Καμία θέση για Ιπποσύνη/ part 2
Την αξιοσημείωτη πειθαρχία στους Ρώσους ελεύθερους σκοπευτές, τη γνώριζε. Στην αρχή του πολέμου, ήταν πολυβολητής, μα στην πορεία ανακάλυψε πως αυτή η θέση ήταν και πολυτιμότερη, αλλά ταυτόχρονα μείωνε και την επικινδυνότητα για τη ζωή του, σε σχέση με την παρούσα. Μάλιστα, αυτή του η απόφαση τότε, είχε δώσει νέες ελπίδες στον λόχο του καθώς σε αντίθεση με τους Ρώσους, οι Γερμανοί δεν χρησιμοποιούσαν τάξεις ελεύθερων σκοπευτών. Ο Βέρνερ είχε κατορθώσει να εντοπίσει ένα ρωσικό όπλο ελεύθερου σκοπευτή και από τότε, έκανε αναρίθμητες προσπάθειες να πετυχαίνει στόχους, όπως για παράδειγμα ένα κουτί σπίρτων, το οποίο το τοποθετούσε στα εκατό μέτρα και ακόμη πιο μακριά και το στόχευε, πετυχαίνοντάς το όλες τις φορές. Στο σήμερα, βρισκόταν σε ένα ανάχωμα κατασκοπεύοντας. Είχε αποφασίσει να ρωτήσει, περιοδεύοντας σε όλα τα χαρακώματα, για τον εχθρό. Έπρεπε να μάθει για τις κινήσεις του Μελέτεφ. Έπρεπε να κατορθώσει να τον ψυχολογήσει.
Το ίδιο ακριβώς προσπαθούσε να κάνει και ο Μιχαήλ, ο οποίος είχε το πλεονέκτημα της ζωής κοντά στη φύση και τα δάση. Γνώριζε πάρα πολύ καλά πώς να καλύπτεται και αυτή τη στιγμή, βρισκόταν ολομόναχος, βυθισμένος στην προσωπική του κρυψώνα και αυτοσυγκέντρωση, προσπαθώντας να τον εντοπίσει. Ο Βέρνερ έκανε το ίδιο, όταν άκουσε έναν πυροβολισμό που τον οδήγησε για κλάσματα του δευτερολέπτου να κουνηθεί. Ένας στρατιώτης σωριάστηκε μπροστά του σαν άψυχη κούκλα. Ο Μιχαήλ είχε πετύχει τον στόχο του που ήταν διπλός. Να αιφνιδιάσει τον Βέρνερ, παίρνοντας τη ζωή ενός άλλου, προκειμένου να τον ωθήσει να κουνηθεί έστω και χιλιοστά. Η επόμενη βολή, είχε στόχο τον ίδιο, ωστόσο ο νεαρός Γερμανός που ευθύς αντιλήφθηκε τι είχε κάνει, μα και τη θέση στην οποία περίπου βρισκόταν ο εχθρός, ευθύς καλύφθηκε με αποτέλεσμα, να του προκληθεί απλώς μία εκδορά στο αριστερό του χέρι.
«Παλιοκάθαρμα Ιβάν!» σκέφτηκε, μα παρέμεινε ακίνητος, καλυμμένος από την ειδική παραλλαγή που είχε φτιάξει.
Τα μάτια του αναζήτησαν λυσσασμένα τη φιγούρα του Μιχαήλ, του οποίου το πρόσωπο είχε υιοθετήσει ένα ειρωνικό μειδίαμα. Θα τον έσκιζε αργά ή γρήγορα. Μπορεί να ήταν καλός, μα όπως το είχε ήδη φανταστεί, δεν μπορούσε να τον φτάσει καθώς μειονεκτούσε σε ένα πολύ βασικό σημείο. Δεν γνώριζε τη φύση και τα όσα μπορούσε εκείνη να προσφέρει ως κάλυψη. Ο νεαρός Γερμανός από την άλλη, σαν επικράτησε το λυκόφως και η μάχη κόπασε, επέστρεψε σε ένα μικρό αγρόκτημα, με αχυρένια σκεπή το οποίο φιλοξενούσε το νοσοκομείο εκστρατείας. Είχε κάνει έναν τυπικό έλεγχο, προκειμένου να βεβαιωθεί για την κατάσταση του χεριού του, ωστόσο η αδρεναλίνη και η έξαψη της μάχης, τον είχαν ωθήσει να αγνοήσει τον πόνο ή την έκταση του τραύματος.
