Χαμός ή Σωτηρία/part 1

Πολωνία

Πολλές φορές ο άνθρωπος, δεν γνωρίζει τα όρια της αντοχής του μέχρι να χρειαστεί να τα εξερευνήσει και ο Γιάεν τελευταία, αισθανόταν πως τον πλησίαζε η κρίση πανικού. Τα τρόφιμα έρχονταν με το σταγονόμετρο από τον Κάσπαρ και την Αννίκα που συχνά βοηθούσαν, ενώ παρά την προσπάθειά του να διατηρήσει τη ζωή του σε μία επίπλαστη κανονικότητα, όλο αυτό, ολοένα και δυσκόλευε. Υπήρχαν στιγμές που ξεμάκραινε μόνος του, μόνο για αντικρίσει το φως του ήλιου που τον ενοχλούσε. Κάπου εκεί, στεκόταν στα κρυφά κοντά στη σχάρα του υπονόμου, πότε για να αφουγκραστεί τους ήχους της ζωντανής πόλης και πότε για να αφεθεί να κλάψει, δίχως να τον βλέπουν οι άλλοι. Ήθελε πάντοτε να δείχνει δυνατός, ακόμη και αν αυτό φάνταζε κάποτε ακατόρθωτο. Είχε μεγαλώσει και ορισμένες φορές, ο μικρός φιλόσοφος που έκρυβε μέσα του στα παιδικά του χρόνια, είχε μεταμορφωθεί σε έναν σκληρό νεαρό άνδρα, που δεν άντεχε άλλο να κρύβεται. Μαζί του όμως είχε και την Έμμα και τον Φρανκ. Έπρεπε να παλέψει και για εκείνους.

Ταυτόχρονα, ενώ έμπαινε πλέον ο Χειμώνας, ο Κάσπαρ ενημερώθηκε πως θα τον μετακινούσαν ανατολικά, καθώς τα γερμανικά στρατεύματα ολοένα υποχωρούσαν, χάνονταν και ήθελαν ενισχύσεις. Η σχέση του με την Αννίκα είχε αλλάξει. Πλέον, είχε περάσει ο ηλεκτρισμός της κόντρας και οι δυο τους είχαν έρθει κοντά. Η Τερέζ είχε θορυβηθεί για το αποτέλεσμα που φαινόταν πως έφερνε ο πόλεμος και έτσι σπάνια ασχολούνταν με την κόρη της. Όταν ο νεαρός Γερμανοεβραίος ενημερώθηκε για τη μεταφορά της μονάδας του, ένα κομμάτι της καρδιάς του ξεριζώθηκε. Αρχικά, γιατί είχε δεθεί μαζί της. Το δωμάτιό της, στο οποίο πλέον κοιμούνταν κάθε βράδυ αγκαλιά, το θεωρούσε σπίτι του. Ποτέ του σχεδόν δεν είχε αισθανθεί τη γεύση της οικογένειας, εκτός από τα χρόνια που είχε περάσει με τον Φίλιμπερτ. Πόσο του έλειπε. Πόσο πολύ θα ήθελε να είχε μοιραστεί μαζί του όλους αυτούς τους φόβους. Ήταν το στήριγμά του, από τους δύο ο πιο δυνατός. Εδώ και έναν χρόνο όμως, ο Κάσπαρ προσπαθούσε με μικρά βήματα να βρει τον εαυτό του, να δοκιμάσει τις αντοχές του.

Ο έρωτας που έκανε με την Αννίκα, είχε πάθος και ένταση. Ήταν μία στιγμή που την καρτερούσαν και οι δύο. Μπορούσε σχεδόν να νιώσει τη γεύση του, την προσμονή, την κορύφωση. Όλα αυτά όμως ήταν προσωρινά γιατί κάποιοι ηγέτες, από τον καναπέ τους, δίχως καμία ανάμειξη σωματική σε όλο αυτό, είχαν αποφασίσει απλώς πως ο πλούτος και η εξουσία, όφειλαν να μοιραστούν αλλιώς. Έτσι, οι ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων εκείνης της εποχής, στην καλύτερη περίπτωση, είχαν μπει σε παύση. Στη χειρότερη είχαν απλώς σβήσει και κομματιαστεί. Οι φόνοι με αποτρόπαιους τρόπους, οι βιασμοί και γενικότερα η τερατώδης και διεστραμμένη πλευρά των ανθρώπων, βρίσκονταν στο αποκορύφωμά τους. Καμία ζωή δεν είχε σημασία και όλοι απλώς κοιτούσαν να επιβιώσουν την επόμενη στιγμή. Το απόγευμα λοιπόν εκείνο, όταν ο Κάσπαρ επέστρεψε στο σπίτι, αντιλήφθηκε πως η Αννίκα βρισκόταν στη σοφίτα, μαζί με κάποιον άλλο. Με προσοχή πλησίασε, όταν άκουσε μία γνώριμη φωνή, εκείνη του Κάζιο.

