Ο δρόμος Ανατολικά/ part 3

Οι μεταφορές οι επίσημες των Εβραίων δεν είχαν ξεκινήσει. Όταν στρίμωξαν σε ένα βαγόνι εμπορευμάτων τα τέσσερα παιδιά, είχαν σκοπό να τα οδηγήσουν στο Άουσβιτς, με πολλούς αστάθμητους παράγοντες να καιροφυλαχτούν ενδιάμεσα. Προκειμένου να τους διαλύσουν το ηθικό, τους είχαν χωρίσει. Ο Σάββας θα μεταφερόταν μόνος του, η Αφροδίτη το ίδιο και οι δύο αδερφές μαζί. Η Αφροδίτη, βρώμικη και ιδρωμένη, βρισκόταν κουλουριασμένη σε μία γωνία έχοντας χάσει κάθε ελπίδα. Το μυαλό της ακροβατούσε επικίνδυνα να χαθεί σε μία τρέλα. Σε ένα πηγάδι τρόμου ζοφερό, όπου παντού ολόγυρα στα γλιτσιασμένα τοιχία του, επικρατούσε ο βιασμός, τα βογγητά πόνου, το ξύλο και το αίμα. Στη μοναξιά της βυθισμένη καθώς ήταν, φαινόταν εύκολο να παρασυρθεί στην Άβυσσο. Εξάλλου, το μυαλό του ανθρώπου προστατευόταν από μία λεπτή μεμβράνη, πάντοτε έτοιμη να ραγίσει, ανάλογα με τις εμπειρίες. Ήθελε τόσο πολύ να σφίξει στην αγκαλιά της τον πατέρα της και το αγοράκι της. Εκείνους τους δύο Αγγέλους.

Τρέμοντας, δίχως να διακρίνει καθαρά αν οι ηλιαχτίδες πάλευαν να εισέλθουν στο βαγόνι, μέσα στο οποίο βρισκόταν και ένα δοχείο για τις ανάγκες της, παρακάλεσε απλώς να βρισκόταν στο εσωτερικό μίας οικείας αγκαλιάς, οποιασδήποτε. Το στομάχι της ήταν νηστικό και πονούσε. Το τρένο δεν έλεγε να κάνει στάση. Δεν είχε ιδέα πόσες μέρες είχαν περάσει πια και αν είχαν βγει εκτός ελληνικών συνόρων.

Ταυτόχρονα, ο Άρτουρ ετοιμαζόταν να αναχωρήσει. Είχε ετοιμάσει όλα τα έγγραφα που τον καλούσαν να εργαστεί για την ώρα στο πλάι του Μένγκελε. Είχε τόσο άγχος, σε σημείο που το στρεβλό του βάδισμα είχε γίνει πιο έντονο μέσα στο σπίτι. Το χειρότερο από όλα όμως, ήταν η σκέψη πως είχε μείνει ολομόναχος. Φίλους δεν είχε, συμμάχους επίσης. Κοινώς, δεν υπήρχε ούτε ένας άνθρωπος να ενδιαφερθεί. Άραγε ήταν τόσο λάθος εξαρχής η γέννησή του; Ήταν μία τόσο μισητή και απεχθής παρουσία σε όλους, κάτι που καθιστούσε αδύνατη τη συνέχεια της ζωής του; Μπορεί. Εξάλλου, είχε σκοτώσει ανθρώπους πάνω από λάκκους. Κανείς δεν μπορούσε να το αρνηθεί αυτό. Μπορεί η εγκληματική του δίψα να σταμάτησε σε εκείνο το παιδί, όμως είχε υπάρξει και τίποτε δεν αναιρούσε το παρελθόν, ούτε καν οι τύψεις. Κοίταξε το σπίτι για μία τελευταία φορά και ένιωσε ανακούφιση. Σε αντίθεση με τον Φίλιμπερτ, δεν είχε τίποτε να τον κρατά πίσω. Ακόμη και η Αφροδίτη είχε χαθεί. Επιτέλους! Εκείνος θα εγκατέλειπε το κουφάρι των κακών του αναμνήσεων.

