Οι Άγγελοι της εκδίκησης/part 2

Σε όλη τη μικρή πορεία τους, η Άνια έβραζε. Κοιτούσε τον Μιχαήλ σαν να ήταν ένας ξένος και ας τον γνώριζε εδώ και αρκετούς μήνες. Του είχε αδυναμία, καθώς όταν αποφάσισε να πολεμήσει για την πατρίδα της, ο Μίσα υπερασπίστηκε τη θέση της, κόντρα σε αρκετούς που πίστευαν πως δεν θα τα κατάφερνε επειδή ήταν γυναίκα. Ήταν απόφοιτη της Κεντρικής Γυναικείας Σχολής Εκπαίδευσης Ελεύθερων Σκοπευτών κοντά στη Μόσχα. Η στήριξη του Μιχαήλ, τον οποίο θαύμαζε, της ήταν αξιομνημόνευτη. Θυμόταν τη μάχη του Στάλινγκραντ και τον τρόμο που είχε σκορπίσει ο νεαρός που βάδιζε τώρα δίπλα της βαθιά προβληματισμένος.

«Ειλικρινά...»πήρε φόρα, μα εκείνος τη σταμάτησε.

«Ειλικρινά δεν θέλω να το συζητήσω. Ούτε και για εμένα είναι εύκολο»

«Μπορείς να το κάνεις, στο ανάθεμα! Η πρώτη βολή ήταν η δύσκολη. Πλέον, θερίζεις Ναζί δίχως καν να βλεφαρίζεις! Είναι μία σατανική συνήθεια που εμένα μου προκαλεί ευχαρίστηση. Δεν καταλαβαίνω! Είναι οι κατακτητές! Αν έχουν την ευκαιρία θα σε σκοτώσουν και θα χαίρονται γι' αυτό, ηλίθιε Μελέτεφ! Είσαι και εσύ διάσημος. Στείλανε άτομο από το άνδρο των ανθρωποκτόνων, μόνο για εσένα!»

Κάπου εκεί ξεκίνησε να βήχει. Τι να της έλεγε; Πως είχε μόλις συναντήσει αυτό το άτομο;

«Συμφωνώ σε όλα. Ωστόσο, αυτός που είδες είχε την ευκαιρία να με εξοντώσει, τόσο εμένα, όσο και τον Λεβ, εξαιτίας ενός λάθος του που κυριολεκτικά θα μας στοίχιζε τα τομάρια. Ο Βέρνερ δεν το έκανε όμως. Τον βοήθησε να με τραβήξει μακριά από μία παγωμένη λίμνη. Έπειτα, δεν μπορούσα να τον εκτελέσω εν ψυχρώ. Το προσπάθησα ωστόσο αλλά εξερράγη κάτι δίπλα μας και εκείνος θάφτηκε κάτω από τόνους χώμα. Θα τον άφηνα, όταν είδα πως το χέρι του που εξείχε, κουνιόταν. Ήταν ζωντανός και θα έβρισκε έναν βασανιστικό θάνατο. Δεν μπορούσα να τον αφήσω...Δεν...δεν είμαι ούτε εγώ μία φονική μηχανή που έχει υποστεί πλύση εγκεφάλου»

Την είδε για λίγο να κοντοστέκεται.

«Θεωρείς δηλαδή πως όλα όσα μας έχουν πει γι' αυτούς είναι ψέματα;»

 Ένιωθε την οργή της να κοχλάζει.

«Όχι. Είναι ένας εχθρικός στρατός και έχουν κάνει πολλά από αυτά που ακούγονται.Δυστυχώς όμως, κάποτε, είναι και αυτοί άνθρωποι. Ξεπλήρωσα στον Βέρνερ το χρέος της σωτηρίας μου»

«Επομένως έκλεισε η σελίδα»

«Εσύ ζεις ελεύθερη εδώ; Σε αυτό το κράτος; Μας έχουν πετάξει στη μάχη δίχως να υπολογίζουν τους φόβους, ή τις ανάγκες μας. Αν πιαστούμε αιχμάλωτοι και ξεφύγουμε, μας εκτελούν γιατί πιστεύουν πως θα έχουμε γίνει προδότες. Επίσης, έχουμε τους πολιτικούς αξιωματικούς και άτομα της SMERSH, κοινώς των ειδικών μονάδων ανίχνευσης κατασκοπείας. Τσακώνουν από λιποτάκτες, προδότες, αντισοβιετικούς ή μεταξύ μας και όποιον δεν τα βλέπει όλα...Κόκκινα»

΄΄Όσο πάω ακούγομαι σαν τον Λεβ΄΄ σκέφτηκε.