«Τι θέλεις εσύ, εδώ;» του γρύλισε στα γερμανικά και ο νεαρός απέναντί του τον κοίταξε απαξιωτικά.

«Αυτό εδώ, είναι το σπίτι της φίλης μου. Μάντεψε ποιος εγκαταστάθηκε σαν ναζιστικό παράσιτο»

«Σταματήστε!» τους φώναξε η κοπέλα «Είναι ειλικρινά γελοίο να τσακώνεστε, τη στιγμή που είστε στην ίδια πλευρά»

Τα αγόρια την κοίταξαν εμφανώς σαστισμένα.

«Τι εννοείς;» πετάχτηκε ο Κάζιο.

«Αν με γνωρίζεις, όντως, τότε αντιλαμβάνεσαι πως δεν υπήρχε περίπτωση να μιλώ με κάποιον που είχε αληθινά, ναζιστικά πιστεύω. Ξέρεις πόσο απεχθάνομαι τη συμπεριφορά της μητέρας μου και όλους αυτούς που μπαινοβγαίνουν εδώ μέσα. Ο Κάσπαρ όμως είναι καλό παιδί και βοηθά κόσμο»

Ο Κάζιο τον κοίταξε εξεταστικά.

«Ποιους βοηθά;»

«Βοηθώ Εβραίους να κρυφτούν»

Ο νεαρός δεν φάνηκε να πείθεται.

«Λέει την αλήθεια και μάλιστα, έχω πολύ δυσάρεστα νέα, καθώς τα άκουσα από αυτούς όλους τους παρατρεχάμενους που έρχονται εδώ. Οι Γερμανοί, τοποθετούν νάρκες στους υπόνομους. Υπάρχει περίπτωση να τους ανατινάξουν ή να τους ψάξουν»

Ο Κάσπαρ χλώμιασε.

«Είχα ακούσει κάτι και εγώ, μα ήλπιζα να κάνω λάθος. Τα έμαθες από τους Ες-Ες, έτσι;»

Η κοπέλα έγνεψε καταφατικά.

«Δεν μπορώ να σας καταλάβω. Όλο αυτό τι σημασία έχει;»

«Έχει!» σχεδόν τσίριξε ο Κάσπαρ. «Υπάρχουν άνθρωποι, οικογένειες που κρύβονται εκεί μέσα. Πρέπει να τους βοηθήσουμε και αφού εσύ, από όσο αντιλαμβάνομαι, είσαι μπλεγμένος με την αντίσταση και τον πολωνικό στρατό, ίσως μπορέσεις να τους φυγαδεύσεις μακριά, πριν να είναι αργά»

Για λίγο ο Κάζιο προσπαθούσε να ζυγίσει την κατάσταση.

«Μα, τι άνθρωποι θα μπορούσαν να ζήσουν εκεί μέσα;»

«Εβραίοι!» τον επέπληξε αυτή τη φορά η Αννίκα «Έχουν υποφέρει εκεί κάτω, κλεισμένοι σαν τα ποντίκια, με μοναδική εξάρτηση για την επιβίωσή τους, τη βοήθεια που λαμβάνουν από εμάς για το φαγητό τους. Οι βροχές τους πλημμυρίζουν, ζουν μέσα στη βρώμα της πόλης, όταν κάποτε όλοι αυτοί είχαν σπίτια και ήταν αξιοπρεπείς. Πρέπει κάτι να κάνουμε, δεν μπορούμε να τους εγκαταλείψουμε»

«Είναι και κάτι ακόμη, αλλά αυτό θα προτιμούσα να το συζητήσουμε οι δυο μας»

Η Αννίκα τους κοίταξε θλιμμένη.

