Πορεία στην κατάρρευση

Δεν ήταν εύκολο. Τίποτε δεν ήταν. Όσα του δόθηκαν στη ζωή, κυλούσαν σαν τις σταγόνες μίας κλειστής και σκουριασμένης βρύσης. Για λίγο γεύτηκε την αγάπη, γλυκάθηκε και τώρα πάλι επέστρεφε στο σημείο όπου ήξερε πως θα έπεφτε η αυλαία με κάθε κόστος. Αλλιώς τα είχε υπολογίσει στο παρελθόν και μάλιστα είχε πιστέψει πως θα κατόρθωνε να πετάξει από επάνω του τη στολή του Θανάτου που αργά τυλιγόταν στο σώμα του. Κοίταξε το αυστηρό του είδωλο και για λίγο, φάνηκε δίπλα του η εικόνα του αδερφού του, με μία στολή αλλιώτικη, ρωσική. Πώς είχαν έρθει έτσι τα πράγματα και τι ζωή κοινή θα μπορούσε πλέον να διεκδικήσει; Καμία. Μονάχος του θα πορευόταν, με οδηγό το ένστικτο ή τη συνείδηση. Ήταν Γερμανός και σε λίγο καιρό δεν θα είχε πουθενά να σταθεί.

Οι εικόνες ντροπής και αθλιότητας τον υποδέχτηκαν ξανά. Σχεδόν τίποτε δεν είχε αλλάξει. Κορμιά έρχονταν, άλλα καίγονταν, δολοφονούνταν, άλλα παρέμεναν κλεισμένα δίχως ελπίδα μέσα στο κολαστήριο. Η διαδικασία η ίδια, η ράμπα της διαλογής εκεί, το τατουάζ, το ξύρισμα των μαλλιών, τα κουρέλια, τα παραπήγματα. Εκείνος θα εργαζόταν στο νοσοκομείο. Σε νευραλγική θέση και όχι μόνο. Καθώς ήταν γιατρός, τα μάτια του θα ήταν σε πολλά σημεία. Εντός του νοσοκομείου, αντίκρισε σε άθλια κατάσταση, με πυρετό υψηλό τη βοηθό του τη δακτυλογράφο. Τη γυναίκα εκείνη από την Πολωνία που ποτέ της δεν έπαψε να πιστεύει πως μία μέρα θα γυρίσει ξανά.

«Τζούλια...» της ψιθύρισε στα κρυφά, όμως εκείνη τον είχε ήδη καταλάβει και τα δάκρυά της έτρεχαν ασυγκράτητα από δύο μάτια κουρασμένα πιά. Χωμένα βαθιά σε λακκούβες.

Στα κρυφά, το χέρι της κινήθηκε και κράτησε το δικό του. Ήθελε να κλάψει και εκείνος από συγκίνηση, ωστόσο παρέμεινε ψυχρός και πειθαρχημένος προς χάρη του ανώτερου σκοπού που τον είχε οδηγήσει στο κατώφλι του θανατερού μέρους.

«Νομίζω πως το σώμα και η καρδιά μου ήταν έτοιμα να ησυχάσουν πια. Δεν άντεχα άλλο αυτήν την κατάσταση και εσύ...Προσευχόμουν μέρα και νύχτα να γυρίσεις και ας ήξερα πως για να συμβεί κάτι τέτοιο, πολλά πράγματα θα είχαν πάει στραβά. Ήρθες όμως. Σου υπόσχομαι να κάνω τα πάντα, ώστε να γίνω καλά. Έχουμε δρόμο ακόμη και πρέπει να παλέψουμε δίχως καμία βοήθεια»

«Πρέπει να σε κάνω καλά. Είσαι άρρωστη βαριά και θα βοηθήσω με όλη μου την καρδιά, όσους περισσότερους μπορώ. Θα τους κρατήσω ζωντανούς, μέχρι οι Σύμμαχοι ή οι Ρώσοι να φτάσουν»

«Θα σε σκοτώσουν» του ψιθύρισε και ένιωσε τα μάτια του να θολώνουν.

