Ρίζες/part 2

Ο Λεβ ξεκίνησε να τρέμει ολόκληρος. Κοίταξε ολόγυρα τον μπαρουτιασμένο ορίζοντα και έπειτα ξανά τον Άρτουρ. Η αλήθεια ήταν πως το θέαμα φάνταζε τρομακτικό. Όχι απλά ήταν δίδυμοι, μα από εκείνες τις περιπτώσεις που η ομοιότητα ξεπερνούσε κάθε ικανότητα διαχωρισμού αυτών των δύο. Ο Άρτουρ ταραγμένος και χαμένος, προσπάθησε να σηκωθεί, νιώθοντας ολόκληρο το κορμί του να πονά και αίμα καυτό να ρέει από τα πληγωμένα του χείλη. Με κόπο πάλεψε να κρατηθεί από το χωμάτινο τειχάκι, νιώθοντας ζαλισμένος και παραπατώντας άτσαλα. Ο Λεβ τον κοιτούσε σαν να έβλεπε έναν παράδοξο δαίμονα, σαν να ζούσε ένα ψέμα, σαν να ήλπιζε ο Μίσα να του κάνει πλάκα φορώντας αυτήν την άθλια γερμανική στολή. Η αλήθεια όμως ήταν άτεγκτη και είχε πέσει στο πρόσωπό τους, σαν το χειρότερο χτύπημα που θα μπορούσαν να δεχθούν.

Με τρεμάμενα χέρια και παρά το γεγονός πως η μάχη μαινόταν ακόμη γύρω τους, τον πλησίασε για να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Παρατήρησε πως ο Άρτουρ κούτσαινε, ενώ το ένα του πόδι ήταν διαφορετικό από το άλλο. Να λοιπόν κάτι που τους ξεχώριζε. Ψιθυριστά, βρήκε το θάρρος να αρθρώσει τις επόμενες κουβέντες του.

«Έλα το βράδυ στο διαλυμένο Τ-34 στις παρυφές του δάσους. Θέλω να μιλήσουμε»

Φοβισμένος αποχώρησε, με τον Άρτουρ να εξακολουθεί να μην απαντά. Έχοντας μείνει στην ιδανική θέση άμυνας, είδε μία ομάδα Γερμανών τυφεκιοφόρων, να μην μπορούν να προστατευτούν, να εξαντλούν στην άμυνα όλα τα πυρομαχικά και να καταλήγουν να σηκώνουν ψηλά τα χέρια με τους Ρώσους να τους οδηγούν στα μετόπισθεν, κοπανώντας τους με τους υποκόπανους.  Η κατάσταση φαινόταν απελπιστική και ο Βέρνερ, κλεισμένος ακόμη στο σπίτι εκείνο, με το πτώμα του ιδιοκτήτη να σαπίζει μερικά μέτρα παρακάτω, δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Καταλάβαινε μονάχα πως δεν μπορούσε να παραμείνει ολομόναχος κάπου, καθώς η ζωή του κινδύνευε άμεσα. Βγαίνοντας ωστόσο και κατευθυνόμενος προς το ποτάμι για να ξεπλύνει το πρόσωπο και το τραύμα του, είδε στην απέναντι όχθη μία κοπέλα με σχεδόν σκισμένα ρούχα, μαλλιά ανακατεμένα σε κόμπους και πρόσωπο, όπως και χέρια, γεμάτα αμυχές.  Την έβλεπε να προσπαθεί να ξεπλύνει με χέρια τρεμάμενα το λερωμένο της κορμί. Ο Βέρνερ την πλησίασε και προσπάθησε να τη φωνάξει. Είδε το βλέμμα της να στρέφεται επάνω του με φρίκη. Δεν είχε δει ποτέ ξανά άνθρωπο να τον κοιτάζει έτσι, σαν να ήταν ένα τέρας. Αυτή η κοπέλα όμως ετοιμάστηκε να αναλυθεί σε λυγμούς.

