Οι Άγγελοι της Εκδίκησης/part 1
Ο ήλιος σηκωνόταν ψηλά για ακόμη μία φορά και ο Βέρνερ, μαζί με όλον τον εξοπλισμό κουβαλούσε και τη φωτογραφική του μηχανή, αν και όχι πάντα. Του άρεσε να απαθανατίζει τη φύση ή πόλεις και χωριά, όχι με τη σκληρότητα που άλλοι αγαπούσαν, απαθανατίζοντας τα θύματά τους. Η ανατολή στη στέπα ήταν ένα υπέροχο θέαμα το δίχως άλλο. Από τα χαρακώματα, είχε περάσει ο αξιωματικός μοιράζοντας πλάκες σοκολάτας που καταβροχθίστηκαν λαίμαργα. Ο Βέρνερ άλλαξε θέση, ενώ γύρω του ο προηγούμενος πανικός είχε έστω και ελάχιστα υποχωρήσει. Η εμφάνιση του αξιωματικού διαδραμάτιζε σπουδαίο ρόλο στο ηθικό των ανδρών.Οι ερπύστριες των Ρώσων κροτάλιζαν απειλητικά και οι τυφεκιοφόροι ίσα που μπορούσαν να αντέξουν. Πολλά ήταν τα περιστατικά των αυτοτραυματισμών προκειμένου να ξεφύγουν από την Κόλαση και έτσι ο λοχίας αποφάσισε να τους μοιράσει ένα χάπι δυναμωτικό με την επιγραφή Πέρβιτιν. Αυτό θα τους καταπολεμούσε την αίσθηση της πείνας και θα τους γέμιζε ενέργεια. Γιατί πώς αλλιώς θα άντεχε ένας μέσος άνθρωπος δίχως ναρκωτικά;
Ο Βέρνερ δεν ήθελε τίποτε. Στεκόταν απλώς καλά καμουφλαρισμένος, το ίδιο ταλαντούχος, σκοτώνοντας και προσπαθώντας να μην πετύχει τον...γνωστό του. Η λέξη ΄΄φίλος΄΄ ήταν τρομακτική και απαγορευμένη και για τους δύο, παρόλο που είχαν συζητήσει ορισμένα πράγματα.« Αν βρεθείς σε δύσκολη θέση και δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, πυροβόλησέ με. Δεν θα προδώσεις την πατρίδα σου για έναν Ναζί» του είχε πει και ο Μίσα είχε σωπάσει. Στο μέτωπο όμως δεν υπήρχε άλλος τρόπος επιβίωσης και το γνώριζε καλά. Ο ξανθός όμως συνομήλικός του σχεδόν, ήταν μία τρομερά ενδιαφέρουσα προσωπικότητα και μιας που δεν είχε αναπτύξει φιλίες ιδιαίτερες με κάποιον δικό του, άξιζαν οι ελάχιστες στιγμές που είχαν κατορθώσει να μιλήσουν.Για ακόμη μία φορά θα μετακινούνταν και πλέον είχε αρχίσει η περίοδος της λάσπης, με αποτέλεσμα οι μπότες και τα παντελόνια τους να είναι βρεγμένα και βαριά, κάτι το οποίο δυσκόλευε επιπλέον το βάδισμά τους. Αρκετούς δεν τους έπιαναν καν τα ναρκωτικά, καθώς η κόπωση τους οδηγούσε να κοιμούνται κυριολεκτικά όρθιοι.
