Στο δρόμο για το σπίτι/ επίλογος

Δεν είχε ιδέα ποιο ήταν το σωστό ή το λάθος. Είχε πάρει μία απόφαση από καθαρό νιάσιμο και αγάπη. Αγάπη για την Αφροδίτη, την οποία έβλεπε σαν αδελφή. Είχαν μεγαλώσει μαζί από μωρά. Είχαν μικρή διαφορά ηλικίας όμως πάντοτε την κρατούσε στην αγκαλιά του, από τότε σχεδόν που άνοιξε τα μάτια της. Ποτέ δεν έπαψε να τη νιώθει εύθραυστη, ειδικά έπειτα από εκείνο το φρικτό βράδυ. Το βράδυ της κατάρας που όμως έφερε μια ευχή στο σπιτικό τους. Τον Λευτέρη. Στην Αφροδίτη άξιζε η ευτυχία. Οι καιροί που είχαν ζήσει και εξακολουθούσαν να ζουν ήταν απαγορευτικοί για όνειρα. Τα όνειρα όμως έδιναν ελπίδα και αυτή δεν μπορούσε να τους τα κλέψει. Τα δημιουργούσε. Η Αφροδίτη βαθιά μέσα της μαράζωνε. Η πληγή της ραγισμένης καρδιάς θέλει χρόνο για να κλείσει. Το γνώριζε αυτό πολύ καλά. Το είχε περάσει και ο ίδιος όταν έβλεπε την Ανδριανή να χάνεται και να ξεγλιστρά μέσα από τα χέρια του, δίχως να μπορεί να κάνει κάτι. Ήταν αδύνατο από ένα σημείο και μετά να γεφυρώσει το χάσμα. Κάθε μέρα τον πονούσε. Γιατί όταν υπάρχει αγάπη αληθινή, η στέρησή της πάντα πονά.

Όταν κατέβηκε από το τρένο εκείνο το παγωμένο πρωινό, έμοιαζε χαμένος. Ο Στέφανος αν και γενναίος είχε πάντοτε μάθει να κινείται στα όρια της πατρίδας του, με εξαίρεση τις ημέρες της περιπέτειάς του με τον Άρτουρ. Μπροστά του ανοιγόταν η Κρακοβία. Η συνθήκη ειρήνης δεν είχε ακόμη υπογραφεί. Οι περισσότεροι δεν θυμούνταν καν πως ήταν να ζει κανείς ειρηνικά. Μέσα λοιπόν σε αυτό το περιβάλλον αβεβαιότητας, ο Στέφανος προχωρούσε δίχως να είναι βέβαιος για τίποτε. Άκουγε απλώς το ένστικτο και την καρδιά που του υπαγόρευαν να προχωρήσει. Τα μάτια του εστίαζαν στη γη, όταν κατά λάθος έπεσε επάνω σε μία κοπέλα που φορούσε ένα βρώμικο μαντήλι στο κεφάλι. Σαστισμένη εκείνη, τον κοίταξε φευγαλέα σαν να είχε διαπράξει η ίδια έγκλημα. Το κορμί της σαν να ζάρωσε και η οπτική επαφή χάθηκε. Ψιθύρισε ένα ΄΄συγγνώμη΄΄ στα ελληνικά που έκανε τον Στέφανο να χαμογελάσει διάπλατα.

«Είσαι Ελληνίδα;» τη ρώτησε γεμάτος ξαφνικό ενδιαφέρον και την είδε να χαμογελά ελαφρώς αβέβαια. Για λίγο δεν του απάντησε, σαν να έψαχνε τις λέξεις πολύ προσεκτικά.

«Έτσι νόμιζα... Είμαι Ελληνίδα-Εβραία για την ακρίβεια»

Ο Στέφανος κοντοστάθηκε για λίγο.

« Είμαι και εγώ Έλληνας και δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χαίρομαι που ακούω τη γλώσσα μου σε αυτά τα μέρη. Αισθανόμουν τελείως χαμένος είναι η αλήθεια»

Τα μάτια της για λίγο υψώθηκαν.

