Ο δρόμος Ανατολικά/ part 2

Για την περίπτωση της σίτισης των αιχμαλώτων δεν γινόταν ούτε λόγος. Όταν ξεκίνησε η διαδρομή τους μέχρι το στρατόπεδο Beketovka, οι περισσότεροι Γερμανοί αιχμάλωτοι πέθαναν κατά την πορεία τους μέχρι εκεί. Ο Μίσα είχε συνοδεύσει μία ομάδα μέχρι την πύλη. Την επομένη θα έπαιρνε άδεια για ελάχιστες μέρες, λόγω της μαχητικότητας και του ηρωισμού του. Η αλήθεια ήταν πως προτιμούσε να επιστρέψει με τον Λεβ πίσω στο μικρό χωριό του Αντρέι, μα τελικά θα πήγαινε μόνος του. Σε όλη τη διαδρομή μέχρι το στρατόπεδο, ερχόταν σε σύγκρουση με πολλά συναισθήματα. Από την μία εξοργιζόταν με τα πρόσωπα των κατακτητών και από την άλλη, λυπόταν για την ανθρώπινη κατάντια. Παρόλα αυτά, προτιμούσε να μην εκδηλώνεται και να μένει μακριά από τυχόν βοήθεια. Τους είδε να στέκονται όρθιοι για να καταχωρηθούν, ενώ οι φύλακες τους έψαχναν για πολύτιμα αντικείμενα. Σκέφτηκε το ρολόι που του είχε χαρίσει ο ετοιμοθάνατος Βέρνερ. Δεν το είχε δεχτεί. Ποτέ του δεν θα δεχόταν κάτι πολύτιμο που ανήκε σε κάποιον άλλο.

Η καθημερινή ποινή των αιχμαλώτων, θα ήταν η πολύωρη παρέλαση για καταμέτρηση. Έπειτα, η N.K.V.D ως δεύτερο βήμα, θα τους στρίμωχνε σε καλύβες, σαράντα ή πενήντα σε ένα δωμάτιο, μαζί με τους τραυματίες και τους άρρωστους. Το νερό θα έφθανε σε σιδερένια βαρέλια πάνω σε κάρα που τα έσερναν καμήλες. Στην πραγματικότητα δεν είχαν τίποτε να φάνε και τίποτε να πιούνε, εκτός από το βρωμερό χιόνι στο χρώμα των ούρων. Κάθε μέρα πέθαιναν πενήντα με εξήντα άτομα, τα οποία στοιβάζονταν, γυμνά και παγωμένα έξω από τον καταυλισμό. Το χειρότερο ήταν, πως η πείνα είχε δημιουργήσει και επεισόδια κανιβαλισμού, τόσο από την πλευρά των Ρουμάνων αιχμαλώτων όσο και από τους Γερμανούς. Έβραζαν λεπτές φέτες που έκοβαν από τα παγωμένα πτώματα. Η εξάντληση ωστόσο είχε και άλλες παρενέργειες, τραβώντας μακριά την κουρτίνα κάθε ανθρωπιάς. Με τη δυσεντερία να κυριαρχεί, αυτοί που κατέρρεαν στην κολασμένη τρύπα του αποχωρητηρίου, αφήνονταν να πνιγούν και ας ήταν ζωντανοί. Οι υπόλοιποι, αρκετές φορές,  δεν είχαν καν τη δύναμη να τους τραβήξουν έξω, ενώ η δική τους ανάγκη για χρήση του λάκκου, ήταν πολύ πιο επιτακτική.

Μακριά από την ανθρώπινη εξαθλίωση, για λίγο θα τον καλωσόριζαν τα νερά του ποταμού Οκά. Στη θέα του Αντρέι, ο Μίσα έτρεξε προς τη μεριά του με όλα τα παράσημα, που θα κουβαλούσε ένας από τους καλύτερους ελεύθερους σκοπευτές. Ο γερούλης χώθηκε στην αγκαλιά του νεαρού συγκινημένος. Εκείνος σχεδόν τον είχε μεγαλώσει και του είχε διδάξει όλα όσα τελικά είχε κάνει πράξη. Κατά το ηλιοβασίλεμα, ο Αντρέι τον περίμενε να ξεχυθεί στην εξοχή όπως συνήθιζε. Αντί αυτού και παρά το κρύο, ο Μίσα καθόταν σε μία ξύλινη καρέκλα ατενίζοντας τις ροδοκόκκινες πινελιές του ορίζοντα. Άκουσε ξεκάθαρα τα βαριά βήματα του Αντρέι που χάιδεψε τα ξανθά του μαλλιά.

