Συναισθήματα, παρελθόν και στάχτες/ part 3
Η κοπέλα είχε ξεκινήσει να απομακρύνεται, όταν άκουσε έναν ψίθυρο και γύρισε ευθύς το κεφάλι της τρομοκρατημένη. Μπροστά της στεκόταν ο Κάζιο, ο παιδικός της φίλος. Καθώς οι συνθήκες που επικρατούσαν, ήταν απαγορευτικές για την επικράτηση οποιασδήποτε ελπίδας να δεις ακόμη και την επόμενη μέρα, ένα αγαπημένο σου πρόσωπο, η συγκίνηση ήταν μεγάλη. Ανακουφισμένη, έπεσε στην αγκαλιά του, σφίγγοντάς τον, μέχρι που άκουσε το χαρακτηριστικό του γέλιο, εκείνο το χαμηλόφωνο που πάντοτε την καθησύχαζε. Σε αντίθεση με πολλές φίλες της που της είχαν γυρίσει την πλάτη εξαιτίας της στάσης της μητέρας της, ο Κάζιο ποτέ δεν την είχε κρίνει και ας γνώριζε πολύ καλά τον χαρακτήρα και τις συναναστροφές της Τερέζ. Αυτή τη στιγμή έμοιαζε μπερδεμένος ωστόσο, βιαζόταν να λάβει ορισμένες απαντήσεις.
«Αννίκα!Χαίρομαι πολύ που είσαι καλά. Φοβήθηκα...»
«Μη φοβάσαι είμαι καλά»
Τον είδε πάλι να την κοιτάζει παράξενα.
«Κοίτα, ξέρω πως χρωστώ εξηγήσεις για το γεγονός πως εξαφανίστηκα»
«Κάζιο!Για καιρό νόμιζα πως είχες σκοτωθεί στον πόλεμο!» Κοίταξε προς το μέρος του και είδε τις γροθιές του λερωμένες με αίμα «Θεέ μου!Είσαι καλά;»
«Τον έβαλα στη θέση του» της γρύλισε αποφασιστικά.
«Ποιον;»
«Τον Ναζί με τον οποίο κάποτε σε έχω δει»
Η Αννίκα σκυθρώπιασε. Ήξερε πολύ καλά πώς θα του φαινόταν αυτή η εικόνα και από την άλλη, δεν ήθελε να προδώσει την ύπαρξη των Εβραίων στον υπόνομο. Όταν ένα μυστικό το γνωρίζουν πολλά άτομα, παύει να είναι και δεν ήθελε να το ρισκάρει.
«Δεν καταλαβαίνω...» τώρα είχε αρχίσει να πανικοβάλλεται.
«Αννίκα, εμείς οι δύο πάντοτε μιλούσαμε. Παρά το γεγονός πως μεγαλώσαμε σε διαφορετικά περιβάλλοντα, όλα μας τα όνειρα και τους φόβους τους μοιραζόμασταν. Σε έχω δει με έναν Γερμανό αξιωματικό, κυρίως κοντά στο Ντέμπνικι. Το κακό είναι πως σήμερα υπήρχαν και άλλοι μαζί μου. Αποφάσισα να σε απαλλάξω από δαύτον αν σου είναι πρόβλημα. Καταλαβαίνω απόλυτα πως δεν μπορείς να αντιδράσεις, πιθανότατα να σε εκβιάζει κιόλας»
Η Αννίκα τον άκουγε πολύ προσεκτικά και ειλικρινά δεν ήξερε τι έπρεπε να απαντήσει. Το μυαλό της για λίγο σταμάτησε, σαν να εγκατέλειπε το σώμα της, σαν να αιωρούνταν πάνω από όλα τα επίγεια αμαρτήματα. Τι ήταν εκείνο που σε καιρούς βδελυρούς και απάνθρωπους, θα μπορούσε να λάμψει και να ξεχωρίσει; Ίσως η αλήθεια και η ανθρωπιά. Δεν είχε σημασία αν τελικά θα έφτανες να γίνεις ήρωας. Μπορεί να σε καταδίκαζαν γι' αυτό, μα τουλάχιστον δεν θα καταδίκαζες εσύ τον εαυτό σου. Τα μάτια της τον κοίταξαν σχεδόν απολογητικά, σαν να ετοιμαζόταν να ξεστομίσει μία βαριά αλήθεια που ίσως και να της κόστιζε.