«Όλοι κάπως έτσι νιώθουμε νομίζω»

«Πώς σε λένε;» ρώτησε ο νεαρός καλοσυνάτα «Αν θέλεις μου λες»

«Με λένε Εσθήρ» απάντησε σχετικά λακωνικά. «Εγώ...έχω έρθει από το στρατόπεδο συγκέντρωσης...ήμουν αιχμάλωτη»

Ο Στέφανος ήθελε να την αγκαλιάσει και να την παρηγορήσει πως όλα θα πήγαιναν καλά. Ωστόσο, βλέποντας τον φόβο να διαγράφεται σε κάθε κίνηση του κορμιού της, αποφάσισε να διατηρήσει μία απόσταση ασφαλείας.

«Αν έρχεσαι από εκεί, μήπως γνωρίζεις έναν Άρτουρ;»

Η Εσθήρ πάγωσε. Λίγο πιο πίσω της, ακολουθούσε ο Αβραάμ ο οποίος πλησίασε τον Στέφανο με θάρρος.

«Ποιον ψάχνετε;» τον ρώτησε στον πληθυντικό και ο Στέφανος χαμογέλασε.

«Δεν είμαστε πολλοί. Ψάχνω έναν Άρτουρ και νομίζω πως εσείς οι δύο γνωρίζετε πού βρίσκεται»

«Γιατί τον ψάχνεις;» τον ρώτησε ο Αβραάμ και ο Στέφανος δεν ήταν βέβαιος πως ήθελε να ανοίξει όλα του τα χαρτιά. Τελικά όμως, κάποιες αναμνήσεις της Εσθήρ, πυροδότησαν και την απάντηση. Τα γράμματα που έγραφε δίχως παραλήπτη κρυμμένος πάντοτε στις σκιές. Τις παιδικές ζωγραφιές που όσο άχαρες και αν ήταν, έκρυβαν μέσα τους αγάπη και μία μικρή δόση θλίψης.

«Τον αναζητά εκείνη...» αυτή τη φορά δεν έθεσε καμία ερώτηση. ήταν βέβαιη γι' αυτό.

Ο Στέφανος παρέμεινε σιωπηλός. Με τα μάτια του αναζήτησε μια φιγούρα κουρασμένη που ακολουθούσε διστακτικά. Όταν κατάλαβε πως ήταν ο Άρτουρ, σχεδόν αδυνατούσε να πιστέψει αυτήν την εικόνα. Πριν από λίγα χρόνια, όταν τον είχε δει για πρώτη φορά, ήταν ένα τελείως διαφορετικό άτομο. Παρά το γεγονός πως πατούσε γερά στη γη, ο Στέφανος είχε φτάσει στο σημείο να πιστεύει στην ενέργεια των ανθρώπων και στο πόσο πολύ αυτή θα μπορούσε να αλλάξει. Στην περίπτωση του άνδρα που είχε μπροστά του, η θεωρία αυτή επιβεβαιωνόταν περίτρανα. Σε αντίθεση με την πρώτη τους γνωριμία, με τον ψυχρό, περήφανο και απόμακρο άνδρα, τώρα έβλεπε έναν νεαρό, όπως όλοι οι άλλοι. Το βλέμμα του είχε αλλάξει, ίσως ζεστάνει και η στάση του σώματός του είχε πάψει να έχει την άκαμπτη εμφάνιση των Ναζί. Κατά πώς φάνηκε, ούτε εκείνος ήταν προετοιμασμένος γι' αυτή τη συνάντηση.

«Στέφανε;» τον φώναξε βραχνά και ο νεαρός τον πλησίασε.

«Ναι εγώ» απάντησε αμήχανα.

«Τι κάνεις εδώ;»

Ο Στέφανος έριξε μία ματιά τριγύρω προτού απαντήσει.