Απάντηση από εκείνη δεν πήρε καμία. Σαν ενώθηκαν μαζί με τους υπόλοιπους, ο Λεβ παρατήρησε το βλέμμα της Άνια που πετούσε σπίθες. Στη θέα του χαμογέλασε για δευτερόλεπτα και κατόπιν απομακρύνθηκε.

«Τι έπαθε;» τον ρώτησε «Εσύ; Τσακωθήκατε; Αδύνατον! Είσαι ο μέντοράς της»

«Είδε τον Βέρνερ» τον διέκοψε.

«Ω» ήταν το μοναδικό επιφώνημα που ακούστηκε.

«Είδε εμένα και τον Γερμανό μαζί»

«Ω, αυτό ήταν όντως άσχημο»

«Το αποτέλεσμα είναι αυτό που είδες και πάλι καλά να λες»

«Απορώ πως δεν σας σκότωσε. Καλά, εσένα δύσκολο. Τον Βέρνερ όμως;»

«Την αφόπλισε»

«Αυτό θα του το φυλάει για πάντα. Γνωρίζεις τον εγωισμό της και την αγάπη στην πατρίδα»

Τον είδε να προβληματίζεται.

«Δεν γνωρίζω τι είναι σωστό και τι λάθος πλέον. Όταν ήμουν νεότερος νόμιζα πως ήξερα τα πάντα»

Ο Λεβ κάθισε δίπλα του, περνώντας το χέρι του γύρω από τους ώμους του.

«Ξέρεις, σε θαύμασα από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Ήσουν ένα απαστράπτον αγόρι, ντυμένο με πολυτέλεια, περιποιημένο και βρισκόσουν σε μία γειτονιά, η οποία θα έλεγε κανείς πως ανήκε αποκλειστικά στους απόκληρους σαν εμένα ή την μάνα μου. Παρόλα αυτά, τίποτε δεν σε δέσμευε. Για εμένα ήσουν όντως το αγόρι του ανέμου, μονάχα που ο άνεμος ήταν η καρδιά σου. Ακολουθούσες εκείνο που πίστευες πως ήταν το σωστό, κόντρα σε κάθε λογική. Γιατί πραγματικά, δεν υπήρχε καμία λογική στο να φύγεις από ένα καθαρό και πολυτελές σπίτι, για να καταλήξεις στους δρόμους ή στα δάση. Αυτό ήθελες όμως και νομίζω πως τελικά η καρδιά σου, ξέρει καλύτερα. Δεν σου μιλούσα άδικα τόσον καιρό, προτρέποντάς σε να μην ξεχνάς την ανθρωπιά και να μην επιτρέπεις σε πολιτικές αντιπαλότητες να την ορίζουν. Φυσικά και θα υπερασπιστείς τα εδάφη σου ή τον εαυτό σου. Τις στιγμές που πρέπει όμως, μην ξεχνάς να είσαι και άνθρωπος, εκτός από στρατιώτης»

Ο Μίσα τον αγκάλιασε σφιχτά. Ο νεαρός δίπλα του ήταν ό,τι μπορούσε να θεωρήσει ως οικογένεια. Αν υπήρχε ένας αληθινός φόβος, ήταν να τον έχανε στη μάχη. Γι' αυτό δεν μπορούσε να ξεχάσει την καλοσύνη του Βέρνερ και απέναντι στον αδερφικό του φίλο. Παρόλα αυτά, ίσως και να ήταν καλύτερα να έμενε μακριά.

