Υπηρετώ τη Σοβιετική Ένωση/part 1
Παρά τα χρόνια που είχαν περάσει, ο Μίσα δεν έπαψε σχεδόν ποτέ να είναι το αδάμαστο παιδί. Ήξερε πως αργά ή γρήγορα θα επέστρεφε στη Μόσχα. Είχε πολλά να αφηγηθεί. Το κυριότερο από όλα όμως ήταν πως κάποια νέα έφτασαν στα αφτιά του. Και ο Μίσα αγαπούσε πολύ τις προκλήσεις, ιδίως όταν αυτές προέρχονταν από τους Ναζί. Ο ελεύθερος σκοπευτής, το αγόρι του ανέμου με τα διαπεραστικά, πάντοτε ψυχρά μάτια. Όταν για πρώτη του φορά έφτασε στο μέτωπο του Στάλινγκραντ, το προσδόκιμο ζωής για έναν στρατιώτη στο μέτωπο δεν ξεπερνούσε τη μία μέρα. Από τότε τα πράγματα είχαν βελτιωθεί και ο ίδιος, όπως και ο Γκάμπριελ αλλά και ο Ζάϊτσεφ, είχαν συμβάλει σε αυτό. Αισθανόταν περήφανος, μα απεχθανόταν το γεγονός πως είχε αποκτήσει δημοσιότητα, η οποία είχε φτάσει στους γερμανικούς κόλπους. Οι Γερμανοί ετοίμαζαν μία δική τους φονική μηχανή αποκλειστικά για να τους φέρει το σώμα του Μίσα νεκρό. Ένας ταγματάρχης και μάλιστα επικεφαλής μίας σχολής ελεύθερων σκοπευτών στο Βερολίνο, ετοιμαζόταν να πετάξει στο επόμενο μέτωπο για να τον αντιμετωπίσει.
«Εγώ είμαι αυτοδίδακτος» καυχιόταν ο Μίσα και ο μέραρχος στριφογύριζε το μουστάκι του.
«Δεν θα είναι ο οποιοσδήποτε. Οι Ναζί έχουν μυαλό και δεν θα έστελναν ένα παιδαρέλι. Είναι διευθυντής της σχολής των ελεύθερων σκοπευτών, επομένως και υπερόπλο. Να προσέχεις και να χρησιμοποιείς το μυαλό σου»
Μετά τη μάχη στο Στάλινγκραντ, υπήρχε μία μικρή παύση των καθηκόντων του, προτού ριχτεί ξανά στο μέτωπο. Ο Μιχαήλ πλέον έμοιαζε σε όλους με κάτι το άπιαστο. Είχαν να αφηγούνται για τον τρόπο με τον οποίο είχε μάθει τις τεχνικές των Ναζί ελεύθερων σκοπευτών. Βέβαια κάτι τέτοιο ακόμη δεν ίσχυε και για τον χερ Βέρνερ όπως αποκαλούσε κοροϊδευτικά το υπερόπλο. Για όλους τους υπόλοιπους είχε κάτι να πει. Ήξερε ποιοι ήταν οι έμπειροι και ποιοι όχι, ποιοι ήταν δειλοί, υπομονετικοί και αποφασιστικοί. Ο Λεβ ήταν ο βοηθός του και καμιά φορά η εξουδετέρωση του αντίπαλου διαρκούσε ακόμη και μία ώρα. Πλέον όμως τα πράγματα θα άλλαζαν. Θα υπήρχε κάποιος που θα έψαχνε για εκείνον. Ο Μίσα αγαπούσε να παίζει μαζί τους και να τους ξεγελά δημιουργώντας παγίδες ομοιωμάτων. Ένα χαρακτηριστικό των Ναζί σκοπευτών, ήταν η ανυπομονησία. Φυσικά είχε μάθει να την αντιμετωπίζει. Δημιουργούσε ομοιώματα που έμοιαζαν με ανθρώπους και τα τοποθετούσε στο σημείο που ήθελε περνώντας απαρατήρητος. Έπειτα φρόντιζε να τα μετακινεί, ώστε να μοιάζουν ανθρώπινα και ταυτόχρονα έστηνε τη θέση του την αληθινή κοντά τους. Μόλις ο αντίπαλος συνήθιζε την παρουσία του ομοιώματος και κάτι άλλο του αποσπούσε την προσοχή, το έσπρωχνε και έπαιρνε τη θέση του, φέρνοντας το κεφάλι του αντίπαλου στο σταυρόνημά του.