Ο Βέρνερ τους κρατούσε από το χέρι, ωθώντας τους να περπατήσουν, φτάνοντας τώρα κοντά στον Δνείπερο. Είχε το όπλο αναρτημένο στην πλάτη και τη διόπτρα του καλυμμένη με χοντρό ύφασμα.Εξαντλημένοι συνέχιζαν την πορεία τους μέσα στη λάσπη, δίχως να σκέφτονται πια την προσωπική τους επιβίωση και πολεμώντας ασυνείδητα. Με τις βρεγμένες χειμερινές τους στολές, με πρόσωπα ισχνά από την πείνα και την εξάντληση, είχα απλώς παρασυρθεί από την λαίλαπα των γεγονότων. Ο Βέρνερ ξεκίνησε να μην αισθάνεται καλά. Η συνεχής έκθεσή του στα στοιχεία της φύσης και το ακατάλληλο νερό που συχνά έπινε από τους νερόλακκους, του προκάλεσε σοβαρή κρίση σε ολόκληρο το κορμί του που τώρα έτρεμε. Ίσως το τέλος του να ήταν κοντά και ποτέ και κανένας δεν θα μιλούσε για εκείνον και για τόσους ακόμη αγνοούμενους, πεσόντες Γερμανούς. Ήταν ο εχθρός εξάλλου και ο εχθρός δεν είχε ποτέ ανθρώπινο πρόσωπο. Έπρεπε να πεθάνει σαν το σκυλί. Ήταν μία μοίρα που πλέον είχε αποδεχθεί γιατί έβλεπε μπροστά. Μετά το Στάλινγκραντ, η Γερμανία υποχωρούσε διαρκώς. Επομένως θα στόχευε απλώς σε έναν τιμητικό θάνατο και όχι σε μία θλιβερή κατάληξη από την πείνα και τις αρρώστιες. Προσπάθησε να μη δείξει την αδυναμία του και κάθισε τρέμοντας, περιμένοντας έναν στόχο.
Από την άλλη ο Μιχαήλ εκείνο το απόγευμα ξεκουραζόταν, μέχρι να οργανωθεί μία τερατώδης επίθεση. Δίπλα του, μία γυναίκα σκοπευτής, η Άνια, προσπαθούσε νευρικά να πιάσει τα μαλλιά της για να μην την ενοχλούν. Με τον Μίσα γνωρίζονταν καιρό τώρα και ο νεαρός τη σεβόταν απόλυτα, καθώς ήταν στην κυριολεξία φονική μηχανή και πολύ νεαρή για τις επιτυχίες της.
«Είσαι αφηρημένος» του πέταξε και τον είδε να αναπηδά.
«Και εσύ επικριτική τελευταία» της χαμογέλασε.
«Γιατί σε βλέπω. Μπορεί να εξακολουθείς να είσαι άριστος, μα ταυτόχρονα κάτι σε απασχολεί»
«Πάω να κάνω μία εξόρμηση αναγνωριστική»
«Όλο βραδινές εξορμήσεις μου είσαι»
«Άνια! Εμένα δεν με διατάζει κανείς. Ξέρεις πόσο αγαπώ τα δάση και τη φύση. Με ηρεμούν πολύ και δεν έχουμε περάσει λίγα τώρα τελευταία»
«Μάλιστα. Το αγόρι του ανέμου και άλλα τόσα γλυκανάλατα που πλαισιώνουν το όνομά σου»
«Είσαι πολύ χειρότερη από τον Πέτια» τη σκούντησε και εξαφανίστηκε αθόρυβα.
Φυσικά και πήγαινε κάπου συγκεκριμένα καθώς δεν είχε λάβει κανένα συνθηματικό από τον Βέρνερ. Είχε καταραστεί τον εαυτό του για το γεγονός πως είχε σκεφτεί το ενδεχόμενο να είναι νεκρός και κάτι τέτοιο να του προκαλεί ελαφριά στεναχώρια. Αν πέθαινε ο Ναζί και μάλιστα από χέρι άλλου, θα μπορούσε και αυτός να συνεχίσει την πορεία του δίχως τύψεις. Στη μέση της διαδρομής του σταμάτησε και έπεισε τον εαυτό του να φερθεί σαν στρατιώτης του Κόκκινου Στρατού. Οι προσωπικότητες άλλαξαν θέση και τελικά, σύρθηκε στο χώμα και τη λάσπη, περιπολώντας κοντά στον εχθρό.
