Οι Άγγελοι της Εκδίκησης/part 3

Κάποια λόγια είναι κοφτερά σαν μαχαίρια ή απλά ανατριχιαστικά σωστά σε σημείο που μπορεί να παγώσουν τις αντιδράσεις. Η ζωή την είχε κάνει σκληρή. Ήταν ένα νεαρό κορίτσι, όπως όλες οι φίλες της, που ονειρεύονταν το μέλλον και πρίγκιπες και που αγαπούσαν πολύ την ιστορία. Σπούδαζε γιατί δεν ήθελε να είναι άβουλη σαν τη μητέρα της, που συχνά ήταν αδύναμη να υπερασπιστεί τον εαυτό της, απέναντι στον αυταρχικό πατέρα που επέμενε να θέλει να την παντρέψει με τον γιό ενός φίλος του. Ο συγκεκριμένος νεαρός ήταν χαμηλών τόνων, μα κολλημένος σε παραδοσιακές απόψεις. Θυμόταν ένα μεσημέρι που τους είχαν καλέσει σπίτι, η μητέρα του τη ρωτούσε με αγωνία πόσα παιδιά και συγκεκριμένα αγόρια, σκόπευε να κάνει, αν ζούσαν σε Κοινόβιο ή είχαν δικό τους σπίτι και άλλες ακόμη προσωπικές ερωτήσεις. Λες και ήταν δυνατή η παραγγελία των παιδιών ή των συνθηκών. Η Άνια δεν άντεξε και έπειτα, ήρθε ο πόλεμος. Τότε, θεώρησε πως ήταν ίσως ευκαιρία να αποδείξει την αξία της, πως μπορούν και οι γυναίκες να αντέξουν τις κακουχίες, να είναι εύστοχες και δυνατές. Και το απέδειξε χάρη στον Μιχαήλ. Ο νεαρός ήταν ο μέντοράς της και τη βοήθησε να εξελιχθεί. Έγινε ένας Άγγελος του Θανάτου, καθώς πίσω από το πανέμορφο πρόσωπό της, κρυβόταν ένας δεινός ελεύθερος σκοπευτής.

Τώρα την έλουζε μία απογοήτευση. Τώρα έκαναν οι αμφιβολίες χορό στο μυαλό της. Πως ήταν γυναίκα και αδύναμη να σκοτώσει τον άνδρα απέναντί της. Όμως ανάθεμα, δεν μπορούσε.

Ο Βέρνερ δεν έκανε καμία κίνηση να απομακρυνθεί. Απάντηση δεν πήρε ποτέ στην κουβέντα του. Την είδε να κατεβάζει το όπλο, τα δυο κυανά της μάτια ποτισμένα με τον φόβο και το μίσος όχι μόνο μίας προπαγάνδας, αλλά και προσωπικών βιωμάτων στο μέτωπο.

΄΄Σε μισώ!Σε μισώ!΄΄ σκέφτηκε, όταν τον είδε να πραγματοποιεί δυο βήματα μέσα στο ποτάμι άφοβα. Το όπλο και το πανωφόρι του δέσποζαν στο χώμα και εκείνη τα παρατήρησε, όταν αναγνώρισε τη διόπτρα.

«Τι κάνεις εκεί; Μην πλησιάζεις!» τον διέταξε και εκείνος σταμάτησε.

«Ήθελα απλώς να γεφυρώσω την απόστασή μας, όποια και αν είναι»

«Αυτά λες στις γυναίκες Ναζί; Δεν ξέρω αν πιάνουν στη Γερμανία, εδώ όμως είσαι στη λάθος χώρα. Για την ακρίβεια, δεν έπρεπε ποτέ το πόδι σου να πατήσει εδώ» εξέπνευσε στις τελευταίες κουβέντες.