Δίχως συναισθήματα οίκτου, άκουγε τις οιμωγές των τραυματισμένων ή των μελλοθάνατων. Οι περισσότεροι τον κοιτούσαν με θαυμασμό, παρόλο που εκείνος έμοιαζε αποστασιοποιημένος, κλεισμένος σε έναν παράξενο δικό του κόσμο, από τον οποίο είχε προσπαθήσει να ξηλώσει κάθε τι ανθρώπινο προκειμένου να διατηρήσει τη ψυχική του υγεία.Μπροστά του ένας γιατρός ξεχώριζε τους ασθενείς ανάλογα με τη σοβαρότητα της κατάστασης. Ένας νεαρός στρατιώτης, στην ηλικία του αδερφού του υπολόγιζε, βρισκόταν πεσμένος σε ένα πρόχειρο φορείο, κατασκευασμένο από ύφασμα στρατιωτικής σκηνής. Τα μάτια του ήταν πλημμυρισμένα από δάκρια, ενώ επαναλάμβανε τη φράση ΄΄Πονάω τόσο πολύ΄΄ στερεοτυπικά και σε κατάσταση σοκ.
Ο γιατρός μόλις τον είδε, σκυθρώπιασε. Είχε καταλάβει πως δεν γινόταν να σωθεί. Ανάμεσα στα πλευρά της ωμοπλάτης, υπήρχε μία οπή όσο δύο παλάμες. Τα οστά του ματωμένα ξεπρόβαλαν. Ο νοσοκόμος, οδήγησε απλώς τον νεαρό στον ιερέα που βρισκόταν στο βάθος. Ήταν και η τελευταία ανακούφιση που θα μπορούσε να προσφερθεί στους ετοιμοθάνατους.
Ο Βέρνερ καρτερούσε για ώρες στην ουρά, αφού θεωρητικά η περίπτωσή του δεν ήταν επείγουσα. Όταν έφτασε η στιγμή όμως και χρειάστηκε ράμματα και μάλιστα δίχως αναισθησία, το στομάχι του έγινε κόμπος. ΄Ένας σωματώδης υποδεκανέας του έστριψε το κεφάλι ώστε να μη βλέπει την πληγή.
«Αν θέλεις να κλάψεις είσαι ελεύθερος, αρκεί να αποσπαστεί η προσοχή σου από την επέμβαση» του είπε.
Ο πόνος ήταν φρικιαστικός μα σε πείσμα της θέσης του δεν έβγαλε άχνα. Το πρόσωπό του έγινε άσπρο σαν το πανί, ο εμετός από την πίεση σκαρφάλωνε επικίνδυνα, όμως ευτυχώς διατήρησε τη ψυχραιμία του. Του είπαν πως το τραύμα επέβαλε ανάπαυση, μα δεν έδινε δεκάρα. Με μία κίνηση σχεδόν απαξιωτική, βγήκε για ακόμη μία φορά στο κυνήγι. Ο Μίσα ήταν πανέτοιμος. Στην μάχη δεν τον είχε καν αγγίξει σφαίρα μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ο Βέρνερ παρατηρώντας πολύ προσεκτικά μέσα από τη μικρή χαραμάδα μεταξύ των κορμών δέντρων, με την ειδική μεγεθυντική διόπτρα, στην αρχή δεν έβλεπε τίποτε το ύποπτο. Πάνω από την άκρη του χαρακώματος, βαστούσε όσο πιο προσεκτικά γινόταν μία κουβέρτα τυλιγμένα, στην κορυφή της οποίας δέσποζε ένα πηλίκιο. Ο Μίσα το πρόσεξε, μα ήταν αρκετά έμπειρος για να καταλάβει πως επρόκειτο για παγίδα. Αυτό σήμαινε πως πιθανότατα, η συγκεκριμένη θέση ανήκε στον αντίπαλο. Παρόλα αυτά παρέμεινε πιστός στον κανόνα πως έπρεπε να πυροβολήσει μόνο αν ήταν σίγουρος και μόνο μία φορά. Έπειτα έπρεπε να αλλάξει θέση.
