Ρίζες/ part 3
Η αυγή ήταν η στιγμή των σκέψεων. Η στιγμή που ερχόταν η ψυχή να συναντήσει τις σκιώδεις αλήθειες της και να αναμετρηθεί με τους προσωπικούς της εφιάλτες. Το καλοκαίρι ήταν προ των πυλών και ο Μιχαήλ ολομόναχος, κοιτούσε ευθεία μπροστά την απεραντοσύνη της ρωσικής στέπας. Της γης που τον μεγάλωσε, των οικείων αρωμάτων και εικόνων. Τα δάκρυά του είχαν στερέψει. Κανείς δεν τον είχε δει ποτέ να συγκινείται και τώρα, σαν μικρό παιδί ή καλύτερα σαν το μικρό παιδί που σχεδόν ποτέ δεν υπήρξε, είχε επιτρέψει στα αλμυρά ρυάκια των συναισθημάτων, να χαράξουν το ολόλευκο δέρμα του. Δεν είχε φάει τίποτε, μονάχα τις σταγόνες από νερό κατέβαζε με δυσκολία. Για κάποιον λόγο, δεν μπορούσε να αντικρίσει μήτε τον Λεβ στα μάτια. Ήθελε να χαθεί, ήθελε να είχε σκοτωθεί τελικά από το χέρι του Βέρνερ και να μην μάθαινε ποτέ. Δεν μπορούσε να αντέξει στην ιδέα πως ίσως και να είχε καταγωγή γερμανική. Είχε μεγαλώσει τελείως διαφορετικά, μα άλλες αρχές και εικόνες χαραγμένες στην ψυχή του, με τους Γερμανούς να είναι οι βλάσφημοι ρατσιστές και δολοφόνοι αυτού του κόσμου και να που τώρα ξεδιάντροπα, η ζωή τον είχε πετάξει στην αγκαθωτή αγκάλη της, έτσι απλά, έτσι άσπλαχνα. Τα κυανά του μάτια, όμοια με του αδερφού του σηκώθηκαν, ερχόμενα αντιμέτωπα με το χρυσάφι που ο ήλιος κεντούσε στην πένθιμη γη. Ένα αεράκι φύσηξε και μαζί του έφερε τις μυρωδιές των λουλουδιών, για ελάχιστα δευτερόλεπτα.
Η σκιά της Άνια φάνηκε και ο Μίσα αναδεύτηκε ταραγμένος, έτοιμος να αμυνθεί.
«Μπορούμε να μιλήσουμε;» τον ρώτησε με κατανόηση.
«Δεν θέλω» της απάντησε και η κοπέλα κάθισε δίπλα του.
«Δεν γνωρίζω τι έχει συμβεί, ωστόσο ξέρω σίγουρα πως είσαι ένα άτομο τόσο κλειστό, που σε κανέναν σχεδόν δεν επιτρέπεις να σε δει, ούτε καν στον Λεβ που είναι ο καλύτερος φίλος σου. Παρόλα αυτά, τα βάρη είναι για να τα μοιραζόμαστε και εσύ γνωρίζεις το δικό μου. Με πρόδωσε η καρδιά μου, επιλέγοντας τον εχθρό. Ασχέτως αν συνειδητά τον αποφεύγω ώστε να μην αισθάνομαι πως έχω προδώσει την πατρίδα και κάθε τι που διδάχτηκα»
Την κοίταξε αμίλητος.
«Δεν θα σε κρίνω, δεν το έκανα ποτέ. Πρώτος καταπάτησα τον κανόνα, πρώτος επαναστάτησα κόντρα σε κάθε αντίληψη που με ήθελε να συνθλίψω τα γερμανικά του κόκαλα. Και το έκανα τελικά. Από εχθές σκοτώνω και μοιάζει σαν να έχει ξυπνήσει μέσα μου ένα κτήνος, ένα κτήνος που είναι υποχείριο του πόνου και της οργής που αισθάνομαι»
«Ο πόλεμος αυτό είναι. Η δικαιολογία της θηριωδίας. Απλώς, υπάρχουν στιγμές που σκέφτομαι πως ίσως και να μείνουν στην ιστορία, εκείνοι που επέλεξαν κάτι διαφορετικό. Μα από την άλλη αναρωτιέμαι αν είχαμε και ποτέ επιλογή»
«Δεν υπάρχει επιλογή όταν ο εχθρός σε σκοτώνει, σε βιάζει και καταπατά τη γη σου»
«Όχι δεν υπάρχει» παραδέχτηκε και εκείνη «Όμως....κάποτε, ο εχθρός είναι και αυτός άνθρωπος με τους δικούς του φόβους, ίσως να μας μοιάζει, ίσως να θέλει και αυτός να ζήσει ή να μην έχει επιλογή»
«Σου άρεσε πολύ τελικά. Άλλαξες άρδην γνώμη» πήγε να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα, προσπαθώντας να βοηθήσει και τον ίδιο.