Υπήρχαν ολόκληρες στρατηγικές. Κάποτε ρωτούσε και τους νοσοκόμους για την ακριβή τοποθεσία των δικών τους στρατιωτών που είχαν τραυματιστεί. Οι μάρτυρες τον βοηθούσαν να καταλάβει πώς είχαν τραυματιστεί και εκείνος έπειτα έκανε υποθέσεις για την πιθανή θέση των σκοπευτών του εχθρού. Ο ίδιος είχε σκοτώσει πολλούς έχοντας πάθος να παρατηρεί σαν αρπακτικό τη συμπεριφορά του εχθρού. Μέσω της διόπτρας του είχε δει αξιωματικούς να βγαίνουν από την κρυψώνα τους, δίνοντας διαταγές με έναν αέρα εξουσίας δίχως να γνωρίζουν πως τους απέμεναν μερικά δευτερόλεπτα ζωής. Έβλεπε τα χείλη τους, τα ίσια δόντια τους και το αυτάρεσκο χαμόγελό τους. Μερικές φορές αισθανόταν σαν να έπιανε ένα φίδι από το κεφάλι. Αυτό θα χτυπιόταν, αλλά εκείνος θα πίεζε με το χέρι του περισσότερο. Ηχούσε ο πυροβολισμός του. Προτού να τραβήξει το δάχτυλο από τη σκανδάλη, το φίδι θα χτυπιόταν από επιθανάτια αγωνία.
Τα απογεύματα μαζί με τον Γκάμπριελ συγκεντρώνονταν σε ένα σκάμμα και μιλούσαν για τα αποτελέσματα της ημέρας. Πόσους είχαν βγάλει από τη μέση και σε πόσα δευτερόλεπτα. Ο Λεβ σπάνια ακολουθούσε σε αυτό το τελετουργικό. Γενικά οι απόψεις του ήταν λίγο διαφορετικές. Πολεμούσε για την πατρίδα του, αλλά δεν είχε παρωπίδες. Ένας πόλεμος δεν είχε νικητή. Είχε χαμένους και μόνο. Σπίτια που θα έκλειναν, οικογένειες που θα μοιρολογούσαν. Παιδιά που θα έμεναν ορφανά και ηγέτες που ούτε μία ημέρα δεν θα ίδρωναν για τίποτε. Ο Λεβ που στη ζωή του είχε περάσει μία φρικτή παιδική ηλικία, όντας παραμελημένος και ανάμεσα στα σεξουαλικά αίσχη της μητέρας του, ήξερε ποιο ήταν το αντίδοτο. Μία καλή πράξη. Το καλό για εκείνον είχε δύναμη. Αν δεν είχε, μάλλον ο κόσμος δεν θα υπήρχε καν. Ο Μίσα ήταν για εκείνον η καλή πράξη και γι' αυτό τον λάτρευε. Πάλευε καθημερινά να του ψιθυρίζει να μην αφεθεί να γίνει ένας ψυχρός εκτελεστής και τίποτε άλλο.
Στο σήμερα θα επέστρεφαν στη Μόσχα. Ο Λεβ είχε ένα τραύμα στο χέρι που δεν εννοούσε να θεραπευτεί και θα μετέβαιναν στην πόλη για τη θεραπεία του. Εκεί, θα τους αναλάμβανε ο Πέτια, ένας πολύ καλός γιατρός, κυρίως χειρούργος και εργαζόταν στην Πολυκλινική του Λαϊκού Κομισαριάτου. Αργότερα, θα τους συνόδευε στο μέτωπο καθώς θα ήταν απαραίτητος. Οι δυο τους κατόρθωσαν, αφού ο Λεβ πήρε εξιτήριο, να βρουν ένα κρεβάτι στο ξενοδοχείο της Κεντρικής Αίθουσας του Κόκκινου Στρατού. Υπήρχε πάντα το σπίτι της γιαγιάς του Λεβ, μα θα πήγαιναν για επίσκεψη.
«Ντρέπομαι και να στη φορέσω!» είχε πει ο πάντοτε καυστικός Πέτια, καθώς ο Λεβ φορούσε την κουρελιασμένη του χλαίνη «Να σας γυρίσω ανάποδα, ούτε άχυρο δεν θα πέσει για τόση φήμη» κοίταξε τον Μίσα που μειδίασε πονηρά. Δεν είχε και τόσο άδικο έτσι και αλλιώς. Αν δεν είχαν τα χαρτιά του Μίσα που έφεραν την υπογραφή του στρατηγού Τσουικόφ, δεν θα έμεναν ποτέ στον ξενώνα. Σαν άνοιξαν το ραδιόφωνο, ακούστηκε φευγαλέα το όνομα του Μίσα ανάμεσα σε όσους θα παρασημοφορούνταν με το Παράσημο του Ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης. Ο νεαρός δεν έδωσε καμία σημασία.