«Δεν...δεν μου έκανε κακό κανένα. Ξέρω τι είναι, όμως σου ορκίζομαι πως τουλάχιστον, προσπαθεί να είναι καλός άνθρωπος»
Είδε το πρόσωπό του να συσπάται.
«Δεν μπορεί να το πιστεύεις αυτό»
Παραίτηση. Αυτό ένιωσε για μία στιγμή.
«Μπορεί μία πλειοψηφία να είναι διεστραμμένη, μα δεν σημαίνει πως κάθε στρατιώτης θεωρεί τον πόλεμο σωστό ή είναι ρατσιστής. Μετά από χρόνια πολέμου νομίζω πως πλέον οι άνθρωποι έχουν κουραστεί. Πως αρχίζουν και διακρίνουν το σωστό από το λάθος και πως αυτή η ονειρική φούσκα, έχει πλέον διαλυθεί για πολλούς από αυτούς» κόμπιασε καθώς θυμήθηκε ξανά τα αίματα στο χέρι του «Τον...σκότωσες;»
«Τον σπάσαμε στο ξύλο»
«Είσαι τρελός; Αν πάρουν χαμπάρι πως επιτεθήκατε σε αξιωματικό, ή ακόμη χειρότερα αν τον σκοτώνατε, θα εκτελούσαν αθώους για αντίποινα!»
«Και για πόσο θα πρέπει τομάρια σαν αυτούς να επιβιώνουν και να σκοτώνουν έτσι και αλλιώς αθώους; Άκουσε...πλέον, ανήκω αλλού...στην αντίσταση. Είναι και ο λόγος που δεν εμφανίζομαι και πολύ. Μπορώ να σε εμπιστευθώ έτσι; Ή άλλαξες τόσο πολύ;»
«Με πληγώνεις. Σε κάθε σου αγώνα, ξέρεις πως θα σε στήριζα»
«Δεν μπορείς όμως παράλληλα να στηρίζεις και αυτόν» πήρε μία γρήγορη ανάσα «Το βλέπεις το γωνιακό καφέ;» τη ρώτησε και εκείνη ένευσε «Μπορεί να φαίνεται κλειστό λόγω απαγόρευσης κυκλοφορίας, αλλά ακόμη έχει πελάτες μέσα. Μένω ακριβώς από πάνω και θέλω αν χρειαστείς κάτι, να μου πεις»
Τρέμοντας τον αγκάλιασε. Δεν ήξερε γιατί, μα είχε ανάγκη από μία σίγουρη αγκαλιά και οικεία, όπως ήταν κάποτε του πατέρα της. Ο κόσμος είχε συρθεί σε μία παράνοια, τα σπίτια έκλειναν το ένα πίσω από το άλλο. Δεν το άντεχε αυτό πια. Δεν ήθελε μία τέτοια ζωή αλλά εκείνη που είχε ονειρευτεί με τον Κάζιο, ο οποίος ήταν εξαιρετικός ζωγράφος. Στις συζητήσεις που κάποτε έκαναν, είχαν μιλήσει για το Παρίσι. Την πρωτεύουσα εκείνη που μέσα στα σπλάχνα της έκρυβε μία μαγεία ανεξήγητη, που ταξίδευε καθημερινά στα σοκάκια και τα μνημεία της. Θα νοίκιαζαν ή θα αγόραζαν μία σοφίτα και θα ζωγράφιζαν. Το φως θα έλουζε το δωμάτιο ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες. Θα περπατούσαν στον Σηκουάνα μαζί, ως φίλοι ή κάτι διαφορετικό; Ποτέ τους δεν το είχαν ομολογήσει. Ίσως μερικά χρόνια πριν, να ήταν αλλιώτικο το μονοπάτι που θα ακολουθούσαν. Πλέον, με τον πόλεμο, τις αλλαγές στις συνθήκες, τις γνωριμίες, δεν ήταν βέβαιη για τίποτε. Στα όνειρά της είχε πέσει η αυλαία και ήταν έρμαιο της στιγμής. Τον ένιωσε να απομακρύνεται. Τα πόδια της έκαναν δύο βήματα, μα ύστερα έτρεξε στο σημείο που θυμόταν πως είχε αφήσει για τελευταία φορά τον Κάσπαρ. Δεν την ένοιαζε αν θα την έβλεπε κάποιος.
