Υπηρετώ τη Σοβιετική Ένωση/part 3

Δεν την κοίταξε ούτε μία φορά καθώς της μιλούσε. Αισθανόταν την ντροπή να σκαρφαλώνει ύπουλα και απότομα. Δεν είχε παρακαλέσει ποτέ του άνθρωπο, πόσο μάλλον για την προσωπική του σωτηρία. Όμως δεν μπορούσε να χάσει από δίπλα του την τελευταία σανίδα σωτηρίας πριν την Κόλαση. Δεν θα μπορούσε να αντέξει την είσοδο στο Άουσβιτς δίχως να γνωρίζει πως επιστρέφοντας, είχε κάτι καλό να τον καρτερά. Δεν τον ενδιάφεραν τα δικά της προσωπικά συναισθήματα απέναντί του. Του αρκούσε που θα μπορούσε έστω να τη βλέπει.

΄΄Κατάντια΄΄ σκέφτηκε από μέσα του, όταν έφτασαν επιτέλους στη μικρή μονοκατοικία που θα τους φιλοξενούσε. Η Αφροδίτη είχε ανατριχιάσει ολόκληρη. Εκτός από το γεγονός πως βρισκόταν χιλιόμετρα μακριά από τη χώρα της, σε μία άλλη μουντή και παγωμένη, θα έμενε σε ένα σπίτι που δεν της ανήκε. Δεν είχε το πνεύμα του κατακτητή, όπως ο Άρτουρ. Μισούσε τα πάντα. Μισούσε την εκμετάλλευση ξένης ιδιοκτησίας, με όποια μορφή και αν συνέβαινε.

Δεν πρόλαβε να κλείσει η πόρτα πίσω τους και ένα χτύπημα σχεδόν τους τίναξε. Ο νεαρός Ες-Ες την άνοιξε και στο κατώφλι φάνηκε ένας άλλος άνδρας με παρόμοια στολή και δύο ολόμαυρα μάτια που σαν άλλες τρύπες του χάους είχαν καταπιεί κάθε καλοσύνη. Ακολούθησε ο τυπικός χαιρετισμός των Ναζί και κατόπιν, το πρόσωπο του άγνωστου αυλακώθηκε από ένα ψυχρό μειδίαμα.

«Είμαι ο Καρλ Μπάερ»

«Untersturmführer Μπεργκ. Τιμή μου να σας γνωρίζω»

«Βλέπω βρήκατε υπηρέτρια ήδη. Θα σας στέλναμε εμείς μία, μα δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα»
πέρασε με θράσος και κάθισε «Από τον Μάϊνσερ έχω πληροφορηθεί πως σπούδασες ιατρική και ας μην πρόλαβες να την τελειώσεις»

«Ήμουν παθολόγος, αυτό σπούδασα, μα διαθέτω και γενικές ιατρικές γνώσεις»

«Θα είναι τυχερός ο Μένγκελε και εσύ που θα βρίσκεσαι δίπλα του εξελίσσοντας την τέχνη της ιατρικής. Μίας που είσαι νέος εδώ, να σε πληροφορήσω πως υπάρχει και ένα κυλικείο, θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε έτσι, το Haus 7, όπου οι οικογένειές μας μπορούν να αγοράζουν φαγητό και να προμηθεύονται φρέσκα φρούτα και λαχανικά από τους γύρω οπωρώνες. Φυσικά υπάρχουν και διαθέσιμα ρούχα. Κρατούμενοι υπάρχουν πάντα για μαστορέματα ή μεταφορά ξυλείας για θέρμανση, μαγείρεμα καθώς και διανομή καθαρού νερού. Είναι οξειδωμένο αυτό»

«Ευχαριστώ για τη βοήθεια. Με κατατοπίσατε πλήρως και εγώ με τη σειρά μου, θα δώσω όπως μπορώ εντολές στην Πολωνή υπηρέτριά μου» έδειξε την Αφροδίτη.

Ο Μπάερ την κοίταξε με το βλέμμα του αρπακτικού, σε σημείο που την έκανε να ανατριχιάσει.

«Είναι τόσο ανυπόφορο να έχεις επαφή με αυτά τα κατώτερα πλάσματα. Ειδικά αυτή είναι πετσί και κόκκαλο. Η δική μας ομολογώ, έχει πιο ευχάριστο παρουσιαστικό και μερικές φορές πιασίματα» του έκλεισε το μάτι.

«Φοράς αυτή στολή. Είναι απαγορευτικό να αγγίζεις τέτοιες γυναίκες» πρόφερε κοφτά ο Άρτουρ σκληραίνοντας το βλέμμα του.

