Μέσα από τις στάχτες/part 3
Στάλινγκραντ, 1942
Τίποτε δεν φοβόταν, πράγματι. Ούτε καν όταν κατευθυνόταν προς το μέτωπο. Προς το κολασμένο μέτωπο του Στάλινγκραντ. Εκεί, που θα συναντούσε και τον Βασίλι Ζάϊτσεφ, επίσης διάσημο ελεύθερο σκοπευτή και εκεί που οι Γερμανοί θα έκαναν τα πάντα για να τον βγάλουν από τη μέση, αυτόν και μόνο αυτόν. Μαζί με τον Λεβ επιβιβάστηκαν σε ένα τραίνο. Στη διαδρομή, σκεφτόταν τον κύριο Αντρέι, τα μαθήματα ιχνηλασίας και κυνηγιού, τα μαθήματα στόχου. Θυμόταν ακόμη και τα βράδια που κατασκήνωνε ολομόναχος έξω στο δριμύ ψύχος. Όλα αυτά, είχαν λειτουργήσει ως εργαλεία στο σήμερα, το οποίο τον καλούσε να αφήσει πίσω του τη ζωή που λάτρευε γιατί κάποιοι ήταν αποφασισμένοι να του κλέψουν την ελευθερία. Είχε ακουστά εδώ και καιρό τον Χίτλερ και τους Ναζί. Τους μισούσε. Ποιοι ήταν εκείνοι που επιθυμούσαν έναν κόσμο μονάχα για τα τομάρια τους; Πώς είχαν τολμήσει να εισβάλουν έναν χρόνο πριν στη χώρα του; Όχι. Θα τους σταματούσε. Θα τους έδινε ένα πολύ καλό μάθημα. Λίγοι από δαύτους ήξεραν να επιβιώνουν σε αυτές τις καιρικές συνθήκες, όπως εκείνος.
Απέναντί του καθόταν ο Λεβ σχεδόν αμίλητος. Ήταν η μοναδική στιγμή που ένα κύμα συναισθηματισμού κατέκλυσε τα κατά τα άλλα ψυχρά και συνάμα ήρεμα μάτια του. Φοβόταν. Όχι για τον εαυτό του, μα για τον αδερφικό του φίλο. Ο Λεβ ήταν ό,τι πιο κοντινό είχε σε οικογένεια, ήταν ό,τι αγαπούσε με όλη του την καρδιά. Θα έδινε και τη ζωή του για εκείνον, θα γινόταν η ασπίδα του.
«Ξέρω τι σκέφτεσαι» ακούστηκε η φωνή του καστανού νεαρού.
«Έγινες και μάντης;» τον πείραξε.
«Μίσα! Απλά σταμάτα να ανησυχείς για εμένα. Μου έχεις προσφέρει πολλά, μου έδωσες μία ελπίδα σε αυτή τη ζωή. Αρκετά»
«Όμως είσαι ο φίλος μου! Πώς μπορείς να μιλάς έτσι; Ξέρεις πως είμαι δύσκολος άνθρωπος και καθόλου κοινωνικός. Συνήθως προτιμώ τα δάση από τους ανθρώπους. Φίλους δεν έχω γιατί δεν θέλησα, εκτός από εσένα, τη γιαγιά σου και τον Αντρέι. Μου είστε αρκετοί και δεν διαπραγματεύομαι την ύπαρξή σας δίπλα μου»
«Δεν σε φοβάμαι. Δεν θα αφήσεις άνθρωπο όρθιο» τον πείραξε ο Λεβ.