«Έχω την εντύπωση πως κάποιος άλλαξε λίγο. Είναι ο πόλεμος έτσι; Τι πρόσωπο καρτερούσες να έχει παιδί μου; Είναι πάντοτε άσχημο, έχει τη μυρωδιά του αίματος και την υφή της καμένης σάρκας»

Τα κυανά μάτια του Μίσα πάντοτε αποφασιστικά, στράφηκαν προς τη μεριά του.

«Πριν από το Στάλινγκραντ, δεν είχα έρθει ξανά σε επαφή με Γερμανό. Η αλήθεια είναι πως η εικόνα που είχα πλάσει στο μυαλό μου, ως ένα βαθμό ήταν σωστή. Πριν την τελική έκβαση της μάχης, ήταν πάντοτε αλαζόνες, δεν υπολόγιζαν κανέναν. Όταν πλέον όλα τελείωσαν, έμοιαζε σαν να σηκώθηκε από επάνω τους ένας μανδύας υποκρισίας. Έγιναν πιο ανθρώπινοι»

Ο Αντρέι ξεφύσησε.

«Ο κάθε λαός συμπεριφέρεται ανάλογα με την παιδεία που του παρέχεται και τα προσωπικά βιώματα. Δεν είμαι βέβαιος αν αυτοί οι άνθρωποι μπορούν να λειτουργήσουν διαφορετικά, έχοντας ζήσει στο ρατσιστικό και αποστειρωμένο περιβάλλον των Ναζί.Όταν σου διδάσκουν ειδικά από μικρή ηλικία να μην σέβεσαι καμία ανθρώπινη ζωή, πέραν της γερμανικής, ειλικρινά δεν νομίζω πως μεγαλώνοντας γίνεσαι ευαίσθητος ή αλλάζεις. Ωστόσο, μίλησέ μου για εσένα. Πώς νιώθεις τώρα που γύρισες έστω και για λίγο; Δεν σε βλέπω να ξεχύνεσαι στα δάση. Να ξέρεις πως κάποιες κοπέλες ρωτούσαν για εσένα, ωστόσο δεν ήθελα να τις απογοητεύσω» για λίγο γέλασε «Ξέρω πως δεν αγαπάς τη δέσμευση»

«Πράγματι. Δεν γνωρίζω τον λόγο. Ίσως η ψυχρή συμπεριφορά των ανθρώπων που με υιοθέτησαν, να με απέτρεψε να δεθώ μαζί τους και άρα να διδαχθώ και πώς να το κάνω. Τις περισσότερες φορές περνούσα χρόνο με τον εαυτό μου, έπαιζα μόνος μου, έλυνα επίσης μόνος μου όποιες ανάγκες πρόκυπταν. Ακόμη και τους φόβους μου αντιμετώπιζα. Μοναδική εξαίρεση ήταν ο Λεβ, ο οποίος βρίσκεται στη θέση του αδερφού που δεν έχω. Με τις γυναίκες τα πράγματα είναι διαφορετικά. Δεν γνωρίζω αν μπορώ να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις τους και δεν θέλω να υποσχεθώ κάτι που ίσως και να μην πραγματοποιήσω. Καλύτερα μόνος μου»

«Ξέρεις, ο έρωτας είναι τυφλός και κουφός. Δεν έχει ακούσει τίποτε από όσα είπες»

«Εντάξει. Βλέπω εγώ στη δική του θέση» γέλασε ο Μίσα και λίγο πριν να εξαφανιστεί ο ήλιος πίσω από τα πυκνά, παγωμένα δάση, σηκώθηκε όρθιος και χάθηκε μέσα στη βλάστηση σαν τον άνεμο. Η όψη του ήταν σχεδόν μυθική και ας είχε αδυνατίσει αρκετά. Εξακολουθούσε να είναι ψηλός, με όμορφο πρόσωπο και απολύτως συμμετρικά χαρακτηριστικά. Με τα ολόξανθα μαλλιά του να λαμπυρίζουν στις αδύναμες ηλιαχτίδες και τα βαθυγάλανα μάτια του να κοιτάζουν διαπεραστικά ολόγυρα, ήταν το αντικείμενο θαυμασμού των νέων γυναικών. Για την ώρα ο ίδιος δεν φαινόταν να δίνει ιδιαίτερη σημασία. Ο μοναδικός που του έλειπε ήταν ο κολλητός του φίλος και όλα τα άχαρα παιχνίδια που έστηναν για να περνά η ώρα.