Ο Βέρνερ βρισκόταν βυθισμένος σε έναν λήθαργο. Κάπου στα όνειρά του, έβλεπε το πατρικό του, τα παιχνίδια με τον μικρό του αδερφό, τον Ζεπ, το πρώτο του νεανικό χτυποκάρδι για τη Λέα. Οι γονείς της όμως, λάτρευαν τον εθνικοσοσιαλισμό και η κόρη τους φυσικά ήταν μέλος των Γερμανίδων Κορασίδων. Στο χωριό, είχαν ως σημείο συνάντησης τους κήπους κοντά στα σπίτια τους. Το αρχικό, αθώο φλερτ, εμποτίστηκε με ιδέες που δεν τους ανήκαν. Η Λέα ήθελε να κάνει πολλά παιδιά και να τα ΄΄χαρίσει στο Ράιχ΄΄. Αυτά τους δίδασκαν και καθώς εκείνη ήταν όμορφη πολύ, με τα ξανθά της τα μαλλιά να πλαισιώνουν ένα πάλλευκο πρόσωπο και δυο κυανά μάτια, το θεωρούσε επιβεβλημένο. Ο Βέρνερ ωστόσο, δεν ήταν ποτέ βέβαιος για το αν τα αισθήματά τους ήταν αμοιβαία ή αν εκείνη επιθυμούσε απλώς να βρει έναν όμορφο και άξιο άνδρα για να τεκνοποιήσει. Το καθυστέρησαν θυμόταν και αν και σπάνια μιλούσε, η μητέρα του καταλάβαινε πολλά περισσότερα, από όσα ο ίδιος πίστευε. Όταν πλέον τους βρήκε και ο θάνατος του Ζεπ, το κενό φάνηκε μεγαλύτερο. Δίχως πατέρα και δίχως τον μικρό του αδερφό ήταν μονάχα οι δυο τους.

 Ένα απόγευμα, τον πέτυχε μαραζωμένο έπειτα από μία συνάντηση με τον δεσμό του. Εκείνου του άρεσε στ' αλήθεια, μα ήθελε να αφήσει πια έξω από τη σχέση τους, την προπαγάνδα των Ναζί. Ήθελε τόσο πολύ να της κάνει έρωτα, ωστόσο η συμπεριφορά της δεν βοηθούσε, καθώς κάθε τι επισκιαζόταν από μία βιασύνη.

«Το καθεστώς αυτό έχει φέρει μόνο πόνο» του είχε πει η μητέρα του.

«Άρχισες πάλι;» την είχε αποπάρει.

«Θέλω μόνο να είσαι ευτυχισμένος και κατά προτίμηση ζωντανός. Οι πόλεμοι διαμέλισαν την οικογένειά μου. Εσείς ήσασταν η ζωή μου και η ευτυχία μου. Εσύ, ο πατέρας σου και ο Ζεπ. Αλλά μία μέρα γίνατε στρατιώτες» τα μάτια της γέμισαν ξανά δάκρυα και εκείνος την αγκάλιασε σφιχτά, φροντίζοντας να ρουφήξει ταυτόχρονα την προσωπική της μυρωδιά. Εκείνη της οικειότητας, εκείνης της αγάπης άνευ όρων. 

Στο σήμερα, ήταν βράδυ, εκείνος άρρωστος, παρατημένος σε μία τρύπα καταμεσής της ρωσικής στέπας. Οι δικοί του δεν φαίνονταν πουθενά. Σίγουρα τον είχαν θεωρήσει νεκρό. Σκέφτηκε τον Ρολφ. Η αγωνία του θανάτου ή της ζωής, ήταν φρικτά ζωγραφισμένα στο πρόσωπό του. Τα κομματιασμένα του πόδια, μαρτυρούσαν τη μηδαμινή σημασία της ανθρώπινης ζωής για όσους κινούσαν τα νήματα. Αυτό το νεαρό αγόρι κάποτε έτρεχε και κλοτσούσε μαζί του μία πάνινη μπάλα. Γελούσε και ονειρευόταν. Μέχρι που τα όνειρα σκέπασε ένας ουρανός με σβάστικα και τα γέλια μετατράπηκαν σε οιμωγές και θρήνους. Είχε επάνω του τη στρατιωτική του ταυτότητα για να πει στη μάνα του, πως έδωσε στον ακρωτηριασμένο γιο της, τη χαριστική βολή. Τα πονεμένα του σπλάχνα τραντάχτηκαν από τα κλάματα. Έβρισε τον εαυτό του γιατί ήταν είκοσι εφτά, γιατί ήταν ένας από τους καλύτερους ελεύθερους σκοπευτές και γιατί τώρα, είχε μετατραπεί σε ένα αξιοθρήνητο παιδί. Με πολύ κόπο σηκώθηκε και με όση δύναμη του απέμενε, πήδηξε έξω από την τρύπα και ξεκίνησε να περπατά με το όπλο στον ώμο.