«Δεν θα αφήσω Ναζί όρθιο. Θα τους κοιτάζω κατάματα τη στιγμή που θα συνειδητοποιούν πως διανύουν τα τελευταία τους δευτερόλεπτα»
Άκουγε τον ρυθμικό χτύπο των τροχών. Ήταν ζέστη και η ατμόσφαιρα στο τραίνο αποπνικτική. Για λίγο αφαίρεσε τη χλαίνη του και κοίταξε έξω, την απεραντοσύνη της χώρας του, την απεραντοσύνη των στεπών. Ω, πόσο θα ήθελε να είναι εκεί έξω τώρα και να εξερευνά νέα μέρη, νέα ποτάμια, νέα δάση. Κάποια στιγμή το τραίνο σταμάτησε και ξεχύθηκαν, στο πουθενά. Μπροστά τους, τα βομβαρδιστικά της Λουφτβάφφε είχαν γκρεμίσει μία γέφυρα.
«Κάτι καίγεται εκεί πέρα» του έδειξε ο Λεβ στο βάθος.
Το επόμενο λεπτό, μαύρα σύννεφα τους έκρυψαν τη θέα. Ο ήλιος έμοιαζε να σπάει σε πυρακτωμένα θραύσματα. Εκείνη τη νύχτα βάδισαν μέσα σε χωράφια, μακριά από τους κεντρικούς δρόμους για να μην γίνουν στόχος των βομβαρδιστικών. Οι κολασμένες φωτιές χόρευαν λυσσασμένα στο βάθος σαν τους δαίμονες σε απόλυτη έκσταση.
«Να πάρει» γρύλισε ο Μίσα «Αυτό είναι το Στάλινγκραντ»
Εκείνο το βράδυ ελάχιστα κοιμήθηκε. Προσπαθούσε να σκεφτεί αν θα χανόταν στην Κόλαση αυτή, αν τον πείραζε πως πέραν του Λεβ, στην ουσία δεν είχε κανέναν άλλο. Γράμματα δεν θα λάμβανε, εκτός ίσως από τον Αντρέι. Όχι, δεν τον πείραζε καθόλου. Αγαπούσε πολύ τον εαυτό και τη ζωή του, ήταν ελεύθερος από τέτοιες δεσμεύσεις, ώσπου, κάπου εκεί σε αυτό το αιώνιο αβυσσαλέο βάθος της ψυχής του, υπήρχε ένα απροσδιόριστο κενό. Ένα κενό που δεν ήξερε πού οφειλόταν, σαν να του είχαν ξεριζώσει βίαια ένα κομμάτι. Ποτέ του δεν το κατάλαβε, ποτέ δεν το ανέλυσε. Ο Λεβ δίπλα του στριφογυρνούσε. Στην ουσία είχε άγχος, μα δεν θα το παραδεχόταν ποτέ. Το ξημέρωμα, βρήκε τον ξανθό νεαρό να κοιτάζει τα βυσσινί σύννεφα. Στο βάθος, η πόλη που φλεγόταν ξερνούσε καπνό, κραυγές και κλάματα. Ένας τάφος ψυχών θα γινόταν. Ψυχών γερμανικών και ρωσικών που θα βασανίζονταν αδυσώπητα, τυλιγμένες σε όνειρα που θα έκαναν μέσα στην τρέλα τους για λίγη θαλπωρή, για λίγη ανθρωπιά. Ο διοικητής του λόχου του, τον πλησίασε και του έδωσε τα κιάλια.
«Μελέτεφ τι βλέπεις;» αυτό ήταν το επίθετό του από την οικογένεια που τον είχε υιοθετήσει.
«Βλέπω σχεδόν όλη τη γερμανική αεροπορία από πάνω. Μα, πώς μπορούν οι σύντροφοί να πολεμούν εκεί μέσα; Είναι αδύνατον! Πώς αναπνέουν;»
«Προς τα εκεί πηγαίνουμε σύντροφε. Επομένως, θαρρώ πως θα το μάθουμε» του απάντησε ο διοικητής.
Τις επόμενες ημέρες τους εκπαίδευσαν για οδομαχίες. Εξασκούνταν με ξιφολόγχες, μαχαίρια και φτυάρια. Έριχναν χειροβομβίδες. Ένας πολιτικός αξιωματικός, μαζί με τον διοικητή παρακολουθούσε τις προετοιμασίες και έναν Μίσα που παρέμενε ακούραστος, γεμάτος ευλυγισία και ετοιμότητα να στραγγαλίσει με τα χέρια του τον αντίπαλο.