Τότε, είδε ένα σώμα πεσμένο στο γρασίδι. Ο ουρανός από πάνω της είχε μαζέψει σύννεφα, καλύπτοντας τα άστρα που χάζευαν μέχρι πριν λίγη ώρα. Ο νεαρός κειτόταν αναίσθητος, με το πρόσωπο χτυπημένο, τα χείλη του πρησμένα και ματωμένα. Η πρώτη σταγόνα έπεσε και έπειτα άλλη μία. Τοποθέτησε τα χέρια της στο στήθος του και ξεκίνησε να τον κουνά απαλά.
«Κάσπαρ...» πάλεψε να τον συνεφέρει δίχως αποτέλεσμα. Είχε πεθάνει; Όχι. Το σώμα του ήταν ακόμη σχετικά ζεστό και εύκαμπτο. Ίσως είχε πέσει σε κώμα, ίσως απλώς έπρεπε να τον αφήσει για να τον βρουν οι δικοί του. Ήταν τότε που αισθάνθηκε το κεφάλι του να κινείται και τα μάτια του να ανοίγουν με δυσκολία.
«Αν...»
«Μη μιλάς. Πρέπει με κάποιον τρόπο να πάμε σπίτι και είναι μακριά. Ίσως χρειάζεσαι γιατρό»
«Όχι!» φοβήθηκε Αν τον έβλεπε γιατρός, αν αφαιρούσε τα ρούχα του και πρόσεχε την περιτομή, θα ήταν χαμένος από χέρι. Με όση δύναμη του απέμενε, προσπάθησε δίχως αποτέλεσμα να σηκωθεί. Οι πόνοι που όργωναν το κορμί του ήταν φρικτοί και ευχήθηκε να μην είχε σπάσει κάτι και οι δικοί του να μην καταλάβαιναν την απουσία του.
«Είσαι τρελός; Τι κάνεις;»
«Πρέπει να σηκωθώ, πρέπει να φύγουμε» ψέλλισε ελαφρώς ακαταλαβίστικα εξαιτίας των τραυμάτων. Η κοπέλα προσπάθησε με όλες της τις δυνάμεις να τον σηκώσει και να τον βοηθήσει να σταθεί στα πόδια του. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί και γιατί για ακόμη μία φορά τον έβλεπε τρομοκρατημένο.
