Με το πρώτο φως του ήλιου/ part 3

Πώς άραγε θα άλλαζε προς το καλύτερο; Προσπαθούσε, αυτό ήταν βέβαιο, όσο βέβαιος ήταν και ο φόβος πως ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να υπάρξει υποτροπή. Ακροβατούσε επάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί και το γνώριζε. Όχι, δεν είχε ξεπεράσει τους φόβους του και δεν είχε κερδίσει τους δαίμονές του. Ήταν πάντοτε εκεί στο σκοτάδι, να καραδοκούν λαίμαργα τη στιγμή που θα μπορέσουν να του αρπάξουν τη ψυχή. Στα χείλη του είχε ακόμη τη γεύση της. Για δευτερόλεπτα χαμογέλασε, σαν έκλεινε ταυτόχρονα την πόρτα του δωματίου του, κάτι που έμοιαζε να τον ανακουφίζει. Ο Άρτουρ αισθανόταν καλά, όταν μπορούσε να απομονωθεί για λίγο από τον έξω κόσμο σε ένα περιβάλλον ελεγχόμενο. Απόψε ήταν πολλές οι σκέψεις που τον βασάνιζαν. Είχε εκφράσει τα συναισθήματα του, πράγμα που σήμαινε πως εκείνη ήξερε, ωστόσο η ζωή και τα τραύματά του, δεν του επέτρεπαν να μπορεί να διεκδικήσει κάτι παραπάνω. Δεν άντεχε καν να αφαιρέσει τα ρούχα του μπροστά σε άλλους. Η γύμνια τον καθιστούσε αδύναμο μέσα στο μυαλό του. Η γύμνια επέτρεψε κάποτε στο τέρας να τον βιάσει. Τα ρούχα προστάτευαν. Έτσι είχε πλάσει σαν εικόνα στο μυαλό του.

Μπροστά στον καθρέφτη, ολομόναχος γδυνόταν. Το κορμί του ήταν ακόμη γυμνασμένο, με μερικές ουλές. Το πόδι του αποτελούσε ένα άσχημο θέαμα. Τίποτε ωστόσο δεν έμοιαζε τόσο φρικτό, όσο η καθημερινότητά του, όσο ο ψυχρός εξαναγκασμός να βρίσκεται στη ράμπα διαλογής καθορίζοντας ποιος είναι άξιος να ζήσει. Όλοι ήταν. Όλοι έπρεπε να ζήσουν και κάθε φορά που διέλυε τις ελπίδες τους, ήθελε να ουρλιάξει. Ευτυχώς για εκείνον, ξέκλεβε κάποιες στιγμές στα ιατρεία, βοηθώντας επί της ουσίας ανθρώπους, γιατρεύοντάς τους, έτσι ώστε τουλάχιστον να ήταν χρήσιμοι για εργασία, εξασφαλίζοντας χρόνο, δίνοντάς τους παράταση. Κοίταξε τη στολή του. Μέσα της έκρυβε εγκλήματα και ενοχές. Έπρεπε να κάνει κάτι και να την ξεφορτωθεί. Έπρεπε με κάποιον τρόπο να σβήσει το καταραμένο παρελθόν και να φορέσει τουλάχιστον τη στολή του γερμανικού στρατού. Αν ήταν τυχερός δεν θα έψαχναν για εκείνο το τατουάζ με την ομάδα αίματος που συνήθως ανήκε στα ένοπλα  Ες-Ες. Φυσικά τότε, δεν έγινε δεκτός για μάχη αλλά στα μετόπισθεν.

Στο σπίτι επικρατούσε ησυχία. Ο ύπνος αδυνατούσε να τον επισκεφθεί καθώς έφερνε στο μυαλό του διαρκώς τα πρόσωπα των νεοαφιχθέντων στο στρατόπεδο.Ο ρόλος επίβλεψης της δολοφονίας τους, του είχε διαλύσει τη ψυχή. Στην Αφροδίτη εμφανώς άξιζε κάτι καλύτερο. Ποιο μέλλον θα είχαν αυτοί οι δύο; Από ποιους θα γινόταν αποδεκτός; Η οικογένειά της θα τον απεχθανόταν και η κοπέλα θα πλήρωνε τις συνέπειες. Γιατί τελοσπάντων είχε μείνει; Γιατί έπρεπε να του το κάνει τόσο δύσκολο; Βουλιάζοντας σε παραληρηματικές σκέψεις, δεν άκουσε καν το χτύπημα στην πόρτα. Εκείνος εξακολουθούσε να είναι ολόγυμνος, εκτός από τα εσώρουχα. Στη θέα της κοπέλας που διακριτικά έμπαινε, τα μάτια του γούρλωσαν παραδομένα στον τρόμο.