Αθήνα

Όταν του ανακοίνωσαν πως θα μεταφέρονταν με τρένα σε έναν προορισμό που γνώριζε, το αίμα στράγγιξε από επάνω του. Σε καμία όμως περίπτωση δεν επέτρεψε στο ξάφνιασμα να τον προδώσει. Ο Άρτουρ ήξερε πολύ καλά πώς να κρύβει τα συναισθήματά του, τα οποία έτσι και αλλιώς, μέχρι και εκείνη την ημέρα δεν είχαν απελευθερωθεί. Στο μυαλό του σχηματίστηκε μία εικόνα. Εκείνη των στοιβαγμένων ανθρώπων και έπειτα των κρεματόριων. Αν έφταναν στο στρατόπεδο, θα ήταν απελπιστικά δύσκολο να τους σώσει, ιδιαίτερα αν σκεφτόταν πως οι αφίξεις τρένων με Εβραίους, αρκετές φορές κατέληγαν απευθείας στους θαλάμους αερίων. Μπορεί πάλι να το αναλάμβαναν άνθρωποι σαν και του λόγου του. Η Γκεστάπο ίσως τους ζητούσε να κατέβουν από τα τρένα και έπειτα....έπειτα να πραγματοποιούσε τη φρικαλεότητα στην οποία είχε και ο ίδιος μπλεχτεί κάποτε. Είχε μάθει πλέον να ζει με τις τύψεις. Ο κόσμος δεν θα τον συγχωρούσε. Εκείνος πάλι...δεν είχε ιδέα αν είχε συγχωρέσει τον εαυτό του.

Την ίδια στιγμή, ο Κάσπαρ μάζευε σιωπηλός τα πράγματά του. Τα μάτια του εξακολουθούσαν να βουρκώνουν ενώ  προσπαθούσε με την ανάστροφη του χεριού του να σκουπίσει στα κρυφά το υγρό του πένθος. Κατά λάθος, μία φωτογραφία έπεσε από την τσέπη του. Ο Φίλιμπερτ χαμογελούσε δίπλα του εκθαμβωτικά, σβήνοντας κάθε του φόβο. Πλέον, το χαμόγελο είχε παγώσει, το σκέπαζε το νωπό χώμα. Απέναντί του ο Στέφανος, τον κοιτούσε εξίσου σιωπηλός.

«Δεν είχες κανένα νέο της Αφροδίτης;» τον ρώτησε ο ξανθός νεαρός.

«Όχι, κανένα. Έχει περάσει μία μέρα πια και κανείς δεν έχει κατορθώσει να τους εντοπίσει. Φοβάμαι. Φοβάμαι πως ίσως δεν ζει πια. Μήτε εκείνη, μήτε οι υπόλοιποι»

«Ίσως ο Άρτουρ να έμαθε κάτι»

«Εσύ; Πού σε πηγαίνουν;» ρώτησε ο Στέφανος αποφεύγοντας την παρατήρηση του νεαρού.

«Για αρχή στην Κρακοβία, έπειτα ανατολικά. Χρειάζονται ενισχύσεις»

«Και εσύ; Θα παίξεις το θέατρο ως το τέλος;»

Ο Στέφανος τον ξάφνιασε. Η ερώτηση περιλάμβανε στους κόλπους της την πικρή αλήθεια.

«Ναι. Δεν έχω επιλογή για την ώρα. Για την ακρίβεια, ποτέ μου δεν είχα»

Τον είδε να τοποθετεί τον στρατιωτικό του σάκο στην πλάτη του και να ανοίγει την πόρτα του δωματίου. Εκεί, στο σαλόνι το φτωχικό, ώρες τώρα τα μέλη της οικογένειας έστεκαν απαρηγόρητα. Κοίταξε με δυσκολία τον κύριο Παύλο, με ντροπή ίσως. Τι να του έλεγε; Εξαιτίας των δικών του ανθρώπων, αγνοούνταν η μοναχοκόρη του. Στα πόδια του, βρισκόταν ο μικρός Λευτέρης. Μονάχα που είχε ψηλώσει. Είχε αρχίσει να γίνεται αγοράκι.

«Φεύγεις και εσύ;» τον ρώτησε.

Τα μάτια του Κάσπαρ ήταν κατακόκκινα. Για λίγο άφησε δίπλα το σακίδιο και γονάτισε μπροστά του.

«Ναι. Μονάχα που εγώ δεν θα σου δώσω ψεύτικες υποσχέσεις. Έχεις μεγαλώσει πια και καταλαβαίνεις. Το πιθανότερο είναι πως δεν θα επιστρέψω ποτέ»

«Γιατί; Γιατί φεύγεις;»

«Η Γερμανία με κάλεσε σε έναν άλλο πόλεμο»

«Η Γερμανία δεν σε αγαπά. Εγώ όμως ναι. Όταν κάποτε ρωτούσα τη μαμά, αν θα επέστρεφε από τη βόλτα της, μου απαντούσε ΄΄φυσικά και θα επιστρέψω. Πάντα επιστρέφουμε σε αυτούς που αγαπάμε.Αυτός είναι και ο λόγος που εγώ θα την περιμένω, ακόμη και για πάντα»

Πάλι δάκρυα. Αυτή τη φορά συγκινήθηκαν και οι υπόλοιποι. Ο Κάσπαρ τον αγκάλιασε σφιχτά.