Σιωπή και πάλι. Ο Βέρνερ την κοιτούσε με τη θλίψη της συνειδητοποίησης της θέσης του. Ήταν μισητός στον κόσμο και αυτό ήταν λογικό. Έμειναν να παρατηρούν ο ένας τον άλλο, σαν να ήταν ένα θέαμα εξωκοσμικό, παράξενο που δεν ανήκε στα επίγεια. Τα κυανά της μάτια με αγωνία έτρεχαν στα δικά του που ήταν βυθισμένα σε μία θλίψη. Μαύροι κύκλοι τα πλαισίωναν που τόνιζαν ακόμη περισσότερο το υπέροχο χρώμα τους. Οι γωνίες του προσώπου του και τα ροδαλά του χείλη, τον έκαναν να μοιάζει με τον Εωσφόρο πριν την πτώση. Βλεφάρισε για λίγο, αποδιώχνοντας τις σκέψεις. Εκείνος την κοίταξε μία τελευταία φορά μειδιώντας. Βήχας συντάραξε το στήθος του και βγήκε έξω για να ντυθεί. Ένιωθε ωστόσο το σκληρό της βλέμμα κολλημένο στην πλάτη του. Καθώς κούμπωνε το πουκάμισο, άκουσε έναν ανεπαίσθητο θόρυβο. Ήταν τότε που μέσα σε κλάσματα, ξύπνησε μέσα του ένα ζωώδες ένστικτο και η θέση του Ελεύθερου Σκοπευτή που είχε. Τα γερακίσια μάτια του, εντόπισαν την πηγή, που ήταν μάλλον ένας ντόπιος ή αντάρτης που στόχευε εκείνη.

Η δική της προσοχή είχε αποσπαστεί από τις κινήσεις του και όταν αντιλήφθηκε τον κίνδυνο, είδε τον Βέρνερ να τινάζεται ευθεία μπροστά της, με τη βολή του άγνωστου να τον πετυχαίνει στο μπράτσο και εκείνη να βρίσκει με ακρίβεια τον στόχο και να σκοτώνει τον άγνωστο με κομμένη την ανάσα. Ο νεαρός κατέρρευσε αιμόφυρτος στο ποτάμι και η Άνια ξεκίνησε να τρέμει. Τι είχε συμβεί μόλις; Τι είχε κάνει; Ποιον είχε σκοτώσει; Έπρεπε να κουνηθεί και τα πόδια της δεν άντεχαν να υπακούσουν. Ο πανικός σαν τον άνεμο είχε ξεπηδήσει από μέσα της. Το κορμί του Βέρνερ κειτόταν ακίνητο στην όχθη και η Άνια σχεδόν τρέμοντας, πλησίασε τον νεκρό που έμοιαζε με αγρότη της περιοχής. Είχε σκοτώσει δικό της άνθρωπο, ο οποίος ίσως και να τρομοκρατήθηκε και γι' αυτό τον λόγο τους πυροβόλησε. Ήθελε να κλάψει από απελπισία. Εκείνη που ποτέ της δεν είχε χύσει δάκρυ, ούτε καν όταν την υποτιμούσε ο πατέρας της.

Γυρνώντας, είδε τον Γερμανό να προσπαθεί να σηκωθεί. Ήταν άρρωστος και πλέον και τραυματισμένος. Γυρνώντας πίσω, τρέμοντας τον πλησίασε.

«Γιατί; Γιατί το έκανες αυτό;»

«Η σφαίρα θα σε έβρισκε στην καρδιά. Υπολόγισα την κατεύθυνση σε δευτερόλεπτα»

«Και λοιπόν; Ήταν χρέος σου να με αφήσεις»

Όχι δεν ήταν. Και το ήξερε. Τα πιασμένα της μαλλιά είχαν λυθεί, επιτρέποντας σε σκούρες μπούκλες να πλαισιώσουν τα μάτια της. Εκείνος βρισκόταν ακόμη πεσμένος, όταν το καλό του χέρι την πλησίασε αργά, αγγίζοντας μία τούφα και απομακρύνοντάς την από τα μάτια της.

«Γειά σου» της είπε «Με λένε Βέρνερ» μειδίασε πονεμένα.

«Άνια» ήρθε η απάντηση και το χέρι της τον άγγιξε ανατριχιάζοντας.

