Με το πρώτο φως του ήλιου/ part 1

Ποιος είναι ικανός να κρίνει ποιος αξίζει να αγαπηθεί; Ποιος να τιμωρηθεί ή να πεθάνει; Η Αφροδίτη πάτησε πάνω σε ένα ένστικτο που ξεπήδησε από μέσα της. Μία δύναμη συναισθηματική που δεν ήξερε πως υπήρχε, μήτε πού οφειλόταν. Σκέφτηκε απλώς ένα πράγμα. Πως εκείνος ο άνθρωπος ήταν ολομόναχος, πως όλοι έφευγαν και τον παρατούσαν. Ίσως άξιζε να μείνει. Ίσως με αυτόν τον τρόπο καλλιεργούσε τον σπόρο που είχε νιώσει πως υπήρχε. Της καλοσύνης. Εξαιτίας του ύψους του, το σωματικό του βάρος ήταν δύσκολο να το χειριστεί για να τον σηκώσει. Αν και άνοιξη, στην Πολωνία καλά κρατούσαν ακόμη οι χαμηλές θερμοκρασίες και το κορμί της βρέθηκε να τρέμει από το κρύο και την αδυναμία. Ο Άρτουρ στηρίχθηκε άτσαλα στο αυτοκίνητο και αφέθηκε να πέσει στη θέση του οδηγού. Η κοπέλα κάθισε πίσω και ευθύς εκείνος οδήγησε, με το αμάξι να διαμαρτύρεται κολλώντας στα λασπόνερα.

«Γιατί έμεινες πίσω;» κατόρθωσε να τη ρωτήσει με φωνή που έτρεμε.

«Γιατί κανείς και ποτέ δεν έμεινε για εσένα και εγώ...ήθελα απλώς να το κάνω» του απάντησε η Αφροδίτη και τον είδε για δεύτερη φορά να συγκινείται μπροστά της.

«Δεν το αξίζω και εσύ έχασες την ευκαιρία σου. Εδώ η ζωή είναι δύσκολη, γεμάτη κινδύνους. Έπρεπε να με αφήσεις. Θα σηκωνόμουν όπως και το έκανα»

«Αν δεν το άξιζες θα ακολουθούσα απλώς την πορεία του τρένου»

Το χέρι της που πίεζε την πληγή, είχε μουσκέψει με το αίμα του. Ειλικρινά αναρωτιόταν με τι σθένος οδηγούσε και πώς κατόρθωνε ακόμη να στέκεται δίχως να έχει χάσει τις αισθήσεις του. Υποβασταζόμενος, επέστρεψε στο σπίτι και της υπέδειξε πού βρίσκονταν όλα τα εργαλεία που θα χρειαζόταν,

«Θέλω να φύγεις από εδώ» της ψιθύρισε καθώς η φωνή δεν έβγαινε εξαιτίας του πόνου.

«Τι είναι αυτά που λες; Θα χρειαστείς βοήθεια»

«Είπα πως θέλω να φύγεις και μη με κάνεις να εκνευρίζομαι...»

Δεν επέμεινε. Σε αυτόν τον πόλεμο δεν θα κέρδιζε και το γνώριζε καλά. Αποχώρησε λοιπόν με την καρδιά της να βροντοχτυπά για πολλούς λόγους. Από τη μία εξαιτίας της απόφασης που είχε πάρει να μείνει και από την άλλη γιατί δεν μπορούσε να φανταστεί πως αυτός ο άνθρωπος ολομόναχος θα αφαιρούσε τη σφαίρα και κατόπιν θα έραβε το τραύμα του. Πόση δύναμη ήθελε κάτι τέτοιο; Δεν είχε ιδέα. Ο Άρτουρ από την άλλη βρισκόταν ένα βήμα πριν την κατάρρευση. Το κορμί του ολόκληρο ήταν λουσμένο στον ιδρώτα, τα χέρια του έτρεμαν σε σημείο να χάσουν τον έλεγχο, μα έπρεπε να κρατηθεί και να βρει το σθένος με ένα μικρό μαχαίρι που είχε αποστειρώσει, αρχικά να αφαιρέσει τη σφαίρα και κατόπιν να κάνει ράμματα. Αφαίρεσε τα μουσκεμένα στον ιδρώτα και στο αίμα ρούχα του, μένοντας ημίγυμνος. Αυτό που ακολούθησε ήταν μία κραυγή που σχεδόν έσκισε την καρδιά της Αφροδίτης. Τα πόδια της ήταν έτοιμα να την κατευθύνουν στο σαλόνι, ωστόσο αποφάσισε να σεβαστεί την εγωιστική του επιθυμία. Περίπου ένα εικοσάλεπτο αργότερα, άκουσε θορύβους. Δίχως να αντέχει την αναμονή, κατευθύνθηκε στο σαλόνι. Το πάτωμα ήταν γεμάτο αίματα, το ίδιο και τα χέρια του Άρτουρ που ήταν κατάχλομος.