«Τι κάνεις; Πέρασε έξω τώρα!» της έβαλε τις φωνές. Τα ράμματά του τραβήχτηκαν και μία σουβλιά τον υποδέχτηκε, διπλώνοντάς τον στα δύο.

Η Αφροδίτη τρομοκρατήθηκε.

«Συγγνώμη. Χτυπούσα τόση ώρα, μα όταν δεν απάντησες φοβήθηκα μήπως έπαθες κάτι»

Τα χέρια του έτρεμαν στην προσπάθεια να πετάξει επάνω του όποιο ρούχο έβρισκε. Του ήταν αδύνατο να την αντικρίσει αυτή τη στιγμή. Η καρδιά του σφυροκοπούσε. Μόλις είδε την πόρτα να ανοίγει ύπουλα, ευθύς το συνδύασε με τις επισκέψεις εκείνου. Με το καλόπιασμά του, τα αγγίγματά του, τα οποία από ένα σημείο και μετά έγιναν βίαια.

«Πήγαινε. Δεν....είμαι εντάξει. Θέλω να ξαπλώσω» Φυσικά, δεν πήρε ποτέ του απάντηση.

Την επομένη, ο Μπάερ του μήνυσε πως ήταν καλεσμένος σε δείπνο. Μισούσε τις συνάξεις, μα δεν μπορούσε να αρνηθεί. Ήθελε να πάρει μαζί του και την Αφροδίτη. Παρόλα αυτά, η κοπέλα στα μάτια του Μπάερ ήταν απλώς η υπηρέτρια και φυσικά δεν έπρεπε να την εκθέσει σε κίνδυνο μιας που δεν μιλούσε γερμανικά. Το βράδυ μεταφέρθηκαν σε ένα πολυτελές σπίτι στην Κρακοβία. Αυτό που δεν καρτερούσε ήταν να πέσει επάνω στον Κάσπαρ.

«Untersturmführer Μπεργκ;» τον φώναξε ο νεαρός και ένα μειδίαμα αυλάκωσε το πρόσωπο του Άρτουρ.

«Κοίτα να δεις! Αυτό το δείπνο απέκτησε ενδιαφέρον»

Η Τερέζ τον κοίταξε λάμποντας. Φυσικά το γεγονός πως κούτσαινε της έκανε εντύπωση, μα το πρόσωπό του έμοιαζε αγγελικό.

«Είστε ένας πανέμορφος άνδρας Untersturmführer Μπεργκ. Λυπάμαι πολύ για τον τραυματισμό σας»

Ο Άρτουρ κάρφωσε τα μάτια του επάνω της σαν μαχαίρια.

«Έτσι γεννήθηκα» της απάντησε ξερά, ενώ εκείνη τη στιγμή η Αννίκα κατέβηκε από τη σοφίτα όπου και ξάπλωνε, με σκοπό να βγει.

«Αυτή είναι η μοναχοκόρη μου. Κάθισε δίπλα στον κύριο. Είναι ένας υπέροχος άνδρας»

«Δεν μπορώ. Βιάζομαι»

Η Τερέζ σηκώθηκε με τρόπο, τη στιγμή που ο Μπάερ δοκίμαζε ένα κομμάτι εκλεκτού κρέατος, συζητώντας για τις δολοφονίες του στρατοπέδου. Είδε την νεαρή κοπέλα να πλησιάζει και να κάθεται δίπλα του αμίλητη.

«Η μητέρα-Τερέζα αποτελεί πρόβλημα» ψέλλισε ο Κάσπαρ μπουκωμένος.

«Το διακρίνω. Μήπως θέλεις και να το λύσω; Γιατί με κοιτάζει τόσο έντονα σε σημείο που φοβάμαι πως θα πνιγώ αν φάω» το βλέμμα του υιοθέτησε μία σατανική έκφραση. Ήταν η ώρα να χρησιμοποιήσει τη θέση του.