«Στη διαδρομή, άλλαξα τη γνώμη μου πολλές φορές. Σαν να μην ήμουν βέβαιος για αυτό που πήγαινα να κάνω. Έπειτα, κοίταξα μέσα μου. Βαθιά μέσα στην καρδιά μου. Ο πατέρας μου πάντοτε με συμβούλευε να μη βιάζομαι. Να παίρνω λίγο χρόνο, να πηγαίνω μέχρι τη θάλασσα που τόσο έμαθα να αγαπώ και να σκέφτομαι ολομόναχος. Τα πράγματα στην Ελλάδα είναι φρικτά. Φύγατε και αφήσατε ένα χάος τελικά. Απογυμνώθηκαν όλα τα πάθη, στραφτάλισαν στον ορίζοντα πια. Σκοτωνόμαστε μεταξύ μας» έκανε παύση. Είχε πει όλα όσα δεν χρειαζόταν. Ίσως γιατί ήταν νευρικός και γιατί πρώτη φορά έπιανε τον εαυτό του να εκνευρίζεται με αυτό. Ο Στέφανος ήταν δυναμικός και ετοιμόλογος πάντα. «Ήρθα ως εδώ για να σε βρω. Νομίζω πως η Αφροδίτη σε χρειάζεται. Κάτι της λείπει. Την ξέρω πολύ καλά. Μεγαλώσαμε μαζί από μωρά. Μαραζώνει. Δεν ήξερα πώς θα σε έβρισκα η αλήθεια είναι. Πήρα ένα τρένο με σκοπό να ανέβω βόρεια και απλά να ψάξω. Τρελό, έτσι δεν είναι;»

Ο Άρτουρ τον κοιτούσε μη γνωρίζοντας τι να πει. Για τον Στέφανο ήταν τρελό, μα τώρα μπορούσε να καταλάβει πόσο πολύ αγαπούσε την Αφροδίτη. Έβαζε τα προσωπικά του πιστεύω στην άκρη, προκειμένου να τη δει ευτυχισμένη.

«Ερχόμουν να την βρω. Ωστόσο, στη διαδρομή, άλλαξα και εγώ τη γνώμη μου πολλές φορές. Όχι για τα δικά μου συναισθήματα. Αυτά είναι βέβαια. Δεν ήθελα να αναστατώσω τη ζωή της. Δεν ήθελα να τη στιγματίσω. Όμως είναι και η δική μου καρδιά μισή. Θέλω να είμαι δίπλα της, δίπλα στον Λευτέρη. Θέλω να γίνω ο πατέρας που ποτέ δεν είχε. Ξέρω πως είμαι γεμάτος ατέλειες, προβλήματα ψυχολογικά. Βρίσκομαι πολύ μακριά από την τελειότητα για την ακρίβεια. Όμως παρά τις ατέλειες, την αγαπώ. Ήταν το φως στα πιο βαθιά μου σκοτάδια. Ο μόνος λόγος να μην αφαιρέσω τη ζωή μου, να μην αφεθώ να πεθάνω. Γιατί για κάποιον άνθρωπο στον κόσμο είχα αξία. Για κάποιον υπήρχε λόγος να συνεχίσω να ζω. Αυτός ο άνθρωπος, είναι η Αφροδίτη» έκανε ένα βήμα πίσω και έβγαλε ένα όπλο. Ο Στέφανος το κοίταξε, όταν με έκπληξη διαπίστωσε πως ο Γερμανός του το έδινε «Αν πιστεύεις πως καμία ελπίδα δεν έχω μαζί της, απλά δώσε μου τη χαριστική βολή. Είμαι πολύ δειλός για να το κάνω μόνος μου»

Ο Στέφανος κράτησε το όπλο στο χέρι του. Αν βρισκόταν στην ίδια θέση, λίγα χρόνια πριν, θα τον εκτελούσε εν ψυχρώ. Κοίταξε ξανά το παγωμένο σίδερο που κρεμόταν άψυχα από το χέρι του.

«Δεν ήρθα τυχαία να σε βρω. Αν πίστευα πως δεν άξιζες, αυτή τη στιγμή δεν θα ήμουν εδώ, δεν θα ρίσκαρα» χαμήλωσε το όπλο και το άφησε να πέσει στο χώμα «Αρκετά με τις σφαγές. Ούτε εγώ γεννήθηκα για να σκοτώνω. Η ζωή μου όμως στην πατρίδα λιόχαρη δεν ήταν ποτέ. Ας είναι της Αφροδίτης από εδώ και πέρα. Έλα μαζί μου στην Ελλάδα»

Δεν πρόλαβε να πάρει απάντηση και τα ουρλιαχτά του Γιάννη του απέσπασαν την προσοχή, σε συνδυασμό με τη φιγούρα του που ρίχτηκε στην αγκαλιά του. Ο Στέφανος τον άρπαξε, σφίγγοντάς τον με αγάπη.

