Οι Άγγελοι της Εκδίκησης/part 4
Έμεινε να κοιτάζει με κομμένη την ανάσα. Το θέαμα, έμοιαζε με βεβαιότητα βγαλμένο από κάποιον σκοτεινό εφιάλτη. Ένα σκηνικό ανατριχιαστικό. Ήταν βράδυ, η ομίχλη της υγρασίας από τα γύρω δάση δυσκόλευε τη μακρινή ορατότητα, στο βάθος το στρατόπεδο κάπνιζε καίγοντας σάρκες και μπροστά της, στεκόταν η άλλη όψη του άνδρα αυτού. Ο Άρτουρ πολύ ψυχρά και υπολογιστικά τον είχε εκτελέσει. Το πρόσωπό του είχε λερωθεί με το αίμα του νεκρού, τα ρούχα του φιλοξενούσαν τη φαιά ουσία που κυριολεκτικά είχε τιναχτεί στον αέρα. Όταν έντρομος στράφηκε απότομα προς την πλευρά της, εκείνη απελευθέρωσε έναν λυγμό τρόμου και ξεκίνησε να τρέχει με προορισμό το δωμάτιο που αναγκαστικά τη φιλοξενούσε. Η καρδιά της σφυροκοπούσε, έτοιμη να σπάσει. Λαχανιασμένη, έκλεισε την πόρτα πίσω της με φόρα και αφέθηκε να καταρρεύσει μπροστά της. Κάποια τραύματα ποτέ δεν είχαν επουλωθεί.
Με μανία τοποθέτησε τα χέρια της στους κροτάφους της. Το σώμα της ξεκίνησε να κινείται σπασμωδικά καθώς ένιωθε την ανατριχίλα να σκαρφαλώνει ύπουλα στη ράχη της, βυθίζοντάς την στο σκοτάδι. Σε εκείνο το βράδυ, όταν το σώμα της ήρθε αντιμέτωπο με ένα παρόμοιο σκηνικό, με τη μυρωδιά του χώματος να τρυπώνει βίαια στα ρουθούνια της, με τα δάχτυλά της να έχουν μπηχτεί στο έδαφος και έπειτα το αίμα που έρρεε ανάμεσα στα πόδια της.
΄΄Φύγε...Φύγε...΄΄ μονολογούσε, όταν άκουσε τα βήματά του.
Δεν τον είχε νοιάξει τίποτε απολύτως, ούτε καν οι ερωτήσεις που θα δεχόταν για τη δολοφονία του Μπάερ. Είχε απλώς σύρει το πτώμα μέσα στην αυλή και την επομένη ο ίδιος θα έδινε μία ψεύτικη εξήγηση, ελπίζοντας να πιάσει. Αυτή τη στιγμή, με τα χέρια και το πρόσωπό του ακόμη λερωμένα, στεκόταν παγωμένος μπροστά από την πόρτα της. Λέξη δεν έβγαινε από το στόμα του. Πόσο ανόητος ήταν; Είχε χάσει τον έλεγχο τελείως. Μπροστά στην ιδέα πως αυτό το τομάρι θα μπορούσε να την είχε αγγίξει, θόλωσε. Μέσα του ξύπνησε εκείνο το τέρας, το οποίο κάποτε δεν μπορούσε να τιθασεύσει, όπως δεν μπόρεσε και τις φορές εκείνες που με ψυχρή ακρίβεια και μία μόνο σφαίρα στον σβέρκο, σκότωσε όλους εκείνους τους δύστυχους άνδρες που στέκονταν πάνω από τους λάκκους που θα φιλοξενούσαν το γυμνό και ισχνό κορμί τους. Τις στιγμές εκείνες δεν ένιωθε αηδία με τις πράξεις του, αλλά μία άγρια χαρά τιμωρίας. Πως πλέον είχε τη δύναμη να τιμωρεί, παύοντας να είναι το θύμα. Πως η όψη του και η στολή προκαλούσαν φόβο τώρα πια, όταν κάποτε ήταν ο περίγελος, εκείνο το κουτσό και προβληματικό αγόρι.
Τρέμοντας τώρα τοποθέτησε το χέρι του στην πόρτα. Εξακολουθούσε να μην μπορεί να αρθρώσει λέξη, παρά μονάχα το όνομά της.