«Μη φοβάσαι» της είπε στα γερμανικά.

«Σε παρακαλώ, δεν είχα σκοπό να ενοχλήσω. Μία φτωχή κοπέλα είμαι χωρίς οικογένεια, χωρίς περιουσία καμία. Δεν αποτελώ απειλή. Σε παρακαλώ μη με πειράξεις»

Τα γερμανικά της ήταν άψογα, σε σημείο που ο Βέρνερ πίστευε πως με κάποιον τρόπο είχε μεγαλώσει στα σίγουρα στη Γερμανία.

«Μη φοβάσαι, δεν θα σου κάνω κανένα κακό. Από πού είσαι; Από Γερμανία;»

Την είδε να κουνά το κεφάλι της καταφατικά με μία σχετική νευρικότητα.

«Τότε γιατί με φοβάσαι; Και εγώ Γερμανός στρατιώτης είμαι και μάλιστα σε κακή κατάσταση. Δεν ξέρω πώς βρέθηκες εδώ και τι σου συνέβη , ωστόσο έχω βρει ένα προσωρινό καταφύγιο εδώ, σε αυτό το σπίτι. Αν δεν έχεις πρόβλημα ή πού αλλού να πας, ευχαρίστως θα σε ήθελα για παρέα. Είσαι και από τα μέρη μου, κάποια κουβέντα μπορούμε να ανταλλάξουμε»

Την έβλεπε τρομερά διστακτική και φοβισμένη. Εγκαταλείποντας το ποτάμι, αποχώρησε για το εσωτερικό εκείνης της παράγκας, νιώθοντας ελαφρώς καλύτερα, καθώς η αρρώστια φαινόταν να υποχωρεί. Φυσικά είχε μείνει το επώδυνο τραύμα στο χέρι, μα αυτό θα το σκεφτόταν αργότερα. Αν κάτι τον φόβιζε, ήταν η θέση των Ρώσων, οι οποίοι είχαν μάλλον προχωρήσει, με τους δικούς του να υποχωρούν. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να σημαίνει πως εκεί τριγύρω, οι Ρώσοι  ελεύθεροι σκοπευτές θα είχαν κρυφτεί για να αναλάβουν δράση, παρά το γεγονός πως το δασάκι φαινόταν ήσυχο. Κάθισε κοντά στο τζάκι, όπου είχε τοποθετήσει νέα ξύλα. Παρατήρησε μία σκιά να πλησιάζει στο κατώφλι και την ισχνή σιλουέτα της κοπέλας να κοντοστέκεται διστακτικά. Ο Βέρνερ της χαμογέλασε τρυφερά. Το βλέμμα του καθρέπτιζε την καλοσύνη, κάνοντάς την να αισθανθεί καλύτερα. Το μυαλό της είχε σχεδόν παραλύσει μετά τα τελευταία γεγονότα, μετά τον φρικτό θάνατο της αδερφής της στο βαγόνι των ζώων και το ξεκλήρισμα ολόκληρης της οικογένειάς της. Για να μη θυμηθεί τους αλλεπάλληλους βιασμούς της από τον Μπρούνο. Ως εδώ όμως. Ο θάνατος φάνταζε καμιά φορά και καλύτερος. Κυριολεκτικά δεν είχε καμία ελπίδα σωτηρίας.

Τον κοίταξε με τρέλα. Με ένα βλέμμα παράλογο, το οποίο αντλούσε δύναμη από το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει.

«Ξέρεις γιατί σε φοβάμαι; Ξέρεις γιατί με αηδιάζεις και εσύ και οι όμοιοί σου; Γιατί είμαι Γερμανοεβραία! Γιατί άνθρωποι σαν εσένα με βίασαν, με κακοποίησαν και σκότωσαν την αδερφή μου με τον τρόπο τους. Γιατί προοριζόμουν για το Άουσβιτς, αλλά κατόρθωσα να ξεφύγω όταν ρίχτηκα σε έναν ομαδικό τάφο ζωντανή»

Το κορμί της είχε σχεδόν παραδοθεί σε σπασμούς. Ο Βέρνερ σοκαρισμένος, σηκώθηκε από τη θέση του και στάθηκε μπροστά της.