«Υπάρχουν τόσοι πολλοί σαν εμένα εκεί έξω» δήλωσε ανόρεχτα. Η Μόσχα του δημιουργούσε πάντα μία μελαγχολία. Οι τσέπες του ήταν άδειες καθώς ορισμένα χαρτιά δεν είχαν συμπληρωθεί σωστά. Αυτό τον είχε εκνευρίσει, μα μία βόλτα στο κρύο θα του έφτιαχνε τη διάθεση.
«Θα πρέπει να περάσουμε από το γραφείο της Κομσομόλ της Κεντρικής Πολιτικής Διεύθυνσης πρώτα» τον προσγείωσε ο Λεβ «Για τα χαρτιά»
«Είναι και αυτό» μονολόγησε ο Μίσα και βρέθηκαν εκεί καρτερώντας για αρκετή ώρα, ώσπου ακούστηκε μια γυναικεία κραυγή.
«Είναι εδώ ο Μιχαήλ Μελέτεφ; Αχ, θέλω να σας συγχαρώ!» του όρμησε αναψοκοκκινισμένη.
Όλη η αίθουσα σίγησε και όλα τα βλέμματα στράφηκαν επάνω του. Ο Μίσα έκανε ένα βήμα πίσω, μένοντας εμβρόντητος.
«Μα, για ποιο πράγμα;»
«Μα δεν ακούσατε τίποτε; Σας απονεμήθηκε τίτλος Ήρωα! Ω, Θεέ μου είναι τόσο υπέροχο και εσείς....είστε πολύ όμορφος από κοντά» τον αγκάλιασε σφιχτά. Δεν του έφτανε αυτό, είχε να ανησυχεί και για τους ρεπόρτερ.
Παρόλα αυτά, του ζητήθηκε να ετοιμάσει μία αναφορά σχετικά με τις εμπειρίες και τις τακτικές των ελεύθερων σκοπευτών. Μία κομψή γυναίκα τον ενημέρωσε πως θα την παρέδιδε σε ένα Ινστιτούτο για την μελέτη εμπειριών του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου.
«Νομίζω πως μιλούν για κάποιον άλλο. Πως δεν αναφέρονται σε εμένα. Δεν είμαι τίποτε άλλο από ένας απλός στρατιώτης και κυνηγός. Εκείνο το βράδυ του ανακοινώθηκε πως είχε ενταχθεί στη Βύστρελ, την Ανώτατη Σχολή Σκοπευτών. Το επόμενο πρωί, οι τσέπες από άδειες, γέμισαν με δύο μηνιάτικα μισθού αξιωματικού, ενώ τη μεθεπόμενη θα πήγαινε στο Κρεμλίνο.
«Ξέρω τι σκέφτεσαι» άκουσε τη φωνή του Λεβ «Μα θέλω να μου κάνεις μία χάρη. Δοκίμασε έστω και για μία μέρα να κυκλοφορήσεις με στυλ και να αγοράσεις άρωμα. Τώρα πια μπορείς. Κάποτε, αν έμενες με τους δικούς σου θα ήταν δεδομένο»
«Δεν νομίζω πως μου ταίριαξε ποτέ η χλιδάτη ζωή» τον πείραξε ο Μίσα.
«Ω, έλα τώρα. Είσαι ήρωας!Το δικαιούσαι»
«Μονάχα αν ντυθείς και εσύ έτσι»
«Ποτέ δεν αρνήθηκα μία τέτοια προσφορά»
Οι δυο τους ξεχύθηκαν στους δρόμους και ήταν σαν να μην είχε περάσει ούτε μία ημέρα. Αυτό αγαπούσε ο Μιχαήλ. Την ελευθερία. Όλες αυτές οι ώρες στα γραφεία, όλα τα παράσημα και οι αναφορές του δημιουργούσαν νευρικότητα. Εκείνος είχε κάνει το καθήκον του και είχε πολεμήσει για την πατρίδα του. Σαφώς ήταν περήφανος για το κατόρθωμά του, μα προτιμούσε τώρα να βρίσκεται στην ησυχία των δασών του και της φύσης. Παρόλα αυτά, έτσι για να διασκεδάσει, αποφάσισε να ντυθεί λίγο πιο μοντέρνα. Στο ξενοδοχείο χτένισαν προσεχτικά τα μαλλιά τους και ίσιωσαν το πουκάμισο έχοντας αποφασίσει να πάνε θέατρο. Τα μαλλιά του Λεβ τα καστανά, είχαν ξεκινήσει να σχηματίζουν ελαφριές μπούκλες. Τα λευκό αλαβάστρινο δέρμα του, του χάριζε μία αριστοκρατική όψη, ενώ ο φίλος του, ξανθός με τα υπέροχα κυανά του μάτια είχε επίτηδες επιλέξει ένα πουκάμισο σε ανάλογο χρώμα. Δυσκολευόταν να αναγνωρίσει τον εαυτό του.