«Δεν θέλω να έχετε αυτές τις σχέσεις μεταξύ σας. Ίσως κάποια στιγμή, να χρειαστείτε ο ένας τον άλλο. Σας ξέρω και τους δύο, ξέρω τι άνθρωποι είστε. Γιατί λοιπόν να μην γίνετε μεταξύ σας, αυτό ακριβώς;»

«Πάντα θα μας βλέπουν ως εχθρούς και δεν τους αδικώ» έριξε πρώτος την άμυνα ο Κάσπαρ «Οι άνθρωποι εδώ, έκαναν τα όνειρά τους..»

«Τα οποία μας τα διακόψατε. Πήγαινα στο Πανεπιστήμιο και πράγματι, είχα όνειρα, τα οποία αναγκάστηκα να εγκαταλείψω για να μάθω την τέχνη των όπλων. Σαφώς και δεν το ήθελα, όπως σιχαίνομαι να κυκλοφορώ σε μία πόλη-γκέτο για χιλιάδες ψυχές. Ασχέτως αν άδειασε. Έβλεπα την εβραϊκή συνοικία, και πολλές φορές, όταν ήμουν μικρότερος, ζητούσα από τον πατέρα μου να με πάει μία βόλτα, καθώς έσφυζε από ζωή. Επίσης, θαύμαζα τους Εβραίους με τις παράξενες αμφιέσεις τους. Τώρα όλο αυτό το κομμάτι, έχει πεθάνει, έχει γίνει τάφος και τόπος μαρτυρίων. Για να κυκλοφορήσω στην ίδια μου την πόλη, χρειάζομαι άδεια. Λυπάμαι για τα συναισθήματά μου, μα αν ζήσω, δεν θα ξεχάσω ποτέ όσα έχω δει, όσα έχω ακούσει. Τους λυγμούς από οικογένειες που χωρίζονταν, από τον θάνατο, από παρακάλια για να χαριστεί σε κάποιον η ζωή. Δεν είναι αυτό ο άνθρωπος, δεν μπορεί να είναι αυτό. Μέχρι κάποια ηλικία, πίστευα πως απλώς όλοι μας, επιδιώκαμε να ευτυχίσουμε. Δεν μπορούσα να φανταστώ πως η ευτυχία κάποιων, θα σήμαινε αυτόματα τον χαμό κάποιων άλλων. Επίσης, δε μπορούσα να φανταστώ ποτέ πως κάποιοι άνθρωποι, δεν θα είχαν δικαίωμα στην ευτυχία, όπως οι Εβραίοι»

Ο Κάσπαρ κατάπιε ηχηρά. Δίχως να το καταλάβει, σκαρφάλωνε ένας απότομος λυγμός. Η Αννίκα τον κοίταξε σαστισμένη. Πλέον, τον γνώριζε καλά, το ίδιο και τις σκέψεις και τους φόβους, ακόμη και αυτό το τρελό πράγμα που ετοιμαζόταν να ξεστομίσει.

«Πράγματι, οι Εβραίοι δεν είχαν δικαίωμα στη ζωή» τώρα δεν κοιτούσε κανέναν τους στα μάτια. Δάκρυα ξεκίνησαν να τρέχουν «Όμως εμένα, ως δια μαγείας μου δόθηκε. Ήμουν η εξαίρεση σε έναν απάνθρωπο κανόνα. Όλα αυτά όμως, έχουν και το τίμημά τους. Λίγο ακόμη και όταν θα κοιτούσα στον καθρέπτη, δεν θα μπορούσα να με αναγνωρίσω» Ο Κάζιο τον κοίταξε σαν να μη μπορούσε να συλλάβει το βαθύτερο νόημα των λεγομένων του. «Ναι, είμαι Γερμανοεβραίος, ορφανός, που μεγάλωσε σε ένα ίδρυμα στο Βερολίνο. Χάρη σε κάποιον φύλακα-άγγελο, μπόρεσα να διατηρήσω την ταυτότητά μου κρυφή και πλέον, προσπαθώ να βοηθάω»

«Κάσπαρ!» του φώναξε η Αννίκα «Μα, γιατί το είπες;»

«Τον εμπιστεύεσαι και εγώ εμπιστεύομαι εσένα»

Ο Κάζιο για λίγο τους κοίταξε. Το βλέμμα του είχε μαλακώσει, μα δεν ήταν έτοιμος ακόμη να ρίξει τις ασπίδες του.

