Στο δρόμο για το σπίτι/ part 2

Η Αννελί και η Χίλντα είχαν καταλάβει πως η ήττα βρισκόταν προ των πυλών. Δυο γυναίκες διαφορετικές, που υπό άλλες συνθήκες θα έπρεπε να είναι εχθροί, στέκονταν στο χείλος του ίδιου γκρεμού, αναζητώντας τη σωτηρία. Έπρεπε να αποδράσουν. Αν έπεφταν στα χέρια των συμμαχικών στρατιωτών, η ζωή τους θα μετατρεπόταν σε κόλαση. Βρήκαν τη στιγμή εκκένωσης ενός πρόχειρου νοσοκομείου ως την κατάλληλη, για να μπλεχτούν με το πλήθος των στρατιωτών και να χαθούν στα δάση. Δύο γυναίκες μόνες τους, θα ήταν πολύ δύσκολο να επιβιώσουν. Έπρεπε να είναι προσεκτικές. Μάλιστα η Χίλντα, κατόρθωσε να αρπάξει μαζί της ένα όπλο. Η Αννελί, καθώς βάδιζε ανάμεσα από τα σχεδόν παρθένα δάση, έμοιαζε με νεράιδα. Τα μακριά ξανθά μαλλιά της, εμπλούτιζαν την εικόνα της με χάρη και ομορφιά. Η Χίλντα ήξερε την ιστορία της. Της φαινόταν αδιανόητο μία τόσο νεαρή κοπέλα, να έχει αντέξει όλα αυτά τα βάσανα, όλες αυτές τις αλλαγές και τον πόνο.

«Υπάρχουν στιγμές που πιστεύω πως βρίσκομαι μέσα σε έναν εφιάλτη. Πως κάποια στιγμή θα επιστρέψω πίσω στην Ελλάδα, στο σπίτι που ζούσαμε με τους γονείς και την αδερφή μου. Δεν μπορώ να διανοηθώ το μακελειό που συνέβη τότε....Μήτε τον θάνατο της αδερφής μου ή...τα όσα τράβηξα σε εκείνο το φριχτό κελί»

Το χέρι της Χίλντα, άγγιξε παρηγορητικά το δικό της.

«Ειλικρινά, νομίζω πως τώρα πια μπορώ να σε καταλάβω. Κάποτε δεν μπορούσα. Δεν είχα ιδέα πώς θα ήταν η ζωή μου αν δεν γινόταν να σταθώ πουθενά, όπως οι Εβραίοι. Τώρα όμως το γνωρίζω. Ως Γερμανίδα έχω λίγες ελπίδες να ορθοποδήσω»

«Είμαστε μαζί σε αυτό» την παρηγόρησε η Αννελί «Θα τα καταφέρουμε»

«Δεν έχουμε όμως ιδέα πού βρισκόμαστε»

«Πρέπει να κοντεύουμε να βρεθούμε στη Γερμανία. Με τόση υποχώρηση, είμαι βέβαιη πως τα πολωνικά σύνορα με τη Γερμανία, δεν είναι μακριά»

Την ίδια στιγμή, λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, ο Μίσα πλησίαζε το Άουσβιτς. Ήταν Γενάρης, τέλη σχεδόν και το κρύο παρέμενε τσουχτερό και ανυπόφορο. Οι Γερμανοί το είχαν εγκαταλείψει, ανατινάζοντας τα κρεματόρια και παλεύοντας να σβήσουν τα ίχνη των εγκλημάτων τους. Ο Μίσα βρέθηκε στην πόρτα της φρίκης. Μία ενέργεια δυνατή, εκείνη του θανάτου και της ανθρώπινης εξαθλίωσης, τον κύκλωσε κόβοντας του την ανάσα. Σκελετοί με ξυρισμένα κεφάλια και ριγέ πιτζάμες, τους πλησίασαν με την ελπίδα χαραγμένη στο βλέμμα τους. Σε αυτό το βλέμμα που αν το κοιτούσες περισσότερη ώρα, θα σου πρόδιδε όλα τα βασανιστήρια και τη φρίκη εκείνου του μέρους. Ο Μίσα που δεν ήταν συνηθισμένος στην ανθρώπινη επαφή, βρέθηκε ανάμεσα σε χαρούμενους, φτωχούς και βασανισμένους ανθρώπους από κάθε μεριά της γης, οι οποίοι φώναζαν σε όποια γλώσσα γνώριζαν πως δεν υπήρχαν πια Γερμανοί. Ο Αβραάμ, η Εσθήρ και η Τζούλια, δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους βλέποντας τον Μίσα. Η ομοιότητα με τον Άρτουρ ήταν εξωπραγματική. Μονάχα το βήμα τους διέφερε και όμως, αυτός ο Ρώσος στρατιώτης ήταν ο δίδυμος αδερφός του Γερμανού Ες-Ες.