«Ουάου! Δεν είμαι σίγουρος πως αντιλαμβάνεσαι το πόσο ωραίος είσαι. Απόψε, θα χαρώ να κάνω καμιά γνωριμία με μία δεσποινίδα του θεάτρου, ας πούμε. Κανόνισε να μου τις κλέψεις όλες»
«Τις εντυπώσεις; Γιατί για γυναίκες ούτε λόγος»
«Πέρνα καλά για ένα βράδυ» τον προέτρεψε ο Λεβ «Δεν είναι ανάγκη να την παντρευτείς»
«Οι γυναίκες καμιά φορά ζητούν περισσότερα και εγώ δεν θέλω να μπω καν στη διαδικασία να εξηγήσω. Θα μου χαλούσε όλη τη μαγεία της πράξης. Άσε, μία άλλη φορά. Πάμε να απολαύσουμε λίγο ποιοτικό θέαμα. Σου υποσχέθηκα εξάλλου μία ηρωική βραδιά»
«Να περάσουμε και από την Ντούνα»
«Σαφώς. Της έχω αγοράσει ένα παλτό. Θα το εκτιμήσει»
«Πώς νιώθεις που θα βρεθείς στο Κρεμλίνο;»
«Περήφανος» απάντησε μονολεκτικά και ο Λεβ μπήκε μπροστά του.
«Να αγαπάς τη χώρα σου αληθινά. Να θυμάσαι όμως πως μόνο εσύ το κάνεις. Μίσα ζεις στον κόσμο σου»
«Δεν σε καταλαβαίνω»
«Θα με καταλάβαινες αν δεν έκανες τη δουλειά του σκοπευτή. Δικοί μας στρατιώτες, αν πιάνονταν αιχμάλωτοι, θα εκτελούνταν. Το βρίσκεις δίκαιο;»
Ο Μίσα το σκέφτηκε.
«Θαρρώ πως όχι»
«Γιατί απλά δεν είναι»
«Πού θες να καταλήξεις; Ξέρω τι μου γίνεται! Μήπως ήθελες να λυπηθώ τα κοπρόσκυλα που βίασαν τις γυναίκες μας και έκαψαν τα χωριά μας;»
«Αυτό σου είπα;»
«Συνέχεια μου λες να μην είμαι τέρας. Σήμερα μπορεί να είσαι ζωντανός χάρη σε εμένα και τις τερατώδεις μου πράξεις!»
Εκνευρισμένος επιτάχυνε. Δεν είχαν τσακωθεί ποτέ στα τόσα χρόνια της φιλίας τους. Αν και πολύ κομψά ντυμένος, ο Μίσα ήθελε για λίγο να απομακρυνθεί. Το μέρος που τον υποδεχόταν πάντα το γνώριζε. Μπήκε στο ερειπωμένο σπίτι και ανέβηκε στην ταράτσα που του χάριζε όλη τη Μόσχα στο πιάτο. Έκλεισε τα μάτια του. Ο ίδιος κόμπος παραμόνευε κάπου στα σκοτεινά άδυτα της ψυχής του. Ο κόμπος εκείνου του παράξενου κενού, ενός νήματος που απότομα είχε κοπεί. Ως τώρα έμοιαζε σχεδόν να μην ανήκει πουθενά, σαν να μην υπήρχαν αληθινά θεμέλια. Εκτός από τον Λεβ. Το μόνο του θεμέλιο. Ένιωσε την παρουσία του σαν σκιά από πίσω του.
«Δεν έχουμε τσακωθεί ποτέ μας» ψιθύρισε ο Μίσα.
Το χέρι του Λεβ προσγειώθηκε στον ώμο του.
«Και τα αδέρφια τσακώνονται. Δεν σημαίνει πως δεν αγαπιούνται»
Χαμογέλασαν. Ακολούθησε μία σφιχτή αγκαλιά. Η παράσταση θα ξεκινούσε σε λίγη ώρα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top