Βγαίνοντας, φορώντας πάντοτε τη στολή του μίσους, έπεσε επάνω στον Στέφανο.

«Πού πηγαίνεις;» τον ρώτησε.

«Δικός μου λογαριασμός» τον έσπρωξε ο Άρτουρ, μα ο Στέφανος τον άρπαξε από τον καρπό.

«Σου ζήτησα ενημέρωση για την τύχη των δικών μου ανθρώπων και εσύ το αγνόησες. Μάλιστα, ετοιμάζεσαι να την κοπανήσεις!»

Ο Άρτουρ τίναξε το χέρι του πίσω και ευθύς έβγαλε το όπλο που βρισκόταν κρυμμένο επάνω του.

«Δεν σου δίνω κανένα δικαίωμα να με αγγίζεις. Ένα πράγμα θέλω να καταλάβεις, πως αυτή τη στολή δεν τη φόρεσα τυχαία. Μην με αναγκάσεις να στο αποδείξω. Αν δεν ήσουν άνθρωπος στενός της Αφροδίτης, θα σε είχα χώσει ζωντανό στον πρώτο λάκκο που θα έβρισκα! Όμως δεν θέλω να της προκαλέσω άλλο πόνο εξαιτίας μου αυτή τη φορά»

Ένα ειρωνικό μειδίαμα αυλάκωσε το πρόσωπο του Στέφανου.

«Εξαιτίας σου πονά η ξαδέρφη μου. Μπορεί να μην την απήγαγες ο ίδιος, μα οι δικοί σου άνθρωποι είναι μπλεγμένοι σε αυτό! Τολμάς εσύ να μιλάς; Εγώ δεν φοράω στολές που κέρδισα από φόνους! Εγώ φορούσα τρύπια χλαίνη και το κορμί μου ζέσταινε ο αληθινός ηρωισμός και η αγάπη μου για την πατρίδα. Δεν κέρδισα τα παράσημα επειδή έχωσα στο λάκκο μία χούφτα ανθρώπους! Αυτός είσαι όμως και αυτοί είστε γενικότερα. Αυτή είναι η Άρια φυλή, η ξανθιά, η τέλεια! Θα επαναλάβω την ερώτηση. Πού πηγαίνεις;»

Ο Άρτουρ κατέβασε το όπλο τρέμοντας από έναν χείμαρρο διαφορετικών συναισθημάτων.

«Θα προσπαθήσω να εντοπίσω το τρένο μεταφοράς τους. Εξάλλου, έχω σαφείς οδηγίες να μεταφερθώ στην Πολωνία»

«Θα έρθω μαζί σου. Θα λες σε όλους πως είμαι ο διερμηνέας σου, πως μιλώ πολλές γλώσσες και σου είμαι απαραίτητος. Αυτά, μέχρι να προλάβουμε το τρένο, σε περίπτωση που μας σταματήσουν. Θα οδηγήσεις φαντάζομαι»

«Δεν έχω ιδέα από τους ελληνικούς δρόμους»

« Αυτό θα το αφήσεις σε εμένα»

«Δεν μπορεί να πιστεύεις πως θα βρίσκεσαι εκτεθειμένος στη θέση του συνοδηγού» γρύλισε ο Άρτουρ.

«Δεν μπορεί επίσης να πιστεύεις πως θα ήταν καλύτερο να με ανακαλύψουν για να τους πουλήσουμε το παραμύθι που φτιάξαμε πρόχειρα»

«Το έχω ήδη μετανιώσει όλο αυτό προτού καν ξεκινήσει»

