Χαμός ή Σωτηρία; / part 2

 Χάνονταν ολοένα και πιο βαθιά στις σκιές του ερειπίου που μύριζε μούχλα και εγκατάλειψη. Η Ευρώπη έτσι και αλλιώς, είχε πλέον μετατραπεί σε ένα κουφάρι στεναγμών και καρβουνιασμένων αναμνήσεων. Ο Γιάεν βαστούσε το χέρι μίας άγνωστης κοπέλας, μίας Γερμανίδας, προσπαθώντας να προστατευτεί, να αφομοιωθεί από τις σκιές που θέριευαν. Τίποτε δεν ακουγόταν, παρά μόνο μία ξαφνική βροχή που τους ώθησε να κρυφτούν σε μία γωνία και οι μπερδεμένες τους αναπνοές.

«Ποιος είσαι; Τι έκανες στον άνδρα μου; Αν συνέλθει και δει πως δεν βρίσκομαι εκεί...»

«Δεν θα σε παρεξηγήσει. Θα υποθέσει πως απλώς έτρεξες για να σώσεις τη ζωή σου από τον άγνωστο που τον χτύπησε»

«Γιατί το έκανες αυτό; Γιατί πήρες μέρος σε μία διαφωνία που δεν σε αφορούσε;» το ύφος της τώρα δήλωνε εκνευρισμό.

«Γιατί ποτέ δεν μου άρεσε η βίαιη συμπεριφορά και ο συνοδός σου, αδυνατούσε να σεβαστεί τα όριά σου»

«Ο συνοδός μου, ήταν ο άνδρας μου και...»

«Και σε πίεζε να κάνεις παιδιά μαζί του. Τα παιδιά θέλουν έρωτα. Έτσι, το σώμα και η ψυχή προετοιμάζονται καλύτερα»

Δεν την είχε προσέξει καθόλου, έτσι όπως ήταν κρυμμένη στα σκοτάδια. Η εμφάνισή της, θα μπορούσε άνετα να περιγράφει τις χιλιάδες αφίσες του ονειρικού Ράιχ. Ξανθιά, με ανοιχτά μάτια, στο χρώμα του πελάγους και λεπτεπίλεπτα χαρακτηριστικά.

«Μιλάς πολύ καλά γερμανικά»

«Εκεί γεννήθηκα. Στο Βερολίνο»

«Και τι κάνεις εδώ; Εννοώ, γιατί δεν φοράς τα ρούχα του στρατού; Έχεις άδεια;»

Ο Γιάεν το σκέφτηκε καλά προτού απαντήσει. Για λίγο και μέσα σε δευτερόλεπτα, γύρισε πίσω στα παρελθοντικά του χρόνια, όταν ήταν παιδί και ζούσε μονίμως σχεδόν σε έναν κόσμο που έμοιαζε να μην τον χωρά. Είχε περάσει δυστυχισμένες στιγμές στο γκέτο και έπειτα, πολύ πριν, κόντεψε να καεί ζωντανός, το βράδυ που οι Γερμανοί είχαν ονομάσει Νύχτα των Κρυστάλλων. Έπειτα, έφτασε στο σημείο να καταλήξει σε έναν βρώμικο υπόνομο, σαν τον αρουραίο, δίχως κανένα δικαίωμα και δίχως κανένα καταφύγιο. Τι θα απαντούσε λοιπόν, στην ερώτηση αυτής της γυναίκας; Τι έκανε εκεί;