«Οι Φρίτσιδες* θα τρέμουν με αυτόν εδώ» του τον έδειξε με τρόπο και ρούφηξε την παπιρόσα του.
Επιβιβάστηκαν στα φορτηγά και ξεκίνησαν. Ήταν μία ζεστή μέρα και ο Μίσα ονειρευόταν ένα κρύο μπάνιο στο ποτάμι. Ολισθηρά έλη και στέπες ανοίγονταν μπροστά τους, η πόλη του Στάλινγκραντ διαλυόταν σε κομματάκια και εκείνος με τον Λεβ σκονίζονταν από τον δρόμο σαν να μην υπήρχε αύριο. Η μυρωδιά της καμένης ανθρώπινης σάρκας μπούκωσε απότομα τα ρουθούνια τους. Βαδίζοντας έπειτα, εισήλθαν μέσα στο δάσος. Ο Μίσα ήταν πάντα σε ετοιμότητα όταν άκουσε βήματα που αντιστοιχούσαν σε ανθρώπους. Πράγματι, πίσω από τα δέντρα και μέσα από τους θάμνους, ξεπρόβαλαν τα αιώνια θύματα κάθε ηγετικού εγωισμού και θηριωδίας. Οι άμαχοι. Γυναίκες και παιδιά, γέροι και τραυματίες, με λερωμένα ρούχα, με επιδέσμους, απλώς βογκούσαν κινούμενοι σαν ζόμπι. Σαν να είχαν ήδη πεθάνει μέσα τους. Ο Μίσα βοήθησε έναν στρατιώτη που παραπατούσε. Το χέρι του έλειπε εντελώς. Με ευγνωμοσύνη δέχτηκε τη βοήθεια.
«Είσαι εντάξει σύντροφε; Χρειάζεσαι κάτι;» τον ρώτησε ο Μίσα.
«Είμαι καλά, μην ανησυχείς. Κρατώ ακόμη όπως και η πόλη μας»
«Πώς είναι τα πράγματα εκεί;» πετάχτηκε ο Λεβ.
«Δύσκολα, μα οι Φρίτσιδες έχουν ήδη πληρώσει πολλά» τους απάντησε «Δεν μπορείτε να φανταστείτε. Πολεμάμε για κάθε σπίτι, σε κάθε γειτονιά. Αυτοί χρησιμοποιούν φλογοβόλα. Είναι τρομερά επικίνδυνα. Οι σπίθες μπορούν να βάλουν φωτιά στα ρούχα σου»
Η αφήγηση τελείωσε και ο Μίσα με τον Λεβ συνέχισαν να προχωρούν φτάνοντας στις ακτές του Βόλγα. Το ποτάμι κυμάτιζε ειρηνικά, τα βότσαλα τρίβονταν μεταξύ τους σαν να ψιθύριζαν. Το σκοτάδι είχε πέσει.