Με πολύ κόπο, σύρθηκαν μέχρι το σπίτι. Η καρδιά της φτερούγιζε από τρόμο και αηδία στη σκέψη πως στο δωμάτιο της Τερέζ βρισκόταν ένας σιχαμένος Ες-Ες. Αν τους άκουγαν; Αν τους έβλεπαν και ζητούσαν εξηγήσεις; Τι θα γινόταν; Αν κάτι είχε δει ο Κάσπαρ και έφταναν στον Κάζιο; Αχ, ο Κάζιο. Το ονειροπόλο αγόρι, εκείνος ο αλλοτινός ταπεινός καλλιτέχνης, είχε χάσει κάθε όρεξη για ΄μία ζωή όμορφη και ίσως συμβατική. Η Αννίκα καταβεβλημένη και με το βάρος σχεδόν ολόκληρο του Κάσπαρ, έφτασε μέχρι την καλοδιατηρημένη γειτονιά της και το κομψό της σπίτι. Με τρόπο και κινήσεις προσεκτικές άνοιξε την πόρτα, βοηθώντας τον να ανέβει έστω και δύο σκαλοπάτια. Σαν έφτασαν μπροστά στο δωμάτιό της, τα πράγματα έγιναν ευκολότερα αφού τον άφησε να καταρρεύσει στο κρεβάτι.
«Στάσου εδώ. Θα φέρω βρεγμένα πανιά να καθαρίσουμε το πρόσωπό σου και όπου υπάρχει πληγή να την απολυμάνουμε» Δεν της έφερε καμία αντίρρηση, δεν μπορούσε εξάλλου. Το δωμάτιο γύριζε, ο εμετός σκαρφάλωνε στον λαιμό του επικίνδυνα και δέκα λεπτά αργότερα, φάνηκε η κοπέλα με μία λεκάνη. Η Άμπι είχε σηκωθεί, μα της είπε πως μπορούσε να το αναλάβει και μόνη της. «Πρέπει να αφαιρέσουμε τη μπλούζα σου και να δούμε αν υπάρχουν μελανιές ή πόσο άσχημα είναι τα πράγματα. Ίσως να βοηθούσε και ένα μπάνιο, αλλά λίγο αργότερα»
Με πολύ κόπο αφαίρεσαν το ύφασμα για να καλωσορίσουν μία μεγαλόπρεπη μελανιά στα πλευρά. Το κεφάλι του ωστόσο ήταν εκείνο που είδε δεχτεί τα πιο ισχυρά χτυπήματα.
«Μην το ψάχνεις, μου άξιζε»
Τα μάτια της τον κοίταξαν.
«Γιατί το πιστεύεις αυτό;»
«Για άπειρους λόγους, με τον βασικότερο πως είμαι Γερμανός και πως έχω σκοτώσει, ασκήσει βία σε στρατιώτες και έχω καταλάβει χώρες με το έτσι θέλω»
«Καλά, λίγο από αυτό μπορεί και να άξιζε» προσπάθησε να αστειευτεί, ενώ παράλληλα σκούπιζε το πρόσωπό του από τα αίματα.
«Δεν έχω σημασία για κάποιον, Αννίκα. Πίστεψέ με. Οικογένεια δεν έχω, ούτε φίλους. Είμαι το ιδανικό άτομο να ξεπαστρέψουν»
«Τι φοβάσαι;» άλλαξε στα ξαφνικά το θέμα.
«Δεν σε καταλαβαίνω»
«Με καταλαβαίνεις και μάλιστα πολύ καλά. Ωστόσο, δεν θέλεις να το συζητήσεις και είναι κατανοητό»
«Δεν...δεν» προσπάθησε να βρει τα κατάλληλα λόγια.
«Είναι εντάξει. Ξεκουράσου και βλέπουμε. Μπορεί να σηκώσεις και πυρετό»
Αργά το σώμα της απομακρύνθηκε από το κρεβάτι, όταν ένιωσε το χέρι του να την αγγίζει.