«Μου αρέσει που σκέφτεσαι έτσι. Φρόντισε τουλάχιστον να είναι καλή στο τρίψιμο. Με ένα χαλαρωτικό μπάνιο, θα σου φανεί πολύ χρήσιμο. Αύριο τα ξημερώματα, θα έρθω για να σε πάρω. Η ράμπα διαλογής σε καρτερά και είναι καλό να ξεκινάς να μαθαίνεις»

«Θα προτιμούσα να βρίσκομαι στο μέτωπο»

Το βλέμμα του Μπάερ κατρακύλησε στο πόδι του.

«Ίσως και να έχουν τον λόγο τους που δεν σε τοποθετούν εκεί. Μην ανησυχείς όμως. Θα έχεις την ευκαιρία να σκοτώσεις ρωσικά κωλαράκια με την ησυχία σου και με πολλούς και ευφάνταστους τρόπους»

Όταν έκλεισε η πόρτα πίσω του, ο Άρτουρ συνειδητοποίησε πως τόση ώρα βαστούσε την ανάσα του. Εμφανώς και η Αφροδίτη δεν θα είχε τον ρόλο της υπηρέτριας και έτσι ο νεαρός ξεκίνησε να ανοίγει δειλά τις πόρτες των δωματίων προκειμένου να στρώσει το κρεβάτι του. Τα βρόμικα ρούχα και τα κλινοσκεπάσματα μεταφέρονταν για πλύσιμο στο στρατόπεδο. Ο καιρός ήταν μουντός και βαρύς. Ο νεαρός βρισκόταν καθισμένος στην άκρη ενός κρεβατιού, ακούγοντας τους κεραυνούς να σκίζουν τον ουρανό και τις χοντρές σταγόνες να χτυπούν με μανία στο τζάμι. Πώς ήταν να ζει κανείς μία φυσιολογική ζωή; Δεν ήξερε να πει. Είχαν περάσει τέσσερα χρόνια από την κήρυξη του πολέμου και όλοι πια, είχαν μπει σε ανώμαλο αυλάκι. Ειδικά οι Γερμανοί, οι οποίοι όπως ήταν λογικό αποτελούσαν κόκκινο πανί, είχαν αρχίσει να γεύονται την πίκρα του να μη σε θέλει κανείς. Όσοι ενδιαφέρονταν δηλαδή για την αξία της ανθρώπινης επαφής και όσοι δεν την είχαν λησμονήσει.

Ράθυμα, κινήθηκε προς την πόρτα. Τα δύο δωμάτια βρίσκονταν στον επάνω όροφο. Κατεβαίνοντας τις σκάλες, βρήκε την Αφροδίτη μαραζωμένη, να κάθεται κουλουριασμένη σε μία καρέκλα, με ένα βλέμμα βουτηγμένο στη θλίψη. Άκουσε τα βήματά του, ωστόσο δεν έκανε τον κόπο να στρέψει τη ματιά της επάνω του. Εκείνος πάλι, δεν είχε ιδέα τι θα έπρεπε να κάνει. Αμήχανα πλησίασε την Αφροδίτη και στάθηκε μπροστά της. Το κεφάλι της ήταν άψυχα κατεβασμένο μπροστά, υποταγμένο στο βάρος της απελπισίας και της θλίψης. Ένιωθε χαμένη. Δεν ήξερε ποιο θα ήταν το μέλλον της, αν θα ζούσε ώστε να δει το επόμενο ανώφελο και ανούσιο ξημέρωμα, σε έναν τόπο θολωμένο από τις καμινάδες των κρεματόριων. Της έλειπε η οικογένεια, η αγκαλιά και η θαλπωρή. Της έλειπε ο γιος της και όλα αυτά την οδήγησαν αργά στο ξέσπασμα ενός σιωπηλού κλάματος.

«Αφροδίτη...» τον άκουσε να ψελλίζει. Είχε σχεδόν γονατίσει μπροστά της, ώστε να βρίσκεται στο ύψος των ματιών της.

Τα μάτια. Έλεγαν τόσα πολλά για τον άνθρωπο, για την ψυχή και τις μύχιες σκέψεις του. Τα μάτια και οι αχνές ρυτίδες γύρω τους που άλλαζαν μορφή σε κάθε, έστω και αμυδρή, έκφραση συναισθήματος. Είδε τα χέρια του να κινούνται με τρόπο και να ακουμπούν ένα της δάκρυ.

«Το ξέρω πως όλο αυτό είναι μία Κόλαση για εσένα. Μπορείς όμως να πιστέψεις πως ισχύει το ίδιο και για εμένα;»

Ήταν η πρώτη φορά που της απέσπασε την προσοχή.