Το επόμενο πρωί, ήταν σχεδόν αδύνατο στον Βέρνερ να κουνηθεί. Ρίγη όργωναν το κορμί του και όταν ρωτήθηκε αν είναι καλά, πάλεψε να πει ψέματα.Ο διοικητής του τα είχε χάσει πια.
«Είσαι από τους σημαντικότερους. Δεν έχω το περιθώριο να σε χάσω. Αν δεν νιώθεις καλά, χρειάζεσαι ανάπαυση» τον συμβούλεψε μα εκείνος αρνήθηκε.
Τελικά, μαζί με τέσσερις νέους λοχίες θα μεταφερόταν στον λόχο του, μονάχα που το αυτοκίνητο σταμάτησε καθώς είχε πέσει πάνω σε ναρκοπέδιο. Στη διαδρομή, είχε προσπεράσει ένα τρένο, στο βαγόνι του οποίου στοιβάζονταν οι βαριά τραυματισμένοι, οι οποίοι δεν είχαν δεχτεί την κατάλληλη περίθαλψη.
«Σας παρακαλούμε!» φώναξε ο ένας «Κρατήστε μακριά τους Ιβάν από το τρένο»
Ο Βέρνερ χλωμός και κάθιδρος δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Αποφάσισε να κάνει ό,τι ήταν δυνατόν, με το τρένο να αναχωρεί την τελευταία στιγμή βαλλόμενο από τα Ρωσικά πυρά. Μαχητικά έριξαν τις βόμβες τους δίχως να λάβουν υπόψιν πως το τρένο έφερε Ερυθρούς Σταυρούς. Το πρώτο βαγόνι που διαλύθηκε μετέφερε γιατρούς και το τρένο εκτροχιάστηκε. Τα βαγόνια συγκρούστηκαν μεταξύ τους και φωτιά ξέσπασε. Σχεδόν όσοι βρίσκονταν μαζί με τον Βέρνερ, χτυπήθηκαν, με τον ίδιο να προλαβαίνει να βουτήξει σε μία τρύπα, καλυπτόμενος από θάμνους και ξερόχορτα. Το θέαμα που αντίκρισε έπειτα, ξεπερνούσε ακόμη και την καθημερινή φρίκη του πολέμου. Διαμελισμένα πτώματα κείτονταν ανάμεσα στα συντρίμμια που εξακολουθούσαν να φλέγονται,ιατρικοί επίδεσμοι σπαρμένοι παντού κυμάτιζαν στον αέρα. Οι επιζήσαντες πάνω στον πανικό τους, προσπαθούσαν να μετακινηθούν μακριά από το τρένο, με αποτέλεσμα να σέρνονται, να ανοίγουν οι πληγές τους και να καταλήγουν να πεθαίνουν από ακατάσχετη αιμορραγία. Μονάχα δυο γιατροί είχαν μείνει ζωντανοί, οι οποίοι βλέποντας τον Βέρνερ σε αυτά τα χάλια, προσπάθησαν να του χορηγήσουν ένα φάρμακο, το ντολαντίν που θα τον ανακούφιζε. Θολωμένος, προσπάθησε να τους βοηθήσει να μετακινήσουν με φορεία όσους είχαν ελπίδες να σωθούν. Ήταν τότε που άκουσε μία σιγανή φωνή, πιο πολύ σαν λυγμό.
«Βέρνερ...» ένας στρατιώτης, βαριά τραυματισμένος και με τα δυο του πόδια ακρωτηριασμένα τον καλούσε σε βοήθεια.