«Κυρία της υψηλής κοινωνίας, θαρρώ πως κανένας δεν σας δίδαξε διακριτικότητα. Πάρτε το βλέμμα σας από επάνω μου. Μπορεί να είστε συνεργάτης μας, κάτι αξιοθαύμαστο, μα ποτέ σας δεν θα φτάσετε τις Άριες γυναίκες μας. Αδίκως με γδύνετε με το βλέμμα σας»

Η Αννίκα κόντεψε να πνιγεί. Ήθελε τόσο πολύ να γελάσει με το στυφό βλέμμα της μητέρας της, το οποίο τώρα είχε πέσει καταγής παραδομένο στην ντροπή. Ψέλλισε απλώς μία διακριτική συγγνώμη. Καταβάθος, ο Μπάερ τον θαύμασε. Αγαπούσε το αδυσώπητο κομμάτι του χαρακτήρα του. Παρόλα αυτά, σαν τελείωσαν, ο Άρτουρ ζήτησε να παραμείνει για μιλήσει ιδιαιτέρως με τον Κάσπαρ. Οι δυο τους ανέβηκαν στο δωμάτιό του, κλείνοντας πίσω τους την πόρτα.

«Δεν μπορώ να το πιστέψω πως σε συνάντησα. Έχω τόσα πολλά να σου πω. Βρήκα τον Γιάεν»

«Ποιος είναι αυτός;»

«Έλα τώρα!Ο Εβραίος φίλος του αδερφού σου! Το αγόρι που ο Φιλ για χρόνια νόμιζε πως ήταν νεκρό»Στο άκουσμα του ονόματος του αδερφού του, μία πληγή ξεκίνησε να ματώνει. Ήθελε να ακούσει για εκείνον. Να μάθει όσα περισσότερα μπορούσε για την παιδική του ηλικία. Του έλειπε φρικτά. Το τελευταίο του κομμάτι, είχε και αυτό χαθεί. Μάλλον γι' αυτόν τον λόγο μέσα του υπήρχε ένα ακαθόριστο κενό.«Και εμένα μου λείπει...Κάθε μέρα. Μέχρι και σήμερα δεν είμαι σίγουρος για τα βήματά μου. Ακόμη προσπαθώ να ισορροπήσω»

Οι κινήσεις οι αργές του Άρτουρ διέκοψαν τον λόγο του. Ήταν τρομερά καλά εκπαιδευμένος όταν ήταν συγκεντρωμένος και αυτή τη στιγμή, ήξερε πως υπήρχε μία κατάσκοπος. Αθόρυβα, άνοιξε την πόρτα στα ξαφνικά και βρέθηκε μπροστά σε μία έκπληκτη Αννίκα. Το χέρι του την άρπαξε βίαια και την έσπρωξε μέσα.

«Νομίζεις είσαι εξυπνότερη από εμένα; Αυτός εδώ δίπλα μου, είναι άγιος. Με εμένα δεν θα παίζεις!» της γρύλισε και ο Κάσπαρ ξεφύσησε.

«Εσύ παίζεις τη ζωή σου κορόνα και γράμματα. Ο Άρτουρ είναι ο μεγάλος αδερφός του φίλου μου του παιδικού που έχασα»

«Έχετε κάνει κατάληψη στο σπίτι μου»

«Είσαι πολύ γενναία. Στη θέση σου θα είχα αρχίσει να ανησυχώ. Εγώ δεν ανήκω στη Βέρμαχτ. Είμαι ένα καθίκι με μία στολή που μπορεί να...»

«Έλεος Άρτουρ!» διαμαρτυρήθηκε ο Κάσπαρ και η κοπέλα μειδίασε.

«Το εννοώ» μούγκρισε και την κοίταξε ξανά «Φύγε από εδώ μικρή κατάσκοπε» της έδειξε την πόρτα, ωστόσο υποψιαζόταν τι συνέβαινε. Όλα γυρνούσαν γύρω από εκείνους τους ανθρώπους στον υπόνομο.