«Σε παρακαλώ. Εγώ δεν είμαι ένα τέρας σαν όλους τους άλλους και....δεν με νοιάζει αν είσαι Εβραία. Όταν έμενα σε ένα χωριό, έξω από το Βερολίνο, μία εβραϊκή οικογένεια διατηρούσε έναν μικρό φούρνο, πολύ κοντά στο σπίτι μου. Ήταν μία μικρή επιχείρηση, ωστόσο το ψωμί ήταν πάντοτε φρέσκο και ποιοτικό. Θυμάμαι πως αρκετοί από τους πελάτες ήταν Εβραίοι με παράξενα καπέλα. Ήμουν μικρός και δεν καταλάβαινα τον λόγο που διέφεραν από...εμάς, όμως ήταν ήσυχοι και δεν δημιουργούσαν προβλήματα. Ο γιος του φούρναρη ήταν στην ηλικία του αδερφού μου και έπαιζαν συχνά. Η μητέρα μου συνέχιζε να τους στηρίζει παρά την απαγόρευση, ώσπου τους εξαφάνισαν. Έχασε δύο καλές φίλες εξαιτίας της στάσης της, μα μου είχε πει πως απλώς δεν άξιζαν και πως τέτοια φιλία δεν ήταν ατόφια, οπότε δεν χρειαζόταν να στεναχωριέμαι. Πώς σε λένε;»

«Αννελί» του απάντησε.

«Τέλειο όνομα! Είμαι ο Βέρνερ και είμαι επίσης ελεύθερος σκοπευτής που τώρα έχει χαθεί και που έχει για φίλο ένα Ρώσο, εξίσου ελεύθερο σκοπευτή και μάλιστα από τους πιο διάσημους»

Η Αννελί μειδίασε για πρώτη φορά.

«Δεν ξέρω αν θέλω να ρωτήσω πώς έφτασες ως εδώ»

«Κοίταξε. Τα πράγματα και για εμάς ήταν δύσκολα. Μεγαλώσαμε με την ύπαρξη της Χιτλερικής Νεολαίας. Για τα αγόρια η μύηση σε αυτήν σήμαινε και παρέες, δράση και απόδειξη του ανδρισμού. Όταν είσαι σε νεαρή ηλικία και δεν έχει φανεί ολοκάθαρα η σατανική όψη όλου αυτού, προκειμένου να μην αποκλειστείς, αποφασίζεις να ακολουθήσεις. Άλλοι πιέστηκαν να συμμετέχουν. Εμένα η μάνα μου δεν συμφώνησε ποτέ και πολλές φορές λογοφέραμε γι' αυτό αλλά έπειτα εγώ κατατάχθηκα στον Στρατό και στο μέτωπο, πάνω στον αγώνα για την επιβίωση, απλώς αντιλήφθηκα πως ήμουν πολύ καλός στον στόχο και έγινα Ελεύθερος Σκοπευτής με δική μου Σχολή στο Βερολίνο. Με έφεραν για να σκοτώσω τον Ρώσο με τον οποίο τελικά γίναμε...καλοί γνωστοί θαρρώ»

«Λυπάμαι που εξακολουθώ να βλέπω τα πράγματα από τη δική μου σκοπιά» του απάντησε ψυχρά.

