Με το πρώτο φως του ήλιου/part 2

Πολωνία

Δεν είχε ιδέα αν κάτι τέτοιο θα πετύχαινε. Είχε διατάξει να του φέρουν τη μητέρα του Γκεόργκι για δουλειές στο σπίτι. Φυσικά, έπρεπε όλα να κυλήσουν σύμφωνα με το σχέδιο που είχε στο μυαλό του. Σαν να μην έφτανε αυτό, ψηνόταν στον πυρετό και είχε τρομερές ζαλάδες. Ο μικρός περισσότερο χρησίμευε σαν διερμηνέας με τη βοήθεια του Άρτουρ, ενώ το δυστύχημα ήταν πως για να διατηρήσει την κάλυψή του έπρεπε κάποιους ανθρώπους να τους πάρει στον λαιμό του, διατηρώντας ένα ψυχρό και απαθές βλέμμα, παλεύοντας να μη λυγίζει σε κάθε στιγμή ικεσίας όλων αυτών των δύστυχων. Έστω και έναν αν κατόρθωνε να σώσει από τη μέγγενη, θα είχε πετύχει. Η βοηθός του, τον είχε χαπακώσει για να στέκεται όρθιος.

«Είσαι ήρωας...» του είχε ψιθυρίσει, καθώς του σκούπιζε τον ιδρώτα.

Φεύγοντας, δεν έβλεπε την ώρα να πέσει λιπόθυμος ακόμη και στο πάτωμα. Ο πόνος από την πληγή και τα ράμματα ήταν ανυπόφορος και ο ίδιος δεν είχε βάλει μπουκιά στο στόμα του. Η γυναίκα, η μητέρα του Γκεοργκι, μεταφέρθηκε με σκυμμένο το κεφάλι. Δεν είχε καμία επαφή με τον γιο της όλο αυτό το διάστημα. Η πόρτα άνοιξε, πρώτος πέρασε ο Άρτουρ ενώ από το βάθος, έτρεξε η Αφροδίτη για να τον χαιρετήσει. Η γυναίκα προσπάθησε να καταλάβει τι συνέβαινε και ο Άρτουρ γύρισε κουρασμένα προς το μέρος της.

«Τι θέλετε να κάνω;»ρώτησε εκείνη τρέμοντας σε σπαστά γερμανικά.

«Τίποτε. Είσαι καλή ηθοποιός;» τη ρώτησε και εκείνη παραξενεύτηκε.

«Δεν...εγώ...»

«Άκουσέ με. Έδωσα στον γιο σου την υπόσχεση πως θα σε ελευθερώσω και θα το κάνω. Θέλω να μη φοβηθείς και να καταλάβεις πως είμαι με το μέρος σου»

«Ο Γκεόργκι....Ο μικρός μου...τι πειράματα του κάνετε;» ψέλλισε ενώ η Αφροδίτη μπροστά στο δράμα της γυναίκας ήταν έτοιμη να κλάψει και η ίδια και ας μην κατανοούσε τη γλώσσα.

«Προσωπικά κανένα. Τον βοήθησα να γίνει διερμηνέας. Αν έχει μία χρησιμότητα ίσως γλιτώσει τον θάνατο»

«Και εγώ...τι να κάνω....;»

«Σήμερα θα παραστήσεις πως δουλεύεις στον κήπο. Υπάρχουν πολλά μάτια εδώ τριγύρω. Αυτό θα συμβεί άλλες δύο φορές ώστε να μην κινήσουμε υποψίες. Έπειτα, θα έρθουμε δήθεν σε διαπληκτισμό. Θα πυροβολήσω στον αέρα και θα νομίσουν πως σε σκότωσα. Έπειτα, θα σε θάψω. Όχι στ'αλήθεια»

«Μα πως...;»

«Θα βγάλεις αυτά τα φρικτά παπούτσια και τα ρούχα. Θα σου δώσω κανονικά και το βράδυ απλώς θα φύγεις από εδώ ή θα αναμειχθείς με τις υπηρέτριες των άλλων που μένουν στην περιοχή. Ίσως να ναι καλύτερη ιδέα αυτό. Για την ώρα...ε...σου αρέσουν τα λουλούδια;»

«Είχα πολλά στη Σοβιετική Ένωση που έμενα με τον άνδρα μου και τον μικρό...Τα λατρεύω»