«Αν δεν ήταν ο Άρτουρ, εμείς όλοι θα ήμασταν νεκροί» του είπε και ο Στέφανος κοίταξε τους δυο Εβραίους και τον γείτονά του «Εμείς έχουμε εισιτήριο για να ταξιδέψουμε στην Ελλάδα»

«Θα είναι ασφαλής ο Άρτουρ εκεί;» ρώτησε ο Στέφανος περισσότερο μιλώντας στον εαυτό του.

« Είμαι και εγώ ανοιχτόχρωμος. Μιλά ελληνικά πολύ καλά, κάτι θα κάνουμε. Στην τελική θα βγούμε συγγενείς» γέλασε.

Πίσω από όλους, η Αννελί τους κοιτούσε συγκινημένη. Ο Στέφανος τη θυμήθηκε. Το σπίτι, τη σφαγή, τα πάντα. Έπειτα τη σωτηρία από το τρένο. Δεν είχε ρίζες τώρα πια, όμως το χώμα της Ελλάδας θα φιλοξενούσε το σπόρο της ελπίδας της, για ένα αύριο.

Το τρένο της επιστροφής ήταν εκεί. Σε μία πατρίδα φτωχή, σε έναν τόπο που δοκιμαζόταν σκληρά. Η αγάπη όμως χρωματίζει διαφορετικά τα τοπία και τους ανθρώπους. Κάνει το λιόγερμα πιο γλυκό, τις στάχτες , χλόη, το κλάμα το μετατρέπει σε χαμόγελο. Γεμίζει την καρδιά με ελπίδα, με αυτή τη χρυσή τροφή για όσο αντέξει. Καθώς ο Άρτουρ είχε κρεμασμένο το κεφάλι του, όλη του η ζωή περνούσε από μπροστά του. Η αρχή και τώρα ένας επίλογος παράξενος, αλλιώτικος, ένας δρόμος που ποτέ πριν δεν ήταν ανοιχτός. Είχε αφήσει όμως πίσω του και άλλους. Διότι στη ζωή υπάρχουν πολλά μονοπάτια και εσύ ξέρεις πως αυτό που επέλεξες είναι το σωστό, από τον βαθμό δυσκολίας του. Γιατί πολλές φορές τα πιο σωστά πράγματα, είναι και τα πιο δύσκολα.

Πίσω στην Ελλάδα, η Καισαριανή, οι παλιές τους γειτονιές των παιδικών χρόνων, είχαν ισοπεδωθεί. Οι Ελασίτες υποχωρούσαν προς τον Υμηττό, έπιαναν όσους ήθελαν αιχμάλωτους, οι αντάρτες κρατούσαν σε ομηρία γυναικόπαιδα, νεκροί σε κάθε δρόμο. Πάλι μύριζε θάνατο ο τόπος. Η Αφροδίτη δεν είχε ιδέα για το πού βρισκόταν ο Στέφανος. Ήξερε πως θα έφευγε μα δεν της είχε πει τίποτε για πρώτη φορά. Ανησυχούσε. Οι καιροί ήταν δύσκολοι, φθονεροί και φοβόταν μήπως έκανε καμιά τρέλα. Παρά το γεγονός ότι είχε φερθεί σοφά μέσα στα χρόνια, διατηρώντας την ουδετερότητα, δίχως να μπλέκεται όπως η Ανδριανή, εκείνη ανησυχούσε μήπως κάποιος πολιτικός εχθρός καιροφυλαχτούσε. Η Δέσποινα και ο Σοφοκλής ήταν να πεθάνουν από την αγωνία. Ο Παύλος μέρα και νύχτα προσευχόταν στις ξεθωριασμένες εικονίτσες του, να τον έχει ο Θεός καλά. Η πόρτα κάθε νύχτα σφάλιζε. Ο καθένας θα μπορούσε να μπει στο σπίτι και να τους σκοτώσει.

Εκείνο το δειλινό, άπαντες βρίσκονταν στο σπίτι του Παύλου. Ο Λευτέρης δειλά έπαιζε στον κήπο με τα αυτοσχέδια παιχνίδια του. Πέτρες που με την παιδική φαντασία, μεταμορφώνονταν σε φανταχτερά αυτοκίνητα, έμπαιναν στη σειρά. Πάντοτε το μυαλό των παιδιών είναι διαφορετικό. Μέσα του δεν έχει τρυπώσει η κακία. Ο χώρος είναι καθαρός, ξάστερος, το ένστικτό τους μιλά με φωνή βροντερή. Καθώς λοιπόν έπαιζε, το βλέμμα του υψώθηκε προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση. Άκουγε ομιλίες.