«Είμαι Εβραίος» της είπε τελικά και καθόλου δεν αναλογιζόταν τις συνέπειες. Για πόσο ακόμη θα κρυβόταν; Ακόμη και αν αυτή η γυναίκα αποφάσιζε να τον προδώσει στους Γερμανούς, του περνούσε πια αδιάφορο γιατί πολύ απλά, τίποτε δεν περίμενε από τη ζωή. Εκείνη, για λίγο πισωπάτησε σαν να είχε συγκρουστεί με μία παράξενη αλήθεια. Για χρόνια δεχόταν πλύση εγκεφάλου σχετικά με την εβραϊκή φυλή. Αυτός ο νεαρός όμως είχε επέμβει και την είχε βγάλει από τη δύσκολη θέση στην οποία είχε περιέλθει. Γιατί ο γάμος της ήταν αναγκαστικός και γιατί ήταν μικρή ακόμη. Απογόνους δεν ήθελε για την ώρα ή τελοσπάντων, θεωρούσε πως μία τέτοια πράξη, έκλεινε μέσα της τον έρωτα. Και ο άνδρας της δεν ήταν ερωτευμένος μαζί της. Μήτε εκείνη ήταν όμως μαζί του. Ο άνδρας της αγαπούσε μονάχα το Ράιχ και τις επιταγές του. Ήταν ερωτευμένος με την ιδέα του ναζισμού, ήθελε απογόνους για χάρη του κύρους. Κοίταξε για ακόμη μία φορά τη γυναίκα. «Ξέρω πως σου είμαι απεχθής, ξέρω πως πιθανότατα θα θελήσεις να με προδώσεις, όμως έχω κουραστεί να κρύβομαι σε αυτή τη ζωή και να τρέχω μακριά από όλα. Δεν έχω τίποτε να χάσω, πέρα από τη ζωή μου» για λίγο σώπασε και την προσέγγισε περισσότερο, προσπαθώντας να διακρίνει καθαρότερα τα χαρακτηριστικά της. Ήταν όμορφη και ντελικάτη, ανοιχτόχρωμη, όπως ακριβώς την επιθυμούσαν τα γερμανικά δεδομένα. Και εκείνος ήταν μελαχρινός, με χαρακτηριστικά μίας άλλης φυλής, ωστόσο γιατί κάτι τέτοιο να του στερούσε την ομορφιά; Η κοπέλα κοίταξε γύρω της, τη μούχλα και τη σαπίλα του ερειπίου.

«Τίποτε δεν έμεινε που να σας θυμίζει» ψέλλισε «Είναι σαν να προσπαθούν να σας σβήσουν από τον χάρτη, από την ιστορία, από τις αναμνήσεις του κόσμου. Γιατί όλοι μας έχουμε μία ανάμνηση από εκείνον τον Εβραίο γείτονα που χαιρετούσαμε, από τη συμμαθήτρια που μιλούσαμε. Απλώς όλα αυτά μία μέρα, φάνταζαν παράλογα και απαγορευμένα» τον κοίταξε ξανά με μία κατανόηση διαφορετική «Δεν μπορώ να φανταστώ καν την ιστορία σου»

«Ίσως και να μην έχω ιστορία» κοίταξε την έξοδο «Πρέπει να φύγω»

Του άρπαξε τον καρπό.

«Σε ευχαριστώ. Δεν έχω μάθει να νοιάζονται για εμένα. Δεν ξέρω πού θα πας, μα να προσέχεις. Υπάρχει αστυνομία στον δρόμο και τα Ες-Ες βρίσκονται παντού»

Μέσα στο σκοτάδι ξέφυγε. Η βροχή χυνόταν στους υπονόμους και τώρα με τη νέα του εμφάνιση, το θεωρούσε τόσο παράταιρο να βρεθεί ξανά κλεισμένος εκεί μέσα. Όμως υπήρχαν άτομα για τα οποία νοιαζόταν υπερβολικά για να κάνει πίσω. Εξάλλου, ο Φρανκ και η Έμμα ήταν η μόνη οικογένεια που είχε γνωρίσει ποτέ του. Σαν τον αίλουρο, με την καρδιά του ραγισμένη και την απελπισία να τον έχει άτσαλα τυλίξει, αποχαιρέτησε ξανά τον γαλακτερό ουρανό. Ίσως αν στεκόταν τυχερός, να κατόρθωνε μία μέρα να κοιτάξει τα άστρα ξανά δίχως να φοβάται. Μόλις τοποθέτησε τη σχάρα στη θέση της, η Έμμα έτρεξε προς τη μεριά του σχεδόν τσιρίζοντας.