«Πώς...πώς μπορώ να βοηθήσω εγώ;»

«Πρέπει να μεταφέρουμε τους ανθρώπους του υπονόμου με ασφάλεια. Πολύ φοβάμαι, πως οι Γερμανοί θα κάνουν έφοδο» του ζήτησε η Αννίκα.

«Πολύ καλά. Θα βρεθούμε το βράδυ, στο Ντέμπνικι, στο πατρικό μου κοντά. Ίσως και να έχω απαντήσεις ως τότε»

Όταν ο Κάζιο αποχώρησε, απέμειναν οι δυο τους. Δεν ήξερε πώς να της το πει, πως πιθανότατα δεν θα έβλεπαν ποτέ ξανά ο ένας τον άλλο. Γιατί αυτά τα χρόνια ήταν ρευστά, δεν μπορούσες να χτίσεις τίποτε και τα όνειρα, έμοιαζαν με σύννεφα που διαλύονταν με την αυγή. Η Αννίκα σαν να διάβασε τις πικρές του σκέψεις, τον πλησίασε και χάιδεψε το πρόσωπό του τρυφερά.

«Θα φύγεις, έτσι δεν είναι;»

Την κοίταξε περίλυπα.

«Δεν είναι δική μου επιλογή, όμως η μονάδα μας θα μεταφερθεί ανατολικά»

«Ίσως τώρα να είναι η κατάλληλη στιγμή να χρησιμοποιήσεις το μυστικό σου, υπέρ σου. Είσαι Εβραίος και μπορείς να κρυφτείς. Ο Κάζιο έχει γνωριμίες και θα μπορούσε να σε βοηθήσει»

«Ωστόσο, έχω περάσει μία ολόκληρη ζωή να κρύβομαι. Να κρύβομαι από αυτό που είμαι και τώρα να κάνω το ακριβώς αντίθετο, να το χρησιμοποιώ πάλι για να κρυφτώ» Πήρε μία ανάσα και την κοίταξε «Σκέφτομαι διαρκώς τον Φίλιμπερτ και τι θα ήθελε να κάνω. Αν ας πούμε θα προτιμούσε να φανώ γενναίος, αν θα ήθελε να συνεχίσω αυτό το ψέμα μέχρι τέλους..»

«Τι είναι αυτό που θα ήθελες εσύ;» ρώτησε η κοπέλα.

«Ειλικρινά; Δεν γνωρίζω. Το μόνο που μπορώ να υποστηρίξω με βεβαιότητα, είναι πως θέλω να βοηθήσω αυτούς τους ανθρώπους εκεί κάτω και ειδικά τον Γιάεν»

«Ωραία, τότε ξεκίνα από αυτό»

«Θα πάω το βραδάκι να τους ειδοποιήσω λίγο πριν συναντηθούμε με τον Κάζιο»

Η Πολωνία είχε δεχτεί αμέτρητα πλήγματα. Οι Ναζί ήθελαν όσο τίποτε να την υποβιβάσουν, διαλύοντας την αστική ελίτ, κλείνοντας Πανεπιστήμια, σχολεία ή βιβλιοθήκες. Ο Γιάεν είχε μείνει να χαζεύει μέχρι αργά τη σχάρα, παρά τα παρακάλια των φίλων του να επιστρέψει.

«Σήμερα δεν κατόρθωσαν να μας φέρουν φαγητό. Η αλήθεια είναι πως αν συνεχίσουμε έτσι, θα έχουμε απώλειες, καθώς δεν φτάνει για όλους μας» ο Φρανκ εξομολογήθηκε τους φόβους του στον Γιάεν.

«Σκεφτόμουν να πάω εγώ να ψάξω»

«Τρελάθηκες; Αν ανέβεις στην επιφάνεια με αυτήν την εμφάνιση, θα σε σκοτώσουν»

Ο νεαρός κοίταξε το άνοιγμα. Είχε περάσει ατελείωτες ώρες τις τελευταίες ημέρες, να πασχίζει να αφουγκραστεί τα πάντα. Είχε καταλάβει πως κοντά τους βρίσκονταν σκουπίδια, επίσης πως οι Γερμανοί στρατιώτες σπάνια περνούσαν από εκεί. Κοντά υπήρχαν αγορές και ίσως κάτι να κατόρθωνε να πάρει.