«Είμαι νεκρός ήδη. Ό,τι αγαπούσα έφυγε γιατί πολύ απλά αυτό είναι το σωστό. Ξεκουράσου και εμείς θα τα πούμε αργότερα»

Υπήρχαν και οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, της Καρδίτσας και πολλών ακόμη περιοχών της Ελλάδας. Ο Άρτουρ μπορούσε να τους καταλάβει και όταν άκουγαν ελληνικά από το δικό του στόμα, ξαφνιάζονταν.Η Εσθήρ, μία Εβραία από τα Τρίκαλα, αδύνατη και ντροπαλή, κρατούσε το βλέμμα της λίγα λεπτά παραπάνω επάνω του ορισμένες φορές, προσπαθώντας να τον κατανοήσει. Ήταν ο μοναδικός με τη στολή του θανάτου, που δεν της φαινόταν τόσο απεχθής και ας ήταν απρόσιτος. Στα μπάνια, αρκετές φορές έβαζαν τους κρατούμενους να βαστούν ψηλά τα χέρια τους. Τότε διαγράφονταν τα κόκκαλά τους και σημειώνονταν από τους Γερμανούς. Όταν συμπληρωνόταν ο αριθμός, τους συγκέντρωναν και τους πήγαιναν στα κρεματόρια. Ο Άρτουρ κατέγραφε κανονικά τους αριθμούς, ωστόσο στα κρυφά ζητούσε και το όνομα, κάτι που έκανε στους δύστυχους εντύπωση. Ήθελε με αυτόν τον τρόπο να τους δείξει πως εξακολουθούσαν να έχουν ανθρώπινη υπόσταση. Όση ώρα καρτερούσαν γυμνοί τα ρούχα τους να καθαριστούν, πλησίαζε τους αδύνατους, καθοδηγώντας τους μία συγκεκριμένη ώρα έξω από τα μαγειρεία, όπου πετούσαν τα σκουπίδια και τις φλούδες από τις πατάτες. Εκεί, έκρυβε λίγο φαγητό για αυτούς, εξασφαλίζοντάς τους περισσότερες μέρες ζωής, έστω και δύσκολης. Είχε την πίστη πως αν προλάβαιναν να απελευθερώσουν το μέρος, αυτοί οι άνθρωποι θα γλίτωναν. Σύντομα, η βοηθός του επέστρεψε στη δακτυλογράφηση και μόλις βρέθηκαν οι δυο τους, άνοιξε την αγκαλιά της διάπλατα, κλαίγοντας.

«Ο δρόμος θα με έβγαζε εδώ. Ξέρω πως μπορώ να προσφέρω ανακούφιση, παρά τον πόνο και είμαι κάτι παραπάνω από έτοιμος πια, να κάνω ό,τι μπορώ. Έχω τους δικούς μου εφιάλτες και δαίμονες, μα νομίζω πως τους νίκησα πια. Μάλιστα, έμαθα πως έχω και δίδυμο αδερφό, μεγαλωμένο στη Ρωσία» κάπου εκεί έκανε παύση, εξιστορώντας της τα πάντα, τα οποία φάνταζαν αδύνατα. Μία οικογένεια διαλύθηκε, δύο αδέρφια μεγάλωσαν χωριστά εξαιτίας του φθόνου του εσωκομματικού. Μία απίστευτη ιστορία «Ό,τι και να γίνει δεν με νοιάζει, ακόμη και αν πεθάνω»

΄΄Δεν θα το επιτρέψω΄΄ του είχε απαντήσει η Εσθήρ μία άλλη στιγμή, που εργαζόταν στην ομάδα του Aussenkommando, κουβαλώντας πέτρες. ΄΄Θα δώσουμε και εμείς αγώνα για εσένα. Ζω και δουλεύω, έστω και υπό άθλιες συνθήκες, όμως είμαι ζωντανή και δεν μπορείς να φανταστείς το μέγεθος της δύναμης που εσύ μας δίνεις. Το να έχουμε κάποιον σαν εσένα για σύμμαχο, είναι σπουδαία υπόθεση. Είναι ανακούφιση΄΄

Περισσότερα μάτια τον κοιτούσαν αλλιώς. Πιο μαλακά, με μία γλυκιά προσμονή να πέσουν στα χέρια του και την αιώνια απορία για τη δική του περίπτωση προβλήματος. Σπάνια μιλούσε για τον εαυτό του, δεν του άρεσε. Τα βράδια καθόταν ολομόναχος, με ένα μικρό σημειωματάριο και τα ονόματα, καθώς και τους αριθμούς των ασθενών. Για τα παιδιά δεν μπορούσε να κάνει τίποτε, μήτε για τους ηλικιωμένους. Τουλάχιστον, ας προσπαθούσε για όσες άλλες ψυχές ήταν δυνατόν. Το βράδυ, τα φουγάρα απελευθέρωναν εκείνη την πορτοκαλόχρωμη λάμψη της Κόλασης και τη μυρωδιά της καμένης σάρκας, σαν να πλησίαζε η Αποκάλυψη. Σχεδόν μπορούσε να νιώσει το ελαφρύ αεράκι, σαν να τον χάιδευαν οι ταλαιπωρημένες ψυχές που είχαν πλέον απαλλαγεί από τη φρίκη και την απανθρωπιά. Έχοντας τα ονόματα, κατέγραφε και τις ανάλογες παθήσεις του καθενός ή το πόστο του. Η Τζούλια τον βοηθούσε όσο μπορούσε, όπως και οι ίδιοι οι κρατούμενοι, μονάχα που τα προβλήματα, ήταν κυριολεκτικά ατελείωτα. Η γη ήταν καλυμμένη με την παγωνιά του θανάτου, ήταν χειμώνας και η χρονιά του 45 πλησίαζε. Η χρονιά που θα έπεφτε η αυλαία.