«Αφροδίτη....Άνοιξέ μου» την παρακάλεσε, ωστόσο για λίγο δεν έλαβε καμία απάντηση.
«Φύγε» άκουσε τη μία και μοναδική λέξη που αποτελούσε και την πρώτη μικρή μαχαιριά. «Δεν θέλω να πλησιάσεις. Άφησέ με μόνη μου»
«Σε παρακαλώ. Απλώς θέλω να σου εξηγήσω....»
Ένιωσε ολόκληρο το πρόσωπό της να φλέγεται εξαιτίας της οργής και του φόβου. Μία παράξενη, αμυντική στάση ξεπηδούσε από μέσα της. Ήθελε να τον εξαφανίσει. Ο πανικός είχε κάνει κατάληψη και τα τραυματικά βιώματα πάσχιζαν να λάβουν εκείνα τη σκυτάλη. Με φόρα, άνοιξε την πόρτα και τον κοίταξε. Τα μάτια της ήταν ολοκόκκινα, σχεδόν πετούσαν σπίθες. Είχε κλάψει. Είχε κλάψει εξαιτίας του, εξαιτίας της στρεβλότητας του χαρακτήρα του.
«Σου ζήτησα να φύγεις! Κοίτα πώς είσαι; Έχεις πάνω σου αίματα! Δεν θέλω να είσαι εδώ!»
«Δεν μπορούσα να διανοηθώ την ιδέα να σε αγγίξει ή να σου κάνει κακό! Ναι, τον σκότωσα, αλλά θα μπορούσε να το είχε κάνει πρώτος»
«Μιλάς για μία δολοφονία, λες και είναι η πιο φυσική σου πράξη. Αυτό με τρομάζει. Πως μέσα στην ψυχή σου, ένας φόνος δεν σημαίνει τίποτε. Το έχεις ξανακάνει και τότε όλοι αυτοί που σκότωσες, δεν απειλούσαν τη ζωή σου, δεν είχαν φταίξει πουθενά. Εσύ όμως τους δολοφόνησες. Αυτό είναι τερατώδες» είπε την τελευταία λέξη σφίγγοντας τα δόντια της σε σημείο να πονέσουν «Παραδέξου το!» του φώναξε και είδε τα μάτια του αυτόματα να ψυχραίνονται.
Σιχαινόταν την ψυχολογική πίεση και για ακόμη μία φορά, όταν ένιωθε στρυμωγμένος, αντιδρούσε επιθετικά. Τα χέρια του με φόρα έπεσαν στην πόρτα. Κάθε προσπάθεια να τιθασεύσει τον θυμό του, γκρεμιζόταν λεπτό με το λεπτό.
«Πάψε! Δεν ξέρεις τι σημαίνει να είναι κάποιος τέρας!» της ούρλιαξε και εκείνη τον έσπρωξε.
«Φυσικά και ξέρω! Τέρατα μου κατέστρεψαν τη ζωή και ας μου χάρισαν έναν Άγγελο στο τέλος! Καταστράφηκα ωστόσο. Σε ένα βράδυ, τα όνειρά μου έγιναν θρύψαλα και η ευτυχία αποτραβήχτηκε βίαια από το πρόσωπό μου. Δεν θα το επιτρέψω ξανά. Δεν θα επιτρέψω σε κανένα τέρας να με πλησιάσει ξανά»
Ένιωθε το κορμί του να μουδιάζει ολόκληρο. Και τα δικά του όνειρα τώρα ράγιζαν και οι σκέψεις του γίνονταν τρομακτικές. Σε κάποια στιγμή, ειλικρινούς ενδιαφέροντος, της εξασφάλισε την ελευθερία της. Ένα τρένο θα την οδηγούσε πίσω στην πατρίδα της και οι δρόμοι τους θα χώριζαν. Στα χέρια του και στην καρδιά του θα βαστούσε μονάχα τις εικόνες τους από την Ελλάδα, τις ελάχιστες αθώες και ανθρώπινες στιγμές. Ο Άρτουρ όμως, καθώς στη ζωή του δεν είχε αφεθεί ποτέ να εμπιστευτεί, δεν είχε νιώσει ποτέ την ανάγκη για ένα χάδι ερωτικό ή για ένα φιλί που ένωνε ψυχές, είχε στην ουσία καταθέσει την ύπαρξή του στην αγκαλιά της, μετά τις τελευταίες τους στιγμές δίπλα στη δική τους γέφυρα, στα γιασεμιά. Δεν είχε ποθήσει με αυτόν τον τρόπο καμία άλλη γυναίκα και ούτε ποτέ θα το έκανε και το γνώριζε. Η Αφροδίτη ήταν το κομμάτι που του έλειπε και ακόμη και αν οι δρόμοι τους χώριζαν, θα άφηνε πάντα το σημείο της κενό, για όποτε συναντιούνταν ξανά.