«Τέλεια. Άρα μπορείς να τα ποτίζεις και να τα περιποιείσαι. Εδώ να νιώθεις ασφαλής»

«Δεν...δεν ξέρω τι να σας πω. Δεν ξέρω γιατί το κάνετε ή γιατί βρεθήκατε σε αυτή τη θέση»

«Εν μέρει ήταν επιλογή μου η στολή και δεν σας το κρύβω. Η βία κάποτε με έκανε να αισθάνομαι καλύτερα, ίσως και δικαιωμένο. Κατάλαβα όμως πως τίποτε από αυτά δεν ήταν αλήθεια. Η προσφορά βοήθειας είναι εκείνη που απαλύνει την ψυχή. Αυτή και άνθρωποι που πιστεύουν σε εσένα και σε αγαπούν...Είναι όμορφο να σε αγαπούν τελικά» στην τελευταία του κουβέντα, κοίταξε για δευτερόλεπτα ντροπαλά προς τη μεριά της Αφροδίτης, η οποία φυσικά δεν είχε καταλάβει λέξη.

Η γυναίκα τον κοίταξε για λίγο πονηρά, έχοντας πάρει ελάχιστο θάρρος.

«Νομίζω πως δεν παίζεις τίμια» τον πείραξε.

«Θέλω να σκέφτομαι ακόμη τη λέξη ΄΄παιχνίδι΄΄ ενώ βρισκόμαστε σε πόλεμο»

Τα μέλη των οικογενειών των Ες-Ες αλλά και οι ίδιοι όταν εγκατέλειπαν το στρατόπεδο, ζούσαν μία ζωή σε μία γυάλα, κάλπικη, ολότελα ήρεμη και ειρηνική όταν γύρω τους ανθρώπινες ζωές γίνονταν στάχτη, κλάματα και ουρλιαχτά παιδιών και μανάδων παρασέρνονταν σε μία λαίλαπα μίσους και δεν ακούγονταν ποτέ. Η μητέρα του Γκεόργκι διστακτικά βγήκε στον κήπο, κοιτώντας γύρω της φοβισμένα. Όλα έμοιαζαν ανατριχιαστικά νηφάλια, ένας εξωκοσμικός κόσμος φτιαγμένος από οιμωγές και στάχτες και βάσανα, βρισκόταν απλώς στο παρασκήνιο. Στο βάθος του κήπου είδε τον Άρτουρ. Αυτόν τον παράξενο νεαρό που παρά τη στολή του τρόμου, της δημιουργούσε μία ψευδαίσθηση ίσως ασφάλειας. Είχε καταλάβει πως έτρεφε αισθήματα για την κοπέλα που είδε στο σπίτι και πως εκείνη ήταν ξένη, καθώς δεν είχε καταλάβει λέξη από τη συζήτηση. Έσκυψε κοντά στις τριανταφυλλιές και για λίγο άφησε το μυαλό της να περιπλανηθεί στην πατρίδα της και στο σπίτι της. Ήθελε μέσα από την καρδιά της να τον ευχαριστήσει και μόνο για την ευκαιρία που της είχε δώσει, να ονειρευτεί για μερικά λεπτά. Άφησε τα δάκρυα να κυλήσουν αβίαστα, καθώς ξεκίνησε να τις περιποιείται, όπως έκανε και στον δικό της κήπο. Ο Άρτουρ είχε απαιτήσει μία αλλαγή. Μία συγκεκριμένη και μοναδική. Σε λίγες ώρες θα επέστρεφε πίσω στο στρατόπεδο και έπειτα αύριο πάλι εδώ.

Τρεις ώρες μετά, κατά τη διάρκεια των οποίων, ο καστανόξανθος νεαρός συνέχιζε να χαζεύει αμίλητος το άπειρο, σαν την είδε να πλησιάζει στην πόρτα, στάθηκε δίπλα της θέλοντας να βγει και εκείνος έξω για λίγο.