«Πώς είσαι; Θέλεις βοήθεια; Πες μου»

«Θα κάνω ένα μπάνιο και θα φύγω. Δεν χρειάζεται να μαζέψεις κάτι...Άσε θα φέρω κάποια από το στρατόπεδο»

«Μα δεν χρειάζεται να...»

«Ο λόγος είναι πως θα προσπαθήσω να τη σώσω έτσι. Θα σου εξηγήσω κάποια άλλη στιγμή» για λίγο κοντοστάθηκε. Ήθελε να της μιλήσει, μα δεν σχηματίζονταν οι λέξεις και φοβόταν πως οτιδήποτε και να έλεγε θα ακουγόταν λάθος «Αφροδίτη...Αυτό που έκανες ήταν....ήταν τρελό. Πίσω στην Ελλάδα έχεις την οικογένειά σου και το παιδί σου, έχεις μία κάποια έστω ασφάλεια. Εδώ όλα είναι απρόβλεπτα και επικίνδυνα. Μένουμε δίπλα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης...Αυτοί όλοι...άνθρωποι σαν εμένα, ζούνε μία ειδυλλιακή καθημερινότητα δίπλα στον θάνατο. Αυτοί οι καπνοί, αυτοί οι καπνοί είναι άνθρωποι που καίγονται. Γαμώτο...δεν...δεν γεννήθηκα με αυτά τα όνειρα....Θέλω να πω πως όταν ήμουν μικρός, προτού τρυπώσει μέσα μου το τέρας του μίσους, είχα σκέψεις πιο ανθρώπινες. Ήθελα να παίζω με παιδιά, μου άρεσαν τα χάδια και δεν θεωρούσα τόσο δύσκολο τον σχηματισμό ενός χαμόγελου. Ήμουν άνθρωπος σκεπτόμενος, σε αντίθεση με όλους αυτούς τους γραφειοκράτες που δεν σκέφτονται, εκτελώντας απλώς εντολές. Μερικές φορές δεν είναι τα κτήνη που σκοτώνουν, αλλά οι απλοί υπάλληλοι. Εγώ δεν...δεν είμαι έτσι....Και εσύ...»

Πήρε τα χέρια του στα δικά της.

«Τι σου έχει συμβεί;»

Τον ένιωσε να τρέμει.

«Πράγματα πολύ απάνθρωπα. Δεν επέλεξα να γεννηθώ τέρας, στο ορκίζομαι. Ήταν όμως ο μόνος τρόπος για να επιβιώσω και να μην τρελαθώ. Ο λόγος που βοηθώ κόσμο είναι γιατί...όσο και αν ακουστεί γελοίο λόγω της στολής μου, δεν ήμουν αντισημίτης. Δεν είναι οι Εβραίοι ο λόγος της δυστυχίας μου, αλλά ο τρόπος της επιβίωσής μου. Έπρεπε να μπω στα Ες-Ες, αλλιώς το κράτος θα με σκότωνε. Αφροδίτη...» τα χέρια του μπλέχτηκαν στα μαλλιά της «Έχεις την ανάγκη να ζήσεις ευτυχισμένη»

«Την έχεις και εσύ»

«Εγώ είμαι μία τελειωμένη υπόθεση. Αν χάσουμε τον πόλεμο, θα με σκοτώσουν. Δεν είμαι απλός στρατιώτης. Αν με πιάσουν αιχμάλωτο, δεν θα με λυπηθεί κανείς, μήτε θα θελήσει να ακούσει όλα αυτά που σου λέω αυτή τη στιγμή»