«Πού ήσουν; Κόντεψα να τρελαθώ! Γιάεν, είσαι το στήριγμά μου, όπως και ο Φρανκ. Αν χαθείς εσύ, δεν ξέρω τι θα απογίνουμε. Ήσουν στην επιφάνεια, έτσι δεν είναι;»

«Ήθελα να αναπνεύσω. Ήθελα να δω ανθρώπους, κτήρια ακόμη και ερείπια. Δεν άντεξα άλλο τον υπόνομο. Ξέρω πως ήταν επικίνδυνο και μάλιστα ήμουν εγώ αυτός που συχνά σου έβαζε τις φωνές για το γεγονός πως στεκόσουν κοντά στη σχάρα»

Το χέρι της απλώθηκε για να χαϊδέψει το πρόσωπό του.

«Δεν πειράζει καλέ μου» έκανε ένα βήμα πίσω και τον κοίταξε «Έτσι όπως σε βλέπω ντυμένο, θυμάμαι έντονα τις μέρες πίσω στο Βερολίνο, όταν ακόμη δεν μας τα είχαν πάρει όλα»

Τα χέρια του Γιάεν κράτησαν τα δικά της σφιχτά.

«Τίποτε δεν μας πήραν. Όσο και αν μας μισούν,όσο και αν μας πολεμήσουν, η ψυχή μας μας ανήκει»

Ο Κάσπαρ πάλι, δεν είχε ιδέα τι του ανήκε και τι όχι. Προτού βρεθεί με τους υπόλοιπους, είχε κάνει μία στάση στο νοσοκομείο, για να δει το μωρό, το οποίο τελικά δόθηκε για υιοθεσία σε μία πολωνική οικογένεια. Με νέα ταυτότητα, θα έκανε και μία καινούργια αρχή, θα μπορούσε να επιβιώσει, να έχει ένα μέλλον και ίσως να αναζητήσει τις ρίζες του αν ποτέ το επιθυμούσε. Ο Κάζιο και η Αννίκα, τον καρτερούσαν σε ένα καφέ, το οποίο λειτουργούσε μέχρι αργά. Όλοι τους ήταν νευρικοί.

«Θα κατέβω εγώ εκεί κάτω και θα προσπαθήσω να τους βγάλω» ακούστηκε η φωνή του Κάσπαρ.

«Ωραία. Αν χρειαστείς βοήθεια, εγώ θα βρίσκομαι τριγύρω για να τους περιλάβω. Ας ελπίσουμε να πάνε όλα καλά και να τους βγάλουμε με ασφάλεια από την Πολωνία»

Ο Κάζιο θα βοηθούσε. Εξάλλου, ήταν και αυτό μία μορφή ηρωικής αντίστασης. Η Αννίκα τον κοίταξε περήφανα. Αυτός ήταν ο φίλος που θυμόταν και αγαπούσε.

Ο νεαρός Κάσπαρ ετοιμάστηκε να κατέβει. Προτού το κάνει, η Αννίκα τον πλησίασε. Τα χέρια της έτρεμαν και τα μάτια της είχαν πλημμυρίσει ανεξήγητα δάκρυα. Τον έσφιξε στην αγκαλιά της και εκείνος σκούπισε τα μάγουλά της με την ανάστροφη του χεριού του.

«Τι έπαθες; Γιατί κλαις;»

«Φοβάμαι. Δεν ξέρω γιατί, μα φοβάμαι πολύ»

«Ησύχασε» ακούμπησε τα χείλη του στο μέτωπό της « Όλα θα πάνε καλά»

Στην εποχή εκείνη όμως, λίγα πράγματα τελικά ήταν γραφτό να πάνε καλά. Ο πόνος και ο θάνατος καραδοκούσαν σε κάθε σημείο του κόσμου, έτοιμοι να καταστρέψουν όνειρα, να διαλύσουν ζωές, να διαγράψουν την ελπίδα και την ανθρωπιά από τις ψυχές. Ο Κάσπαρ κατόρθωσε να κατέβει προσεκτικά και μέσα από το τούνελ, να οδηγηθεί στο σημείο όπου βρίσκονταν οι δύσμοιροι άνθρωποι.