«Η καρδιά μου είδε, μάλλον. Όχι η λογική όταν μπήκε μπροστά μου έτοιμος να φάει τη σφαίρα στη θέση μου»
Πάλι μόνος έμεινε έπειτα από λίγο. Μα ο ανέφελος ουρανός είχε μετενσαρκωθεί σε εβένινη αντάρα. Ξαφνικά η ρωσική στέπα, σαν να τον απωθούσε, σαν να του υπενθύμιζε πως ίσως και να ήταν παρείσακτος, πως ποτέ δεν ανήκε εκεί. Αν όμως το σπίτι του δεν ήταν η Ρωσία, τότε ποιο ήταν; Το Βερολίνο; Που και μόνο στην ιδέα τα υγρά του στομάχου έφταναν ως τον οισοφάγο του; Όχι. Είχε ανάγκη από ένα σπίτι και αυτός ο άνδρας του το είχε κλέψει βίαια.
«Σμότρι!» κραύγασε (Τιποτένιε)
Την ίδια στιγμή, η Αφροδίτη είχε μεταφερθεί στον σταθμό πρώτων βοηθειών, ώστε να είναι κοντά στον Άρτουρ. Γνώριζε ελάχιστες λέξεις στα γερμανικά, ωστόσο, καθώς είχε μιλήσει για εκείνη ο νεαρός, η πρόσβαση σε απλά πράγματα ως βοηθός του Ερυθρού Σταυρού, ήταν σχετικά αναίμακτη. Εκείνη τη μέρα όμως, υπήρχαν τέσσερις νοσοκόμοι που είχαν επιζήσει μίας ρωσικής επίθεσης σε έναν άλλο σταθμό πρώτων βοηθειών, με αποτέλεσμα να έχουν υποστεί σοκ και ανεπανόρθωτη ψυχική βλάβη, σε σημείο που δεν μπορούσαν να αρθρώσουν σωστά τις λέξεις. Ούτε καν το αλκοόλ δεν ήταν δυνατό να βοηθήσει στη χαλάρωση, ώστε να αφηγηθούν την προσωπική τους τραγωδία. Όλο αυτό είχε θορυβήσει τους υπόλοιπους, σχετικά με τις συνθήκες αιχμαλωσίας στα χέρια του Κόκκινου Στρατού.
Οι συγκεκριμένοι άνθρωποι, προκειμένου να τονίσουν πως ήταν άοπλοι και πως είχαν αναλάβει τους βαριά τραυματίες που είχαν εγκαταλειφθεί εκεί, είχαν τοποθετήσει μία λευκή σημαία, καθώς και εκείνη του Ερυθρού Σταυρού, έξω από τη σκηνή τους. Το ίδιο ίσχυε και για τα όπλα τους. Από μακριά, είδαν τον εχθρικό στρατό να καταφθάνει, αποτελούμενος και από Μογγόλους, οι οποίοι ξεκίνησαν να κόβουν κύκλους γύρω τους αργά και μεθοδικά, απαιτώντας από όλους τους να βγουν έξω από τη σκηνή με τα χέρια ψηλά, βρίζοντάς τους. Καθώς είχε δοθεί ένα λεξικό σε στρατιώτες του Ανατολικού Μετώπου, είχαν αποστηθίσει μερικές φράσεις, ώστε να τους εξηγήσουν πάνω στην απελπισία πως υπήρχαν μονάχα τραυματίες και μάλιστα βαριά. Ο Μογγόλος κραύγασε στα ρωσικά μία διαταγή, την οποία ο ένας νεαρός γιατρός δεν κατάλαβε, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει ένα ισχυρό χτύπημα με τον υποκόπανο στο πρόσωπο, σπάζοντάς του τη μύτη και σκίζοντας τα χείλη του. Αίμα καυτό μούσκεψε τα χέρια του που βαστούσαν απελπισμένα το πρόσωπό του. Φόβος τον κατέλαβε, όταν είδε τους Μογγόλους να εισέρχονται στη σκηνή, πετώντας έναν χειρούργο κάτω και καρφώνοντας ένα μαχαίρι πολλές φορές στην καρδιά του τραυματία, ο οποίος μόλις ανάρρωνε.