Οι δυο τους μπήκαν στο μαύρο αυτοκίνητο. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά, το μίσος των δύο ανδρών μπορούσε σχεδόν να λάβει υλική υπόσταση. Τόσο έντονο ήταν. Οδηγούσαν ώρες ατελείωτες, με μονάχα δύο στάσεις, στη μία εκ των οποίων πραγματοποιήθηκε ενδελεχής έλεγχος και αρκετές ερωτήσεις. Καθώς όμως ο Άρτουρ ανήκε στα Ες-Ες, και ο Στέφανος ήξερε ελάχιστα αγγλικά, τουρκικά από τον πατέρα του και Ελληνικά, έγινε σχετικά πιστευτό το κόλπο του διερμηνέα. Εξάλλου, καθόταν στη θέση του συνοδηγού με αποτέλεσμα, η τόσο τρανταχτή έκθεσή του σε όλων τα μάτια, ταυτόχρονα να απομάκρυνε και τις υποψίες. Τα νέα ωστόσο δεν ήταν καθόλου καλά. Το τρένο είχε προσπεράσει ήδη τη Λάρισα και όδευε προς Θεσσαλονίκη και από εκεί στο χάος.

Η Αννελί βρισκόταν πεσμένη δίπλα στη μικρή της αδερφή η οποία ψηνόταν στον πυρετό. Τα δάκρυα είχαν πια στερέψει, το ίδιο και οι δυνάμεις της. Η Χάβα βυθιζόταν σε ένα παραλήρημα. Οι διαρκείς βιασμοί της αδερφής της, η τραγωδία των γονιών της, είχαν διαλύσει τη ψυχή της. Πλέον, είχε πάψει να μιλά, απλώς μούγκριζε. Κανείς δεν ξεχώριζε τις λέξεις ανάμεσα στα παραμιλητά της. Στο βαγόνι, υπήρχε ένα πολύ μικρό σημείο από όπου έλειπε το ξύλο. Κάτι τέτοιο τους έδινε μία πρόσβαση στον έξω κόσμο, μονάχα που έμοιαζε με Αποκάλυψη. Όταν έφτασαν Θεσσαλονίκη, φόρτωσαν εμπορεύματα. Οι Γερμανοί δεν επέτρεψαν σε κανέναν να κατέβει, τα δοχεία με τα ούρα και τα περιττώματα είχαν πλημμυρίσει και η μυρωδιά ήταν αποκρουστική. Η Αννελί προσπάθησε να παρακαλέσει, μα ένας Ες-Ες την έσπρωξε ξανά μέσα ουρλιάζοντας. Όταν το τρένο ξεκίνησε, στράφηκε προς την αδερφή της. Τη βρήκε ακίνητη, με δέρμα χλωμό και μάτια παγωμένα.

«Χάβα; Χάβα με ακούς; Μίλησέ μου! Μίλα μου!»

Ήταν παγωμένη. Τα χείλη της τα σκασμένα ήταν λερωμένα από τον εμετό της. Είχε αφήσει την τελευταία της πνοή άρρωστη και τρελαμένη, χαμένη σε ένα παραλήρημα σκοτεινό, δίχως λογική.Η Αννελί βάλθηκε να φωνάζει και να χτυπιέται σαν τρελαμένο ζώο στο κλουβί. Τα χέρια της γέμισαν γρατσουνιές και αίματα. Οι λυγμοί της θα έσκιζαν κάθε ανθρώπινη καρδιά. Είχε μείνει ορφανή και το χειρότερο ήταν πως δεν ήξερε αν επιθυμούσε πλέον να ζει και η ίδια. Το κορμί της ήταν σφραγισμένο από κάθε μιαρό άγγιγμα. Βυθίστηκε και εκείνη στο σκοτάδι, δίπλα στο νεκρό πλέον κορμί της μικρής της αδερφής. Τουλάχιστον, πρόλαβε να της κλείσει τα μάτια. Μέρες πέρασαν, ίσως και εβδομάδα, όταν το τρένο κόντεψε να μπει στην Πολωνία. Κάπου εκεί, θα έκανε ξανά στάση. Ωστόσο, παρακολουθούνταν πλήρως από ένα μαύρο αυτοκίνητο που είχε κάνει τα αδύνατα δυνατά να το φτάσει. Όταν το είδαν να κινείται, οι δύο άνδρες ανασκουμπώθηκαν.

«Θα πρέπει να πηδήξουμε από την πίσω πλευρά, ενώ βρίσκεται εν κινήσει. Πρέπει να βρούμε τρόπο να τους απεγκλωβίσουμε» Ακούστηκε η φωνή του Άρτουρ.