«Τέρατα με δημιούργησαν»
«Θέλω να φύγω. Θέλω να φύγω μακριά σου! Μακριά από εδώ, μακριά...»
Θα την έχανε. Το έβλεπε πως η μάχη λεπτό με λεπτό έμοιαζε μάταιη, όμως ξαφνικά, δεν άντεχε στην ιδέα μίας ζωής δίχως το φως της, τον ήλιο και το γιασεμί της.
«Μη με αφήσεις!» της ούρλιαξε καθώς η κοπέλα κατέβαινε με φόρα και στα τυφλά τα σκαλιά «Σε παρακαλώ δεν είμαι αυτό το τέρας που πιστεύεις!» συνέχιζε να την εκλιπαρεί και ήταν η απόγνωση του καταπιεσμένου μικρού παιδιού, του κουτσού αγοριού μπροστά στον φόβο της εγκατάλειψης « Εχω...έχω ένα...ένα μυστικό...βαρύ. Ποτέ μου δεν το είπα σε κανέναν....Γαμώτο, Αφροδίτη εσύ και εγώ είμαστε ίδιοι!»
Πάγωσε μπροστά στην πόρτα. Το ισχνό, τρεμάμενο χέρι της, ετοιμάστηκε να αγγίξει το πόμολο. Το κορμί της στράφηκε προς το μέρος του. Κάθε αντοχή είχε αδειάσει από το πρόσωπό του, κάθε θάρρος είχε εξατμιστεί.
«Πώς είναι δυνατόν να είμαστε ίδιοι;» του ψιθύρισε και είδε τα χέρια του να τρέμουν.
«Πριν αρκετά χρόνια...ένα μουντό απογευματόβραδο, κάποιο τέρας διέλυσε το κορμί και τη ψυχή μου. Ήμουν...» σταμάτησε για να πνίξει έναν λυγμό « ήμουν ελαττωματικός. Το πόδι μου δεν με βοηθούσε να τρέξω μακριά...Εκείνος με άρπαξε...ξέσκισε τα ρούχα μου...»
Τα χέρια του ξεκίνησαν να τρέμουν ακόμη περισσότερο και τα μάτια του είχαν επικεντρωθεί αποκλειστικά στο πάτωμα, μήπως έτσι και κατόρθωνε να ολοκληρώσει την εξομολόγησή του.
«Άρτουρ...»
«Και με βίασε. Με μανία άγγιζε τα γεννητικά μου όργανα...προσπάθησα να φωνάξω...το χέρι του έκλεισε το στόμα μου...Είσαι ένας κουτσός μου είπε, τουλάχιστον ας φανείς και κάπου χρήσιμος...Είχα αιμορραγία όλο το βράδυ....Εγώ...από τότε....καταστράφηκα. Έγινα αυτό που με αποκάλεσες. Έθαψα τόσο πολύ τα συναισθήματά μου, σχεδόν τα σκότωσα, όπως σκότωσα και αυτόν, όπως σκότωσα και τον Μπάερ μόλις πριν λίγο, γιατί δεν θα άφηνα κανέναν να σε αγγίξει. Όχι γιατί σε θέλω δική μου και μόνο, μα γιατί θέλω να είσαι ευτυχισμένη. Μακριά από εδώ θα είσαι. Θα με...σκοτώσει αυτό...Όμως...εγώ θα πάω στο μέτωπο. Αν κάτι πάθω θα μείνεις μόνη σου και απροστάτευτη. Πρέπει να φύγεις. Μαζί μου ίσως και να μην έχεις καν την ελπίδα να αισθανθείς τι σημαίνει να κάνεις έρωτα αληθινό. Από τη μέρα εκείνη, δεν αφαίρεσα ποτέ τα ρούχα μου μπροστά σε άλλους. Καμία γυναίκα δεν με είδε δίχως αυτά γιατί κινδυνεύω να πάθω κρίση πανικού και...να μην λειτουργήσω καν σαν άνδρας»
Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Ήταν πολλά τα συναισθήματα που είχαν μόλις ξεχυθεί στην ψυχή της σαν χείμαρρος. Δεν το σκέφτηκε καθόλου. Ο θυμός της και ο φόβος είχαν διαλυθεί. Κάτι άλλο είχε πάρει τη θέση τους. Τρέχοντας, έπεσε στην αγκαλιά του. Τα τρεμάμενα χέρια του την έκλεισαν προστατευτικά μέσα τους.