 Κάτω από τον λοφίσκο όπου βρισκόταν, υπήρχαν παρατημένα κάρα. Μύγες πηγαινοέρχονταν, αρπάζοντας και ένα μικρό κομματάκι σάρκας σαπισμένης, από νεκρούς Γερμανούς που ήταν εκτεθειμένοι. Η δυσοσμία ήταν αποπνικτική και εκείνος κοίταξε προς τα κάτω. Ένα μικρό παραδοσιακό χωριό βρισκόταν καταμεσής της κοιλάδας. Μακάρι να μπορούσε κάτι να ζητήσει. Να ζητιάνευε έστω με αξιοπρέπεια για ένα κομμάτι ψωμί, λίγο νερό ή γάλα. Γιατί σε αντίθεση με πολλούς συμπατριώτες του, δεν ήθελε να κλέψει. Φοβισμένος, καρτερούσε να πέσει το σκοτάδι για να πλησιάσει. Με βήματα αέρινα, απέφυγε τους ντόπιους. Είχαν μείνει ηλικιωμένοι, γυναίκες και παιδιά. Κουτσαίνοντας, βρήκε ανοιχτή την πόρτα ενός στάβλου. Είχε ζέστη, είχε άχυρα και δίχως να το σκεφτεί αφέθηκε να ξαπλώσει. Το στομάχι του πονούσε φρικτά, είχε αφυδατωθεί εξαιτίας των εμετών και ο πυρετός εξακολουθούσε να καίει. Όλα φάνταζαν ήσυχα, όταν ένα ελαφρύ σκούντημα τον τάραξε και δυο καστανά μάτια, τον κοιτούσαν από υπερβολικά κοντινή απόσταση. Ήταν ένα κορίτσι, το πολύ εφτά ή οκτώ χρονών.

«Ζεις;»τον ρώτησε στα ρωσικά και ευτυχώς κατάλαβε.

«Ναι...Συγγνώμη που σε τρόμαξα. Είμαι απλώς κουρασμένος και άρρωστος»

Δίπλα του υπήρχαν αυγά και πίσω από το κορίτσι, μία ηλικιωμένη τα μετρούσε με μανία για να δει αν έλειπε κάποιο. Τουλάχιστον, δεν ήταν κλέφτης.

«Φύγε από εκεί Μάσα!» της έκανε παρατήρηση, ωστόσο η μικρή χάιδευε και ανακάτευε τα μαλλιά του.

«Είναι καλός, άρα είναι και φίλος μου» απάντησε αθώα.

«Είναι Γερμανός και άρα εχθρός. Θα τον...σκοτώσω....ή παραδώσω στους άνδρες που απέμειναν εδώ.

«Όχι!» φώναξε η μικρή.

«Πάψε! Θα τους μαζέψεις όλους εδώ και μετά θα σκοτώσουν εμάς!»

Τον πλησίασε με τρόπο και είδε πως κυριολεκτικά ήταν χάλια. Παρόλα αυτά όμως δεν είχε πειράξει τίποτε. Αποχώρησε και όταν επέστρεψε, η μικρή έτρεξε προς το μέρος του με λίγο γάλα και νερό. Ο Βέρνερ προσπάθησε να μείνει καθιστός. Ζαλιζόταν υπερβολικά, ωστόσο, κοιτάζοντάς τες φοβισμένα και ας είχε όπλο, πήρε διστακτικά το γάλα και έπειτα τα δύο αυγά που του έφεραν.

«Σας ευχαριστώ. Υπόσχομαι να φύγω αύριο το χάραμα»

«Γιατί; Αν δεν είσαι καλά, κάτσε» είπε η μικρή και εκείνος χάιδεψε τα πρόσωπό της. Όμορφο πράγμα να μην είναι πια αναγκασμένος να σκοτώνει, να βρίζει, να τρομοκρατεί. Είχε δει τα εγκλήματα του Ανατολικού Μετώπου. Γυναίκες που είχαν βιαστεί και κακοποιηθεί βάναυσα, σπίτια που τα είχαν παραδώσει στις φλόγες οι Γερμανοί.

