ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Στη ζωή τίποτε δεν θεωρείται δεδομένο. Η καθημερινότητα μπορεί να αλλάξει από τη μία στιγμή στην άλλη, ή αργά και βασανιστικά για να μην επιτρέψει στους ανθρώπους να δουν το τέρας που εκκολάπτεται. Σαν το σαράκι, ροκανίζει την ηθική, διαστρεβλώνει την αλήθεια. Όχι. Δεν το κάνει αμέσως. Ξεκινά ίσως από την ιδέα της επανάστασης, έπειτα δημιουργεί αποδιοπομπαίους τράγους. Γιατί οι άνθρωποι τους αγαπούν. Αγαπούν να μεταθέτουν αλλού το πρόβλημά τους, τις στρεβλές τους σκέψεις και τα λάθη τους. Ο ναζισμός έκανε αυτό ακριβώς. Ώθησε τους ανθρώπους μακριά από τον προσωπικό τους καθρέπτη, αφού για όλα ήταν υπεύθυνοι οι Εβραίοι, οι ψυχικά άρρωστοι, οι σωματικά ελλιπείς ή οι ομοφυλόφιλοι. Το θέμα είχε λυθεί και οι Γερμανοί μπορούσαν να κάθονται άνετα πια στο σαλόνι του σπιτιού τους απαλλαγμένοι από τις ενοχές. Από την αδικία ωστόσο πώς θα απαλλάσσονταν; Από την ενέργεια εκείνη που σου επιστρέφει το καλό ή το κακό;
Δύο κυανά μάτια κοιτούσαν το κενό. Ήταν βράδυ και ο νεαρός, μεγαλωμένος κυριολεκτικά σαν αγρίμι, πριν τη συμμετοχή του στον Κόκκινο Στρατό, είχε βγει έξω για περιπολία λίγο πριν το τέλος της μάχης του Στάλινγκραντ. Ο καλύτερός του φίλος, ο αδερφός που ποτέ δεν είχε, τον ακολουθούσε πάντοτε, έχοντάς του απόλυτη εμπιστοσύνη στις κινήσεις. Ο Μίσα ήταν ελεύθερος σκοπευτής, κάνοντας εξάσκηση από μικρός. Ο Λεβ πάλι, φοβόταν αρκετά πράγματα στην παιδική του ηλικία, μα από τότε που γνώρισε τον Μίσα, βελτιώθηκε αρκετά. Ζούσαν στη Μόσχα με τη γιαγιά του Λεβ. Ο Μίσα ήταν κλεφτρόνι και ταραχοποιό στοιχείο. Το είχε σκάσει από ένα πλούσιο σπίτι που τον είχε υιοθετήσει, μη θέλοντας να ζει άλλο εκεί και ο Λεβ το είχε σκάσει αντίστοιχα από το σπίτι της μητέρας του. Η Γιαγιά, όπως την αποκαλούσαν και οι δύο, ήταν η μόνη ασφαλής αγκαλιά για αυτά τα παιδιά. Ο Μίσα όμως ήταν ελεύθερο πνεύμα και το στενόμακρο, μικροσκοπικό διαμέρισμα της γηραιάς γυναίκας τον έπνιγε. Αν δεν ήταν ανυπόφορο το κρύο, τριγυρνούσε στους δρόμους της Μόσχας. Κάποιοι πλανόδιοι πωλητές τον είχαν μάθει και του έδιναν το κατιτίς από μόνοι τους. Στο σήμερα, ήταν ένας ατάραχος, ψυχρός, ελεύθερος σκοπευτής, που αρεσκόταν να βλέπει το βλέμμα των τελευταίων δευτερολέπτων των Φρίτσιδων. Έτσι αποκαλούσαν τους Γερμανούς. Έσφιξε τις γροθιές. Υπήρχε ένα σημείο της καρδιάς του που ήθελε να το βαστά κρυφό. Μέσα εκεί, ένα κενό διαφαινόταν. Ένα παράξενο κενό που δεν έλεγε να γεμίσει. Οι κυανές ψυχρές λίμνες ατένισαν τον χειμερινό ουρανό. Τίποτε δεν είχε τελειώσει ακόμη.
Ταυτόχρονα, σε μία άλλη χώρα, δυο άλλες θλιμμένες λίμνες, ατένιζαν έναν λευκό τοίχο. Ο Άρτουρ στεκόταν στην ίδια στάση για μία ώρα τουλάχιστον, με τα δάκρυα να έχουν στερέψει, το σοκ να εμποδίζει τις αντιδράσεις του. Ήταν μόνος στο σπίτι εκείνο και κάθε φορά που άνοιγε την πόρτα, ο εμετός πλημμύριζε το στόμα του. Ο αδερφός του είχε χαθεί σαν να του τον είχε κλέψει άτιμα ο άνεμος. Ο ίδιος δεν είχε ιδέα πού στεκόταν, σε μία ιστορία που τον είχε κάνει μαριονέτα της. Απόψε είχε ζητήσει από τον Στέφανο να τον αφήσει. Έναν Στέφανο εξαγριωμένο και τρομοκρατημένο συνάμα. Η Αφροδίτη αποτελούσε και για τους δύο ένα παράξενο και διαφορετικό σύμβολο. Ο όρκος ο προσωπικός, ο κρυφός ήταν ένας. Να την φέρουν πίσω. Πίσω όμως από πού;
Ξαφνικά, πρόσωπα πολλάξεκίνησαν να κάνουν παρέλαση. Ο Γιάεν, ο Σάββας και οι δύο αδερφές Χάβα καιΑννελί, αγνοούνταν. Όμως κάποιοι, όπως και ο Κάσπαρ, αποτελούσαν κομμάτια τους.Ο Σάββας ήταν κομμάτι του Στέφανου και ο Γιάεν, ήταν εκείνη η σοφή μορφή πουσαν φύλακας Άγγελος, συνόδευσε μέχρι σε ένα σημείο τη ζωή του Φίλιμπερτ. Ανκάτι είχαν κοινό όλοι τους, από τη μακρινή Σοβιετική Ένωση, ως την ταπεινήΕλλάδα, ήταν οι συνθήκες που σαν στρόβιλος τους έκλεβαν τη ζωή και τις στιγμές τους.Το ρολόι της ιστορίας μετρούσε όμως τα λεπτά και η αχλή του πολέμουεξακολουθούσε να απλώνεται στον κόσμο.
Σας δίνω έστω τον πρόλογο. Είμαστε σε καλό δρόμο και ελπίζω να μην αργήσει να ξεκινήσει!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top