«Δεν περίμενα ποτέ να σου πω ένα τεράστιο ευχαριστώ για τις λίγες στιγμές ηρεμίας που μου χάρισες. Δεν θα μπορέσω ποτέ να στο ξεπληρώσω, μα θα κάνω τα πάντα. Στο υπόσχομαι»

«Δεν κάνω τίποτε για να μου το ξεπληρώσεις ή μάλλον το κάνεις ήδη. Με κάθε καλή πράξη, διώχνω το σκοτάδι, την οργή και τη θλίψη που με βαστούσαν για χρόνια δέσμιο. Τώρα εκτιμώ και εγώ τις τριανταφυλλιές όπως εσύ, πολύ περισσότερο. Το σκοτάδι σε καταβροχθίζει, σε κάνει δυστυχισμένο. Μέρα με τη μέρα, αισθάνομαι πιο ελεύθερος»

Η γυναίκα έφυγε και τα βήματά του τον έφτασαν κοντά στο σπίτι του Μπάερ. Άκουσε κραυγές. Εκείνος βίαζε κάθε γυναίκα που δούλευε κοντά του. Την τελευταία κοπέλα, που ήταν μία νεαρή Πολωνή που κατοικούσε στο Οσβιέτσιμ, την είχε αφήσει έγκυο και μόλις μαθεύτηκε, την πέταξε από τις σκάλες σκοτώνοντάς την. Φυσικά την ιστορία αυτή την είχε μάθει ο Άρτουρ από τον ίδιο, ο οποίος πλέον είχε πόστο στον τοίχο των εκτελέσεων εντός του στρατοπέδου, του λεγόμενου και μαύρου τοίχου που βρισκόταν ανάμεσα στο κρεματόριο και το κτήριο των ιατρικών πειραμάτων. Η απόγνωση τον τύλιξε σαν είδε μέσα στο σούρουπο τη σκιά του στρατοπέδου. Τα κυανά του μάτια υψώθηκαν ψηλά στον ουρανό, αηδιασμένα από την αντίθεση. Όχι, η φύση δεν είχε κανένα δικαίωμα να βάφει αισιόδοξα ροδοκόκκινο το ηλιοβασίλεμα εκτός και αν αυτό μύριζε αίμα. Ήθελε να φύγει μακριά, προτιμούσε να πάει στο ρωσικό μέτωπο και να ξεφύγει από την καθημερινή ντροπή. Αφού δεν μπορούσε να σώσει όσες ψυχές ήθελε, αφού ήταν αναγκασμένος να στέλνει κάποιους στο θάνατο, τότε θα έκανε τα πάντα για να παραιτηθεί. Έπρεπε.

Επιστρέφοντας, βρήκε την Αφροδίτη να κάθεται μελαγχολικά στο σαλόνι, κοιτώντας τα απαγορευμένα για τους καιρούς χρώματα. Τα χέρια του σφίχτηκαν από την αγωνία. Η κατάσταση ήταν αμήχανη το λιγότερο.

«Θα ήθελες να βγούμε έξω στην αυλή; Δεν θέλω να σε βλέπω θλιμμένη και ξέρω πως η κλεισούρα του σπιτιού δεν βοηθά. Επίσης, σου έχω μία έκπληξη» χαμογέλασε συγκρατημένα.

«Έκπληξη;» την είδε κάπως να ευθυμεί.

«Ναι» της απάντησε και περίμενε να τον ακολουθήσει.

Είχε ζητήσει να του βρουν γιασεμί. Να κάνουν τα πάντα για να το εντοπίσουν. Μέρες τώρα καρτερούσε και τελικά βρέθηκε, παρόλο που δεν ήταν τόσο πλούσιο, όσο αυτό της Ελλάδας. Δίπλα του ακριβώς, είχε τοποθετήσει έναν κορμό για να κάθεται. Η Αφροδίτη στη θέα του φυτού, συγκινήθηκε. Ήξερε πως το γιασεμί ήταν μία γέφυρα δική τους, ένας τρόπος να ψιθυρίσουν πράγματα δίχως να χρειάζονται λόγια.

«Εσύ...εσύ το έκανες αυτό...» δεν μπορούσε να το πιστέψει.

«Δεν είμαι καλός στις ανθρώπινες σχέσεις και εκδηλώνομαι δύσκολα. Τα λόγια μου προκαλούν κάποτε άγχος, ιδίως όταν ξέρω πως ίσως και να ξεστομίσω τα λάθος. Έτσι, μιας και σε εμένα έλειπαν οι στιγμές μου κάτω από αυτό το λουλούδι, θεώρησα πως κάτι τέτοιο θα σε έκανε χαρούμενη»

«Με έκανε. Όμως...»