«Πρέπει να πάμε τώρα!» Ούρλιαξε ο Μίσα όταν είδε να ξεπηδούν άνδρες μέσα από την πυρακτωμένη Κόλαση. Τα κτίρια σαν κόκκινα κάρβουνα φλέγονταν και μέσα από τις φωτιές άνθρωποι έτρεχαν. Ήταν δικοί τους ή του εχθρού;
Πράγματι, κατόρθωσαν να περάσουν στη δυτική πλευρά του Βόλγα. Όσο το σκοτάδι επικρατούσε κανείς δεν τους είχε εντοπίσει. Με την πρώτη όμως χλωμή αυγή, οι Γερμανοί ανιχνευτές τους εντόπισαν και τα βάσανα ξεκίνησαν. Βολές όλμων σφύριξαν πάνω από τα κεφάλια τους, ενώ εμφανίστηκαν καταδιωκτικά και ξεκίνησε να βρέχει εμπρηστικές βόμβες. Ο Μίσα τράβηξε μαζί του τον Λεβ, όταν συνειδητοποίησαν πως αυτές οι βόμβες είχαν ανάψει φωτιά και οι δεξαμενές του πετρελαίου ξεκίνησαν να κάνουν έκρηξη η μία μετά την άλλη. Τα ρούχα των δύο νεαρών τυλίχθηκαν στις φλόγες και ο Λεβ είδε τον κολλητό του να πετά από επάνω του τα φλεγόμενα υφάσματα και σχεδόν ολόγυμνος, δίχως να παρατά το όπλο του ή να υποχωρεί, πήδηξε μπροστά κυνηγώντας τους Γερμανούς. Με ένα πονηρό μειδίαμα, ο Λεβ και οι υπόλοιποι σύντροφοί τους, τον μιμήθηκαν, με αποτέλεσμα το θέαμα των γυμνών Ρώσων που περνούσαν μέσα από τις φλόγες, να δημιουργήσει νευρικότητα στους Γερμανούς που ξεκίνησαν να τρέχουν, με τον Μίσα να πυροβολεί στοχευμένα τον έναν μετά τον άλλο.
Επιστρέφοντας σε ένα καταφύγιο, ο διοικητής του τάγματός του, τους κοιτούσε καλά-καλά. Αρκετοί ήταν γεμάτοι εγκαύματα, ενώ ο Μίσα, ασυναίσθητα ψαχούλευε το σώμα του μήπως είχε κάποια τρύπα από σφαίρα.
«Όλα καλά» ανακοίνωσε με το πρόσωπο μπαρουτοκαπνισμένο και τα κυανά του μάτια να λαμπυρίζουν περισσότερο.
«Τι καλά Μελέτεφ;» τον αποπήρε ο διοικητής «Αρχικά χρειάζεστε στολή» έψαξε να βρει τα λόγια του, όταν το βλέμμα του το αυστηρό έπεσε επάνω στον Λεβ που χαχάνιζε «Μπορώ να μάθω και εγώ το αστείο, σύντροφε;»
«Έπρεπε να το βλέπατε. Μία χούφτα γυμνοί Ρώσοι, μάλλον φάνηκαν εξωπραγματικοί στα μάτια αυτών των γουρουνιών καθώς τινάχτηκαν πίσω και ξεκίνησαν να τρέχουν»
«Αυτά όλα ξέρω ποιανού ιδέες είναι, ωστόσο, Μελέτεφ, έκανες καλά. Έσωσες τους άνδρες σου»
Ένα τεράστιο χαμόγελο κύρτωσε τα σαρκώδη χείλη του Μίσα. Του άρεσε η αδρεναλίνη και ήταν έτοιμος να ξεχυθεί στα φλεγόμενα ερείπια για ακόμη μία φορά, μαζί με τον Λεβ. Ήταν τότε που εντόπισαν μία κοπέλα αδύνατη, με ένα ξεσκισμένο φόρεμα, πόδια γδαρμένα και πληγωμένα, η οποία ήταν επικεφαλής μίας ομάδας δικών τους τραυματισμένων ανδρών. Το απαράμιλλο θάρρος της, τον έκανε να τη θαυμάσει, προτού ακούσει ξανά τις βολές του εχθρού.
΄΄Όχι΄΄ σκέφτηκε και τινάχτηκε μπροστά της για να την καλύψει «Φύγε γρήγορα! Θα υπερασπιστώ εγώ τους τραυματισμένους»
«Πρέπει να φτάσουμε σε ένα κελάρι. Θα προχωρήσουμε, δεν τους αφήνω» του είπε και συνέχισε αψηφώντας τον κίνδυνο.
«Να πάρει!» φώναξε εκείνος και σχεδόν άδειασε όλον τον τυμπανοειδή γεμιστήρα του υποπολυβόλου του στον εχθρό και κατόπιν χώθηκε μέσα στα ερείπια και κοντά στην ομάδα των τραυματισμένων. Με τον Λεβ σύντομα εντόπισαν το κελάρι, σκουντουφλώντας στα διαλυμένα τσιμέντα.