΄΄Θείε...΄΄ σκέφτηκε στην αρχή, όταν άλλη μία φωνή οικεία, έφτασε ως τα αφτιά του ΄΄Μπαμπά...΄΄ ψιθύρισε.

Ήταν τελικά η δυνατή φιγούρα του πατέρα που κάθε γιος ονειρευόταν. Εκείνου που κρατά τις υποσχέσεις και που κόντρα σε όλες τις αντιξοότητες, πάντα θα επέστρεφε πίσω στο παιδί του. Με ένα τεράστιο χαμόγελο να στολίζει το πρόσωπο του για πρώτη φορά, έτρεξε κατευθείαν, αγνοώντας τις φωνές της μητέρας και των παππούδων του. Όταν αντίκρισε τον Άρτουρ, προσπέρασε τον Στέφανο για λίγο και έτρεξε στην αγκαλιά του. Ο άνδρας τον έσφιξε επάνω του με λατρεία. Κάποτε ήταν ένα μικρό αγοράκι που χωρούσε σχεδόν ολόκληρο στη φωλιά του στήθους του. Τώρα πια ήταν ένα παιδί, το οποίο τύλιξε τα πόδια γύρω από τη μέση του προκειμένου να κρατηθεί.

«Δεν θέλω να χάσω άλλη σου στιγμή. Θέλω να σε δω να μεγαλώνεις» του ψιθύρισε ο Άρτουρ και το παιδικό γέλιο, έκανε την καρδιά του να σκιρτήσει.

«Θέλω να μεγαλώσουμε μαζί» του απάντησε ο μικρός, όταν φάνηκε το σπίτι στον ορίζοντα.

Η Αφροδίτη στεκόταν αναστατωμένη στο κατώφλι. Στη θέα του Άρτουρ μαζί με τον Λευτέρη, κατάπιε έναν αυθόρμητο λυγμό. Τα χέρια της ξεκίνησαν να τρέμουν και σιγά-σιγά, σαν να σταματούσε ο χρόνος, οι φιγούρες του πατέρα και των θείων της έμοιαζαν μακρινές. Το μόνο που είχε σημασία, ήταν εκείνος. Ο άνδρας αυτός που με όλη της την καρδιά είχε ερωτευτεί. Που ήταν ο πρώτος με τον οποίο είχε κάνει έρωτα γιατί πολύ απλά την κόλαση δεν ήθελε να τη θυμάται. Ο Άρτουρ την έβγαλε από τις σκιές και το αντίστροφο. Γιάτρεψαν ο ένας τον άλλο. Και τώρα στεκόταν μπροστά της σαν όνειρο, σαν να είχε σκίσει τον χρόνο για να ξεκλέψει στιγμές γι' αυτούς τους δύο. Δίχως να την νοιάζει, έτρεξε και έπεσε στην αγκαλιά του. Ξέσπασαν και οι δυο σε κλάματα γοερά. Αγκαλιασμένοι στέκονταν μπροστά στην αυλή του σπιτιού της, σκουπίζοντας άτσαλα τα δάκρυά τους, χαμογελώντας και κλαίγοντας παράλληλα.

Ο Στέφανος στο θέαμα χαμογέλασε και η Αφροδίτη, μόλις συνήλθε από τη συγκίνηση, τον πλησίασε με γρήγορα βήματα και στάθηκε μπροστά του. Τα συναισθήματα την έπνιγαν, όμως όφειλε να βρει τη δύναμη και να μιλήσει.

«Σ'αγαπώ» του είπε απλά και αυτή η λέξη περιέκλειε τα πάντα, όλες τις ανείπωτες αλήθειες με κάθε λεπτομέρεια «Είσαι ο αδερφός που δεν είχα, το στήριγμά μου. Είσαι ένας από τους πιο υπέροχους άνδρες που υπάρχουν και δεν θα συγχωρήσω την Ανδριανή που σε άφησε...Είσαι όλα τα όνειρα μίας γυναίκας. Σε ευχαριστώ»

«Και εγώ σε αγαπώ. Τα υπόλοιπα τα γνωρίζεις. Είμαι άθλιος στα λόγια» γέλασαν για να ξεκινήσει το κατσάδιασμα των γονέων που συνοδεύτηκε από τα ουρλιαχτά της γειτόνισσας που είχε σμίξει με τον Γιάννη, τον γιό της. Όλα τα όφειλαν στον ξανθό άνδρα απέναντί τους.