«Πάντοτε πίστευα στο καλό. Στο παρελθόν, πριν από εκείνο το φρικτό βράδυ, πίστευα πολύ στον Θεό και στην επικράτηση του καλού. Με όλα όσα βρήκαν την οικογένειά μου, κάπου απογοητεύτηκα, όμως συνέχισα να πιστεύω, παρά τα όσα φρικτά συμβαίνανε καθημερινά. Ο Θεός δεν φταίει για την ανθρώπινη ιστορία, ούτε για τα εγκλήματα. Εμφανίζεται όμως μέσα από πράξεις ανθρωπιάς, που ξεπερνούν τη λογική. Ο Θεός κρύβεται μέσα μας και σε εσένα μάλλον, δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει. Στην αρχή σε φοβόμουν πολύ, έπειτα...απέφευγα να σε συναντώ όμως...Κάποιες στιγμές, εκείνη στην ταράτσα και στα γιασεμιά, συνειδητοποίησα τρομακτικά πράγματα, τα οποία μέχρι και σήμερα με τρομάζουν. Ορισμένες φορές δεν σκέφτομαι. Πράττω ανάλογα με το ένστικτο. Δεν μπόρεσα να πάρω το τρένο βλέποντάς σε σε αυτήν την άθλια κατάσταση. Όπως σου είπα, κάποιος έπρεπε να δείξει πίστη σε εσένα και να μείνει»

Για λίγο την πλησίασε. Αργά ακούμπησε το μέτωπό του στο δικό της κλείνοντας τα μάτια, μα δεν την φίλησε.

«Σε ευχαριστώ» της είπε απλώς και εισήλθε στο λουτρό για να βγάλει από επάνω του το αίμα. Όταν ντύθηκε ξανά, ήταν έτοιμος για μία ημέρα στη φρίκη. Πίσω από τη φρίκη όμως κουβαλούσε την ελπίδα, έστω και για ελάχιστους ανθρώπους που στη θέα του έπαιρναν δύναμη. Τα ρούχα τα βρώμικα θα δίνονταν στο στρατόπεδο για καθαρισμό. Ίσα που άντεχε να βαδίζει, όταν εμφανίστηκε το αυτοκίνητο του Μπάερ με μία γυναίκα δίπλα του.

«Κύριε Μπεργκ»

«Καλημέρα. Είμαι έτοιμος για δουλειά» του είπε χαμογελώντας ψεύτικα.

«Βεβαίως και είστε» έριξε μία ματιά στην Αφροδίτη που καθάριζε την είσοδο «Πώς τα πάτε με την υπηρέτρια;» την κοίταξε υποτιμητικά. Η αλήθεια ήταν πως σαν εμφάνιση, ήταν το αντίθετο από ό,τι χαρακτήριζαν οι Ναζί, ως Άρειο. Για κάποιον λόγο όμως την είχε βάλει στο μάτι και ο Άρτουρ είχε αντιληφθεί το βλέμμα του αρπακτικού. Οι δρόμοι τους χώρισαν και βρέθηκε ξανά στις ράγες της διαλογής. Η στάση του σώματός του μαρτυρούσε τον πόνο από το τραύμα. Αναγκασμένος να επιλέξει, ήξερε πως κάποιους τους έστελνε στον θάνατο, ωστόσο, υπήρχαν και ορισμένες περιπτώσεις που τις ξεχώριζε για να σωθούν και ας είχαν λίγες ελπίδες.

Η γυναίκα που τον βοηθούσε καταγράφοντας τον υποδέχτηκε μειδιώντας, μέχρι που σοβάρεψε στα ξαφνικά στη θέα του.

«Είσαι χάλια. Νομίζω πως θα καταρρεύσεις»

«Θα ζήσω» της ψιθύρισε αν και ήξερε πως ανέβαζε πυρετό. Αυτή τη φορά, θα ζητούσε τη μητέρα του Γκεόργκι για τον κήπο του σπιτιού του και έπειτα, θα έθετε σε εφαρμογή το σχέδιό του.