Μπροστά από τον Μιχαήλ, υπήρχε ένας ακόμη ελεύθερος σκοπευτής, ένας δεκαεξάχρονος. Τον είχε συμβουλεύσει πολλές φορές, ωστόσο, ο Βέρνερ τον είχε εντοπίσει. Είχε καταλάβει το σημείο που κρυβόταν καθώς βρισκόταν στην ίδια θέση εδώ και ώρα, όντας άπειρος, ενώ για δευτερόλεπτα έλαμψε ο φακός της διόπτρας. Ο συγκεκριμένος νεαρός την είχε πατήσει με τη παγίδα του πηλίκιου, με αποτέλεσμα να προδοθεί. Ο Βέρνερ μέσα από τη χαραμάδα και δίχως να χρησιμοποιήσει τη διόπτρα, πυροβόλησε αμέσως. Ο νεαρός έπεσε νεκρός. Η σφαίρα είχε τρυπήσει το μάτι του διαλύοντάς του κυριολεκτικά το κρανίο. Η ομάδα που περιτριγύριζε τον Βέρνερ ζητωκραύγαζε. Ένας ελεύθερος σκοπευτής λιγότερος. Ο ίδιος ωστόσο για δευτερόλεπτα έμεινε σκεφτικός. Θυμήθηκε το πρώτο του θύμα. Ένα θύμα που πέθανε από προσχεδιασμένη επίθεση. Θυμήθηκε την κρίση πανικού που τον είχε πλησιάσει, το τρέμουλο στο χέρι, την τρύπα στη συνείδηση και τις τύψεις. Όμως η ώθηση του λόχου του και το γεγονός πως είχαν εναποθέσει τις ελπίδες και τον θαυμασμό τους επάνω του, είχαν εκμηδενίσει τον δισταγμό.
Οι Ρώσοι φάνηκαν να υποχωρούν, όμως ο Μίσα δεν ακολούθησε κανέναν. Ο Λεβ τον αναζήτησε, όταν συνειδητοποίησε πως είχε μείνει πίσω για να εκδικηθεί. Οι Γερμανοί πλησίασαν το πτώμα του νεαρού Ρώσου. Στη θέα του, ο Βέρνερ ήταν σαν να έβλεπε τον αδερφό του. Είχαν παρόμοια χαρακτηριστικά. Τα μάτια του γούρλωσαν και ευθύς πάλεψε να κλειδώσει το μυαλό του. Να μη σκέφτεται τις λέξεις της μητέρας του, το ταλαιπωρημένο και πονεμένο της πρόσωπο, τα κρυφά της κλάματα στο αδειανό προσκεφάλι ενός φαντάσματος. Όχι, δεν έπρεπε να τα σκέφτεται όλα αυτά. Δεν έπρεπε να φέρνει στο μυαλό του το αγωνιώδες άγγιγμά της στους ώμους του μικρού Ζεπ. Ενός νεαρού που δεν ήταν φτιαγμένος για όλη αυτή τη φρίκη, όπως δεν ήταν και το ανήλικο αγόρι που είχε εκτελέσει, αφού πρώτα το είχε παρασύρει στην παγίδα του. Ήταν στα σίγουρα ένα από τα πολλά του θύματα. Ξερόβηξε και καταράστηκε από μέσα του τη στιγμή που είχε επιστρέψει στο σπίτι του. Γιατί η μητέρα του έβρισκε πάντοτε τον τρόπο να τον προσγειώνει στα ανθρώπινα συναισθήματα.