«Ανάθεμα Μιχαήλ!» άκουσε το λαχάνιασμα του Λεβ «Δεν το βάζεις ποτέ σου κάτω!»
Συνήθως τον αποκαλούσε Μιχαήλ, όταν ήθελε να τον εκνευρίσει και αν έκρινε από την γκριμάτσα του φίλου του, τα είχε καταφέρει. Μία ασυνήθιστη μπόχα έφτασε στα ρουθούνια τους, όταν άνοιξε η πόρτα και εμφανίστηκε ένα πλήθος τραυματισμένων ανδρών. Η κοπέλα τα είχε καταφέρει και είχε οδηγήσει και τους υπόλοιπους εκεί. Ωστόσο, όπως τον ενημέρωσαν, είχαν εγκλωβιστεί. Έπρεπε να βρουν έναν δρόμο για να φτάσουν προς τον Βόλγα και τα νοσοκομεία των μετόπισθεν, ωστόσο οι Φρίτσιδες, είχαν κάνει κατάληψη έναν όροφο πιο πάνω.
«Αυτό ίσως και να λύνεται» άκουσαν τον Μίσα και ο Λεβ ήξερε τι στο ανάθεμα είχε στο μυαλό του. Παρόλα αυτά τον ακολούθησε.
Χώθηκαν μέσα σε έναν αεραγωγό σκύβοντας αρκετά. Κάτι τέτοιες στιγμές ευγνωμονούσαν την τύχη τους που είχαν μεγαλώσει στους δρόμους της Μόσχας, ξεφεύγοντας από άπειρα κυνηγητά, όταν έκλεβαν το γεύμα των πλουσίων. Περνώντας μέσα από εκεί, τους υποδέχτηκε το σκοτάδι και χιλιάδες γυμνά καλώδια. Ψηλάφισαν τον τοίχο και ο Λεβ κόλλησε το αφτί του κοντά σε μία μεταλλική πλάκα. Γερμανικά ακούστηκαν. Με πολύ προσοχή, άρπαξαν την πλάκα και προσπάθησαν να την μετακινήσουν. Ο ελαφρύς θόρυβος για καλή τους τύχη δεν φάνηκε να κινεί την προσοχή. Σαν τυφλοπόντικες ξεπρόβαλαν το κεφάλι και κοίταξαν προσεκτικά. Οι Γερμανοί γευμάτιζαν ανέμελα. Τα μάτια του Μίσα κοίταξαν πολύ προσεκτικά τα πρόσωπα. Ξανθά κεφάλια, αλαζονικό ύφος. Το ύφος του κατακτητή. Τρομάρα τους! Ο Λεβ τον παρακολουθούσε που τους κοιτούσε σαν αρπακτικό. Μέσα στο μυαλό του έφτιαχνε σχεδιάγραμμα μετρώντας τους προσεκτικά.
«Είναι τριάντα και έχω καταγράψει μέσα στο μυαλό μου τις θέσεις τους»
«Είμαστε δύο» του υπενθύμισε ο Λεβ.
«Δεν μας έχουν πάρει χαμπάρι. Κάνουν το τελευταίο τους τσιγαράκι. Θα τους αιφνιδιάσουμε»
Ο Λεβ έσφιξε το όπλο του. Θα έπεφταν και οι δύο μαζί καλύπτοντας τις δύο άκριες της αποθήκης. Κάθε σφαίρα ήταν πολύτιμη, έπρεπε να χρησιμοποιηθεί με σύνεση. Έτσι του είχε πει ο Αντρέι. Με μία ώθηση, έπεσαν στο δωμάτιο και δίχως καθυστέρηση ξεκίνησαν να πυροβολούν. Ουρλιαχτά, κραυγές και αίματα που λέρωναν τους τοίχους και το πάτωμα ήταν ό,τι απέμειναν στο τέλος. Πλέον, ο Μίσα στεκόταν ανάμεσα σε πτώματα. Προχωρούσε φορώντας εκείνος το αλαζονικό ύφος αυτή τη φορά. Δίπλα του ο Λεβ κοιτούσε ένα σώμα που ακόμη σπαρταρούσε, πριν καταλήξει νεκρό με τη χαριστική βολή του φίλου του.