Σοβιετική Ένωση

Ο πόλεμος έχει τους δικούς του αδυσώπητους κανόνες και ο Βέρνερ που είχε θάψει τη νεανική του αθωότητα, είχε πέσει σε βαθιά περισυλλογή. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ήταν πολύ καλύτερο να δαιμονοποιείς τον εχθρό σου, παρά τον εξανθρωπίζεις, φτάνοντας στα όρια να τον θεωρείς και σωτήρα σου. Τόση ώρα, μέσα στη λαίλαπα της μάχης, είδε με φρίκη δύο Ρώσους να πηδούν σε ένα κοντινό γερμανικό χαράκωμα, μέσα στο οποίο ορισμένοι συνάδελφοί του είχαν παραλύσει από τον φόβο τους. Ο ένας Ρώσος τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από τους τυφεκιοφόρους, ενώ ο άλλος αποδείχτηκε εξαιρετικός μαχητής με τη χρήση της ξιφολόγχης. Ο νεαρός Βέρνερ στη θέση που βρισκόταν, όφειλε να περιμένει, προτού να κατορθώσει να πραγματοποιήσει βολή, σώζοντας τον τελευταίο Γερμανό, ο οποίος κατάπληκτος, παρακολούθησε το κεφάλι του Ρώσου να διαλύεται σχεδόν στον αέρα. Από τον τρόμο του, ο Γερμανός έτρεξε ευθύς στο όρυγμα του Βέρνερ για κάλυψη.

Ο Βέρνερ, ήταν με βεβαιότητα ένας εξαιρετικός ελεύθερος σκοπευτής, ο οποίος εκτός από την ακρίβεια του στόχου, ήλεγχε απόλυτα και τις αντιδράσεις του. Η ταχύτητα και η ακρίβεια χρήσης του όπλου σε μάχες εκ του συστάδην τον χαρακτήριζαν απόλυτα, τοποθετώντας τον πολύ ψηλά σε εμπειρία, σε σχέση με τους απλούς στρατιώτες που είχαν περάσει μία εκπαίδευση. Στο μέτωπο, βρισκόταν και ένας καλός του φίλος, ο οποίος εδώ και μέρες τον παρακαλούσε να γίνει ο παρατηρητής του. Ο Βέρνερ από την άλλη αρνιόταν πεισματικά, χαρακτηρίζοντάς το δουλειά για γερά νεύρα. Με τον Μιχαήλ, οι δρόμοι τους είχε τύχει να διασταυρωθούν, μα παρόλα αυτά, έμοιαζε σαν να απέφευγαν ο ένας τον άλλο, πλήττοντας διαφορετικούς στόχους. Παρόλα αυτά, η θέση τους ήταν τρομερά πιεστική. Ο Βέρνερ όφειλε να δημιουργεί ανησυχία στα ρωσικά χαρακώματα, βγαίνοντας κάθε μέρα και χρησιμοποιώντας ως θέση σκόπευσης, ένα κατεστραμμένο άρμα μάχης. Ο ήλιος σηκωνόταν αργά στην αχανή ρωσική στέπα, βάφοντας άλικο τον ουρανό και τη γη. Πόσο πολύ θα ήθελε να βρίσκεται στην αυλή του σπιτιού του, χαζεύοντας ειρηνικά αυτά τα υπέροχα χρώματα που ήταν δώρο από τον Θεό. Στο βάθος, σε έναν λοφίσκο, παρατήρησε φευγαλέα μία λάμψη, η οποία εμφανίστηκε δύο συνεχόμενες φορές. Ήταν το σύνθημα του Μίσα που τον είχε επίσης ανακαλύψει, μηνύοντάς του απλώς πως ήταν εκείνος. Για μία και μοναδική ημέρα, ευχήθηκαν και οι δύο να έπαυαν τα πυρά.

Όλα φαινομενικά κυλούσαν ομαλά, όταν ο φίλος του Βέρνερ, έτρεξε στο πλάι του θέλοντας να διαδραματίσει τον ρόλο του παρατηρητή. Ο κατακόκκινος ήλιος έριχνε τις αχτίδες του στην αχανή στέπα, όταν οι δυο τους εγκαταστάθηκαν και άρχισαν να παρατηρούν τις εχθρικές θέσεις. Μία λάθος κίνηση όμως από τα κιάλια του νεαρού φίλου του Βέρνερ, ήταν αρκετή για να αντιληφθεί ο Μίσα πως δεν ήταν το ίδιο άτομο, θέτοντάς τον σε κατάσταση συναγερμού. Από την καλά παραλλαγμένη του θέση, σκόπευσε και έμεινε ακίνητος κάνοντας υπομονή. Ο Μπάλντουιν, ο φίλος του Βέρνερ, πυροβόλησε δίχως προειδοποίηση, ξαφνιάζοντάς τον.