«Το σωστό είναι να ξέρεις και ποιος είμαι. Είμαι ο Αλερμπέργκερ, ο σκοπευτής που έστειλαν σαν αποστολή για να δολοφονήσει τον Μιχαήλ Μελέτεφ. Όμως έτσι για να πρωτοτυπήσω, δεν το έκανα και παρόλο που για την πολιτική του Κράτους μου θεωρείται έγκλημα, η συνείδηση με αθωώνει. Πίστεψέ με, αυτή έχει περισσότερη σημασία. Τώρα μπορείς να με σκοτώσεις, δίχως τύψεις»

Είχε γίνει χλωμή σαν το λευκό πανί.

«Γιατί με έσωσες;» τον ρώτησε ξέπνοα αναζητώντας λόγους να βγει από τη δυσμενή θέση . Εκείνος ήξερε την απάντηση. Ήθελε να της το πει γιατί μπορεί και να μην του δινόταν ποτέ ξανά η ευκαιρία. Μπορεί να πέθαινε από αιμορραγία ή απλά να τον σκότωνε. Στη φυσιολογική ζωή ο έρωτας και η έλξη χτιζόταν με τον καιρό. Στον πόλεμο όπου όλα μοιάζουν στιγμιαία και ευκαιριακά, τα συναισθήματα ήταν πιο έντονα, πιο καταιγιστικά.

«Γιατί...γιατί από τη στιγμή που σε είδα, δεν μπορώ να πάψω να χαμογελώ μέσα στον εφιάλτη. Μπορεί εσύ να με μισείς, αλλά εγώ μπορώ να κάθομαι ακόμη και έτσι και να σε χαζεύω, ώσπου να ξεψυχήσω. Δεν σε ξέρω, αλλά...θα ήθελα να έχω την ευκαιρία να σε μάθω. Είμαι ανόητος, το ξέρω»

«Είσαι ανόητος. Πράγματι» είχε έρθει σε τόσο δύσκολη θέση.

Χωρίς να τον κοιτάζει, τον βοήθησε να σηκωθεί. Υπήρχε ένα ξύλινο παράπηγμα, ένα φτωχόσπιτο που μάλλον ανήκε στον νεκρό. Αργά τον μετέφερε εκεί, δίπλα στο τζάκι. Το όπλο του το είχε πάρει και το βαστούσε εκείνη. Δεν μπορούσε να τον εμπιστευτεί με τίποτε. Ο Βέρνερ ξάπλωσε κοντά στη φωτιά που σιγόκαιγε. Η Άνια του έδεσε το χέρι που τον τρέλαινε στον πόνο και κατόπιν κάθισε σε μία καρέκλα, διατηρώντας αποστάσεις. Τα μάτια του απλά ατένιζαν το πρόσωπό της και μέσα τους διέκρινε όλα όσα την τρομοκρατούσαν. Γιατί το μίσος και η προπαγάνδα, η βία και ο πόνος σε πνίγουν και σε καθιστούν αιχμάλωτο για πάντα. Δεν έφταιγε εκείνη για όλα αυτά. Πώς θα μπορούσε άλλωστε;

΄΄Πόσα αγόρια θα μας κάνεις΄΄ η φωνή αντηχούσε στο μυαλό της, υπενθυμίζοντας τον αγώνα που έκανε για την αξιοπρέπειά της και τη θέση της.

Τα μάτια του Βέρνερ έκλεισαν αργά.

«Είσαι τόσο όμορφη» της ψιθύρισε προτού αποκοιμηθεί.