Ο Λεβ βρισκόταν πίσω από έναν υπολοχαγό. Δεν είχαν ιδέα για το σχέδιο της Τελικής Λύσης και η εικόνα τον σόκαρε. Για την ακρίβεια, είχε θάψει βαθιά μέσα στη μνήμη του, τις αποτρόπαιες δικές του εικόνες, όταν ακόμη ζούσε με τη φτωχή μητέρα του που αναγκαζόταν να πουλάει το κορμί της για να έχουν ένα πιάτο φαγητό. Η διαφορά όμως ήταν, πως δεν προστάτευσε ποτέ την καρδιά και την ψυχή του γιού της, εκθέτοντάς τον ακόμη και σε σωματικό κίνδυνο. Για λίγο, η φρίκη γύρω του με τις ακαθαρσίες, τα πτώματα και τους κουρελιασμένους ανθρώπους, ξύπνησε το παρελθόν. Σύντομα όμως συνήλθε, βλέποντας τον Πέτια που ήταν γιατρός να πλησιάζει τους πρώην κρατούμενους για βοήθεια. Είδε επίσης τρεις ακόμη κρατούμενους να κοιτάζουν έκθαμβοι τον Μίσα. Τότε κατάλαβε. Η Τζούλια που γνώριζε λίγα ρωσικά, πλησίασε τον αδερφό του Άρτουρ τρέμοντας.

«Είσαι....είσαι ο....»

«Ναι...»της απάντησε ο Μίσα που ατένιζε τρομοκρατημένος γύρω του.

Η Εσθήρ, η αδύνατη αυτή κοπέλα, τον κοιτούσε με τα τεράστια μάτια της. Δίπλα του ο Λεβ την κοίταζε και εκείνος. Πόσα χτυπήματα είχε αντέξει αυτό το κορμάκι; Πόσο πόνο; Πόσο φόβο αυτή η αθώα ψυχούλα; Καθώς εκείνος ήταν πάντοτε ένα τρυφερό παιδί, την έκλεισε απευθείας στην αγκαλιά του. Η Εσθήρ στην αρχή τρομοκρατήθηκε, μα μόλις κατάλαβε πως ήταν για καλό, κουλουριάστηκε ανάμεσα στα χέρια του ανακουφισμένη. Ανακουφισμένη πως κάποιος ακόμη εκεί έξω νοιαζόταν. Το καθησυχαστικό του άγγιγμα τη συγκίνησε. Δίπλα του ο Μίσα, πιο αμήχανος, είχε καταλάβει πως η αγκαλιά είχε μία αλλιώτικη, κατευναστική δράση. Τα εξακόσα έντεκα περίπου παιδάκια που σώθηκαν από το Κολαστήριο, με βεβαιότητα τη χρειάζονταν και θα τους την πρόσφερε με χαρά. Η Τζούλια δεν είχε πάρει από πάνω του τα μάτια της. Παρά το γεγονός πως ψυχικά, έμοιαζε πιο υγιής από τον Άρτουρ, αντιλαμβανόταν την ελαφριά συναισθηματική αναπηρία του, μπροστά στην αγκαλιά και τα αγγίγματα.

«Έλα μαζί μου...» του ψιθύρισε η Τζούλια.

Ήξερε να τον οδηγήσει στο σημείο που βρισκόταν ο Άρτουρ, μαζί με τον Γιάννη που είχαν καλές σχέσεις τελευταία, όπως και με τον Αβραάμ. Εισερχόμενος σε ένα παράπηγμα, ο Μίσα αναζήτησε τον αδερφό του. Τον βρήκε ντυμένο με πολιτικά ρούχα, αδυνατισμένο αν και ο ίδιος φαινόταν σε ακόμη χειρότερη κατάσταση. Ο Γιάννης τον κοίταξε έτοιμος να τσιρίξει. Η Τζούλια συγκινήθηκε σαν είδε τα αδέρφια να κοντοστέκονται. Το κενό ανάμεσά τους δύσκολα θα έκλεινε. Ο Μίσα στάθηκε μπροστά του και για λίγο, ήταν σαν να κοιτούσε το είδωλό του στον καθρέπτη. Λίγους μήνες προτού να πέσει η αυλαία της ντροπής, το χέρι του κινήθηκε στο μέτωπο του Άρτουρ παραμερίζοντας ορισμένα μαλλιά. Κατόπιν, ξεκίνησε να του χαϊδεύει το κεφάλι. Το πρόσωπο του Άρτουρ προσγειώθηκε στο στήθος του αδερφού του και ο Μίσα τον αγκάλιασε σφιχτά ξεσπώντας σε κλάματα. Ο Λεβ φυσικά, είχε πάντοτε έναν τρόπο να μοιράζει χαρά και έτσι ξεγλιστρώντας από όλους, βρέθηκε να ορμά και στους δύο, αγκαλιάζοντάς τους με τον ίδιο τρόπο.