«Το επέλεξες» ψιθύρισε.

Η απάντηση άργησε να έρθει.

«Όχι, Αφροδίτη. Κάνεις λάθος. Δεν επέλεξα τίποτε λιγότερο, από έναν τρόπο για να ζήσω. Αν δεν έχει επέλθει η πλήρης παραίτηση, ο άνθρωπος εφευρίσκει χίλιους και δύο τρόπους για να επιβιώσει. Και εγώ αυτό έκανα. Επιβίωσα. Εις βάρος άλλων; Ναι, σίγουρα. Αν είχα όμως άλλη επιλογή, να είσαι σίγουρη πως την προτιμούσα. Δεν επέλεξα να γίνω βίαιος, όμως δεν μου έδειξε κανείς την τρυφερότητα. Δεν μου έμαθαν να αγαπώ, να κάνω φίλους. Με έμαθαν πώς να σκοτώνω για να ζήσω στο τέλος εγώ. Σε συνδυασμό με τα προσωπικά μου βιώματα διαμόρφωσαν αυτό που είμαι. Επικίνδυνος. Ναι, ακόμη είμαι αυτό ακριβώς το πράγμα γιατί η ψυχή μου κρύβει μέσα της πολύ οργή και πίκρα. Οργή που κανείς δεν προσπάθησε να σβήσει. Με ρώτησες, αν είχα κάνει έρωτα ποτέ. Η απάντησή μου ήταν ειλικρινής. Όχι. Ο αληθινός έρωτας προϋποθέτει ύπαρξη μίας κάποιας ψυχικής υγείας. Εγώ δεν τον είχα ούτε καν σαν εικόνα στο μυαλό μου. Δεν είχα μεγαλώσει με δύο γονείς αγαπημένους, παρά μόνο με βία και χτυπήματα. Δεν μπορώ να τον σχεδιάσω στο μυαλό μου για να τον κάνω πράξη. Αυτά όλα τα γνωρίζεις. Ο Φίλιμπερτ όμως, ξεκίνησε να μου χαράζει αργά την όψη του αδερφικού δεσίματος. Ο χαμός του...δεν ξέρω πώς να το περιγράψω...Με τίναξε στον γκρεμό. Θα ήθελα να έχω μία φυσιολογική ζωή, μα δεν ξέρω πώς....»

Τα καστανά της μάτια για λίγο παρατήρησαν την όψη του και κατόπιν κατρακύλησαν ξανά στο πάτωμα. Εκεί, όπου βρίσκονταν τα χέρια του, με τις πρησμένες από τα χτυπήματα κλειδώσεις. Διστακτικά, τα δάχτυλά της τα άγγιξαν. Τον είδε ελαφρώς να μορφάζει. Διατηρώντας τα ακίνητα, της επέτρεψε να πλησιάσει. Τα λευκά δικά της δάχτυλα, χαρτογραφούσαν τις πληγές και τις αμυχές, μέχρι που ξέφυγαν λίγο πιο ψηλά, στο σημείο του καρπού. Παραμερίζοντας ελάχιστα το μανίκι του, τον χάιδεψε απαλά. Τον είδε να κλείνει για δευτερόλεπτα τα μάτια του. Στην ουσία ο ψυχισμός του εκείνη τη στιγμή, έμοιαζε με εκείνον ενός νήπιου κακοποιημένου, που για πρώτη φορά το χάιδευαν, ενώ στην ουσία εκείνο ήθελε να ουρλιάξει σαν από πόνο. Με τρόπο προσπάθησε να τραβήξει τα χέρια του αργά.

«Άρτουρ...» άκουσε τη φωνή της «Κάθισε»

Το χαμόγελό της ήταν αβέβαιο. Μήτε εκείνη γνώριζε τη δεδομένη στιγμή τις αντιδράσεις της, ωστόσο τα πάντα έμοιαζαν να έχουν σβήσει για λίγο και ο χώρος να έχει μικρύνει στα όρια του σαλονιού. Η βροχή συνέχισε να πέφτει καταρρακτωδώς παλεύοντας να ξεπλύνει τους αιματοβαμμένους δρόμους και τις αμαρτίες. Ο Άρτουρ είχε καθίσει σε έναν καναπέ, στο πλάι της καρέκλας της και εκείνη, καθώς της άρεσε να επικοινωνεί κυρίως με τις πράξεις, έκανε ένα βήμα και βρέθηκε δίπλα του, διατηρώντας μία μικρή απόσταση. Το πρόσωπό του ολόκληρο, στράφηκε προς τη μεριά της. Μία αμηχανία ελλόχευε στα χαρακτηριστικά του.