Δεν ήξερε να γράφει στα ελληνικά και κατηγορούσε τον εαυτό του που δεν το είχε καταφέρει. Ήταν αναγκασμένος να σημειώνει στα γερμανικά όλες του τις λέξεις, τις σκέψεις τα όνειρα που θα έμεναν απραγματοποίητα. Γιατί την Αφροδίτη μονάχα εκεί μπορούσε να τη συναντήσει. Στον κόσμο των ονείρων. Εκεί όπου δεν κρατούσε καμία ράβδο, χωρίζοντας τους ανθρώπους δεξιά και αριστερά με ένα νεύμα. Όμως, οι καλές πράξεις βρίσκουν ανταπόδοση, έστω και αργά. Ακόμη και αν υπήρχαν στιγμές που απελπιζόταν και ας μην είχε το δικαίωμα, στιγμές που πίστευε πως η Αφροδίτη θα τον ξεχνούσε. Έπειτα έστρεφε το βλέμμα του ολόγυρα και αντιλαμβανόταν πως και εκείνος ήταν μελλοθάνατος. Πως αν έρχονταν οι Ρώσοι, δεν είχε καμία ελπίδα να επιβιώσει ή μήπως είχε; Ή ακόμη χειρότερα θα έβαζε σε μπελάδες τον αδερφό του;

Η Τζούλια ωστόσο, είχε πίστη. Πίστη για την μεγάλη καρδιά αυτού του ανθρώπου που προσπαθούσε να σώσει ψυχές, ακόμη και βρέφη, με ελάχιστη επιτυχία δυστυχώς. Τα βράδια που έφευγε, μαζί του φυγαδεύονταν και νεογέννητα που δίνονταν σε οικογένειες προσωρινά, ελπίζοντας πως μία μέρα θα ανταμώσουν με τους γονείς τους.

--------------------------------

Είχαν περάσει βδομάδες πολλές με τσουχτερό κρύο και τώρα, η Μεραρχία του Βέρνερ στεκόταν σχεδόν με την πλάτη στα σύνορα του χιλιετούς Ράιχ, το οποίο έχοντας αναπτυχθεί σε σαθρά, σαπισμένα θεμέλια εδώ και δώδεκα χρόνια, κατέρρεε σαν τραπουλόχαρτο. Η Γερμανία είχε προκαλέσει παγκόσμιο πόλεμο και οι εχθροί της πλησίαζαν από όλες τις μεριές. Το σύνθημα του Χίτλερ ΄΄ Η Γερμανία θα νικήσει ή θα πεθάνει΄΄ είχε προκαλέσει μεγάλο αριθμό αγώνων και θυσιών, ιδίως από το Στάλινγκραντ και μετά. Όσο η κατάσταση έβαινε επί τα χείρω, τόσο οι υποστηρικτές του Χίτλερ στην αστυνομία, τα Ες-Ες και τη Βέρμαχτ, αποκτούσαν την ελευθερία να πράττουν κατά βούληση ό,τι έκριναν σωστό. Με τη μέθοδο της καταπίεσης και τη στράτευση ακόμη και του τελευταίου αποθέματος σε ανθρώπινο δυναμικό, η Γερμανία πάλευε να εμποδίσει την απόλυτη καταστροφή της. Όμως τα αυτοσχέδια στρατοδικεία, τα μέλη της Χιτλερικής Νεολαίας, οι ανεκπαίδευτες και πρόχειρα οργανωμένες μονάδες, αλλά και οι υπερήλικες, ήταν αδύνατο να σταθούν εμπόδιο στον δρόμο που είχε χαράξει η ιστορία.