«Καλωσήρθες σπίτι» άκουσε τη φωνή του Παύλου «Όλα έχουν αλλάξει από τότε που έφυγες, μα και όλα παραμένουν ίδια παράλληλα»

Η λέξη ΄΄σπίτι΄΄ του ήταν άγνωστη, μα είχε όμορφη χροιά. Η Ελλάδα είχε αγριέψει. Δοκιμαζόταν από νέα δεινά, όμως εκείνος, κοίταξε την Αφροδίτη και δίχως κανείς τους να μιλήσει, ήξεραν ποιο θα ήταν το επόμενο βήμα. Ένα μέρος μαγικό τους καρτερούσε. Λιγάκι αλλαγμένο από τον Χειμώνα, όμως στεκόταν εκεί, κουβαλώντας τη γλυκάδα της ανοιξιάτικης μυρωδιάς. Η κρυψώνα από τα γιασεμιά σχεδόν τους περίμενε. Είχε καταβάλει υπέρμετρες προσπάθειες να κρατήσει λίγη πρασινάδα επάνω της για να την θαυμάσουν. Ευθύς χώθηκαν στα σπλάχνα της. Κοίταξαν ο ένας τον άλλον χαμογελώντας. Πόσο είχαν αλλάξει; Το κορμί του Άρτουρ είχε πάψει να είναι σφιγμένο. Πλέον την προσκαλούσε απροκάλυπτα για χάδια. Το χέρι της χάιδεψε το ελαφρώς αξύριστο μάγουλό του, φιλώντας τον τρυφερά.

«Άλλαξες» του είπε παιχνιδιάρικα.

«Η ζωή μου έδωσε μία δεύτερη ευκαιρία. Θα ήμουν τρελός να μην την αρπάξω»

«Πόσο μου έλειπες»

«Είμαι εδώ μάτια μου»

Αυτή η τελευταία λέξη από το στόμα του, με εκείνη την ελαφριά ξενική προφορά, ξαφνικά τη λάτρεψε.

«Σ' αγαπώ»

«Πάντα...Ακόμη και τότε που ήμουν βυθισμένος στις σκιές, δεν μπορούσα να αγνοήσω την ενέργεια που υπήρχε μεταξύ μας. Ήταν εκεί...με αναστάτωνε. Πάλευε να σπάσει τα τείχη που είχα υψώσει. Πλέον τίποτε δεν υπάρχει. Η καρδιά μου είναι δική σου. Ακόμη και αν τη ραγίσεις ή πετάξεις, πάλι θα την αφήσω στα χέρια σου. Βαρέθηκα να κρύβομαι από τη ζωή»

«Η καρδιά σου συμπληρώνει τη δική μου»

«Τότε...με δέχεσαι στην οικογένειά σου; Δέχεσαι να...» το πρόσωπό του ολόκληρο κοκκίνισε.

«Ένας άνδρας σαν εσένα, δεν θα περίμενα ποτέ να κοκκινίσει» τον πείραξε.

«Δεν ζητώ κάθε μέρα από τη γυναίκα της ζωής μου να με παντρευτεί!» το ξεστόμισε μεταξύ σοβαρού και αστείου.

«Τι είπες;»

«Θεέ μου! Σε ζήτησα σε γάμο!Θα...θα μου πεις...όχι;» τρόμος εμφανίστηκε στα μάτια του προτού η Αφροδίτη πέσει στην αγκαλιά του.