«Ρολφ!» φώναξε ο νεαρός αναγνωρίζοντας τον γείτονά του «Θα σε πάρω από εδώ Ρολφ. Κάνε υπομονή»
«Όχι. Βέρνερ δεν...δεν θα ζήσω. Επειδή ξέρω πως είσαι γενναίος, θέλω εσύ να με βοηθήσεις να φύγω δίχως άλλο πόνο. Αν ξαναδείς τη μαμά, πες της πως την αγαπώ πολύ και πως....συγγνώμη που δεν κατόρθωσα να γυρίσω»
Τα ολοπράσινα μάτια του Βέρνερ γέμισαν δάκρυα. Με τρεμάμενο χέρι, σημάδεψε το μέτωπό του και ο Ρολφ έκλεισε τα μάτια καρτερώντας τον θάνατο, που φάνταζε με λύτρωση. Η εικόνα αυτή, θα κατέτρεχε με σιγουριά τον Βέρνερ για πάντα. Η διαίσθηση όμως και η πείρα του ελεύθερου σκοπευτή, τον καλούσαν να ανασυνταχτεί. Έπρεπε να βρει τον λόχο του και για την ώρα ήταν χαμένος και μπερδεμένος. Από μακριά διέκρινε τη ρωσική περίπολο και μέσα στο παραλήρημα της απόλυτης δυστυχίας, κατόρθωσε να σκοτώσει τον Ρώσο διοικητή της περιπόλου. Μονάχα που αυτός ο θάνατος, κόντεψε να έρθει με τη συνοδεία μίας συγγνώμης στον Θεό ή στην ανθρωπότητα. Ούτε οι Ρώσοι υπολόγιζαν τους κανόνες του πολέμου πια. Τίποτε από όλα αυτά δεν είχε σημασία στο Ανατολικό Μέτωπο. Αφημένος στη μοίρα του, ξάπλωσε σε εκείνη τη τρύπα που είχε βρει για προστασία. Ήταν η στιγμή να σκαλίσει τις φωτογραφίες του που απεικόνιζαν τοπία. Κανέναν πόλεμο.
Τα ρίγη εξακολουθούσαν να τον επηρεάζουν, ο πυρετός ανέβαινε και τα μάτια το έκλεισαν. Όταν τα άνοιξε ξανά με κόπο, ήταν σχεδόν βράδυ και ένα σώμα βρισκόταν δίπλα του σκαλίζοντας και εκείνο τις φωτογραφίες. Μία θερμότητα ανέβλυζε από το ένα σώμα και μεταφερόταν στο άρρωστο. Ο Βέρνερ ίσα που κατόρθωσε να χαμογελάσει.
«Λοιπόν, αυτό είναι το Βερολίνο;» τον ρώτησε ο Μιχαήλ.
«Ναι. Ήμουν στη Σχολή Ελεύθερων Σκοπευτών αλλά οι άλλες είναι από το χωριό μου. Θέλω να φύγω, αλλιώς ας αφεθώ να πεθάνω πια»
Ο Μίσα κοίταξε ακόμη δύο φωτογραφίες, όταν ένα εξαγριωμένο πρόσωπο κόλλησε στο δικό του. Το όπλο σημάδευε τον κρόταφο του Βέρνερ.
«Αυτό δεν μπορώ να το πιστέψω» στρίγγλισε η Άνια «Το ήξερα που να σε πάρει πως είχες μπλέξει! Αλλά έτσι; Τέτοια προδοσία; Σου αξίζει να ψοφήσεις πρώτος και ας σε συμπαθούσα!»
«Άνια...το ξέρω πως σου φαίνεται εξωφρενικό, μα...»
«Εσύ; Ο περίφημος Μιχαήλ Μελέτεφ που κάποτε τους θέριζες, βρίσκεσαι δίπλα σε αυτό το ναζιστικό μίασμα;»
Ο Βέρνερ ωστόσο, καθώς γνώριζε πως η προσοχή της δεν βρισκόταν στραμμένη εξολοκλήρου πάνω του, με σβέλτες κινήσεις και δύναμη που κατόρθωσε να αντλήσει, έστρεψε το χέρι του και της άρπαξε το όπλο. Στα επόμενα δευτερόλεπτα, βρισκόταν από πάνω της βαστώντας της αναγκαστικά τα χέρια. Τα μάτια και των δύο πετούσαν σπίθες, μα μέσα σε μία στιγμή το βλέμμα του Βέρνερ άλλαξε τελείως. Κοιτούσε τη νεαρή κοπέλα και τα όμορφα χαρακτηριστικά της, το λευκό της δέρμα και τα λυτά μαλλιά της εξαιτίας του ξαφνιάσματος, τον έκαναν να χαμογελάσει. Συνήθως ήταν πλεγμένα σε κοτσίδα. Εκείνη τον κοίταξε επίσης και για λίγα δευτερόλεπτα, αναγνώρισε την ομορφιά στα μάτια του τα πράσινα με τις πυκνές βλεφαρίδες. Δεν είχε δει ποτέ ξανά Γερμανό από τόσο κοντά.