Με την καρδιά του εμφανώς παγωμένη, αποφάσισε να αποσυρθεί. Το μυαλό του ακόμη ήταν θολωμένο, έθετε περίεργες ερωτήσεις. Πώς ήταν η αίσθηση της μουσικής; Του γέλιου; Πώς ήταν μία ήσυχη βόλτα; Ο πόλεμος δεν αποτελούσε μήτε ηθική, μήτε ηρωική πράξη. Ο σκοπός του ήταν να επιτευχθεί ένα πολιτικό αποτέλεσμα με τη χρήση υπέρτατης βίας, της οποίας το τίμημα είναι ο θάνατος, ο ακρωτηριασμός και η καταστροφή. Τιμή δεν υπάρχει στον πόλεμο, όχι δεν υπάρχει. Ευτυχώς είχε μαζί του λίγο ποτό. Μία γουλιά ήταν παρηγοριά και πάντοτε, έπρεπε να είναι μόνος, την ίδια στιγμή που είχε διαδοθεί η πρώτη του επιτυχία στα χαρακώματα, την οποία θεωρούσαν δεδομένη. Είχε απομνημονεύσει ακόμη ένα άχαρο μάθημα που ανήκε στον πόλεμο. Έπρεπε να φονεύσει για να μη φονευθεί. Σε μία μάχη η συμπόνια στον αντίπαλο μπορεί μελλοντικά να του κόστιζε τη ζωή. Η επιβίωση δεν βασιζόταν μονάχα στις στρατιωτικές ικανότητες, μα και στην απανθρωπιά.
Εκείνο το βράδυ όμως δεν κοιμήθηκε. Μέσα στο μυαλό του στριφογυρνούσε τρόπους για να ανακαλύψει το υπερόπλο των Σοβιετικών. Σε σχετικά κοντινή απόσταση, βρίσκονταν σκόρπιες ορισμένες φτωχικές καλύβες. Ο Μίσα βρισκόταν έξω, εκτεθειμένος στη βροχή που είχε ξεκινήσει, παρακολουθώντας κάθε γερμανικό βήμα, ενώ ο Λεβ καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα. Ήταν ο βοηθός του Μίσα σε πολλά πράγματα και τώρα που απουσίαζε, ένιωθε μία ανασφάλεια. Δεν μπορούσε να φανταστεί τον φίλο του να πέθαινε, ήταν το μόνο βέβαιο. Μπορεί να ακουγόταν τελείως παρανοϊκή μία τέτοια σκέψη σε καιρούς πολέμου, όμως αποφάσισε να βγει προσεκτικά και με το όπλο του για να τον αναζητήσει. Από την κοντινή καλύβα ωστόσο, είχε ξεφύγει ένα τετράχρονο αγοράκι, το οποίο κατευθυνόταν σε μία παγωμένη λίμνη, μέσα στην κακοκαιρία. Η προσοχή του Λεβ αποσπάστηκε για λίγο και τότε έγινε αντιληπτός από τον Βέρνερ, ο οποίος για αρχή δεν τον θεώρησε απειλή.
Το μικρό αγόρι βάδιζε με τα κοντά του ποδαράκια στην άκρη του πάγου. Ο Λεβ τον είδε και αντιστεκόμενος στο υποσυνείδητο που του ψιθύριζε να προσέχει, πάλεψε να το φτάσει. Ήταν τότε που τα μάτια του Μίσα επιτέλους καρφώθηκαν επάνω του με τρόμο και ταυτόχρονα, όντας συνηθισμένος στο σκοτάδι της φύσης, ανακάλυψε πως διέτρεχε άμεσο κίνδυνο να γίνει στόχος. Δίχως να το σκεφτεί, τινάχτηκε μπροστά και τότε ακούστηκε πυροβολισμός. Η σφαίρα τον βρήκε κοντά στα πλευρά, το σώμα του έφυγε μπροστά και χτυπώντας επάνω στον πάγο, τον ράγισε.
«Μίσα!» ακούστηκε η κραυγή αγωνίας του Λεβ που έτρεξε να προλάβει τον αναίσθητο φίλο του.
Στα χέρια του βαστούσε το αγοράκι που έκλαιγε με λυγμούς. Ήταν τότε που μέσα από τους θάμνους, ξεπρόβαλε ο Βέρνερ σημαδεύοντάς τον.