«Αν ήταν στο χέρι μου, δεν θα έφευγα ποτέ. Ήθελα να ζητήσω συγγνώμη. Τόσο από εσένα, όσο και...και από όλους σας» κοίταξε τους υπόλοιπους «Σας εύχομαι να επιστρέψει πίσω η Αφροδίτη και να δείτε τη χώρα σας ελεύθερη»

Ο Σοφοκλής τον πλησίασε πρώτος, χτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη.

«Ευχόμαστε να επιστρέψεις ζωντανός, όπου εσύ θα θεωρείς ΄΄σπίτι΄΄ σου. Ήσουν καλό παιδί, αξιωματικέ»

Τον χαιρέτισαν συγκρατημένα και άκουσαν την πόρτα να κλείνει πίσω του. Κατόπιν, τα μάτια όλων στράφηκαν στον Στέφανο. Ο Σοφοκλής του έκανε σήμα να τον ακολουθήσει στο δωμάτιό του.

«Σε ξέρω καλύτερα και από την παλάμη του χεριού μου. Πες αυτή τη στιγμή τι σκέφτεσαι»

«Σκέφτομαι πως θέλω να φύγω και να ψάξω την Αφροδίτη. Θα γυρίσω πίσω μόνο αν την βρω»

«Εμάς μας ρώτησες αν αντέχουμε και άλλη απώλεια; Ο μικρός αν χάσει και εσένα τι θα κάνει;»

«Είχα φύγει στο μέτωπο, όταν πολεμούσα τους Ιταλούς και δεν βγάλατε άχνα. Τότε ήταν ο ηρωισμός. Τώρα; Η Αφροδίτη δεν έχει καμία σημασία;»

«Στέφανε, κανένας μας δεν υπονόησε κάτι τέτοιο» τον διόρθωσε ο πατέρας του.

«Τότε, θα μου επιτρέψεις να πάω. Δεν θα μπορώ να ζήσω πιστεύοντας πως δεν έκανα τίποτε απολύτως. Ξέρεις πόσο σας αγαπάω και πόση αδυναμία έχω στον Λευτέρη. Όμως αυτός είναι ο δικός μου αγώνας, η δική μου επανάσταση. Γιατί πάντοτε πολεμούσα για την οικογένειά μου»

Το πρόσωπο του Σοφοκλή σκοτείνιασε. Ήξερε πολύ καλά πως δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτε για να τον αποτρέψει.

«Πότε θα φύγεις;»

«Θα φύγω αύριο το βράδυ. Πρέπει να κανονίσω ορισμένες δουλειές και επίσης παρακολουθώ πολύ στενά αυτόν τον Γκεσταπίτη»

«Τον Άρτουρ; Πρόσεχέ τον. Μην έχεις πολλά μαζί του» τον συμβούλεψε ο άνδρας.

«Τον χρειάζομαι για την ώρα. Είναι ο μόνος που μπορεί να με οδηγήσει στην Αφροδίτη»

Ο Σοφοκλής για λίγο ταράχτηκε.

«Υπήρχε περίπτωση να...Να υπήρξε ερωτικό ενδιαφέρον...εννοώ...Ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω»

«Δεν έχω ιδέα. Από την πλευρά της Αφροδίτης δεν νομίζω, από την δική του πάλι, είμαι σίγουρος. Αλλιώς δεν θα έμπαινε στον κόπο να την αναζητήσει. Κάτι τέτοιο φυσικά είναι από επικίνδυνο ως...Δεν θέλω μήτε εγώ να το σκέφτομαι. Γι' αυτό πρέπει να τον έχω από κοντά»

«Πρόσεχε» τον συμβούλεψε ο πατέρας του.

Ο Στέφανος κυριολεκτικά μετρούσε τις ώρες. Όταν βράδιασε ξανά, γλίστρησε αθόρυβα από το σπίτι του. Το κοίταξε για μία τελευταία φορά. Ποιος ήξερε αν θα επέστρεφε; Όλοι θα του έλειπαν, ιδίως ο μικρός Λευτέρης. ΄΄Αν το θελήσει ο Θεός, ας με βοηθήσει να επιστρέψω, μα μονάχα με γεμάτα χέρια΄΄





N.K.V.D : Ήταν η κρατική υπηρεσία της ΕΣΣΔ, που συνδύαζε τις αρμοδιότητες ενός Υπουργείου Εσωτερικών και δημόσιας τάξης/εσωτερικής ασφάλειας, περιλαμβάνοντας τόσο την δημόσια αστυνομία (), την συνοριοφυλακή , όσο και την μυστική αστυνομία.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top