«Χαίρομαι που είσαι καλά» του είπε ο Μίσα «Σε είχα στο μυαλό μου διαρκώς. Πώς θα μπορούσα άλλωστε να σε ξεχάσω;»

«Δεν είναι η πρώτη φορά που κάποιος με ξεχνά. Αν ήθελες να το κάνεις, θα το κατανοούσα απόλυτα. Ξέρω πως σου είμαι βάρος...»

«Αυτό να μην το ξαναπείς. Είσαι ο αδερφός μου. Όσο και αν σοκαρίστηκα στην αρχή σε σημείο να σε μισήσω, στην ουσία μισούσα εμένα και το ψέμα μέσα στο οποίο είχα ζήσει. Δεν μπορούσα να σκεφτώ πως καταβάθος, ήμουν Γερμανός. Είχα μεγαλώσει διαφορετικά. Αν κάτι όμως δεν αλλάζει, αυτός είσαι εσύ και δεν θα ήθελα να σε αλλάξω. Μακάρι η ζωή να μας είχε φερθεί αλλιώτικα. Να είχαμε μεγαλώσει μαζί και εσύ να είχες δίπλα σου έναν προστάτη»

«Δεν είναι αργά» πετάχτηκε ο Λεβ «Εγώ πάντως σε θέλω για φίλο μου. Γενικά, η οικογένεια του Μιχαήλ είναι και δική μου»

Ο Άρτουρ του χαμογέλασε με ευγνωμοσύνη.

«Έχεις άλλα σχέδια, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε ο Μιχαήλ.

«Ήθελα να επιστρέψω πίσω στην Ελλάδα. Να ζήσω με εκείνη που αγαπώ. Ωστόσο, σκέφτομαι πως κάτι τέτοιο δεν θα είναι εύκολο....Η γειτονιά....»

Ο Γιάννης που είχε καταλάβει τα Αγγλικά τους, μπήκε στη μέση.

«Άστη επάνω μου! Ένας να κουνηθεί λοξά, τον έφαγα! Είσαι ήρωας. Έσωσες πολλές ψυχές και μάλιστα, οι τρεις από αυτές θα έρθουν μαζί σου και θα σταθούν δίπλα σου. Η μάνα μου είναι γειτόνισσα με την οικογένεια της Αφροδίτης. Είμαι βέβαιος πως τώρα με κλαίει. Αν της πω πως με έφερες, θα σε ευγνωμονεί»

Ο Άρτουρ κοίταξε τον Μιχαήλ διστακτικά. Ήξερε πως θα τον αποχωριζόταν.

«Ίσως θα ήταν καλύτερα να σε αφήσω να φύγεις. Η ζωή θέλησε να μας φέρει σε κοινό μονοπάτι, ώστε να ξέρουμε πώς κάπου στον κόσμο, έχουμε το άλλο μας μισό»

Τη στιγμή εκείνη, στη συνειδητοποίηση της σκληρής πραγματικότητας, η καρδιά του Μιχαήλ ράγισε τόσο δυνατά, που με βεβαιότητα ένα κομμάτι της είχε σπάσει. Ξαφνικά, η σκληρή μάσκα κατέρρευσε και ένας εαυτός, σε νηπιακή κατάσταση ακόμη, αναδύθηκε. Ο εαυτός ήταν το παιδί που ποτέ δεν δέθηκε με κανέναν, εκτός του Λεβ, που ποτέ δεν θεώρησε κάποια γωνιά σπίτι του γιατί πολύ απλά ένιωθε πως δεν ανήκε πουθενά.

«Δεν θέλω να σε αφήσω να φύγεις» του ψιθύρισε «Είναι εγωιστικό, όμως νιώθω πως βρήκα το σπίτι μου. Είσαι το κομμάτι που μου έλειπε, είσαι κάτι παραπάνω από αδερφός, είσαι το άλλο μου μισό. Πώς θα αντέξω να σε χάσω, όταν δεν χάρηκα ούτε μισή στιγμή μαζί σου; Ποτέ μας δεν παίξαμε, δεν γελάσαμε σαν αδέρφια. Δεν ξέρω τι αγαπάς και τι μισείς»

«Σίγουρα αγαπώ εσένα και ακόμη πιο σίγουρα, μισώ να συνεχίσω τον δρόμο μου μακριά σου»

Ο Μιχαήλ για λίγο χαμογέλασε παιχνιδιάρικα.