«Φυσικά και ναι! Άρτουρ, όλη μου τη ζωή σε περίμενα! Δεν κάνω πίσω»

«Μου έχουν δώσει ελληνική ταυτότητα. Ο...αδερφός μου ο δίδυμος φρόντισε γι' αυτό. Κάθε φορά που τον φέρνω στη σκέψη μου, νιώθω έναν πόνο στο στήθος. Στην τελική όμως, αυτό σημαίνει πως είμαι ζωντανός. Πως αισθάνομαι...ο Μίσα θα τον βρει τον δρόμο του και αν είναι γραφτό, θα σμίξουμε ξανά. Όπως ο δρόμος μου έφερε εσένα στη ζωή, θα φέρει και εκείνον»

Τη φίλησε τρυφερά. Κανείς δεν ήταν τριγύρω. Οι κήποι είχαν αδειάσει και παρά το κρύο, τα γυμνά τους κορμιά βρέθηκαν να κάνουν έρωτα, έχοντας στρώσει ρούχα κάτω. Πλέον κανένα εμπόδιο δεν θα υπήρχε μεταξύ τους, μήτε προφύλαξη. Το ήθελαν και οι δύο. Να νιώσουν την ένωση, να δημιουργήσουν μία οικογένεια. Έμειναν όλο το βράδυ αγκαλιά, ώσπου ο ουρανός της πόλης βάφτηκε ξανά με ροδαλά χρώματα και η φωνή των πουλιών πάλεψε να προσδώσει λίγη ομορφιά στην ασχήμια της εποχής.

Ο κόσμος δεν έδωσε πολύ σημασία. Δεν τον ήξεραν, δεν τον αναγνώριζαν. Μιλούσε καλά ελληνικά και αυτό μπέρδευε. Παιδί μπάσταρδο δεν ήταν, επομένως θα μπορούσε και να θωρηθεί τελικά ένας Έλληνας διαφορετικός ακόμη και αν τα χαρακτηριστικά του προκαλούσαν γκριμάτσες φόβου και δυσαρέσκειας. Τα χέρια τους ήταν πάντα ενωμένα και έτοιμα να αρπάξουν ένα ακόμη ζευγάρι, μικρότερα. Ο Λευτέρης δεν κοιμήθηκε όλο το βράδυ. Τους καρτερούσε.

«Μπορώ να σε φωνάζω μπαμπά;» τον ρώτησε.

«Φυσικά και μπορείς...Εγώ...εμ, ζήτησα από τη μαμά σου να την παντρευτώ. Έκανα καλά;» τον ρώτησε και ο Λευτέρης γέλασε.

«Δεν θα σου μιλούσα ξανά αν δεν το έκανες»

Γέλια αντήχησαν στο σπίτι ίσως για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια. Οι καιροί άλλαζαν, ήταν βέβαιο. Όμως όταν τις δυσκολίες τις μοιράζεσαι με φίλους και οικογένεια, όλα μοιάζουν ελαφρύτερα. Ο ήλιος υψωνόταν και στο μικρό σαλόνι, εκτός από τους τρεις, έστεκε και ο Παύλος κοιτάζοντας το ζευγάρι με το παιδί. Η εικόνα ήταν παραδόξως σωστή, όμορφη. Υπήρχε αρμονία. Ο νεαρός την κοιτούσε μέσα στα μάτια με λατρεία, έχοντας στους ώμους τον Λευτέρη. Δεν ήταν Έλληνας. Όχι. Ήταν κάποτε ο εχθρός. Όμως ποιος ορίζει ποιος είναι εχθρός και φίλος; Τι είναι αυτό που καθιστά εχθρό έναν άνθρωπο; Οι επιλογές ίσως. Και ο Άρτουρ είχε πια κάνει τις δικές του.

«Παιδί μου...» άκουσαν τη φωνή του Παύλου. «Στον νεαρό μιλάω» αστειεύτηκε εκείνος.

«Κύριε...;»

«Να την προσέχεις πολύ και να την αγαπάς»

«Πάντα. Στην ανδρική μου τιμή. Τη ζωή μου θα έδινα»

«Το ξέρω» παραδέχτηκε ο Παύλος «Είσαι εδώ, δεν είσαι; Αυτό δεν είναι λίγο. Η πυξίδα της καρδιάς σου αποφάσισε και ο Λευτέρης μας...λοιπόν, απέκτησε αυτό που πάντα ήθελε. Έναν πατέρα. Την ευχή μου πάντα» έβηξε έντονα και η Αφροδίτη θορυβήθηκε.

«Μπαμπά, είσαι καλά;»

Ο Παύλος χαμογέλασε. Ο ήλιος είχε σηκωθεί.