«Μένουν στον υπόνομο της πόλης» ψιθύρισε «Αλλά δεν ξέρουν πως ως ένα σημείο εμείς θα τον ναρκοθετήσουμε. Θα είναι πολύ επικίνδυνο να κινούνται και υπάρχει και μία έγκυος γυναίκα εκεί. Όταν βέβαια μίλησα στον Γιάεν για εσένα, αρνήθηκε την παροχή βοήθειας. Φοβάται πως θα τον καθαρίσουν και δεν έχει και άδικο»

Ο Άρτουρ τον κοίταξε έκπληκτος.

«Μα, πώς; Πώς ζουν εκεί κάτω; Αν εκείνη η γυναίκα γεννήσει στα απόβλητα, ανάλογα φυσικά αν θα πάνε όλα καλά στον τοκετό, μπορεί να μολυνθεί και να πεθάνει. Πρέπει να τη βοηθήσει κάποιος»

«Αν σε δουν, τα πράγματα δεν θα πάνε καλά»

«Πρέπει να δω τον Γιάεν. Θέλω να τον ρωτήσω για τον Φίλιμπερτ. Δεν έχω άλλη γέφυρα ανάμνησης του μοναδικού μέλους της οικογένειας που αγάπησα. Πήγαινέ με εκεί και είναι διαταγή»

«Δεν μπορώ να τους το κάνω αυτό»

«Δεν θα τους κάνω κακό. Θέλω απλά....»

«Θα ταράξεις την ισορροπία τους και ο Γιάεν θα βρει τον μπελά του»

Ο Άρτουρ το σκέφτηκε ελάχιστα.

«Θα με πας»

«Με απειλείς;»

«Για την ώρα σε διατάζω. Μην με κάνεις να σκεφτώ τις συνέπειες»

Τον είχε εμπιστευθεί. Πώς μπόρεσε να πιστέψει πως αυτός ο αχρείος Ες-Ες είχε αλλάξει πράγματι; Σε τίποτε μάλλον δεν έμοιαζε με τον Φιλ που χάθηκε και μαζί του πήρε και κάθε τι καλό. Η πόλη εκείνη τη συγκεκριμένη ώρα ήταν έρημη σχετικά. Ο Κάσπαρ έτρεμε. Έβριζε από μέσα του διαρκώς καθώς άκουγε το αδυσώπητο βήμα του Άρτουρ.

«Αποκλείεται» κοίταξε τον υπόνομο «Μέσα εδώ, με αυτή τη φρικτή μυρωδιά και τις άθλιες συνθήκες δεν ζουν ούτε αρουραίοι. Πόσο μάλλον άνθρωποι»

«Ζουν μέσα στο φόβο και εσύ δεν σέβεσαι τίποτε»

«Ας μην το αναλύσουμε άλλο»

Με προσοχή, κρατήθηκε από τα γλιτσιασμένα τείχη του υπόνομου και ξεκίνησε να προχωρά μπροστά. Ήταν τότε, που άκουσαν κραυγές. Η κοπέλα γεννούσε.

«Να πάρει!» ο Άρτουρ δίχως να υπολογίζει έτρεξε και τότε άπαντες συγκράτησαν ένα ουρλιαχτό. Η έγκυος σφάδαζε και ο Γιάεν σηκώθηκε με σκοπό να υπερασπιστεί όποιον μπορούσε.

«Γιάεν!» του φώναξε ο Κάσπαρ και τότε το κατάλαβε.

«Σου είχα πει....Γιατί;»

«Εγώ τον διέταξα. Τώρα πάψτε όλοι σας και αφήστε με να βοηθήσω την κοπέλα. Δεν είμαι γυναικολόγος ακριβώς, αλλά γνωρίζω πολλά κομμάτια της ιατρικής» Έβγαλε ευθύς το πανωφόρι του μένοντας με το πουκάμισο. Το έστρωσε κάτω και κάνοντας νοήματα στους άλλους, πλησίασε την κοπέλα και τη σήκωσε για να την εναποθέσει στο στεγνό ύφασμα «Συγγνώμη, πρέπει να γδυθείς. Πρέπει να καταλάβω σε τι κατάσταση βρίσκεσαι. Μη με παρεξηγείς...» το μάζεψε στο τέλος και η αδερφή της τη βοήθησε «Θέλω να με κοιτάζεις. Πάρε βαθιά εισπνοή, θα είναι εύκολη γέννα. Το βλέπω....το κεφαλάκι....Μη φωνάξεις και προδοθείτε. Είσαι πολύ δυνατή. Μπορείς και είμαι γιατρός»