«Δεν θέλω να φύγεις. Μείνε μαζί μου. Δεν μου αρέσει να είμαι μόνος»
Για λίγο σκέφτηκε την εικόνα της. Πως για όλα κατηγορούσε τη μητέρα της και τώρα εκείνη θα πλάγιαζε με έναν αξιωματικό. Ήταν τελείως λάθος όλο αυτό. Τα προνόμια που είχε να κυκλοφορεί στην πόλη, είχαν κερδηθεί από αυτήν την αποτρόπαια σχέση της μητέρας της με τον κατακτητή. Όμως η εικόνα του ξεθώριαζε κάθε τι αρνητικό. Έβλεπε ένα νεαρό αγόρι που είχε συρθεί σε μία μάχη και είχε πλέον μείνει ολομόναχο. Προσεκτικά τον πλησίασε και το αδύνατο κορμί της αργά ακούμπησε από την πλευρά που δεν είχε χτυπηθεί. Για λίγο κούρνιασε εκεί. Η ανδρική του μυρωδιά έκανε την καρδιά της να χτυπά. Το πηγούνι του άγγιξε τα μαλλιά της. Δεν ήξερε τι έπρεπε να πει, αλλά και πάλι, τι σημασία είχε η κατάληξη; Ένα τιποτένιος ορφανός άνδρας ήταν που είχε μάθει να κρύβεται, πατώντας επάνω σε μία ζωή που δεν του ανήκε και πουλώντας ψέματα κυρίως στον εαυτό του. Δεν ήταν Γερμανός ή τουλάχιστον δεν ήταν καθαρόαιμος Γερμανός και ας είχε μεγαλώσει εκεί. Πήρε μία βαθιά ανάσα με το στήθος του να πονά από τις κλωτσιές.
«Είμαι Εβραίος»
Σιωπή ακολούθησε καθώς η Αννίκα επεξεργαζόταν αυτό που είχε μόλις ακούσει. Αναδεύτηκε στη θέση της και τον κοίταξε ξανά.
«Μα, πώς;»
«Πώς είμαι αξιωματικός της Βέρμαχτ; Με μέσον που είχα στη Γερμανία, κάποιοι κάπου έκαναν τα στραβά μάτια. Δεν χρειάστηκε ως τώρα να νοσηλευτώ, φυσικά δεν είχα ολοκληρωμένες σχέσεις με κάποια γυναίκα και γενικά ως σήμερα δεν με έχουν καταλάβει»
«Ώστε, αυτός είναι ο φόβος σου; Γι' αυτό μου φέρθηκες έτσι πριν λίγες ώρες;» τον ρώτησε και τον είδε να νεύει θετικά.
«Είσαι πράγματι χαζός...Τι σημασία έχει; Δεν θα πρόδιδα ποτέ το μυστικό σου και...Ευχαριστώ που μου το είπες. Απορώ πώς έχεις περάσει μία ζωή μέσα στο άγχος, μία ζωή να κρύβεσαι, να μην μπορείς να χαρείς τον έρωτα» τον κοίταξε. Με τα ακροδάχτυλά της ίσα που χάιδεψε τα μάγουλά του. Τον είδε να χαμογελά κουρασμένα.
«Αν δεν πονούσα παντού, τα πράγματα απόψε θα άλλαζαν και για τους δύο, αν φυσικά το ήθελες»
Ένα φιλί προσγειώθηκε στο μάγουλό του.
«Μπορούμε να γυρίσουμε σελίδα. Όμως θέλω να προσέχεις πολύ»
«Θα προσέχω. Θα μείνεις μαζί μου;»
«Έχεις μία τρελή ιστορία να μου αφηγηθείς. Φυσικά και θα μείνω»
Ξάπλωσε πίσω της και προσεκτικά ανασήκωσε το χέρι του για να το τυλίξει γύρω από τη μέση της.
«Όλα ξεκίνησαν κάπου στο Βερολίνο. Όταν βρέθηκα σε ένα κατώφλι ενός ορφανοτροφείου, βαστώντας ένα άλλο μωρουδιακό χεράκι για παρηγοριά. Εκείνο του Φίλιμπερτ, του αδερφού του Άρτουρ. Δυστυχώς μου είχαν κάνει ήδη περιτομή, οπότε η περιπέτεια για εμένα ξεκίνησε από πολύ νωρίς...»
Θα τα έλεγε όλα και όσο άντεχαν.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top