«Είμαι ευτυχισμένος μετά από χρόνια. Και σε αγαπώ πολύ. Τώρα πια νιώθω πλήρης»

Ο ήλιος είχε φωτίσει τους κακοτράχαλους δρόμους της πρωτεύουσας.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η μουριά έστεκε ακόμη εκεί. Αιώνια, ανέγγιχτη. Σήμερα όμως θα υποδεχόταν ξανά μία παρέα νεαρών που είχαν μεγαλώσει στη σκιά της. Ο Σάββας διάβαζε ένα βιβλίο, καρτερώντας τον Στέφανο που σαν τον είδε κάτω από το δέντρο, έτρεξε και τον αγκάλιασε. Φίλοι χρόνων στα εύκολα και στα δύσκολα. Λίγο αργότερα ακολούθησε η Αννελί και ο Αβραάμ με την Εσθήρ που αποφάσισαν να μείνουν στην Αθήνα κάνοντας νέα αρχή. Τα μάτια του Στέφανου καρφώθηκαν σε εκείνα της Εσθήρ. Ήταν όμορφη. Της χαμογέλασε γλυκά και την είδε να κοκκινίζει. Λίγο αργότερα, τα βλέμματα όλων καρφώθηκαν στην Αφροδίτη που πλησίαζε με τον Άρτουρ. Η κοιλίτσα της είχε φανεί. Ευτυχία θα την έλουζε αν η απώλεια του αγαπημένου της πατέρα, δεν χτυπούσε την πόρτα του σπιτικού της. Ο Παύλος τους είχε δώσει την ευχή του και είχε φύγει. Επιτέλους θα έσμιγε με την Μαργαρίτα. Ήσυχος και ευτυχισμένος με την νέα οικογένεια που θα έπαιρνε τη θέση του.Η Αφροδίτη είχε κλάψει πικρά, όμως κάποτε το πένθος ενώνει. Στα χέρια της τώρα βαστούσε ένα γράμμα. Από την Ανδριανή. Κάποιες φιλίες μπορεί να αλλάζουν με τα χρόνια, να παίρνουν άλλη μορφή. Όμως δεν χάνονται αν υπάρχει θέληση. Και ανάμεσα στα κορίτσια αυτά, υπήρχε τελικά. Το γράμμα ξεκινούσε με τη γνωστή τους προσφώνηση ΄΄Αγαπημένη μου Αφροδίτη΄΄. Το γράμμα τις έφερε κοντά και η απώλεια ενός αγαπημένου ανθρώπου. Τώρα, ενώθηκαν κάτω από τη σκιά της μουριάς. Και η σκιά αυτή τους κάλυψε όλους σαν πέπλο. Ως και το βλέμμα του Στέφανου έπεφτε μαλακό επάνω της. Τα άσχημα συναισθήματα είχαν φύγει. Είχε μείνει λίγη πίκρα, μα θα την ξεπερνούσαν. Είχαν μεγαλώσει. Αλλάξει. Οι σκληροί καιροί δεν άφηναν χώρο στον εγωισμό. Ήταν καλύτερα έτσι. Το χέρι του Άρτουρ ακούμπησε τρυφερά την κοιλιά της γυναίκας του. Έκλεισε τα μάτια του για λίγο. Η ψυχή του αδερφού του βρισκόταν κάπου εκεί γύρω. Του γλυκού Φίλιμπερτ. Το ίδιο και εκείνη του Κάσπαρ. Το μυαλό του ταξίδεψε στον καθρέπτη του. Ο Μίσα πλέον βάδιζε ανατολικά. Στη Μητέρα-Πατρίδα του, στα άγρια δάση της. Του έλειπε εκείνος, όπως και ο Βέρνερ, μα πλέον, αισθανόταν μία πληρότητα. Ήξερε τις ρίζες και την ιστορία του. Μπορούσε να συγχωρέσει, να σκεφτεί και να προχωρήσει με ένα χαμόγελο νοσταλγίας. Γιατί και εκείνον η ζωή τον είχε κάνει σοφότερο. Κάπου στον κόσμο. Οι καρδιές τους ενώθηκαν. Πάντα αναζητούσαν ο ένας τον άλλον. Το νήμα είχε υφανθεί όμως και η ιστορία πάντα θα φρόντιζε να καθοδηγεί προς το σωστό μονοπάτι.

Ο ήλιος κατηφόριζε λούζοντας την παρέα με ροδοκόκκινες αποχρώσεις. Όλα έμοιαζαν δύσκολα. Ίσως γι' αυτό να ήταν και τόσο σωστά.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top