«Έτα φασίστκαγια σουίνια μπόλσε ναμ νε πομέτσα!» (Αυτό το φασιστικό γουρούνι δεν θα μας απασχολήσει άλλο)
Αυτό που ακολούθησε ήταν μία σφαγή. Ο Μογγόλος έδωσε διαταγή στους δικούς του, να κόψουν τα κεφάλια των τραυματιών σαν να ήταν γουρούνια. Θα πλήρωναν για την επίθεση στη Μητέρα Ρωσία και στις γυναίκες τους. Οι γύρω του, πρέπει να ήταν χασάπηδες ή έμπειροι βοσκοί, καθώς έβγαλαν μαχαίρια από τις μπότες τους, τα οποία προφανώς είχαν φέρει από την πατρίδα τους και γνώριζαν τη χρήση τους. Χωρίς να δείξουν το παραμικρό συναίσθημα, προσέγγισαν τους ανυπεράσπιστους τραυματίες, κόβοντας τον λαιμό τους. Τα αιχμηρά μαχαίρια έκοψαν τη σάρκα με ευκολία, ώστε σε μερικούς ήταν δυνατόν να διακρίνεις τα οστά της σπονδυλικής στήλης. Το αίμα έρρεε άφθονο και σε λίγα λεπτά η σκηνή μετατράπηκε σε σφαγείο. Οι ετοιμοθάνατοι τυφεκιοφόροι, έκαναν συσπάσεις πόνου στις κλίνες τους.
Ο ένας εκ των τεσσάρων νοσοκόμων στο σήμερα, όταν κατόρθωσε να βρει έστω και για λίγο τα λογικά του, αφηγούνταν αυτήν την ιστορία σπαράζοντας. Η Αφροδίτη δεν καταλάβαινε λέξη, όμως δίπλα της, η Γερμανίδα νοσοκόμα, η Χίλντα, ήξερε πολύ καλά αγγλικά και της εξηγούσε. Στο τέλος, οι δυο τους σφιχταγκαλιάστηκαν. Η Χίλντα είχε όμορφα πυρόξανθα μαλλιά και αραιές φακίδες στο πρόσωπο. Ήταν ένας άνθρωπος καλοσυνάτος, δίχως να είναι κολλημένη με το καθεστώς. Αγαπούσε να βοηθά και δεν το σκέφτηκε λεπτό γι' αυτή τη θέση. Ο Άρτουρ κατέφθασε εκείνη τη μέρα χτυπημένος από τις γροθιές του Μίσα. Ήταν η πρώτη φορά που τον αντίκριζε η Αφροδίτη τόσο χλωμό, σχεδόν άρρωστο. Δεν είχαν ιδέα όμως πως ο Λεβ τους παρακολουθούσε στα κρυφά, μήπως κατόρθωνε να προσεγγίσει και κάποιον άλλον από το περιβάλλον του νεαρού.
Τότε την είδε. H γλυκιά Αφροδίτη έμοιαζε να ενδιαφέρεται πολύ για τον Άρτουρ, να τον περιποιείται και να πασχίζει μάλλον να μάθει, τι είχε συμβεί. Άκουγε μία γλώσσα παράξενη να μιλούν. Στα αφτιά του έφτανε ίσως σαν μελωδία, μα δεν είχε ιδέα από ποια γωνιά του πλανήτη προερχόταν. Η σκηνή έμοιαζε αφύλαχτη και με το όπλο του στα χέρια περίμενε να πέσει ο ήλιος για να την προσεγγίσει, έστω και άτσαλα. Πράγματι, κατά το ηλιοβασίλεμα, την είδε να στέκεται μπροστά στη σκηνή. Ο Λεβ έκανε την εμφάνισή του αργά, κάνοντάς της νοήματα. Είδε το βλέμμα της να μπερδεύεται καθώς από όσο καταλάβαινε, δεν ήταν σίγουρη για το χρώμα της στολής και για το αν έπρεπε να πανικοβληθεί ή όχι. Το επόμενο βήμα του ήταν να της χαμογελάσει πλατιά. Αυτό θα έπιανε.