«Σώπα» του ψιθύρισε «Δεν θα αφήσω ούτε εγώ κανέναν άλλο να αγγίξει βίαια την ψυχή σου. Άρτουρ, κοίταξέ με...» πήρε το πρόσωπό του στα χέρια της «Δεν θα σε αφήσω....Δεν θα σε εγκαταλείψω»
«Μπορείς να το κάνεις. Είσαι ελεύθερη. Μην εγκλωβίζεσαι στα σκοτάδια μου, σε παρακαλώ. Ήταν εγωιστικό από μέρους μου να σου ζητήσω να μείνεις. Συγγνώμη...»
«Όχι, Άρτουρ. Θέλω από επιλογή να μείνω»
Τα δάκρυα είχαν μουσκέψει και των δύο το πρόσωπο. Τα χείλη του βρήκαν απεγνωσμένα τα δικά της για να ξεδιψάσουν. Στη γλώσσα του ένιωθε την αίσθηση της αλμύρας των ματιών τους. Είχε ξεφορτωθεί το χειρότερο, το πιο σκοτεινό και βασανιστικό μυστικό του. Και ξαφνικά αισθανόταν πιο ανάλαφρος. Η Αφροδίτη κράτησε σφιχτά το παγωμένο από την αγωνία χέρι του. Μαζί ανέβηκαν ως το λουτρό και εκείνη, ανοίγοντας τη βρύση, αρχικά του ξέπλυνε τα χέρια. Κατόπιν, έβρεξε ένα μαλακό πανί και απαλά, ξεκίνησε να καθαρίζει το πρόσωπό του από το ξεραμένο αίμα. Τα θλιμμένα του μάτια παρακολουθούσαν κάθε της κίνηση με αγωνία. Για δευτερόλεπτα έμειναν ακίνητοι να ατενίζουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Αργά απομακρύνθηκαν από το λουτρό για να βρεθούν μπροστά στο προσωρινό της δωμάτιο. Η Αφροδίτη τον τράβηξε απαλά μέσα και τοποθέτησε τα χέρια της στη στολή. Δεν ήθελε να βλέπει τα αίματα.
«Είναι εντάξει;»
Ήθελε απλώς να του αφαιρέσει το πανωφόρι για να μη βλέπει εκείνους τους ερυθρούς λεκέδες. Είδε σταγόνες ιδρώτα να δημιουργούνται αργά στο μέτωπό του.
«Ναι...ναι είναι» απάντησε.
Τα χέρια της άγγιξαν τα κουμπιά, κατεβαίνοντας αργά. Ένιωθε την ανάσα του να γίνεται κοφτή. Τα χέρια του, μπλέχτηκαν με τα δικά της, ξεκουμπώνοντας ταυτόχρονα τη στολή του θανάτου. Τα μάτια του έκλεισαν. Δεν είχε θέση το σκοτάδι τώρα. Ήταν μόνος, με την κοπέλα που του είχε κλέψει την καρδιά, σε ένα δωμάτιο. Καμία βία δεν μπορούσε να μπει ανάμεσά τους. Τα χέρια της απομάκρυναν τη στολή από τους ώμους του, το πρόσωπό του έσκυψε μπροστά και τα ζεστά του χείλη ξεκίνησαν να αφήνουν υγρά μονοπάτια στο πρόσωπό της. Διστακτικά, κατευθύνθηκε λίγο πιο χαμηλά, στο τρυφερό δέρμα του λαιμού της και όλο αυτό, παρέδωσε και τους δύο σε μία δοκιμή, μιας γεύσης που έκανε την καρδιά τους να χτυπά ξέφρενα. Ο Άρτουρ δεν επιθυμούσε να λάβει πρωτοβουλίες επάνω της. Δεν ήθελε να την τρομάξει ή να τη φέρει σε δύσκολη θέση. Κάθισαν στο κρεβάτι και εκείνος την τράβηξε απαλά επάνω του. Τα πόδια της τυλίχτηκαν γύρω από τη μέση του και τα μακριά της δάχτυλα με τρόπο κατευθύνθηκαν προς ένα σημείο του στήθους του που δεν σκεπαζόταν από το πουκάμισό του.