«Τι έκανες;» τον ρώτησε ταραγμένος, όταν σε λιγότερο από ένα λεπτό, ακολούθησε η αποκάλυψη.

Ένας πυροβολισμός αντήχησε και ακούστηκε ένας ήχος σαν χτύπημα χειρός δίπλα από τον Βέρνερ. Αίμα και τεμάχια ιστών κάλυψαν το αριστερό τμήμα του προσώπου του. Ξαφνιασμένος, στράφηκε προς τον φίλο του, του οποίου το πρόσωπο είχε παραμορφωθεί. Ο πυροβολισμός είχε αποκόψει τα χείλη του, το σαγόνι του και τη μισή του γλώσσα. Πανικόβλητος, κοίταξε τον Βέρνερ. Το αίμα σε μορφή αφρού έβγαινε από το στόμα του, η γλώσσα του σύντομα θα πρηζόταν και αν δεν υπήρχε ιατρική παρέμβαση θα πέθαινε από ασφυξία. Οι γιατροί όμως βρίσκονταν δεκάδες μέτρα μακριά και μπορεί ο Μίσα από το σινιάλο, μόλις κατάλαβε πως βρισκόταν και ο Βέρνερ εκεί, να του έδινε το ελεύθερο να φύγει, υπήρχαν όμως και άλλοι ελεύθεροι σκοπευτές, με αποτέλεσμα, αν δεν έπεφτε το βράδυ, εκείνος και ο τραυματίας να μην μπορούσαν να ξεφύγουν.

Ο Βέρνερ άρχισε να καταλαμβάνεται από πανικό, αισθανόμενος αβοήθητος. Με τα αίματα του φίλου του στο πρόσωπό του και με την αγωνία να τον κρατήσει στη ζωή, προσπαθούσε να πιέσει την πρησμένη γλώσσα του η οποία ήταν στο μέγεθος μίας μικρής μπάλας. Ο τραυματίας άρχισε να κάνει εμετό, με αποτέλεσμα να διακατέχεται από μεγαλύτερη έλλειψη αέρα και με τον Βέρνερ να είναι αναγκασμένος να βλέπει ένας άνθρωπο να αργοσβήνει με φρικτό τρόπο. Ήταν χρόνια φίλοι και του ήταν αδιανόητο να αφήσει ακόμη έναν άνθρωπο δικό του στο έλεος της φρίκης.

«Σε παρακαλώ, μείνε δυνατός. Θα τα καταφέρουμε, το φως έχει σχεδόν πέσει»

Στη θέα αυτής της δυστυχίας, ξέσπασε σε λυγμούς. Παράλληλα, πάλευε να κάνει μαλάξεις στο στήθος του νεαρού βλέποντάς τον να ασφυκτιά. Ήταν τότε, που ένα χέρι τον ακούμπησε μέσα στο σκοτάδι. Ο Μιχαήλ σέρνοντας το κορμί του, είχε φέρει μαζί του τον Πέτια που ήταν γιατρός και που τον καταριόταν σε όλη τη διαδρομή στα ρωσικά.

«Κάνε άκρη» του είπε του Βέρνερ και στριμώχτηκαν κάτω από το σαραβαλιασμένο άρμα.

«Θεέ μου! Πώς τον έκανες έτσι; Γρήγορα, θέλει τραχειοτομή» ψιθύρισε ο Πέτια ο οποίος την πραγματοποίησε δίχως να χάσει χρόνο, βλέποντας τον παραμορφωμένο τραυματία να φουσκώνει το στήθος του.

«Δεν σε είχα δει...Με πυροβόλησε και αμύνθηκα»πρόφερε ο Μιχαήλ και ο Πέτια τον σκούντησε.

«Πάμε. Άσε το ομορφόπαιδο να σύρει το κουφάρι ως το νοσοκομείο τους»

Τα ματωμένα χέρια του Βέρνερ, άρπαξαν το μανίκι του Μιχαήλ με σθένος, με ανάγκη και απελπισία. Τα ολοπράσινα μάτια του δεν σταμάτησαν λεπτό να δακρύζουν αφήνοντας την ένταση αχαλίνωτη.

«Γιατί;» ρώτησε δίχως να αναφέρεται σε κάτι συγκεκριμένο πια.

«Δεν ξέρω» του ήρθε η απάντηση.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top