«Ήρθες» το πρόσωπο της Έμμα έλαμψε.

«Δεν θα σας άφηνα στο έλεος και σύντομα θα με μεταφέρουν. Ακούστε. Υπήρξαν πληροφορίες πως η Αντίσταση, έκρυβε όπλα στους υπονόμους. Οι Γερμανοί θα κατέβουν να ψάξουν και εκτός αυτού, υπάρχει και η πιθανότητα να ανατινάξουν τα τούνελ, τα οποία έχουν ναρκοθετηθεί. Πρέπει να φύγετε από εδώ, απόψε»

Η οικογένεια με τον γιο ήταν στριμωγμένη στη γωνία. Αισθάνονταν υπερβολικό φόβο και ανασφάλεια και ήταν πάντα καχύποπτοι. Είχαν καταλάβει όμως, παρόλα αυτά, πως δεν μπορούσαν να συνεχίζουν να ζουν με αυτόν τον τρόπο. Έπρεπε να βρεθεί μία λύση. Έτσι και αλλιώς, ακόμη και τα τρόφιμα, σπάνια έφταναν σε εκείνους. Ελπίδες άλλες δεν υπήρχαν και έτσι όλοι ξεκίνησαν να ακολουθούν τον Κάσπαρ μέσα στο τούνελ. Ο άνδρας, είχε μία πληγή στο αριστερό του πόδι, με αποτέλεσμα να καθυστερεί και να κουτσαίνει. Ο Φρανκ είχε μείνει πίσω μαζί του, ενώ ο Γιάεν που ακολουθούσε τον Κάσπαρ δεν του είχε πει ποτέ πως δεν ήξερε κολύμπι. Ούτε καν όταν κατέβηκαν εδώ κάτω δεν είχε εκδηλώσει αυτή του την αδυναμία, καθώς τα τελευταία χρόνια και με όσα δεινά τους είχαν βρει, ήθελε να μοιάζει αήττητος. Ευτυχώς για όλους τους, ο Κάπαρ ήξερε πώς έμοιαζαν οι νάρκες και θα μπορούσαν να τις αποφύγουν. Παρόλα αυτά, το μέτωπό του είχε ιδρώσει παρά το κρύο, ενώ από μέσα του προσευχήθηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά, μιας που ήταν η δεύτερή του γλώσσα.

Από μακριά φάνηκε η σχάρα του υπόνομου, όταν άκουσαν μία βροντή και κατόπιν, το έδαφος δονήθηκε. Άπαντες πάγωσαν. Τα μάτια του Κάσπαρ γούρλωσαν με τρόμο, ψελλίζοντας το όνομα του Γιάεν που βρισκόταν πίσω του. Ένας ακόμη δυνατός βρόντος έπνιξε τη φωνή του. Δεν ήταν ωστόσο η έκρηξη από κάποια νάρκη. Αυτή τη φορά, ο ήχος ήταν διαφορετικός. Ερχόταν από τα τοιχώματα των τούνελ. Σε αργή κίνηση, ρωγμές σχηματίστηκαν και σύντομα, ξεκίνησαν να καταρρέουν. Το στρογγυλό τσιμέντο ράγισε και άρχισε να υποχωρεί προς τα μέσα.

«Φύγε!» ούρλιαξε ο Κάσπαρ στον Γιάεν «Φύγετε εσείς οι τρεις τουλάχιστον να σωθείτε και θα μείνω εγώ με τον τραυματία»

Δεν πρόλαβε να αναπνεύσει και η οροφή κατέρρευσε. Ο Κάσπαρ τινάχτηκε μπροστά, σε μία απέλπιδα προσπάθεια να σκεπάσει το σώμα του Γιάεν, χρησιμοποιώντας το δικό του ως ασπίδα. Χώματα και στάχτη έπεσαν επάνω τους σαν βροχή. Η κατάρρευση, χώρισε την ομάδα στα δύο. Εκτός από τον Γιάεν και τον Κάσπαρ, οι υπόλοιποι παγιδεύτηκαν από την άλλη πλευρά του τούνελ. Ο Γιάεν με κόπο σκούπισε τα χώματα από τα μάτια του και το ιδρωμένο του πρόσωπο. Τα τοιχώματα είχαν καταπλακώσει το κορμί του Κάσπαρ. Το πρόσωπό του γέμισε αίματα και η αναπνοή του έγινε βαριά.