«Είναι όλα λάθος και το ξέρω. Οι συνθήκες, ο πόλεμος, η σχέση μας αυτή. Όλα είναι φρικιαστικά λάθος, όμως εδώ μέσα μου φαίνονται σωστά. Όσο και αν ξέρω πως κάτι τέτοιο δεν είναι αλήθεια, νιώθω σαν να προσπαθώ να κλείσω σε ένα ασφαλές σημείο, ό,τι καλό έχει απομείνει στη ζωή μου»

Την είδε να μορφάζει ελαφρώς.

«Είσαι καλά; Πονάς;»

«Αν είναι δυνατόν. Θα έπρεπε εγώ να σε ρωτώ. Είσαι χλωμός εδώ και ώρες και το τραύμα σου δεν έχει αναπνεύσει καθόλου κάτω από τα ρούχα. Εγώ απλώς, διανύω τις γυναικείες μου μέρες...»κοκκίνισε.

«Δεν είναι ντροπή να το λες. Είναι το φυσιολογικό. Όσο για εμένα, εντάξει θα γίνω καλά»

Την είδε να κάθεται στον πεσμένο κορμό. Την πλησίασε και αφέθηκε να σταθεί μπροστά της. Οι αργές του κινήσεις, έδιναν και στην κοπέλα το περιθώριο να τις δεχτεί ή να τις απορρίψει. Το κεφάλι ακούμπησε πίσω, σχεδόν κοντά στο στήθος της. Το ελαφρύ αεράκι μετέφερε μαζί του μία γλυκιά μυρωδιά. Έκλεισε τα μάτια του, έχοντας αφεθεί στη γαλήνη, μία γαλήνη που συνόδευε ο χτύπος της καρδιάς της. Η Αφροδίτη ένιωσε ολόκληρο το σώμα του να χαλαρώνει ευθύς. Οι άμυνες έπεφταν, μα εκείνη ήθελε να μάθει και άλλα γι' αυτόν τον άνδρα που φαινόταν να ονειροπολεί, σχεδόν να παραδίνεται σε ένα ελαφρύ χουζούρεμα. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε ακούσει τον χτύπο μίας καρδιάς, κάτι απίστευτα χαλαρωτικό και καθησυχαστικό για τα παιδιά. Αυτή τη στιγμή, οι όμορφες παρενέργειες χαλάρωναν το σώμα του, κάνοντάς το να πάψει να βρίσκεται σε θέση άμυνας.

Το κεφάλι της έγειρε για να συναντήσει τα μαλλιά και το μέτωπό του. Τα κυανά του μάτια μισάνοιξαν. Η ψυχρότητα και η τρέλα των Ναζί, μα και του ίδιου, είχαν εξανεμιστεί. Σκιαγραφώντας το χάρτη των γαλάζιων λιμνών του, έβλεπε κάτι άλλο. Κάτι που τις θύμιζε την αγνότητα του Φίλιμπερτ, κάτι ευχάριστο. Η ματιά της κύλησε στα ροδαλά, σαρκώδη του χείλη. Ο Άρτουρ το κατάλαβε και για δευτερόλεπτα, του πέρασε από το μυαλό να αποτραβηχτεί, όμως η λαχτάρα να κατακτήσει τη γεύση της ήταν μεγαλύτερη. Τώρα και οι δύο ήταν αιχμάλωτοι μίας γυάλινης σφαίρας που τίναζε έξω τα προβλήματα. Το ειδυλλιακό σκηνικό, που δεν περιέκλειε την ανθρώπινη σφαγή μερικών χιλιομέτρων παρακάτω, είχε κάνει ένα μικρό θαύμα. Τον άκουσε να αναστενάζει βαθιά, πήρε το πρόσωπό του στα χέρια της και ένιωσε τη θέρμη και το βελούδινο άγγιγμα των χειλιών του.