Ο Μιχαήλ ωστόσο με τον Βέρνερ, είχαν θεωρήσει τρομερά χαριτωμένο να αλλάζουν ρόλους, εξαιτίας της ύπαρξης της απίστευτης ομοιότητας με τον Άρτουρ. Όταν ο Βέρνερ τον ειδοποίησε πως κάποιοι από τη μονάδα του δεν είχαν δώσει σημασία στην απόσυρση του Άρτουρ εξαιτίας της βίαιης επίθεσης που είχε μεσολαβήσει, ο Μιχαήλ, όντας το ίδιο ριψοκίνδυνος και ξεροκέφαλος με τον αδερφό του, θεωρούσε πως ήταν ο κατάλληλος για να κατασκοπεύσει τα γερμανικά νέα. Ο Λεβ κουνούσε πάντα το κεφάλι αποδοκιμαστικά, ενώ για τον Πέτια δεν γινόταν ούτε λόγος. Δεν ήθελε καν να γνωρίζει τις ανοησίες που σκαρφιζόταν, ενώ δεν ήταν βέβαιος για το αν τον έβλεπε τελικά ως Γερμανό ή ως Ρώσο ή Ρώσο γερμανικής καταγωγής. Όπως και να είχε πάντως, το γαϊδουρινό του πείσμα, του δημιουργούσε στο μυαλό μία γερμανική κάποτε εικόνα. Όπως και κάθε φορά, έτσι και τώρα, είχε βάλει τη γερμανική στολή και είχε συρθεί κοντά στις γραμμές του εχθρού. Για κακή του τύχη, το μόνο που ψάρευε ήταν μία ακατάσχετη μουρμούρα περί ήττας και ορισμένα υβριστικά σχόλια για τον Φύρερ.

΄΄Αργά το θυμήθηκαν΄΄ σκέφτηκε, παρατηρώντας τον μελαγχολικό του φίλο.

Μετά τον θάνατο της Άνια, οι αντιδράσεις του Βέρνερ στο μέτωπο δεν ήταν ίδιες. Συχνά έμοιαζε αφηρημένος. Ο Μιχαήλ ωστόσο, βαδίζοντας δίχως έγνοιες ανάμεσα στον εχθρό και έχοντας συλλέξει τις πληροφορίες που ήθελε, για λίγο ξεγλίστρησε προς το αυτοσχέδιο νοσοκομείο, όπου βρισκόταν η Αννελί και η Χίλντα. Η Αννελί τον είδε να κοντοστέκεται στο κατώφλι αμήχανος, σχεδόν σαν να το είχε μετανιώσει. Το αίμα της πάγωσε γνωρίζοντας την ταυτότητά του και το ρίσκο. Δεν επιθυμούσε να πάθει κακό και από την άλλη, δεν καταλάβαινε τον λόγο που ενδιαφερόταν. Εκνευρισμένη, τον άρπαξε από το χέρι και τον οδήγησε στο πίσω μέρος του παραπήγματος.

«Τι νομίζεις πως κάνεις;» του ψιθύρισε με επιθετικότητα.

«Ειλικρινά δεν ξέρω. Δεν ξέρω ούτε και εγώ γιατί  ήρθα να σε δω. Ξέρω όμως πολύ καλά τι κάνω φορώντας τη στολή αυτή. Λαμβάνω πληροφορίες»

«Είναι επικίνδυνο»

«Δεν με ενδιαφέρει» Σιωπή πάλι, ανεξήγητη. Ο Μίσα την κοιτούσε έντονα. Τα ντελικάτα, ξανθά της σχεδόν χαρακτηριστικά, δεν σηματοδοτούσαν στο μυαλό του μία γυναίκα-αγρίμι, όπως ήταν ο ίδιος. Από την άλλη, και για την αφεντιά του θα μπορούσε κάποιος να πει το ίδιο. «Αγαπάς τη φύση; Θα ήθελες να ζεις κοντά στα δάση;» την ρώτησε στα ξαφνικά, μα την είδε να διστάζει.

«Μεγάλωσα στις πόλεις και πάντα περιορισμένη. Δεν ξέρω πώς θα ήταν μία τέτοια ζωή. Το μόνο που μπορώ να πω, είναι πως συχνά παρατηρώ τα χρώματα του ορίζοντα σαν δύει ο ήλιος, ή σαν ανατέλλει και μέσα μου εύχομαι να μην υπήρχε πόλεμος, έτσι ώστε να είχα την ευκαιρία να περπατήσω ήρεμα στα τοπία αυτά, χαζεύοντας την πλάση ή τους ανθρώπους. Νομίζω πως εξαιτίας του πολέμου, δεν θα μπορούσα ξανά να μείνω κοντά σε κτήρια. Θα ασφυκτιούσα»

«Εμένα πάντα με δυσκόλευαν οι τέσσερις τοίχοι»

«Νομίζω πως και άλλα σε δυσκολεύουν»

Ο Μίσα το σκέφτηκε για λίγο.