«Ωστόσο, πώς θα ξέρουμε πού βρίσκονται;» αναρωτήθηκε ο Στέφανος, όταν είδε τον Άρτουρ να μην απαντά και απλώς να πετάγεται έξω από το όχημα.

«Τρέξε!» του φώναξε «Και προσοχή σε αυτούς που τα συνοδεύουν»

Οι δυο τους ξεκίνησαν να τρέχουν σχεδόν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ήταν η πρώτη φορά που έστω και για δευτερόλεπτα, ο Στέφανος θαύμασε το γεγονός πως παρά το προβληματικό του πόδι, κατάφερνε κυριολεκτικά να τρέξει σχεδόν δίχως να επηρεάζεται. Έχοντας φτάσει ως το τελευταίο βαγόνι, πήδηξαν με μανία και γραπώθηκαν από κάποια εξογκώματα. Ταυτόχρονα, ο Σάββας έμοιαζε αποφασισμένος για όλα. Θα πηδούσε. Προσπάθησε για ώρα να περάσει ανάμεσα από τα σίδερα του παραθύρου. Για σχοινί θα χρησιμοποιούσε το πουλόβερ του. Δεν είχε καμία άλλη επιλογή. Προκειμένου να ισχυροποιήσει τον κόμπο, βούτηξε το ρούχο του στα περιττώματα. Η ναυτία απειλούσε το στομάχι του, όταν κατόρθωσε να σκαρφαλώσει και να βγει έξω. Τότε, σοκαρισμένος, είδε τον Στέφανο και τον Άρτουρ να κρέμονται κυριολεκτικά.

«Στέφανε!» φώναξε και άξαφνα είδε τον νεαρό του φίλο να συγκινείται.

«Θεέ μου! Είσαι καλά; Τα κορίτσια;»

«Τις έβαλαν ξεχωριστά, Νομίζω πως βρίσκονται στο διπλανό μου βαγόνι οι αδερφές και η Αφροδίτη στο μπροστινό από τον Άρτουρ»

Ο ξανθός νεαρός, πάσχισε να διατηρήσει την ισορροπία του. Ο αέρας τους μαστίγωνε και οι ευκαιρίες για απόδραση ολοένα και λιγόστευαν.

«Πρέπει να φύγετε! Σύντομα θα κάνει στάση και τότε δεν θα γλιτώσει κανένας μας. Πηδήξτε!» τους φώναξε ο Άρτουρ.

«Όχι, αν δεν βρω την Αφροδίτη πρώτα» επέμεινε ο Στέφανος, όταν είδε τον Γερμανό να παραπατά ελαφρώς, γδέρνοντας το γόνατό του και να γραπώνεται από το διπλανό βαγόνι. Με κόπο, προσπάθησε να το ανοίξει. Εν κινήσει ήταν τρομερά δύσκολο, ωστόσο το τρένο σταδιακά ελάττωσε ταχύτητα προκειμένου να στρίψει. Ένα κλαδί τον χτύπησε στο πρόσωπο, γδέρνοντάς τον. Ένιωσε το αίμα να κυλά ανάμεσα από τα μάτια του, μα δεν πτοήθηκε στιγμή. Έσυρε την πόρτα δεξιά και χώθηκε μέσα.

«Αφροδίτη!» φώναξε ιδρωμένος, με πρόσωπο ματωμένο και ένα πόδι που σαφώς δεν βοηθούσε στις κινήσεις «Αφ...Αφροδίτη...» με το χέρι του ακούμπησε το σημείο της καρδιάς, όταν παρατήρησε ένα ζαρωμένο πλάσμα στο βάθος του βαγονιού.

Η αδυνατισμένη κοπέλα, με δυσκολία στράφηκε προς το μέρος του.

«Άρτουρ...;» ψέλλισε και όταν τον είδε να πλησιάζει κουτσαίνοντας, για λίγο μαζεύτηκε στη γωνία.