«Δεν σε αδικώ. Ειδικά η ασέλγεια σε ένα κορμί μου φαίνεται αηδιαστική. Είναι τόσο αποτρόπαιο και άνανδρο. Δεν γνωρίζω ειλικρινά τι είδους ευχαρίστηση μπορεί να σου προκαλέσει κάτι τέτοιο. Ίσως είμαι υπερβολικά ρομαντικός θεωρώντας τον έρωτα κάτι σπουδαίο που δεν μπορώ να ανεχθώ να βεβηλώνεται έτσι. Άκου. Κανείς δεν γνωρίζει εμφανώς πως είσαι Εβραία. Μόλις βρω τους δικούς μου, μπορούμε να σε τοποθετήσουμε ως βοηθό στο στρατιωτικό νοσοκομείο που στήνουμε. Μιλάς άπταιστα γερμανικά, είσαι ξανθιά, δεν θα δυσκολευτείς. Αν μείνεις εδώ θα πεθάνεις ή θα πέσεις στα χέρια των Κόκκινων και αυτό δεν το θες»

«Έχω άλλη επιλογή;»

«Νομίζω η λύση που σου προσφέρω, είναι η πιο λογική»

Την ίδια στιγμή, χωμένος σε μία αυτοσχέδια κρυψώνα, ο Μιχαήλ τραβούσε τα μαλλιά του έτοιμος να τα ξεριζώσει. Είχε σκοτώσει κυριολεκτικά όποιον Γερμανό στρατιώτη μπορούσε, βλέποντας κρανία να διαλύονται. Μάλιστα, είχε προετοιμάσει και μία έκπληξη για τους Ναζί, όταν ο ίδιος φρόντισε να αποκεφαλιστούν οι αιχμάλωτοι που είχαν αρπάξει, μέσα σε ένα ρωσικό καταφύγιο με χαμηλό φωτισμό. Το αίμα αναπηδούσε σε αφρούς και τα μέλη του σώματός τους συνέχιζαν να κινούνται, σε όσους παρέμειναν ετοιμοθάνατοι. Το μίσος αυτό ωστόσο επικρατούσε και στις δύο πλευρές δικαιολογώντας την ανάλγητη στάση των στρατιωτών και τις θηριωδίες που διέπρατταν. Το ίδιο βράδυ, ο Λεβ ήταν τρομερά νευρικός.

«Λοιπόν, φτύστε εδώ και τώρα τι έχει συμβεί γιατί θα σας κάνω εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς σε ολοζώντανη κατάσταση!» τους φώναξε ο Πέτια «Ειδικά ο Μίσα έχει τρελαθεί και δεν μιλά σε κανέναν. Εσύ πάλι είσαι σαν τη θλιμμένη Παναγιά»

«Παράτα με και δεν είναι ώρα για αστεία» τον έβαλε στη θέση του ο Λεβ.

«Ρωτώ εσένα, γιατί ο άλλος θα με εκτελέσει. Βέβαια όσο πάει ανεβαίνει στην εκτίμηση των...υπολοίπων»

«Έχει συμβεί κάτι τρομερό και τώρα πρέπει να σε αφήσω»

«Το έχω καταλάβει αυτό και ας αποφεύγεις εσκεμμένα την απάντηση. Τι χειρότερο να μας συμβεί από τη συμφιλίωσή σας με τον αντίπαλο;»

«Υπάρχουν και χειρότερα»

«Τι; Τον πρόδωσε ο Ναζί;»

«Όχι. Εμένα να ξέρεις όμως ένα πράγμα με λυπεί. Πως από νεανικά, τα πρόσωπά μας μοιάζουν τώρα με εκείνα ανδρών σαράντα χρονών. Αδίστακτα, γεμάτα σκληρότητα και πίκρα, εκείνη της καθημερινής βίας. Τίποτε δεν έχει σημασία πια, μόνο ο φόνος»

«Λάλησες και εσύ» του γρύλισε ο Πέτια και τον άφησε για να πάει στους ασθενείς του, ενώ ο Λεβ προσπαθώντας να ξεγλιστρήσει, έβαλε σαν στόχο το κουφάρι του Τ-34.