«Εμ...» την άκουσε να ψελλίζει.
«Μη φοβάσαι. Θέλω να σου μιλήσω, είναι σημαντικό και εσύ μπορείς να βοηθήσεις»
«Μα, εγώ δεν σας ξέρω....πώς...»
«Ξέρεις κάποιον που με ενδιαφέρει. Αυτόν» της έδειξε τον Άρτουρ που ήταν καθιστός με έναν άνδρα να περιποιείται τους μώλωπες και τις πληγές στο πρόσωπό του. Την είδε να σαστίζει καθώς υπέθεσε πως είχε έρθει για να του κάνει κακό «Μπορούμε να πάμε πιο κει; Είναι επείγον..»
«Εγώ...αν πω όχι....»
«Δεν υπάρχει πρόβλημα. Αρχικά, από πού είσαι; Σε άκουσα να μιλάς και η γλώσσα σου μου φάνηκε...όμορφη»
«Ελλάδα»
«Ουάου! Δεν ξέρω καν πού είναι αυτό στο χάρτη. Άκου, ο φίλος σου, έχει ένα τρομερό μυστικό. Αν τον γνωρίζεις καλά, θα κατάλαβες τη διαφορά»
Η κοπέλα το σκέφτηκε. Είχε δίκιο αυτός ο Ρώσος.
«Ναι ήταν αφηρημένος, σαν χαμένος»
«Ο φίλος σου...λοιπόν, δεν ξέρω πώς να το πω, αλλά έχει έναν αδερφό, δίδυμο, ολόιδιο και ο οποίος μεγάλωσε στη Ρωσία, μαζί μου. Ήμουν μάρτυρας σε μία μάχη που είχαν αυτοί οι δύο μεταξύ τους. Το μόνο που θέλω, είναι να μάθω για τον...πώς τον λένε;»
«Α-Άρτουρ» πρόφερε τρέμοντας εκείνη μη μπορώντας να πιστέψει αυτό που της έλεγε.
«Για τον Άρτουρ. Ποιος είναι; Έχει οικογένεια; Από πού είναι;»
«Δεν γίνεται να λες αλήθεια»
«Αν είστε κοντά, θα στο πει και ο ίδιος. Είστε δηλαδή, γι' αυτό σε προσέγγισα»
«Δεν..δεν έχει κανέναν...είναι πια ορφανός, ο αδερφός του ο μικρός σκοτ..σκοτώθηκε στην Ελλάδα. Το παρελθόν του είναι λυπηρό, μα δεν μπορώ να πω πολλά. Αφορά τον ίδιο»
«Ώστε, υπήρχε και άλλος αδερφός;»
«Ναι, ο Φίλιμπερτ»
«Εσένα πώς σε λένε;»
Την είδε να γελά.
«Δεν θα μπορέσεις να το πεις. Αφροδίτη»
«Ατροδίτη....;Εμ, εγώ είμαι ο Λεβ και ο Μιχαήλ Μελέτεφ, είναι ο δίδυμος του Άρτουρ. Μεγάλωσε υιοθετημένος. Δεν ξέρω πώς βρέθηκε στη Μόσχα»
«Ίσως να τον πούλησαν σαν βρέφος. Κάποιος που δεν χώνευε την οικογένεια του Άρτουρ, πήρε τον έναν δίδυμο»
Ο Λεβ ξαφνιάστηκε.
«Πήρε τον καλό δίδυμο. Ο φίλος σου κουτσαίνει νομίζω»
«Έχει ένα πρόβλημα με το πόδι»
«Αυτό είναι! Αν ήταν πολιτικό το θέμα, ανταγωνισμού ας πούμε, πήραν τον ΄΄καλό΄΄, τον πούλησαν, της είπαν της μάνας του πως πέθανε ή δεν της είπαν τίποτε και απλώς της έδωσαν τον Άρτουρ»
«Αν αυτό είναι αλήθεια...καταλαβαίνεις πως...υπάρχει μεγάλο πρόβλημα»
«Όσο μεγάλο και αν είναι οφείλω να βοηθήσω τον Μίσα, εμ, τον Μιχαήλ. Είναι πολύ δυναμικός, εγωιστής και αιμοδιψής τελευταία. Τον αγαπώ, ωστόσο, αν δεν ηρεμήσει θα έρθει για τον φίλο σου και τότε, απλώς δύο αδέρφια θα αλληλοσκοτωθούν»
Η Αφροδίτη του χαμογέλασε με κατανόηση. Αυτός ο νεαρός με τα καστανά, ελαφρώς σπαστά μαλλιά και το ολόλευκο δέρμα, απέπνεε μία καλοσύνη. Η ματιά της έπεσε στο χέρι του που ήταν πληγωμένο.