«Μη φοβάσαι. Ήρθα για να σε βοηθήσω. Σε παρακαλώ, έλα γρήγορα. Είναι μαζί μου και ο Στέφανος»

«Ο Στέφανος! Είναι τρελός! Τι κάνει εδώ;»

«Γρήγορα!» την τράβηξε προς το μέρος του ο Άρτουρ και μαζί κατευθύνθηκαν προς την ανοιχτή πόρτα του βαγονιού.

«Άρτουρ!Έίναι και άλλοι εγκλωβισμένοι!» φώναξε ο Σάββας που εξακολουθούσε να κρέμεται στο διπλανό βαγόνι.

«Πήδα γρήγορα! Πες και στον Στέφανο να κάνει το ίδιο!» του φώναξε και κατόπιν στράφηκε προς τη μεριά της κοπέλας, η οποία είχε αρπαχτεί από πάνω του τρέμοντας ολόκληρη «Άκουσέ με. Με το τρία πηδήξτε μαζί και θα σας βρω. Θα προσπαθήσω να απεγκλωβίσω και άλλους» της είπε.

«Φοβάμαι...»

«Να φοβάσαι αυτό που θα έρθει, αν δεν το κάνεις»

Εκείνη κούνησε το κεφάλι της. Δεν είχε άλλη επιλογή. Συγκέντρωσε το κουράγιο της και τη στιγμή που η ταχύτητα μειωνόταν, έπεσε στο κενό μαζί με τα δύο αγόρια. Ο Άρτουρ πάλεψε να ακούσει τυχόν φωνές, που θα του μαρτυρούσαν ανθρώπους εγκλωβισμένους. Μία γυναίκα μιλούσε αδύναμα. Οι δικές του δυνάμεις ήταν επίσης οριακές. Έπρεπε να αντέξει. Παλεύοντας, συγκέντρωσε κάθε εναπομείνασα δύναμη στην προσπάθεια να ανοίξει και το επόμενο βαγόνι. Την Αννελί δεν την είχε εντοπίσει. Μήτε εκείνη, μήτε το νεκρό κορμί της αδερφής της. Δίπλα ακριβώς, μία μητέρα χτυπημένη βαστούσε ένα κοριτσάκι.

«Σας παρακαλώ...Μη μας πειράξετε....Σας ικετεύω. Το παιδάκι μου είναι άρρωστο...» τον ικέτεψε πέφτοντας στα γόνατά της.

«Είμαι...είμαι εδώ για βοήθεια. Πάρτε τη μικρή και ελάτε γρήγορα»

Η μητέρα δεν πίστευε στα αφτιά της. Με το παιδί της στην αγκαλιά προχώρησε ως την άκρη του βαγονιού.

«Δώστε τη σε εμένα. Θα πηδήξουμε μαζί» της είπε ο Άρτουρ και μόλις πήρε στα χέρια του τη μικρή, έπεσε με την πλάτη ανάμεσα σε θάμνους, με τη μητέρα να ακολουθεί. Στο βάθος, μέσα στο ομιχλώδες σκοτάδι, το τρένο του θανάτου συνέχιζε μία πορεία δίχως γυρισμό. Η Αννελί είχε μείνει πίσω να κείτεται σε εκείνα τα βαγόνια. Μόλις ο ξανθός νεαρός κατόρθωσε να σηκωθεί, επέστρεψε τη μικρή στη μητέρα της. Εμφανώς δεν είχαν πού να πάνε και έτσι δειλά τον ακολούθησαν.

«Πώς...πώς εσείς βρεθήκατε εδώ;» τον ρώτησε η γυναίκα.

«Είμαι εν μέρει σε μία αποστολή διάσωσης και εν μέρει στο δρόμο για ένα Κολαστήριο. Ο τελικός μου προορισμός, όπως και ο δικός σας αν μένατε, είναι το Άουσβιτς. Το στρατόπεδο συγκέντρωσης»

Η προφορά αυτού του ονόματος ήταν ανατριχιαστική. Από το βάθος, φάνηκαν οι τρεις φίλοι. Τα κυανά μάτια του Άρτουρ καρφώθηκαν στα καστανά της Αφροδίτης. Για λίγο ο χρόνος πάγωσε. Έπειτα όμως, πρώτα τα δικά της, αποτραβήχτηκαν φοβισμένα.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top