Η κοπέλα κάπως ανακουφίστηκε. Το πανωφόρι γέμισε αίματα μα λίγα λεπτά αργότερα, ο Άρτουρ βαστούσε στα χέρια του ένα υγιέστατο αγοράκι. Του έδειξαν έναν κουβά που μάζευαν νερό καθαρό για να μπορέσουν να το πλύνουν. Το νεογέννητο κλαψούρισε σιγανά και για λίγο ο Άρτουρ το κράτησε στην αγκαλιά του περήφανος. Όλοι τους είχαν σβηστεί από γύρω του. Υπήρχε μόνο εκείνος και το μωρό.

΄΄Κάποτε μικρέ, ήρθα και εγώ κάπως έτσι σε αυτόν τον κόσμο. Θαρρώ πως η μητέρα μου δεν μου είπε ούτε μία καλή λέξη μόλις πρόσεξε το πόδι μου, ή όταν της το είπαν. Δεν θέλω να είναι αυτή η πρώτη σου επαφή με τον κόσμο. Θέλω να νιώσεις ευπρόσδεκτος, να νιώσεις τη ζεστασιά της αγκαλιάς, να ακούσεις το καρδιοχτύπι της μητέρας σου. Μόλις πρόσφατα άκουσα τον χτύπο της καρδιάς και ήταν τόσο ανακουφιστικό. Λυπάμαι που ο κόσμος που σε υποδέχεται, είναι αυτός΄΄ του ψιθύρισε στα γερμανικά.

Ο Γιάεν τον κατάλαβε απόλυτα, το ίδιο και ο Κάσπαρ.

«Όσο σε κοιτάζω, τόσο μου τον θυμίζεις» του είπε ο νεαρός Εβραίος «Μας αναστάτωσες, αλλά αυτό που έκανες ήταν...ήταν πολύ όμορφο. Είσαι...»

«Είμαστε τελειωμένοι» ψέλλισε ο πατέρας «Προτιμώ να αυτοκτονήσω γιατί αργά ή γρήγορα θα μας βρουν. Το ξέρετε εσείς οι δυο και είστε....δολοφόνοι»

«Κύριε δεν ήρθα για μπελάδες»

«Τους έφερες. Το μωρό...θα μας προδώσει αν δεν το κάνεις εσύ σε αυτά τα σκυλιά. Αυτούς τους άνδρες που δεν μας μιλούσαν απλώς μας έδερναν και μας έβριζαν»

«Γι' αυτό ήρθα απόψε. Για να σου δείξω πως έστω και μία εξαίρεση υπάρχει και να μάθω για τη δική μου οικογένεια κάποια πράγματα»

Περιποιήθηκε τη μητέρα όσο μπορούσε, η οποία μέσα στην απελπισία της, του φίλησε τα χέρια.

«Ο Θεός να σε έχει καλά» ψέλλιζε η αδερφή της.

«Ο Κάσπαρ από εδώ θα σας φέρνει φαγητό. Κάτι αρπάξαμε απόψε καθώς μία κυρία μας έκοψε την όρεξη βίαια»

Μοιράστηκαν τα λιγοστά τρόφιμα. Η μητέρα όμως ανησυχούσε για το μωρό. Το κλάμα ακουγόταν και η οικογένεια των Εβραίων δυσανασχέτησε.

Η Έμμα και ο Φρανκ τον πλησίασαν. Θυμούνταν αμυδρά τον Φιλ. Ο Άρτουρ του έμοιαζε ελαφρώς.

«Εγώ θα φύγω» τους είπε ο Κάσπαρ.

«Εγώ θα μείνω λίγο ακόμη» κοίταξε τον Γιάεν «Σε παρακαλώ. Μην αφήσεις την ανάμνηση του αδερφού μου να σβήσει. Δεν έχω κανέναν άλλο να θυμάμαι»

«Ο Φιλ ήταν η ηλιαχτίδα μέσα στο σκοτάδι. Εσύ είσαι σκοτάδι, ωστόσο, αφήνεις τις ηλιαχτίδες να σε αγγίζουν. Ρώτησέ με ό,τι θες. Τον αγαπούσα πολύ. Ήταν σαν αδερφός μου»

Στη φωτό ο Μίσα και ο Βέρνερ

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top