«Δεν θέλω σε καμία περίπτωση να με φοβάσαι. Τουλάχιστον, σε παρακαλώ γι' αυτό. Δεν θέλω για όσο συνεχιστεί η κοινή μας πορεία να αισθάνεσαι έτσι. Μπορείς αν θέλεις να με μισείς, ή και να αδιαφορείς. Να γνωρίζεις όμως πως δεν θα σου έκανα ποτέ κακό. Ακόμη και τότε, όταν η σκληρότητα αυτού που εκπροσωπούσα αντικατοπτριζόταν στο πρόσωπό μου, δεν θα πείραζα ούτε μία τρίχα σου. Θυμάμαι ακόμη εκείνο το βράδυ που βρέθηκες κατά λάθος στο σπίτι μου. Από τότε, είχα διαβάσει όλα τα σημάδια του τι σου είχε συμβεί. Πίστεψέ με, δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος. Μπορεί να...τελοσπάντων, άστο» πήρε πάλι μία κοφτή ανάσα «Αυτό που...μου έκανες τώρα, θέλω να πω, ήταν ανακουφιστικό»

«Δεν φροντίζεις και πολύ τις πληγές σου»

«Δεν είναι αυτές οι πληγές που με απασχολούν ιδιαίτερα»

Σιωπή και πάλι. Στο εσωτερικό του σπιτιού έκανε κρύο. Ήθελε να της δώσει το πανωφόρι του, μα δυσκολευόταν. Τα ρούχα έμοιαζαν με πανοπλία. Η αφαίρεσή τους μπροστά σε κόσμο, ήταν οδυνηρή. Ακόμη και όταν βρισκόταν στη Σχολή, σπάνια έκανε μπάνιο όταν ήταν άλλοι μπροστά. Η έκθεση του γυμνού κορμιού, τον καθιστούσε τρωτό και όλα αυτά, γιατί σκεφτόταν τον Άλμπρεχτ που είχε παλέψει να του ξεσκίσει τα ρούχα με τη βία, θωπεύοντας το παιδικό κορμί σε μέρη απαγορευμένα με τόση βία, σε σημείο που είχε αποκτήσει μελανιές ανάμεσα στα πόδια του. Ξεροκαταπίνοντας, αφαίρεσε πολύ αργά το γκρίζο πανωφόρι των Ες-Ες και το πέρασε στους ώμους της. Ήταν ο άνδρας που να πάρει. Δεν έπρεπε να καρτερά από μία φοβισμένη κοπέλα να πάρει πρωτοβουλίες. Άπλωσε το χέρι του και την κατηύθυνε πιο κοντά του. Η θερμότητα του σώματός του θα ηρεμούσε τα παγωμένα της μέλη. Εκείνη δεν αντέδρασε. Σαν ακούμπησε το κεφάλι της κοντά στο στήθος του, ένα ανεπαίσθητο άρωμα γαργάλησε την καρδιά της.

΄΄Γιατί στο ανάθεμα; Γιατί να μη θέλω να σου καρφώσω ένα μαχαίρι στην καρδιά; Γιατί; Αύριο θα πας στο Κολαστήριο. Αν σε σκοτώσω, θα γλιτώσω πολύ κόσμο΄΄

Ασυνείδητα το χέρι της βρέθηκε στο στήθος του. Ένα κουμπί είχε παραμείνει ανοιχτό. Ένιωσε τα δάχτυλά της ανεπαίσθητα στο γυμνό του στέρνο. Το δεξί του χέρι κινήθηκε αυτόματα, καλύπτοντας το δικό της. Ένας κυκεώνας παράξενων συναισθημάτων του γεννήθηκε. Ήθελε να τη φιλήσει. Καμία άλλη γυναίκα δεν είχε ακουμπήσει ποτέ με αυτόν τον τρόπο, μα τώρα...Τώρα η Αφροδίτη αργά του σχεδίαζε την τρυφερότητα, το χάδι. Και ήταν όμορφα όλα αυτά. Σαφώς δεν ήταν έτοιμος να παραδοθεί σε τίποτε περισσότερο. Ήδη ήθελε να αποτραβηχτεί στο δωμάτιό του σαν να του ήταν βάρος όλο αυτό. Σαν να είχε φάει απότομα, να είχε ευχαριστηθεί μα ταυτόχρονα να επιζητούσε και την ξεκούραση για να χωνέψει. Σηκώθηκε αργά ακουμπώντας για τελευταία φορά πριν εξαφανιστεί, το χέρι του στον ώμο της.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top