Τα μάτια του Ρώσου κατρακύλησαν στο κενό και έπειτα στον φίλο του. Αγνοώντας την παρουσία του Βέρνερ, δίχως να κάνει κίνηση επίθεσης, προσπάθησε να πλησιάσει στον πάγο που είχε βαφτεί άλικος. Τρέμοντας, γονάτισε για να τραβήξει το πόδι του φίλου του, μα ήταν αδύνατον να τον φτάσει. Το μικρό αγόρι έμεινε να κοιτάζει την προσπάθεια, όταν τα μάτια του τα αθώα κοίταξαν τον Βέρνερ που εξακολουθούσε να σημαδεύσει γονατιστός τον Λεβ. Αμίλητο περπάτησε προς τον νεαρό Γερμανό που εξακολουθούσε να κοιτάζει μέσα από τη διόπτρα. Τα μικρά του χέρια ακούμπησαν το όπλο, δείχνοντάς του να το κατεβάσει. Οι ουρανοί είχαν ανοίξει και ο Λεβ εξακολουθούσε να παλεύει για τη ζωή του φίλου του. Το μυαλό του Βέρνερ όργωσαν χιλιάδες συναισθήματα. Ξαφνικά τα χαμόγελα, τα γέλια, οι βόλτες και ο αδερφός του ζωντανός, πήραν σάρκα και οστά. Δεν μπορούσε τόσο άνανδρα πια να τους χτυπήσει. Παρατώντας το όπλο, πλησίασε τον Λεβ που έκλαιγε σιωπηλά, μουρμουρίζοντας ΄΄εγώ φταίω΄΄.
«Πέσε στη γη. Σου κρατάω τα πόδια» του μίλησε σε σπαστά ρωσικά και ο Λεβ σύρθηκε για να πιάσει το πόδι του Μίσα.
Με κόπο, κατόρθωσαν να τον ανασύρουν και ο Βέρνερ βάλθηκε να τον κοιτάζει προσεκτικά. Ήταν όμορφος, νεαρός, πιο μικρός σίγουρα αν και όχι πολύ.
«Ευχαριστώ...ο...ο Μιχαήλ είναι η οικογένειά μου...»
«Μην πεις τίποτε σε κανέναν και ποτέ. Και ποιανού είναι το παιδί;»
«Ξέφυγε από τις καλύβες. Εσύ....λοιπόν, είσαι ο χερ Βέρνερ»
«Είμαι» τον επιβεβαίωσε.
«Αυτό που έκανες...»
«Με ζαλίσατε...» ακούστηκε η στριγκή φωνή του Μιχαήλ και οι άλλοι δύο χαμογέλασαν.
«Έχεις χάσει πολύ αίμα» ψέλλισε ο Λεβ.
«Ναι ανάθεμα! Γιατί εσύ έφυγες και...» βήχας τον συγκλόνισε, ωστόσο είδε το πρόσωπο του Βέρνερ, έστω και θολά «Ποιος στο διάολο είσαι;! Είσαι ο χερ....δεν θυμάμαι τώρα το όνομα. Σκότωσέ με κοπρόσκυλο! Αυτό είναι ατίμωση και δεν τη δέχομαι! Δεν θέλω τίποτε από εσένα!»
Ο Βέρνερ δεν μίλησε. Αμήχανα αποχώρησε. Δεν θα έλεγε τίποτε. Θα τον περίμενε στο πεδίο της μάχης. Ο Λεβ κοντοστάθηκε με το αγόρι αγκαλιά που τον κοιτούσε χαμογελαστό. Τα παιδιά δεν ήξεραν τον δρόμο των όπλων. Και όταν ένα παιδί με τον τρόπο του σε αναγνώριζε, αυτό σήμαινε πως κάτι πολύ σωστό είχες κάνει.
Kαλησπέρα σε όλους! Λοιπόν πως σας φαίνεται το δεύτερο βιβλίο; Σας αρέσει πιο πολύ από το πρώτο; Ποιους ήρωες έχετε ξεχωρίσει;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top