«Κασπ; Κάσπαρ;» πάλεψε να τον τραβήξει. Ακόμη βρίσκονταν υπογείως, κάποιες νάρκες είχαν πυροδοτηθεί και κανείς δεν γνώριζε αν ήταν έργο των Γερμανών. Τους άλλους, τους είχε χάσει. Φωνές δεν ακούγονταν πλέον και ο Γιάεν δεν ήξερε τι να πιστέψει. Να σκάψει δεν μπορούσε, ήταν πολύ επικίνδυνο να προκαλέσει επιπλέον κατάρρευση. Υπήρχε ένας αγωγός, παράλληλος με το τούνελ που θα τους έβγαζε έξω. Όμως ο Κάσπαρ ήταν πολύ αδύναμος για να σηκωθεί.

«Γιαεν...»άκουσε τη φωνή του.

«Γιατί το έκανες αυτό; Γιατί έπεσες επάνω μου;»

«Μην κάνεις πολλές ερωτήσεις. Θεωρούσα πως ήταν το σωστό. Αυτό που πραγματικά ήθελα να κάνω»

Τα μάτια του Γιαεν γέμισαν δάκρυα. Τα τσιμέντα είχαν στα σίγουρα σπάσει τα πόδια και τη μέση του. Το τέλος ήταν αναπόφευκτο.

«Δεν θα σε εγκαταλείψω»

«Θέλω να σωθείς. Είναι το λιγότερο που επιθυμώ για μία καταγωγή που πρόδωσα. Προτίμησα να κρύβομαι, να πολεμώ σαν Γερμανός τη στιγμή που εσείς δεν είχατε δικαίωμα ύπαρξης»

«Μη μιλάς έτσι...»τα τρεμάμενα χέρια του κράτησαν τα δικά του, ώσπου η ανάσα του βάρυνε και άλλο.

«Ζήσε Γιάεν. Και αν τη δεις....πες της πως την αγάπησα στ' αλήθεια»

Τα μάτια του τα γαλανά, έγιναν γυάλινα. Υιοθέτησαν την άψυχη σκληράδα του θανάτου. Λυγμοί δραπέτευσαν μέσα από τα πνευμόνια του νεαρού. Αυτός ο άνθρωπος τελικά, είχε δώσει τη ζωή του για εκείνον. Με τα μακριά του δάχτυλα, του έκλεισε τα μάτια. Του άξιζε μία ταφή, λίγο χώμα για να ησυχάσει η ψυχή του. Σύντομα όμως έπιασε βροχή και τα νερά φούσκωσαν. Τότε, σαν άλλα χέρια υγρά, τα είδε να αγκαλιάζουν το άψυχο κορμί του και να το παρασέρνουν στη δύνη τους, μέχρι που εξαφανίστηκε σαν να μην είχε υπάρξει. Ο Γιαεν παρέμεινε μόνος, να παρακολουθεί τη μακάβρια πορεία ως το τέλος, αναλογιζόμενος την αξία της ζωής. Μίας ζωής χαμένης και τσαλαπατημένης. Δυο παιδιά ορφανά, που ήρθαν στη ζωή πιασμένα χέρι-χέρι, ο Κάσπαρ και ο Φίλιμπερτ, έφυγαν τελικά άδοξα. Απέμεινε ο ίδιος όμως και στα ξαφνικά, απέκτησε μία παράλογη αποφασιστικότητα. Να ζήσει. Να ζήσει και να τιμήσει για πάντα τη μνήμη τους.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top