Πολωνία

Έπρεπε να παίξει πολύ καλά τον ρόλο του. Δεν ήταν δα και δύσκολο να υποδυθεί τον δήμιο, τον εκτελεστή. Μέσα στην ψυχή του διαδραματιζόταν μία μάχη. Αν εκείνος έφευγε για το μέτωπο, η Αφροδίτη τι θα απογινόταν; Εκείνη πάλι, κλεισμένη στο δωμάτιό της κοιτούσε τον κενό τοίχο με σκέψεις σταματημένες. Ποια ήταν η θέση της και για τι θα έπρεπε να παλέψει τελικά; Μήπως ήταν όντως τρελή που δεν ανέβηκε στο τρένο; Όσο άσχημη και αν ήταν η κατάσταση στην Ελλάδα, εκεί βρισκόταν η οικογένειά της, το παιδί της. Εδώ δεν είχε κανέναν, εκτός από εκείνον. Τώρα που έλειπε, η Αφροδίτη είχε βγει στον κήπο του, κοντά στο γιασεμί που της είχε κάνει δώρο. Το μύρισε και προσευχήθηκε να της ζωγραφίσει εικόνες αλμυρές και γλυκιές, με ήλιους και νεραντζιές ανθισμένες κοντά στο Πάσχα, με γέλια και κύματα. Κάπου σε όλα αυτά, ζωγράφισε στο μυαλό της και εκείνον. Τον ξανθό Άγγελου του θανάτου, με τη διαλυμένη καρδιά και ένα ζοφερό παρελθόν που δύσκολα θα έσβηνε. Είχε φτάσει στο σημείο να μη θέλει να σκέφτεται το παρελθόν των εγκλημάτων του. Παρόλα αυτά, ένα θαύμα λάμβανε χώρα.Ο τοίχος της συστολής της είχε ραγίσει και η καρδιά της με βήματα πιο στέρεα, είχε ξεκινήσει να δίνει τα πρώτα σημάδια πως θα μπορούσε να αποδεχτεί τον έρωτα.

Τη στιγμή που σηκωνόταν, άκουσε έναν θόρυβο. Βγαίνοντας στο δρόμο, είδε τον Μπάερ μεθυσμένο να στέκεται και να την κοιτάζει με εκείνη την αρρωστημένη λαγνεία που ήξερε καλά. Μπορεί υπό άλλες συνθήκες νηφαλιότητας, να μην ήταν τόσο τολμηρός, ωστόσο τώρα μειδίασε σαρκαστικά.

«Δεν μου μοιάζεις με υπηρέτρια. Θα είχες φύγει. Κάτι άλλο είσαι. Ίσως η προσωπική του πόρνη. Έχουν ακουστεί πολλά για εκείνον. Πως γνωρίζει πολύ καλά πώς να πηδάει τις γυναίκες. Θα ήθελα να πάρω μία γεύση και εγώ ή είσαι μονοπώλιο;» ρώτησε σε σπαστά αγγλικά.

Η κοπέλα πανικοβλήθηκε. Ευθύς έτρεξε για να μπει μέσα, μα εκείνος την πρόλαβε. Πάλεψαν με λύσσα, μα καθώς ήταν μεθυσμένος και δεν διέθετε τις ίδιες αντιστάσεις, η Αφροδίτη τον χτύπησε στον τοίχο, με αποτέλεσμα να τον αφήσει λιπόθυμο και ή ίδια να καταφεύγει στο εσωτερικό του σπιτιού. Μακάρι ο Άρτουρ να επέστρεφε σύντομα.

Εκείνος πάλι βρισκόταν στον υπόνομο και άκουγε τον Γιάεν. Ο Φρανκ και η Έμμα είχαν πλησιάσει με περισσότερο θάρρος. Η Έμμα ήταν η πιο θαρραλέα της παρέας προσπαθώντας να τους γεμίσει με ελπίδα για το αύριο.

«Στάθηκες δίπλα στον αδερφό μου»

Ο Γιάεν τον κοίταξε.

«Λυπάμαι που δεν ήσουν εσύ δίπλα του και σας χώρισαν. Δεν είχαν το δικαίωμα. Στην τελική όμως ο Ναζισμός μας επηρέασε όλους διασπείροντας το μίσος του και αυτό είναι αρκετό»

Ο Άρτουρ επεξεργάστηκε το μωρό ξανά.

«Να τον προσέχεις» είπε στη Χάνα και η αδερφή της την αγκάλιασε. Ο Άρτουρ έφυγε, μα η δόλια μάνα αντιλαμβανόταν πως οι άλλοι δεν έβλεπαν με καλό μάτι το μωρό, που μερικές ώρες μετά ξεκίνησε να κλαίει μη γνωρίζοντας καμία άλλη ανάγκη εκτός από τη δική του.