Στην αρχή, έμοιαζε σαν να δοκίμαζε τη γεύση της, την αίσθηση γενικά του να φιλά μία γυναίκα. Η κίνηση αυτή όμως, ξυπνούσε και άλλα σημεία στο κορμί του, ένα πρωτόγονο πάθος από τη μία και μία ανάγκη διαφορετική. Εκείνη του έρωτα. Το φιλί τους από διστακτικό, αρχάριο, σύντομα απέκτησε μία δύναμη και θέληση που την τραβούσε το σχοινί μίας έλξης ισχυρής. Σύντομα όμως, η έλξη δημιούργησε και στους δύο τρόμο, με αποτέλεσμα ζαλισμένοι και αναψοκοκκινισμένοι να τραβηχτούν. Ο Άρτουρ ήξερε πως η Αφροδίτη δεν είναι σαν τη γυναίκα που πηδούσε δίχως συναίσθημα. Δεν θα μπορούσε με τίποτε να σκεφτεί να τη διατάζει να γονατίσει, προκειμένου να μην τον κοιτάζει και το κυριότερο, προκειμένου να μη χρειάζεται να αφαιρέσει τα ρούχα του. Αν το συνέχιζαν αυτό, θα έφτανε η στιγμή ίσως και εκείνος δεν ήταν έτοιμος. Μπορούσε να λειτουργήσει κάτω από ορισμένες συνθήκες. Οτιδήποτε άλλο, του δημιουργούσε τρομερό στρες. Η Αφροδίτη, είχε υποστεί και εκείνη βιασμό. Θα ήταν άδικο η επόμενη φορά της, στην ουσία η πρώτη φυσιολογική, να πραγματοποιούνταν με έναν ανίκανο άνδρα και ακατάλληλο σαν εκείνον.

«Αφροδίτη...» της ψιθύρισε καθώς είχαν μείνει να κοιτάζονται έκπληκτοι «Θέλω να είμαι ειλικρινής μαζί σου. Νομίζω πως δεν μπορώ να σου προσφέρω τίποτε από αυτά που θα έπρεπε και δικαιούσαι. Ακόμη και ο πόλεμος να μην υπήρχε, δεν...δεν μπορώ να...»

«Μπορεί ούτε εγώ να μπορώ» του απάντησε ξαφνιάζοντάς τον «Όμως την ήθελα αυτή τη στιγμή»

«Η στιγμή ίσως οδηγήσει κάποτε αλλού και αυτό θα μας ραγίσει την καρδιά. Δεν....δεν μπορώ να κάνω έρωτα με γυναίκα...και ίσως να μην μπορώ τα χάδια τα πολλά» η ντροπή που ένιωθε έκανε το πρόσωπό του να φλέγεται «Έχω...είμαι ωμός και απότομος και δοκιμάζω μονάχα με όσες γυναίκες δεν συνδέομαι συναισθηματικά»

«Δεν χρειάζεται να προγραμματίζουμε κάτι. Εξάλλου, κάθε μέρα που ξυπνάμε και ζούμε, είναι δώρο. Δεν οφείλουμε τίποτε ο ένας στον άλλο. Οι δρόμοι μας ίσως και να τέμνονται για την ώρα»

«Όμως...εγώ στα λέω γιατί...»

«Για να μην απολογηθείς αν ποτέ σου ζητήσω κάτι;»

«Όχι, Αφροδίτη. Γιατί καθώς σε φιλούσα τώρα, όλο το κορμί μου ξύπνησε και το ίδιο και η φαντασία μου. Ήθελα να σου κάνω έρωτα, εδώ, στα γιασεμιά δίπλα, μα η θέλησή μου διαλύθηκε στα ξαφνικά και έγινε στάχτη. Φοβάμαι πως...»

«Ίσως να ήταν καλύτερα να το σταματήσουμε»

«Αυτό ήθελα να σου ζητήσω, μα δεν μπόρεσα. Από εκείνο το φιλί στο δωμάτιο, σε σκέφτομαι. Όπου και να είμαι. Αν δεν υπήρχε η έλξη του αδερφού μου για εσένα, τη νύχτα εκείνη στην ταράτσα, θα είχα κάνει κίνηση να σε φιλήσω. Σήμερα, ο χτύπος της καρδιάς σου με ανακούφισε. Πήρε μακριά τους φόβους μου. Δίπλα σου αλλάζω. Είναι η πρώτη φορά που βρίσκω λόγους για να γίνω καλύτερος. Για να κάνω εσένα ευτυχισμένη»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top