Κάθισε σιμά εκεί με κίνδυνο της ζωής του, αντιλαμβανόμενος πως όλο αυτό ήταν μία τρέλα. Ο δίδυμος μπορεί και να μην εμφανιζόταν ποτέ και η ώρα περνούσε δίχως αποτέλεσμα, όταν άκουσε ένα σούρσιμο. Πρόσεξε τη γνώριμη σιλουέτα, τόσο οικεία και τόσο ξένη που ήθελε να κλάψει. Ήταν λες και κάποιος είχε κλέψει την ψυχή του αδερφικού του φίλου. Ο Άρτουρ σε κατάσταση σοκ ακόμη, τον πλησίασε.

«Ν-νόμιζα πως δεν θα ερχόσουν» πρόφερε ο Ρώσος.

«Έτσι νόμιζα και εγώ»

«Ποιος είσαι; Τι ξέρεις για όλο αυτό;»

«Τίποτε. Ως τώρα γνώριζα για έναν αδερφό μικρότερο που σκοτώθηκε. Η ύπαρξη ενός άλλου, είναι λάθος. Δεν γίνεται εκεί έξω να κυκλοφορεί κάποιος σαν εμένα» πρόφερε σκληρά.

«Είναι ο αδερφός σου, όμως. Δεν υπάρχει αμφιβολία, είστε ίδιοι»

«Δεν μπορεί. Τότε, γιατί δεν μεγαλώσαμε μαζί; Εγώ γεννήθηκα...κουτσός, εκείνος από ό,τι αντιλήφθηκα, τέλειος. Γιατί η μητέρα μας δεν κράτησε εκείνον;»

«Δεν ξέρω. Εγώ και ο Μίσα μεγαλώσαμε μαζί. Είμαστε σαν αδέρφια. Πάντοτε αισθανόταν ένα κενό και τώρα αντιλαμβάνομαι πως γι' αυτό ευθύνεται η απουσία σου. Οι δίδυμοι έχουν ένα ξεχωριστό δέσιμο και εσύ του έλειπες. Ωστόσο, τα πράγματα είναι φρικτά τώρα»

«Φαίνεσαι...ήρεμος σχετικά. Δεν έχω συναντήσει Ρώσο από κοντά εκτός από ένα αγοράκι, τον Γκεόργκι»

Τον είδε να ταράζεται.

«Πώς έμοιαζε; Αυτό το παιδί και πού το βρήκες;»

«Στο Άουσβιτς και είχε δυο διαφορετικού χρώματος μάτια»

΄΄Ο γιος του Πέτια΄΄

«Τον ελευθέρωσα μαζί με τη μαμά του. Είσαι όμως ο δεύτερος που συναντώ. Το είδωλό μου είναι φρικτό και ασχολίαστο»

«Ο μπαμπάς του μικρού είναι κολλητός μου! Πρέπει να του πω την αλήθεια πως βοήθησες!»

«Δεν θα πεις λέξη. Άκου, δέχτηκα να έρθω γιατί αυτό που μου συνέβη ήταν φρικτό. Ακόμη όμως και αν είναι αδερφός μου αυτός, δεν θα ζήσει για πολύ. Θέλει να με εξοντώσει, αλλά θα τον προλάβω»

«Είστε ηλίθιοι! Είστε αδέρφια! Δεν μπορείτε να το κάνετε αυτό! Όχι για πολιτικούς λόγους!»

«Το παρελθόν μου δεν είναι ξάστερο. Αν με προκαλέσει, θα ανταποδώσω. Θέλω να ζήσω και τελευταία, έχω βρει και τους λόγους Μπολσεβίκε. Τώρα, στρίβε»

«Μην το κάνετε αυτό...»τον παρακάλεσε.

«Δεν θα το κρίνεις εσύ»

Ο Άρτουρ και ο Μιχαήλ

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top