«Συγγνώμη» τους ψέλλισε «Εκ μέρους της χώρας μου οφείλω να σας ζητήσω συγγνώμη. Για όσα είδατε, ακούσατε και υποφέρατε. Ευχαριστώ για την πράξη καλοσύνης σας»

«Φρόντισε να έχεις φύγει ως την αυγή» του απάντησε η γυναίκα σκληρά, αρπάζοντας και τη μικρή από το χέρι.

Το φαγητό του χάρισε λίγη δύναμη για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια του. Δεν θα περίμενε ως την αυγή. Έπρεπε να φύγει για να βρει τους δικούς του, αν προλάβαινε. Το μικρό χωριό με τις φτωχικές, παραδοσιακές καλύβες, είχε τυλιχτεί στη σιωπή. Μονάχα τα δικά του διστακτικά βήματα ακούγονταν. Η ανακούφισή του φάνηκε στη θέα ενός δάσους μπροστά του. Οι Ρώσοι ακόμη δεν είχαν φτάσει κα προλάβαινε να τρέξει.

Κατά το χάραμα, κατέφθασαν Ρώσοι στο χωριό αυτό που ονομαζόταν Σάμπορ.Ο βοηθός πολιτικός αξιωματικός συγκέντρωσε τους χωρικούς ολόγυρα, μιλώντας τους για την κατάσταση και το μέτωπο. Ο Μίσα με τον Λεβ ακολουθούσαν και μόλις οι κάτοικοι κατάλαβαν πως ήταν Σοβιετικοί, τους έφεραν ευθύς φαγητό και ένα δυνατό σαμογκόν, που ήταν ρωσικό ουίσκι από καλαμπόκι. Η Άνια εξακολουθούσε να είναι απόμακρη ενώ ξεκίνησε να ρωτά τους ντόπιους για τυχόν εμφάνιση Γερμανών. Η ηλικιωμένη δεν μίλησε, μα κατά πώς φάνηκε, κάποιος είχε δει τον άρρωστο Βέρνερ να φεύγει τρεκλίζοντας. Μόλις της περιέγραψε την κατάσταση, το μάτι της γυάλισε. Ήταν τότε που άκουσε τον διοικητή της να μιλά και να αναφέρει πως αυτός ο άνδρας έπρεπε να εντοπιστεί και να εκτελεστεί. Θα αναλάμβανε εκείνη το έργο. Φεύγοντας μπροστά και έχοντας ειδοποιήσει για τις κινήσεις της, αφέθηκε να παρατηρεί τα ίχνη. Καθώς εκείνος τρέκλιζε, η σκοπευτής τα ακολουθούσε. Εισήλθε στο δάσος με προσοχή.

Ο Βέρνερ είχε αποφασίσει να βουτήξει σε ένα ποτάμι, μήπως το κρύο νερό βοηθούσε. Όδευαν προς καλοκαίρι, η θερμοκρασία είχε γλυκάνει και εκείνος είχε απολαύσει ένα δροσερό μπάνιο. Τα μαλλιά του ήταν βρεγμένα και φορούσε μόνο το παντελόνι του, όταν άκουσε ένα ήχο που τον έθεσε σε επιφυλακή. Προσπαθώντας να φτάσει σε κλάσματα στο όπλο του, η Άνια τινάχτηκε για να τον αιφνιδιάσει και βρέθηκε να πέφτει στο ρηχό ποτάμι μπροστά του. Το χέρι της έψαξε στην τσέπη μηχανικά, όταν βρήκε το ξεραμένο πλέον λουλούδι. Ο νεαρός δεν έκανε καμία κίνηση επιθετική. Τα χέρια της σφίχτηκαν. Ο ήλιος έριχνε μία αχτίδα μπροστά στο πρόσωπό του, κάνοντας τα σμαραγδένια του μάτια να λάμπουν έντονα σαν πετράδια. Ήταν πανέμορφος παρά τις κακουχίες.

«Γιατί μου το έδωσες αυτό; Τι πίστευες; Πως θα σου σώσει τη ζωή;»

«Όχι. Πίστευα πως τουλάχιστον τη στιγμή που θα με σκοτώνεις, δεν θα με σκέφτεσαι σαν τέρας, αλλά σαν άνθρωπο»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top