«Μίσα, ανησυχώ»
«Λογικό. Κανείς δεν διασκεδάζει» του απάντησε κοιτώντας τώρα για λίγο έξω, το απόλυτο χάος, μέχρι που ο φίλος του μπήκε μπροστά του.
«Ανησυχώ για εσένα» του είπε τελικά.
«Για εμένα;»
«Είσαι πάντα κάτι το άπιαστο. Δεν διστάζεις ποτέ, δεν έχω δει ούτε μία γκριμάτσα στο πρόσωπό σου που να δηλώνει φόβο ή ανησυχία. Απλώς, δεν θέλω ο πόλεμος να σε κάνει τέρας, αυτό είναι όλο. Μπορεί να πολεμάμε για την πατρίδα, όμως στο τέλος της μέρας, όλος ο κόσμος μετρά ανθρώπινες απώλειες για κάτι που δεν επέλεξε» προχώρησε λίγο ανάμεσα στα πτώματα «Κάποιοι είναι μικροί, σαν εμάς. Σκεφτόμουν πως ίσως και εκείνοι αναγκάστηκαν να είναι εδώ»
Τα μάτια του Μίσα γυάλισαν.
«Λυπάμαι, όμως δεν με ενδιαφέρει να μπω στη θέση τους. Εγώ ξέρω πως είχα μία ωραία ζωή και πως εξαιτίας τους βρέθηκα εδώ. Σαφώς και δεν μου αρέσει, μα ποτέ δεν βάζω μπροστά το συναίσθημα. Έχω μάθει να το διαχειρίζομαι και να κοιτώ στα μάτια τον εχθρό λίγο πριν το τέλος»
Η απάντηση αυτή και τα κατορθώματα, του χάρισαν το όπλο του ελεύθερου σκοπευτή. Μαζί με αυτό και με παντοτινή ηρεμία, τσάκιζε κάθε γερμανικό στόχο που επέλεγε σε σημείο που είχαν βάλει ανθρώπους, να τον σκοτώσουν, εκείνον και τον Ζάϊτσεφ, καθώς και ακόμη έναν Σιβηριανό ελεύθερο σκοπευτή, τον Γκάμπριελ. Ο Μίσα εξακολουθούσε να είναι ο άνδρας του ανέμου. Χανόταν και εμφανιζόταν σαν τον εφιάλτη. Ο φόβος δεν τον είχε αγγίξει ποτέ, μονάχα η ανείπωτη αγάπη για τον Λεβ. Δεν του το είχε εξομολογηθεί. Ήταν φρικτός με αυτά τα πράγματα, μα ο φίλος του το γνώριζε. Η ζωή όμως, είναι γεμάτη εκπλήξεις ικανές να λυγίσουν και τον πιο σκληρό. Στο τέλος της ημέρας, ακόμη και ο Μιχαήλ Μελέτεφ ήταν άνθρωπος. Ένας άνθρωπος που έκρυβε κάπου μέσα του μία ανασφάλεια, την οποία με τα χρόνια είχε πρόχειρα επουλώσει.
*Φριτσιδες- Αποκαλούσαν ειρωνικά οι Ρώσοι τους Γερμανούς
*παπιρόσα -άφιλτρο ρωσικό τσιγάρο
Λοιπόν, αυτή ήταν μία συντομη αναδρομή του παρελθόντος των δύο νέων ηρώων. Σαφώς θα υπάρξουν και άλλοι. Από το επόμενο, γυρνάμε στο εδώ και τώρα των παλαιών. Οφείλω να ομολογήσω πως το σημερινό μου έδωσε μια γεύση από τον Απολογισμό, το άλλο ιστορικό που έχω γράψει μιας που στο Στάλινγκραντ είχαν γίνει πολλά.!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top