«Ναι. Οι σχέσεις, η έκφραση συναισθημάτων, η δέσμευση»

«Και εμένα. Δεν το επέλεξα. Όμως το κορμί μου βιάστηκε τόσες φορές, που πλέον δεν αντέχω να σκεφτώ τίποτε...»

«Αν όλα ήταν διαφορετικά, θα...»

«Ναι»

Τα κυανά μάτια του Ρώσου την κάρφωσαν σοβαρά. Δίχως να της πει τίποτε, πλησίασε το ένα του χέρι κοντά στο πρόσωπό της. Με τον δείκτη του, παραμέρισε λίγες τούφες που έκρυβαν το μέτωπό της. Το δάχτυλό του διέτρεξε παιχνιδιάρικα τη μύτη της και για δευτερόλεπτα, ακούμπησε τα χείλη της. Τραβήχτηκε πίσω αιφνιδιασμένος.

«Δεν το ήθελα...» ψέλλισε.

Η Αννελί πήρε το χέρι του και το τοποθέτησε ξανά στο μάγουλό της. Τα δάχτυλά του χώθηκαν στα μαλλιά της. Καρτερούσε να νιώσει την αντίδραση του σώματός της. Τα πόδια της κινήθηκαν μπροστά. Τα δικά του έμειναν ακίνητα. Την άφησε να πλησιάσει όσο ήθελε. Ένιωσε και τα δικά της χέρια να χαϊδεύουν τα αχτένιστα, λερωμένα μαλλιά του. Το πρόσωπό του έγειρε μπροστά. Τα δάχτυλό του χάιδεψε τρυφερά, ξανά τα χείλη της, ώσπου πολύ διστακτικά τη θέση του πήραν τα χείλη του. Η Αννελί αισθάνθηκε ένα βελούδινο άγγιγμα και την καρδιά της να σκιρτά. Ο Μιχαήλ για δευτερόλεπτα έκλεισε τα μάτια του, για να αφουγκραστεί τα πάντα με τις άλλες αισθήσεις. Η γεύση της ήταν υπέροχη, θα την δάγκωνε απαλά, μα κάτι τέτοιο το φυλούσε για άλλη στιγμή, αν ποτέ θα υπήρχε. Τραβήχτηκε πίσω, την κοίταξε μειδιώντας τρυφερά, έτοιμος να αποχωρήσει. Ο Βέρνερ βρισκόταν ευθεία, στα παγωμένα χώματα, μασουλώντας ένα ξερό ψωμί, όταν τη στιγμή που σηκωνόταν για να του μιλήσει, ένιωσε την παρουσία ενός άνδρα. Ήταν ένας φωτογράφος με την αποστολή να γράψει για τους Ελεύθερους Σκοπευτές του Τρίτου Ράιχ.

«Είστε ό,τι πρέπει!» τους κοίταξε ενώ τα χείλη του Μιχαήλ σχημάτισαν έναν άηχο όμικρον. «Για ποζάρετε αγέρωχοι! Πάρτε στάση σαν να σκοπεύετε τον εχθρό! Έχω πάρει άδεια από τους ανώτερους»

Ο Βέρνερ του ψιθύρισε στα ρωσικά την εντολή και οι δύο άνδρες έσκασαν στα γέλια, μιας και στην αρχή στόχευσαν ο ένας τον άλλο. Κάποτε υπήρξαν πράγματι εχθροί. Τα μάτια του δημοσιογράφου ήταν καρφωμένα στον Ρώσο.

«Είστε από τους πιο εντυπωσιακούς εμφανισιακά στρατιώτες» πρόφερε με θαυμασμό βάζοντας δήθεν και τους δύο να ποζάρουν πίνοντας νερό από ένα ρυάκι.

«Μην το πιείτε!» τσίριξε ένας Γερμανός «Ένας νεκρός Ιβάν σαπίζει παραπέρα»

«Ω, την τύχη μου!» έφτυσε ο Μιχαήλ «Θα ποζάρω ως μοντέλο στα γερμανικά περιοδικά»

«Η καριέρα της ζωής μας» τον σκούντησε ο Βέρνερ.

«Είμαστε γέροι γι' αυτό το επάγγελμα»

Αργότερα, ο γυναικείος πληθυσμός θα είχε με κάτι να ασχοληθεί. Έστω για λίγο. Με τους δύο πανέμορφους, αν και παραμορφωμένους ελαφρώς λόγω του πολέμου, Γερμανούς Ελεύθερους Σκοπευτές.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top