«Είσαι...είσαι όμορφη» της είπε σε σπαστά ρωσικά για να τον υποδεχτεί ένα χαστούκι.
«Πάψε! Δεν θέλω τίποτε από εσένα!»
«Σε παρακαλώ. Μη φωνάζεις. Είμαι άρρωστος»
«Σκασίλα μου! Θα ήσουν και ψόφιος!»
«Σε αιφνιδίασα όμως» μειδίασε ο νεαρός.«Άνια» ακούστηκε ξανά η φωνή του Μίσα.
«Προτιμώ να μου μιλά ο Ναζί» του γρύλισε.
«Ο Βέρνερ με έσωσε, σε μία ημέρα αδυναμίας μου. Έδειξε ανθρωπιά και το ίδιο έπραξα και εγώ»
«Μα δεν είναι άνθρωπος Μιχαήλ! Είναι Ναζί!» τον κοίταξε ξανά «Σήκω από επάνω μου» διέταξε τον Γερμανό.
«Με τίποτε» της κράτησε τα χέρια «Αν σκοπεύεις να ηρεμήσεις, θα το κάνω....Εξάλλου και εγώ δεν είμαι καλά»
«Καρφί δεν μου καίγεται και όσο για τον προδότη, δεν θέλω να τον ξαναδώ»
«Να σε πάρει! Δεν φταίει εκείνος! Σταμάτα πια! Εμάς μας κάλεσαν στο μέτωπο για να αλληλοσκοτωθούμε...Εμένα με προσέλαβαν κυρίως για να βγάλω αυτόν από τη μέση. Δεν μπορώ να το κάνω. Με έβγαλε από το χώμα, είχα θαφτεί ζωντανός. Μπορεί να είμαι Ναζί, αλλά είμαι και άνθρωπος που βλέπει τη δυστυχία γύρω του. Σε παρακαλώ. Σκότωσέ με, αλλά μην τον βάλεις σε μπελάδες» της πέταξε το όπλο, όταν συνειδητοποίησε για λίγα λεπτά, πως δυσκολευόταν «Είναι αλλιώς όταν δεν γνωρίζεις τον άλλο» της ψιθύρισε ο Βέρνερ και σιγανά, ξερίζωσε ένα πολύ μικρό αγριολούλουδο και της το πρόσφερε.
«Δεν θέλω τίποτε από εσένα» του είπε κοφτά και κοίταξε τον Μίσα «Όσο για εσένα, δώσε τουλάχιστον υπόσχεση πως δεν θα τον ξαναδείς. Αλλιώς θα αναγκαστώ να σε αναφέρω»Ο Βέρνερ παρέμεινε στην τρύπα ανήμπορος.Ο Μιχαήλ αγνοώντας την, του έδωσε μερικές γουλιές νερό
.«Δεν αξίζει...» του ψιθύρισε «Νομίζω πως ως εδώ ήταν η πορεία μου»
«Θα έρθω ξανά» του ψιθύρισε «Άστη να γκρινιάζει. Έχουμε περάσει πολλά με την Άνια και την αγαπώ σαν φίλη μου. Θα καταλάβει, απλώς τώρα είναι δύσκολο»Δάκρυα κύλησαν στα μάτια του Βέρνερ που στα κρυφά, είχε βάλει το λουλούδι σε μία τσέπη της στολής της, τη στιγμή που ετοιμαζόταν να πηδήξει επάνω. Τα μάτια του έκλεισαν πάλι και ευχήθηκε να πέθαινε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top