίστευτες αναμνήσεις από εσένα. Αυτό το σώμα σε λαχταράει αλήθεια τόσο πολύ. Είναι ερωτευμένη μαζί σου και οι ορμές αυτές μου θολώνουν το μυαλό. Θέλω να νιώσω αυτό που ένιωσε εκείνη ...πριν...''.
''Πριν από τι;'' την ρώτησα.
''Ας μην χάνουμε χρόνο'' μου είπε. ''Ξέρω πως και εσύ έχεις ορμές γι' αυτό το σώμα. 'Έλα...'' μου άγγιξε το χέρι. ''Έλα, για τελευταία φορά μαζί με την Ντίνα σου και πρώτη και τελευταία μαζί με εμένα''.
''Κινδυνεύω;'' την ρώτησα. Εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι. ''Αμέσως μετά το σεξ'' μου είπε. ''Είτε γίνει, είτε όχι. Ότι είναι να γίνει θα γίνει μετά. Δεν θα σε αναγκάσω να κάνεις τίποτα μαζί μου όμως αν δεν θέλεις...''.
''Γιατί μιλάς για τον εαυτό σου σαν να μην είσαι εσύ;'' ρώτησα.
''Δεν είμαι η Ντίνα'' μου απάντησε. ''Δεν έχει σημασία τώρα πια. Μπορώ να στο πω. Δεν είμαι η Ντίνα...Αλλά μπορώ να αισθανθώ ένα μέρος από αυτά που ένιωθε εκείνη...''.
Της ζήτησα να πάω τουαλέτα...Μόλις μπήκα σε πήρα αμέσως. Ευτυχώς κανείς δεν σκέφτηκε να μου πάρει το κινητό μου. Τα είπα όλα. Αφήστε με τώρα μόνο μου να πεθάνω με την ησυχία μου...>>.
<<Μην λες τέτοια πράγματα Νίκο>> τον παρακάλεσε η Αμάντα.
<<Η κοπέλα μου τρελάθηκε η παίρνει ναρκωτικά και να μην κάνω έτσι; Όλα άρχισαν από τότε που πήγες σε εκείνο το Μουσείο. Από τότε όλα έχουν αλλάξει. Όλοι έχετε τρελαθεί και εσύ όλο μου κρύβεις πράγματα και προσπαθείς να μου τα παρουσιάσεις όλα φυσιολογικά>>.
<<Δεν...>> ψιθύρισε η Αμάντα.
<<Τι δεν;>> την διέκοψε. <<Δεν μου κρύβεις τίποτα; Έλα τώρα Αμάντα. Το τελευταίο διάστημα όλη σου η ζωή είναι ένα ψέμα>>. Μισόκλεισε ζαλισμένος τα ματιά και κούνησε το κεφάλι του σαν να θέλει να ξεφύγει και από άλλες αναμνήσεις.
<<Είμαι αδελφή σου Νίκο>> του απάντησε. <<Νοιάζομαι για σένα. Σ' αγαπάω. Αν σου κρύβω κάτι είναι για το καλό σου>>. <<Κατάλαβα>> μούγκρισε εκείνος. <<Αν μ' αγαπάς τόσο όσο είσαι αδελφή μου την έχω βάψει και από σένα...>>.
Η Αμάντα και ο Άρης κοιτάχτηκαν έκπληκτοι με ορθάνοιχτα μάτια. <<Τι εννοείς;>> τον ρώτησε διστακτικά η κοπέλα.
<<Δεν είσαι αληθινή μου αδελφή...>> άρχισαν να τρέχουν δάκρυα από τα μάτια του Νίκου. <<Μην το αρνηθείς σε παρακαλώ! Δεν αντέχω αλλά ψέματα! Τα άκουσα όλα. Όταν μίλησες μαζί με τον μπαμπά και την μαμά έκανα ότι κλείστηκα στο δωμάτιο μου. Απλά έκλεισα την πόρτα για να ακουστεί και κρυφάκουσα. Μετά νομίζατε ότι ήμουν θυμωμένος και γι' αυτό δεν μιλούσα σε κανέναν. Η αλήθεια είναι πώς απλά σοκαρίστηκα. Ήταν βάρη για μένα...>>. Μόλις τελείωσε έσκυψε το κεφάλι για να μην τους βλέπει και έμεινε σιωπηλός. Κοιτάχτηκαν άλλη μια φορά τα παιδιά ελάχιστα πριν ξανά γυρίσουν στον Νίκο. <<Έχεις δίκιο...>> παραδέχτηκε εκείνη..<<'Έχεις για όλα δίκιο. Πρέπει όμως να ξέρεις ότι εγώ...>> τον άγγιξε στο χέρι και ο Νίκος δεν αντέδρασε. <<Νίκο;>> κούνησε το χέρι του και ήταν σαν άψυχο. <<Είσαι καλά;>>. Εκείνος είχε ακόμα σκυμμένο το κεφάλι και τα μάτια του κλειστά. <<Νίκο;>> τον κούνησε και εκείνος γλίστρησε από το ψιλό σκαμνί του. Ο Άρης και η Αμάντα πετάχτηκαν πάνω και τον έπιασαν πριν πέσει κάτω. <<Λιποθύμησε>> είπε η Αμάντα. Από το στόμα του Νίκου βγήκε σαν απάντηση ένα βαθύ, μακρόσυρτο ροχαλητό.
<<Κοιμήθηκε απλά>> είπε ο Άρης κρατώντας τον ακόμα. <<Ώρα να πάμε σπίτι. Αρκετά πέρασε για σήμερα αυτός ο γενναίος πιτσιρικάς>>.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top