«Θα είμαι εντάξει» απάντησε κοφτά και μόλις ο ήλιος βούλιαξε, άνοιξε με τρόπο τη σχάρα και γλίστρησε στο σκοτάδι.

Απέναντι ακριβώς, όπως το είχε προβλέψει, υπήρχαν σκουπίδια και μάλιστα, κάποιος είχε πετάξει ρούχα. Με τρόπο, ο Γιάεν σύρθηκε προς τα εκεί, ξεχωρίζοντας όσα ήταν σε καλή κατάσταση. Εν συνεχεία, πήγε στο ποτάμι. Το νερό θα ήταν παγωμένο, μα δεν είχε άλλη επιλογή. Κόσμος δεν κυκλοφορούσε πολύς και έτσι πετώντας τα παλιά, κουρελιασμένα και απελπιστικά βρώμικα ρούχα, τινάχτηκε μέσα στο νερό καταπνίγοντας μία κραυγή. Μέσα σε δευτερόλεπτα ξέπλυνε το σώμα του, σκουπίστηκε με τα κουρέλια και φόρεσε εκείνα που βρήκε παρατημένα, ένα γκρίζο πουλόβερ και τρία παντελόνια, εκ των οποίων μονάχα το ένα του χωρούσε. Παπούτσια, είχε τα παλιά του αναγκαστικά. Χτένισε τα μαλλιά του στο πλάι και για καλή του τύχη, μέσα στον υπόνομο είχε πάρει και το εργαλείο του ξυρίσματος. Στράφηκε ξανά προς την πόλη, αναζητώντας πηγή φαγητού, όταν κοντοστάθηκε μπροστά από έναν σπασμένο καθρέπτη.

Κοίταξε τον εαυτό του. Πράγματι, η μύτη του ήταν λίγο πιο έντονη και τα χαρακτηριστικά του δεν τα αποκαλούσες γερμανικά. Όσο μεγάλωνε, γινόταν γοητευτικός και θα ήταν στα σίγουρα καλύτερος, αν έτρωγε λιγάκι παραπάνω. Όμως, καθετί γύρω του, που αφορούσε την καταγωγή του, είχε διαλυθεί. Κοιτούσε τον ουρανό, με τα λαμπερά του άστρα, ανάπνεε με δύναμη ρουφώντας κάθε μυρωδιά διαφορετική από τη δυσωδία των υπονόμων. Ήταν έτοιμος να συνεχίσει το ψάξιμο, όταν άκουσε φωνές. Ένας Γερμανός, έσερνε μία κοπέλα, η οποία από το λίγο που μπορούσε να διακρίνει, φαινόταν αριστοκρατική, μιλώντας άπταιστα γερμανικά.

«Θα έρθεις μαζί μου!» της ούρλιαξε ο άνδρας.

«Δέχτηκα να σε ακολουθήσω ως εδώ μετά από αυτό που έγινε! Δεν θέλω να κάνω παιδί τώρα! Άφησέ με»

«Έχεις μέρες να με αγγίξεις και όποτε σε πλησιάζω, όλο λες τα ίδια. Είσαι η γυναίκα μου»

«Δώσε μου χρόνο»

Ο Γιάεν άκουγε τη συνομιλία για ώρα. Ο Γερμανός ήταν μόνος μαζί της στο στενό. Σαν αίλουρος πλησίασε από ένα άλλο σημείο, μέχρι που βρέθηκε πίσω του. Σε δευτερόλεπτα, δεν ήξερε τι τον είχε χτυπήσει προτού να σωριαστεί αναίσθητος. Αν μία φορά ήταν εκπαιδευμένη η ράτσα του, ο Γιάεν είχε μάθει να επιβιώνει. Η γυναίκα πανικοβλήθηκε, ο νεαρός της έκλεισε το στόμα και την τράβηξε στο εσωτερικό ενός ερείπιου. Ήταν τρέλα, όμως βρισκόταν στην επιφάνεια και αν ήταν τα τελευταία του λεπτά, δεν θα έχανε χρόνο.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top