«Μείνε εδώ. Πρέπει να πονάς»
«Λιγάκι, αλλά δεν είναι κάτι»
Αποφασιστικά εισήλθε στη σκηνή και βγήκε για να τον περιποιηθεί.
«Δεν μπορώ να σας βλέπω όλους να τραυματίζεστε και να σκοτώνεστε. Η νεολαία αυτού του κόσμου που θα μπορούσε να γλεντά και να γελά. Μας θυμάμαι στην Ελλάδα, θυμάμαι το γέλιο μας, τα παιχνίδια μας και ξαφνικά, όλα αυτά τα πήρε μακριά η βία, η θέληση των ηλίθιων ηγετών. Δεν σκοτώνονται αυτοί όμως, αλλά εμείς όλοι...Συγγνώμη δεν ξέρω τι πιστεύεις..»
«Για να είμαι εδώ, ότι και εσύ»
«Ήθελα να σε ξαναδώ. Μακάρι να έβλεπα και τον δίδυμο του Άρτουρ. Μου φαίνεται σαν ψέμα»
«Ο Μίσα θα έρθει μόνος του, όταν νιώσει έτοιμος. Θα τον ξεχωρίσεις από τον χαρακτήρα, αν και με τον Άρτουρ μοιάζουν θαρρώ πολύ»
«Πρόσεχε»
«Πρόσεχε και εσύ. Είσαι από άλλη χώρα και μαζί τους κινδυνεύεις. Χάρηκα που σε γνώρισα Αοδίτη»
«Αφροδίτη» γέλασε εκείνη «Να σκέφτεσαι τη θάλασσα και την ελληνική λέξη ΄΄αφρός΄΄»
«Δεν είδα ποτέ μου θάλασσα. Μακάρι όλα να τελειώσουν και να έρθω στη χώρα σου κάποτε να τη δω. Αντίο και ευχαριστώ»
«Αυτός ήταν πάλι;» ακούστηκε η αυστηρή φωνή του Άρτουρ και η κοπέλα αναπήδησε λαχανιασμένα.
«Με τρόμαξες» τον μάλωσε και ένιωσε τα χείλη του στο μάγουλό της «Τον ξέρεις έτσι; Ο...αδερφός σου σε έκανε έτσι;» τον ρώτησε στα ξαφνικά και τον είδε να αποτραβιέται.
«Δεν είναι αδερφός μου. Είναι τέρας»
«Άρτουρ! Δεν ξέρω ποιος είναι εκείνος, όμως ο φίλος του είναι μία γλύκα για Ρώσος και καθόλου τρομακτικός»
«Αυτό μου έλειπε!» φώναξε.
«Μη ζηλεύεις...Το παιδί προσπαθεί για το καλό σας και το ίδιο θα κάνω και εγώ. Φαντάζεσαι να έχεις οικογένεια; Να μην είσαι μόνος; Οι ρίζες σου υπάρχουν Άρτουρ, μην αφήσεις τον Χίτλερ ή τον Στάλιν να στο στερήσουν»
«Στα κάρφωσε όλα....Δεν καταλαβαίνεις...»
«Δεν θα μου μιλούσες;»
«Φυσικά, όταν ήμουν έτοιμος. Αυτός...ο δήθεν αδερφός, με μισεί. Είναι ένα μπολσεβίκικο τέρας!»
«Άρτουρ!»
«Άφησέ με! Έπρεπε εμένα να έδιναν ή να πέταγαν ή δεν ξέρω και εγώ τι συνέβη! Αλλά όχι! Ο Θεός με μισούσε τόσο που με άφησε σε μία κακοποιητική οικογένεια. Τι ξέρει αυτός από κακοποίηση; Τι σκατά ξέρει από βιασμό; Δεν θα γίνει ποτέ αδερφός μου! Τον μισώ!»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top