Τον ένιωσε να τρέμει. Τα χέρια του παραδομένα ξανά στον φόβο πάλεψαν να ανοίξουν τα κουμπιά και του τελευταίου υφάσματος που τον προστάτευε. Έπρεπε να το κάνει. Ένα βήμα κάθε φορά. Σε κάθε αποκάλυψη, τα χέρια της χάιδευαν απαλά το δέρμα του που ήταν ζεστό. Υπήρχαν ουλές διάσπαρτες, που αποτελούσαν παραμόρφωση της υπέροχης όψης του κορμιού του. Τα μάτια του σφραγίστηκαν, μα δεν έκανε πίσω. Αργά άφησε το πουκάμισο να γλιστρήσει και να πέσει στο πάτωμα αθόρυβα. Κατόπιν, ξάπλωσε πίσω, δίνοντάς της το περιθώριο των κινήσεων.
«Θα πρέπει να είναι τρομακτικό για εσένα να επιτρέπεις σε κάποιον να έχει το πάνω χέρι»
«Δεν είσαι η κάποια...» της ψέλλισε, καθώς τα χείλη της προσγειώνονταν στο στέρνο του, χαράζοντας διαδρομές πιο χαμηλά.
Εκείνος ανάσαινε βαριά. Από τη μία, του ξυπνούσε όλος ο πόθος που τον ήθελε να ονειρεύεται να βρεθεί μέσα της, να γίνουν ένα και να μην τους χωρίσει τίποτε. Από την άλλη, τα βιώματα κατέστρεφαν κάθε έντονο συναίσθημα μπερδεύοντάς τον. Με τρόπο της έπιασε το χέρι, υποκινώντας την να σταματήσει.
«Ένα βήμα....» ψιθύρισε ελαφρώς ντροπιασμένος.
«Φυσικά» απάντησε και τον είδε να ανασηκώνεται.
Τα χέρια του έπιασαν τις άκριες ενός φορέματος που κάλυπτε το κορμί της.
«Θέλω τόσο πολύ να σε αγγίξω....Αν μου το επιτρέπεις....»
Την είδε να χαμογελά και να αφαιρεί με μία κίνηση το ύφασμα που κάλυπτε το κορμί της, μένοντας με τα εσώρουχα. Το στήθος της έπειτα από λίγο, έμεινε και εκείνο εκτεθειμένο στα ροδαλά του χείλη που άγγιζαν τις κορυφές του.
«Μωρό μου...» ψέλλισε στα γερμανικά για να εισπράξει ένα βλέμμα πλάγιο.
«Το είπες επίτηδες»
«Με τον καιρό θα στο πω και στα ελληνικά και όταν αυτό γίνει, να είσαι σίγουρη πως θα είναι η στιγμή που θα σου έχω κάνει έρωτα...»
«Ένα βήμα»
«Ένα βήμα» επανέλαβε και εκείνος.
Για λίγο χωρίστηκαν.
«Πρέπει να τακτοποιήσω το θέμα του Μπάερ»
«Ήθελα να μείνεις απόψε μαζί μου»
«Θα γυρίσω λίγο αργότερα» στάθηκε στο κατώφλι, έχοντας ρίξει επάνω του το πουκάμισο «Καληνύχτα»
Η φιγούρα του εξαφανίστηκε στο σκοτάδι και όλα φάνταζαν ξανά κενά γύρω της.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top