«Δεν μπορεί να μείνει» Οι τέσσερις λέξεις του πατέρα αντήχησαν στο δωμάτιο «Το μωρό πρέπει να φύγει»

«Να φύγει;» ψέλλισε η αδερφή της Χάνα «Μα είναι νεογέννητο, πού θα πάει;»

Ο πατέρας καταλάβαινε πολλά.

«Μπορεί να φαίνομαι ψυχρός, ωστόσο, πρέπει να σκεφτείτε πως αν ακουστούμε, οι ζωές όλων μας θα καταστραφούν. Ήδη έχουμε δυο Ναζί να γνωρίζουν γιατί έτυχε να είναι δήθεν γνωστοί αυτού του καταστροφέα» έδειξε τον Γιάεν «Τουλάχιστον, αν τη γλιτώσουμε από αυτούς, είναι κρίμα να μας προδώσει το βρέφος»

Όσο έμεναν στο γκέτο, ακούγονταν ιστορίες για Εβραίους που είχαν δώσει τα παιδιά τους σε Πολωνούς καθολικούς για να τα σώσουν. Η Χάνα έκλαψε άηχα. Αυτό το παιδί ήταν κομμάτι δικό της και του αγαπημένου της. Ίσως του έμοιαζε κιόλας. Ασυναίσθητα, το χέρι της σκαρφάλωσε στο στόμα του μωρού. Σκεφτόταν μία οικογένεια στο γκέτο, όταν μία ημέρα γερμανικής Aktion, είχαν κρυφτεί μέσα σε έναν τοίχο, μα τους πρόδωσε το κλάμα του μωρού. Δεν θα μπορούσε με τίποτε να επιτρέψει να τους συμβεί κάτι τέτοιο.

«Χάνα» τα χέρια του Γιάεν κράτησαν τα δικά της «Δεν είναι ανάγκη...Άστους» αγριοκοίταξε την οικογένεια.

«Έχουν δίκιο. Πρέπει να σας σκεφτώ όλους. Το μωρό...δεν θα μείνει»

***

Ο Άρτουρ τη στιγμή της επιστροφής του, βρήκε τον Μπάερ να έχει μόλις συνέλθει. Ο Γερμανός του γρύλισε και εκείνος απόρησε με το λαβωμένο του πρόσωπο.

«Ποια είναι στ' αλήθεια αυτή Μπεργκ; Λέγε!» τον διέταξε και τα μάτια του ψυχράνθηκαν απότομα.

«Σε ποια αναφέρεσαι και γιατί οφείλω να σου πω;»

«Αναφέρομαι στην τσούλα που έχεις σπιτώσει. Κατηγορείς εμένα, τη στιγμή που εσύ την απολαμβάνεις. Για πες μου Μπεργκ, είναι αληθινές οι φήμες; Πως πηδάς άγρια;»

Τα χέρια του Άρτουρ τον άρπαξαν από τον λαιμό και τον κόλλησαν στον τοίχο.

«Την άγγιξες;» είχε θολώσει και δεν θα τον πείραζε καθόλου να εκτελέσει εν ψυχρώ έναν δικό του.

«Αν με βγάλεις από τη μέση θα πέσουν πολλές ερωτήσεις για το πρόσωπό σου»

«Έχω καλύψει τα χνάρια μου πολύ καλά» συλλάβισε τις τελευταίες λέξεις.

Το είχε κάνει, αλλά το αντάλλαγμα ήταν τρομερά σκληρό. Στις διαλογές αρίστευε και βοηθώντας τους ασθενείς, αυτοί επέστρεφαν στις δουλειές τους και η μηχανή θανάτου λειτουργούσε. Οι κινήσεις του ήταν πολύ μεθοδευμένες και είχε στήσει ένα προσεκτικό δίκτυο, με πιθανό φόβο διαρροής, μα το γεγονός πως ο Μένγκελε ήταν ευχαριστημένος από τη δουλειά του, βοηθούσε. Έστελνε παρόλα αυτά ανθρώπους στον θάνατο. Η γροθιά του άρπαξε τον γιακά του Μπάερ. Η Αφροδίτη τον άκουσε και βγήκε, μα τη στιγμή εκείνη ο Άρτουρ του είχε κολλήσει το περίστροφο στον κρόταφο, διαλύοντάς του το κρανίο.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top