«Τουλάχιστον, έστω για απόψε, μπορώ να σε συναντήσω στο δάσος; Και να σε δουν, παρίστανε πως είσαι εγώ»

Ο Μιχαήλ σηκώθηκε σαν να τον είχε κάψει το καυτό λάδι. Ο Πέτια πρόσφερε τις υπηρεσίες του και αρκετοί κατέγραφαν από τα ρούχα, τα αντικείμενα ως και τις ανθρώπινες τρίχες που υψώνονταν σε στοίβες, τα προσθετικά μέλη. Γύρω τους άνθρωποι που δεν ήταν άνθρωποι. Είχαν χάσει το όνομά τους, τη φωνή τους και την ελπίδα. Το έργο τους θα ήταν μεγάλο καθώς όλα αυτά, έπρεπε να τους τα δώσουν πίσω. Αμέσως ξεκίνησαν να στήνουν ιατρεία, με ανθρώπους από την πόλη και τον Πολωνικό Ερυθρό Σταυρό να τους βοηθά εθελοντικά. Ανάμεσά τους, εμφανίστηκε και ο Γιάεν που είχε πολεμήσει στην εξέγερση της Βαρσοβίας. Θα έμενε εκεί, μέχρι την τελική του μετανάστευση στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο Άρτουρ φοβόταν υπερβολικά να κυκλοφορήσει ανάμεσα στους Σοβιετικούς. Ήταν η ευκαιρία του όμως να παραμείνει ώστε να λάβει με τη βοήθεια του αδερφού του έγγραφα, ή να στείλει κάποιο γράμμα στην Ελλάδα για να μπορέσει να γυρίσει. Εκείνο το βράδυ όμως, θα το αφιέρωνε σε ένα κομμάτι του εαυτού του που έλειπε. Η αδερφική στοργή, το πείραγμα και το παιχνίδι επιτέλους θα του έκαναν την τιμή να εμφανιστούν. Το σπρώξιμο που αισθάνθηκε από τον Μίσα, τον έκανε να γελάσει. Ήξεραν πως έπαιζαν ανάμεσα στις ανθρώπινες στάχτες. Η ζωή όμως αργά σαν τον φοίνικα, ορθωνόταν για να αναγεννηθεί κάποια στιγμή. Δεν μιλούσαν την ίδια γλώσσα, μα παρόλα αυτά, η αγάπη και το παιχνίδι έχουν κοινή γραμματική και συντακτικό. Κουβέντιασαν για όσα περισσότερα μπορούσαν. Για τις παιδικές τους ηλικίες, τα τραυματικά γεγονότα, την απόρριψη, τη ζωή στη Μόσχα και στη φύση. Εκεί κοντά όμως κρύβονταν και οι δύο κοπέλες. Η Αννελί θα αναγνώριζε από χιλιόμετρα μακριά τον Άρτουρ. Ήταν μάλλον το στρεβλό του βάδισμα η αιτία. Δίχως να το σκεφτεί, τον πλησίασε φωνάζοντας στα ελληνικά. Ο νεαρός γύρισε, μαζί του και ο Μιχαήλ. Η Χίλντα πάλι κρυβόταν.

«Γεια σου. Πώς βρέθηκες εδώ;» τη χαιρέτησε ο Άρτουρ.

«Όσο και να μοιάζετε, σας ξεχωρίζω» ένιωσε το πρόσωπό της να κοκκινίζει και ο νεαρός κατάλαβε πως ο αδερφός του, είχε γνωρίσει την αγάπη.

«Εγκρίνω. Την ξέρω από παλιά. Εξαιρετική εβραϊκή οικογένεια» γέλασε και η Αννελί τον σκούντησε.

«Με φόβιζε τα βράδια» τον πρόδωσε.

«Γιατί;» ρώτησε ο Μίσα κοιτώντας τον διερευνητικά.

«Ήταν ένας άνδρας των Ες-Ες με τη μαύρη στολή. Χτενισμένος, περιποιημένος, με αυτές τις μπότες, περνούσε από το σπίτι μου κοντά»

«Εσύ καθόσουν στα σκαλιά και μου μιλούσες όμως»

«Δεν είχα επιλογή» μειδίασε εκείνη.

«Έχεις τώρα»

«Πράγματι. Και επιλέγω ξανά να σου μιλήσω»

Γέλασαν γάργαρα και οι τρεις. Δεν ήταν μεγάλοι σε ηλικίες. Λίγα τα χρόνια που είχαν ζήσει και η νιότη απειλούσε να ξεχυθεί. Έπρεπε να το κάνει.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top